Εν όψει του Πορίσματος της Βουλής για το Βατοπέδι

 

Τα τέσσερα εμπόδια όπου σκοντάφτει η θεωρία του «μη σκανδάλου»

Εν όψει του πορίσματος (ή μάλλον των πορισμάτων) της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής για το Βατοπέδιο διατυπώνονται από όλες τις πλευρές τα τελευταία επιχειρήματα.

Μετά τις αποκαλύψεις της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» οι υποστηρικτές της θεωρίας τού «μη σκανδάλου» αναδιπλώνονται. Διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να στηριχτούν στις 4 Εκθέσεις (του ΣΟΕ και διεθνών εκτιμητών), εφ' όσον και σ' αυτές περιγράφεται ως επιλήψιμη η διαδικασία των ανταλλαγών και καταγγέλλονται ως άκυρα τα βασικά συμβόλαια. Ανασύρονται όμως νέα επιχειρήματα.

1 Από την πλευρά της Ν.Δ. υποστηρίζεται ότι ακόμη κι αν τα συμβόλαια των ανταλλαγών μιλούν για «άρτιες και οικοδομήσιμες» εκτάσεις ενώ οι εκτιμήσεις του ΣΟΕ για δάση, αυτό δεν είναι πρόβλημα, εφ' όσον για κάθε αλλαγή χρήσης ενός ακινήτου απαιτούνται βεβαιώσεις των αρμόδιων υπηρεσιών. Αυτό είναι ορθό. Μόνο που η αναγραφή του νέου χαρακτηρισμού στο συμβόλαιο είναι το πρώτο βήμα. Οπως διαπιστώθηκε σε αρκετές περιπτώσεις, ο αποχαρακτηρισμός των εκτάσεων ήταν έτοιμος. Και βέβαια είναι απολύτως υποκριτικός ο ισχυρισμός ότι οι «αρμόδιες υπηρεσίες» θα αντιστέκονταν. Ενας από αυτούς που τόλμησαν να αντισταθούν, ο προϊστάμενος της 10ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ο οποίος επιμένει ότι οι εκτάσεις της Ουρανούπολης δεν μπορούσαν να ανταλλαγούν χωρίς ειδική γνωμάτευση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, βρίσκεται σήμερα κατηγορούμενος στα αστικά δικαστήρια. Αλλοι αρμόδιοι, όπως τα τοπικά δασαρχεία, αγνοήθηκαν επιδεικτικά. Μάλιστα, η διαδικασία αποχαρακτηρισμού έχει αποτυπωθεί «προφητικά» και στα ίδια τα συμβόλαια των ανταλλαγών. Η δασική έκταση της Ουρανούπολης μεταβιβάστηκε με συμβόλαιο που αναφέρει ρητά ότι «η Ιερά Μονή επιφυλάσσεται κάθε δικαιώματός της να ζητήσει αρμοδίως και νομίμως τη μεταβολή της χρήσεως» (συμβόλαιο Αικ. Πελέκη 2823/22.5.2007). Και βέβαια η Μονή είχε αναγγείλει λίγους μήνες αργότερα (6/11/2007) ότι θα αξιοποιήσει την έκταση με υποδομές θρησκευτικού τουρισμού και άλλες επιχειρηματικές επενδύσεις, για τις οποίες είχε ήδη καταρτίσει business plan!

2 Από τη στιγμή που φάνηκε ότι δεν μπορεί να υποστηριχτεί σοβαρά η άποψη πως δεν υπήρξε ζημία του Ελληνικού Δημοσίου άρχισε να αναπτύσσεται μια νέα επιχειρηματολογία. Επισημαίνεται ότι η αξία της Βιστονίδας είναι τεράστια, επομένως υπερκαλύπτει το ποσό των 110 εκατ. ευρώ, το οποίο αντιπροσωπεύει κατά το ΣΟΕ την αξία του συνόλου των ανταλλαγέντων ακινήτων (τηλεόραση ΣΚΑΪ, 4/10). Αλλά το «φούσκωμα» της αξίας της λιμνοθάλασσας είναι εντελώς αυθαίρετο, γιατί πρόκειται για μια αυστηρά προστατευόμενη περιοχή, στην οποία απαγορεύεται εντατική εκμετάλλευση. Το υπουργείο Γεωργίας, όμως, αντί να υιοθετήσει την εκτίμηση της δικής του γενικής διεύθυνσης Αλιείας, που περιόριζε την ετήσια αξία των αλιευμάτων σε 800.000 ευρώ, προτίμησε την εκτίμηση ιδιώτη μελετητή, ο οποίος διατηρεί ειδικές σχέσεις με τη Μονή και ανέβασε την αξία αυτή σε 8.000.000 ευρώ! Και βέβαια αυτή η επιχειρηματολογία προϋποθέτει την παραδοχή ότι η λιμνοθάλασσα ανήκει στη Μονή, παρά την αντίθετη (έστω και πρωτόδικη) δικαστική απόφαση.

3 Δειλά, αλλά σταθερά, επιμένουν στελέχη της Ν.Δ. και του ΛΑΟΣ στην άποψη ότι «νομικά» δεν μπορεί να ευσταθεί «ζημία του Δημοσίου», εφ' όσον ακόμη κι αν είναι άνισες οι ανταλλαγές πρόκειται για μεταφορά από «δημόσιο» (την ΚΕΔ) σε «δημόσιο» (τη Μονή Βατοπεδίου που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου). Μόνο που οι Μονές ως προς την κτηματική τους περιουσία «αντιμετωπίζονται από το νόμο σαν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου» (Πρακτικό υπ' αριθμ. 6 της Επιτροπής Εσωτερικού Ελέγχου ΣΟΕ), ενώ η αποδοχή ως «δημοσίου» ενός νομικού μορφώματος, το οποίο διαθέτει offshore εταιρείες και απόλυτη αυτονομία εμπορικής δράσης, θα οδηγούσε στη μετατροπή δημόσιων υπηρεσιών σε πλυντήρια μαύρου χρήματος.

4 Το ύστατο επιχείρημα της πλευράς της Ν.Δ. επιστρέφει στα βυζαντινά χρυσόβουλα. Η αμφισβήτηση των τίτλων αυτών κατά τη Ν.Δ. θα θέσει εν κινδύνω το καθεστώς και την περιουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, τα οποία στηρίζονται σε χρυσόβουλα. Οι δε εκπρόσωποι του ΛΑΟΣ φτάνουν να καταγγείλουν ως εθνική προδοσία την αμφισβήτηση αυτών των χρυσόβουλων. Βέβαια το επιχείρημα αυτό είναι έωλο, γιατί τα Πατριαρχεία δεν στηρίζονται σε χρυσόβουλα, αλλά σε τίτλους παραχωρημένους από τους σουλτάνους, τους οποίους δεν πρόκειται να ακυρώσει καμιά ελληνική δικαιοπραξία. Αλλά η ουσία δεν βρίσκεται εκεί. Την ισχύ των χρυσόβουλων κανείς δεν την αμφισβητεί (πέραν της Αριστεράς). Αυτό που αμφισβητείται είναι τα συγκεκριμένα χρυσόβουλα, από τα οποία -σημειωτέον- έχουν δει το φως μόνο φωτοαντίγραφα. Σύμφωνα με τη γνωμάτευση του καθ' ύλην αρμόδιου αρχαιολόγου Κωνσταντίνου Τσουρή, αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θράκης, οι βυζαντινοί τίτλοι της Μονής ανταποκρίνονται σε «κτήματα που είναι απολύτως αδύνατον να ταυτισθούν, να καταμετρηθούν και να χωροθετηθούν» και τελικά, «οι ανωτέρω τίτλοι, γνήσιοι, άνευ κύρους ή πλαστοί -οτιδήποτε και αν είναι- δεν επικυρώθηκαν ποτέ από την κρατική υπόσταση που διαδέχθηκε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δηλαδή από την Οθωμανική Αυτοκρατορία».

Η σαφήνεια αυτών των διαπιστώσεων δεν σημαίνει ότι δεν θα βρεθούν μπροστά σε σοβαρά διλήμματα τα μέλη της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής που εξετάζουν την ενδεχόμενη ποινική ευθύνη συγκεκριμένων πρώην υπουργών. Ομως η αιτία αυτής της δυσκολίας δεν ανάγεται στην ανυπαρξία σκανδάλου, αλλά στο ακριβώς αντίθετο. Το μέγεθος του σκανδάλου αυτού είναι τόσο μεγάλο, ώστε είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστεί η ευθύνη (πολιτική και ποινική) σε μια μικρή ομάδα υπουργών. Είναι σαφές ότι για την πραγματοποίηση των πολύπλοκων ανταλλαγών ακινήτων σε όλη τη χώρα υπήρχε κεντρικός σχεδιασμός, ο οποίος περιλαμβάνει το βασικό κυβερνητικό επιτελείο και τις υπηρεσίες που ελέγχονται άμεσα απ' αυτό (π.χ. την ΚΕΔ).

Αυτό που επιβεβαιώνεται από όλα τα στοιχεία δύο εξεταστικών και μιας προανακριτικής επιτροπών είναι το γεγονός ότι μια κυβέρνηση προχώρησε σε ιδιωτικοποίηση σημαντικών δημόσιων ακινήτων, πραγματικών «φιλέτων», χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα το κοινωνικό πρόβλημα που προκάλεσαν στη Βιστονίδα οι διεκδικήσεις της Μονής. Μόνο αν δει κανείς τη Μονή ως μεσάζοντα μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των ιδιωτικών επιχειρηματικών συμφερόντων μπορεί να αποκρυπτογραφήσει τι ακριβώς συνέβη με τη Βιστονίδα και τα «φιλέτα» αυτά.

Την Τρίτη ο κ. Σαμαράς τόνισε ότι «η αξιοποίηση ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου πρέπει να γίνει με διεθνή διαγωνισμό, όχι με ανάθεση». Πολύ ορθά. Μόνο που η κυβέρνηση του δικού του κόμματος πραγματοποίησε μεταβιβάσεις 260 ακινήτων του Ελληνικού Δημοσίου με 31 συμβόλαια και σε χρόνο ρεκόρ, χωρίς κανένα διαγωνισμό και με συστηματική υποτίμηση της αξίας τους. Αυτό είναι το πραγματικό σκάνδαλο.

 


(Ελευθεροτυπία, 7/10/2010)


 

www.iospress.gr