ΑΠΑΝΤΗΣΗ
του δημοσιογράφου Τάσου Κωστόπουλου
στο βουλευτή Ευστάθιο Κωνσταντινίδη και τον Φ.Σ.Φ. «Αριστοτέλη»
Κοινοποίηση
Κώστα Καραμανλή, πρόεδρο Ν.Δ.
Ιωάννη Τραγάκη, Γ.Γ. της Κ.Ο. της Ν.Δ.
Γιώργο Λιάνη, βουλευτή Ν. Φλώρινας
Με έκπληξη είδα δημοσιευμένη στις εφημερίδες της Φλώρινας τη «δήλωση» του
τοπικού βουλευτή της Ν.Δ., Ευστάθιου Κωνσταντινίδη, σχετικά με την ομιλία μου
στην ημερίδα «Η αναδρομική επικαιρότητα της δεκαετίας του ’40» των φετεινών «Πρεσπείων».
Η διαφωνία του οποιουδήποτε με κάθε δημόσια τοποθέτηση είναι φυσικά θεμιτή και
καλοδεχούμενη ˙ αυτό είναι, άλλωστε, το νόημα και η ουσία τόσο της δημοκρατίας
όσο και του (επιστημονικού ή πολιτικού) διαλόγου που συνιστά απαραίτητη
προϋπόθεση για την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών.
Αντί να επιστρατεύσει συγκεκριμένα επιχειρήματα για ν’ αντικρούσει συγκεκριμένα
σημεία της εισήγησής μου, ο κ. Κωνσταντινίδης επιδόθηκε ωστόσο σ’ έναν
καταιγισμό από ύβρεις κι εξώφθαλμες συκοφαντίες σε βάρος του προσώπου μου. Δεν
πρόκειται, φυσικά, να τον μιμηθώ. Έτσι κι αλλιώς, το ύφος και το περιεχόμενο της
«δήλωσής» του είναι αρκετά αποκαλυπτικά για το ήθος και το πνευματικό επίπεδο
του ανδρός. Δεν μπορώ όμως να αφήσω ασχολίαστα δυο σημεία:
Πρώτον, ο εν λόγω βουλευτής ήταν παρών στην ημερίδα κι απέφυγε να καταθέσει τη
διαφωνία του με όσα εκ των υστέρων (κι εκ του ασφαλούς) καταγγέλλει.
Δεύτερον, η αήθης συκοφαντία όσων εκφράζουν διαφορετική άποψη σαν «πρακτόρων»
(που «βγάζουν μεροκάματο») αποτελούσε μέχρι σήμερα πάγια πρακτική των
περιθωριακών κύκλων της φασιστικής ακροδεξιάς. Ούτε του «φιλελεύθερου» ούτε του
«μεσαίου» χώρου, στους οποίους αυτοτοποθετείται ο πολιτικός φορέας του κ.
Κωνσταντινίδη.
Επί της ουσίας τώρα: το μόνο σημείο της εισήγησής μου στο οποίο αναφέρονται με
σαφήνεια τόσο ο βουλευτής όσο και η παρεμφερής ανακοίνωση του Δ.Σ. του Φ.Σ.Φ. ‘Ο
Αριστοτέλης’, αφορά τη δημιουργία και δράση του εν λόγω συλλόγου κατά τη
διάρκεια της Κατοχής. Όντως, τις περιέγραψα ως πτυχή της πολιτικής των τότε
δωσιλογικών αρχών και των εθνικιστών (με ή χωρίς εισαγωγικά) συνοδοιπόρων τους,
που επιδίδονταν σε πλειοδοσία φιλογερμανικών εκδηλώσεων για ν’ αποσπάσουν την
εύνοια των κατοχικών αρχών απέναντι στις ομοειδείς δραστηριότητες του
βουλγαρικού προπαγανδιστικού μηχανισμού. Εξήγησα δε πως αυτή η στάση
εξυπηρετούσε απόλυτα τις ίδιες τις γερμανικές αρχές που, βάσει της αρχής του
«διαίρει και βασίλευε», είχαν υιοθετήσει μια πολιτική ελεγχόμενης υπόθαλψης κι
«εξισορρόπησης» (προς όφελος της «τάξης») του ανταγωνισμού μεταξύ ελληνικών και
βουλγαρικών μηχανισμών, αφ’ ενός, και των διαφορετικών γλωσσοπολιτισμικών
πληθυσμιακών ομάδων της περιοχής, αφ’ ετέρου. Αντιδιέστειλα, τέλος, αυτή την
πολιτική με τη (διαμετρικά αντίθετή της) ενωτική αντιστασιακή στρατηγική του
ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Είτε αρέσει είτε όχι στον κ. Κωνσταντινίδη και στο σημερινό Δ.Σ. του
‘Αριστοτέλη’, όσα είπα για το κατοχικό παρελθόν του συλλόγου είναι απολύτως
τεκμηριωμένα και προέρχονται από πηγές εγνωσμένης εθνικοφροσύνης. Για λόγους
χώρου και μόνο, περιορίζομαι εδώ σε δυο:
* Ο κατοχικός νομάρχης (κι «επίτιμο μέλος» του ‘Αριστοτέλη’) Κων/νος Μπόνης, που
διεκδικεί δάφνες εμπνευστή κι ιδρυτή του συλλόγου, στα απομνημονεύματά του
εξηγεί ότι το εγχείρημα αποσκοπούσε (α) στην «ευκολωτέρα παρακολούθησιν και
διαπαιδαγώγησιν της νεολαίας» (εν μέσω Κατοχής) και, (β) σε αντιβουλγαρική δράση
«υπό την κηδεμονίαν των Γερμανών».
«Τη υποδείξει μου», γράφει, «ο Δήμαρχος Νικ. Χάσος εκάλεσε 3-4 νέους, εις τους
οποίους ανέπτυξα τους εθνικούς λόγους δια τους οποίους επεβάλετο η ίδρυσις ενός
συλλόγου, εις τον οποίον να συγκεντρωθή όλη η νεολαία. Τους ανέθεσα να συντάξουν
τυπικώς ένα καταστατικόν. […] Το πρώτον διοικητικόν συμβούλιον διωρίσθη υπό της
Νομαρχίας με πρόεδρον τον Αναστάσιον Δήμτσην, το εποπτικόν συμβούλιον απετελέσθη
από τον Νομάρχην, τον Δήμαρχον Νικ. Χάσον και τον πολιτευτήν Γεώργ. Μόδην» (Κ.
Μπόνης, «Η Φλώρινα κατά την Κατοχήν 1941-1944», Θεσ/νίκη 1982, σ.15).
Ο ίδιος περιγράφει επίσης πώς η πρώτη δημόσια εμφάνιση του συλλόγου έγινε «προς
ψυχαγωγίαν των τμημάτων της κατοχής» (της Βέρμαχτ) που έμεναν στην πόλη: «Ο [γερμανός]
φρούραρχος εδέχθη με μεγάλην ευχαρίστησιν την προσφοράν μας δια την ψυχαγωγίαν.
Έτσι την 26ην Αυγούστου 1941 εδίδετο η πρώτη συναυλία δια τας ενόπλους δυνάμεις
κατοχής, η επιτυχία της οποίας υπήρξε εκπληκτική και είχε μεγίστην επίδρασιν επί
των διαθέσεων των Γερμανών, οι οποίοι ανεγνώριζαν την πνευματικήν και
πολιτιστικήν ανωτερότητα των Ελλήνων. Η βουλγαρική προπαγάνδα επλήγη
ανεπανορθώτως. Αυτή ήτο η απαρχή της εξορμήσεως του ‘Αριστοτέλους’ δι’ όλους
τους μετέπειτα εθνικούς αγώνας του μέχρι σήμερον» (όπ.π., σ.16).
* Το ίδιο γεγονός περιγράφεται, με μια μικρή διαφορά στην ημερομηνία, και στον
εορταστικό τόμο που εξέδωσε ο ‘Αριστοτέλης’ για τα πενηντάχρονά του: «Η πρώτη
συναυλία με πρόσκληση για ψυχαγωγία του Γερμανού φρουράρχου και στρατού έγινε 7
Σεπτεμβρίου ’41. […] Η συναυλία άρχισε με το ‘Ω σωτήριον άστρον’ του Μπετόβεν,
τη ‘Φλαμουριά’ του Σούμπερτ σε γερμανική γλώσσα και άλλα τραγούδια. Οι Γερμανοί
με ενθουσιασμό ασυγκράτητο χειροκροτούν ασταμάτητα». Για να μετριάσει κάπως τις
εντυπώσεις απ’ αυτή την ενθουσιώδη περιγραφή της ψυχαγωγίας των κατακτητών, ο
συντάκτης του κειμένου αισθάνεται την ανάγκη να διευκρινίσει ότι (κατά τη γνώμη
του) «η συναυλία αυτή δεν ήταν πράξη υποτέλειας προς τον κατακτητή -ίσως βέβαια
αυτό να θεωρείτο σ’ άλλη ελληνική περιφέρεια- εδώ στον ελληνικό βορρά ήταν πράξη
εθνικής αντίστασης κατά της βουλιμίας των Βουλγάρων τότε ιμπεριαλιστών»
(Χαράλαμπος Στυλιάδης, «Η Φλώρινα και η περιφέρεια στη γερμανική κατοχή και ο
σύλλογος ‘Αριστοτέλης’», περ. «Αριστοτέλης», τχ.207-210, 5-12.1991, σ.138).
Η αποτίμηση αυτής της πολιτικής «προσεταιρισμού» των κατακτητών, όπως και της
(διαμετρικά αντίθετής της) αντιστασιακής επιλογής του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, είναι φυσικό να
διαφέρει από ερευνητή σε ερευνητή. Ανεπίτρεπτη είναι, αντίθετα, η εκτροπή της
όποιας ιστοριογραφικής ή πολιτικής διαφοράς σε ύβρεις και «πρακτορολογικές»
συκοφαντίες. Πόσω δε μάλλον όταν το συλλογικό υποκείμενο (εν προκειμένω ο Φ.Σ.Φ.
‘Αριστοτέλης’), στο όνομα του οποίου διατυπώνονται αυτοί οι ισχυρισμοί, υπήρξε
αποδεδειγμένα στο παρελθόν τρόφιμος των υπηρεσιακών «μυστικών κονδυλίων», για να
συμβάλει στην καταπολέμηση του τοπικού «τρισκατάρατου σλαβικού ιδιώματος» και
του «από βορράν κινδύνου».
Μετά τιμής
Τάσος Κωστόπουλος
Υ.Γ. Αντίθετα προς ό,τι ισχυρίζεται το ΔΣ του ‘Αριστοτέλη’, ουδέποτε είπα ότι
«το 70% του τοπικού πληθυσμού μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους ήταν σε κάθε
περίπτωση ‘ρευστής εθνικής συνειδήσεως’». Δεν το είπα, για τον πολύ απλό λόγο
ότι δεν θεωρώ καθόλου σοβαρή δουλειά, ούτε δική μου ούτε κανενός άλλου, το
«ζύγισμα» των ανθρώπινων («εθνικών» ή άλλων) συνειδήσεων. Αυτό που ανέφερα είναι
ότι, σύμφωνα τόσο με τις ελληνικές όσο και με τις βουλγαρικές απόρρητες
υπηρεσιακές στατιστικές της εποχής (προσβάσιμες πλέον και οι δυο, ως αρχειακό
υλικό, στην ιστορική έρευνα), το 1912 στον ενιαίο νομό Φλώρινας-Καστοριάς ζούσαν
περίπου 80.000 σλαβόφωνοι χριστιανοί (σε σύνολο 135.000 κατοίκων), εκ των οποίων
οι 60.000 υπάγονταν εκκλησιαστικά στη βουλγαρική Εξαρχία έναντι 20.000 περίπου
που υπάγονταν στο Πατριαρχείο. Τα περί «ρευστής συνειδήσεως» αποτελούν
ενδεχομένως μια (αυθαίρετη) παρερμηνεία εκ μέρους του ΔΣ της προσπάθειάς μου να
εξηγήσω αυτή την πραγματικότητα με βάση όχι τα εθνικά στερεότυπα αλλά τις
πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες κι αντιθέσεις της τότε εποχής. Έναν αιώνα μετά
τους βαλκανικούς πολέμους, με δεδομένο το άνοιγμα πολλών κρατικών και ιδιωτικών
αρχείων στην ιστορική έρευνα, είμαστε νομίζω σε θέση να προσεγγίσουμε την
ιστορία του τόπου με τη δέουσα νηφαλιότητα κι αποστασιοποίηση. Φαίνεται όμως ότι
κάποιοι δεν εννοούν ν’ απαλλαγούν από τα χωροφυλακίστικα κατάλοιπα της
υπηρεσιακής ταξινόμησης των «φρονημάτων», που τόσο ταλαιπώρησαν τόσο τη Φλώρινα
όσο και την υπόλοιπη Ελλάδα επί δεκαετίες.