ΨΕΥΔΩΝΥΜΑ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ

Απόκριες στο ληξιαρχείο

1.  /  2.

WHO IS WHO

Το ψευδώνυμό μας είναι η ψυχή μας


Οταν στις 8 Μαρτίου 1887 κυκλοφορούσε για πρώτη φορά η "Εφημερίς των Κυριών", οι περισσότεροι θεώρησαν ότι πίσω από το όνομα Εύα Πρενάρ που εμφανιζόταν ως διευθύντρια του εντύπου κρυβόταν κάποιος άντρας. Ούτε που τους πέρασε από το μυαλό ότι βρίσκονταν μπροστά στον αναγραμματισμό του ονόματος της Καλλιρρόης Παρρέν, η οποία δοκίμαζε τότε τις αντοχές της αθηναϊκής κοινωνίας στις ιδέες της χειραφέτησης των γυναικών. Η ταυτότητα της Κ. Παρρέν αποκαλύφθηκε στο επόμενο τεύχος, ωστόσο ακόμη κάποιοι απρόσεκτοι μιλούν για τη σκοτεινή πρώτη διευθύντρια του περίφημου περιοδικού. Πολλά χρόνια αργότερα, ένας λόγιος αποφάσιζε να εγκαταλείψει το ... μισό του ψευδώνυμο που δεν το σήκωναν πια οι καιροί: Ηταν Δεκέμβρης του 1944, όταν ο Ολμος Περάνθης (κατά κόσμον Μιχαήλ Παπαδόπουλος) ανακοίνωνε με επιστολή του στη "Νέα Εστία" ότι στο εξής θα υπογράφει ως Μιχ. Περάνθης, "πειθήνιος στη διαταγή για την παράδοση των κάθε είδους όπλων", καθώς "στη μνήμη των Αθηναίων ο όλμος συνδέθηκε άρρηκτα με εικόνες φρίκης και ερειπίων".

ΑΠΟ ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΟY ΡΟΙΔΗ...

Και στις δύο περιπτώσεις, οι συνθήκες της εποχής υπαγόρευσαν την προσφυγή σε ένα ψευδώνυμο ή την εγκατάλειψή του. Ας μη βιαστούμε να βγάλουμε συμπεράσματα. Τα ψευδώνυμα εμφανίζουν μια ποικιλία που δεν δέχεται εύκολες ταξινομήσεις. Γνωστή από την αρχαιότητα, αλλά διαδεδομένη μόνο μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας, η ψευδωνυμία αποτελεί πρακτική ιδιαίτερα προσφιλή στην Ελλάδα των δύο τελευταίων αιώνων. Ο πολύτιμος κατάλογος του Κυριάκου Ντελόπουλου (3065 ψευδώνυμα 1789 συγγραφέων) υποδεικνύει ότι τα ψευδώνυμα σχετίζονται ασφαλώς με τα κοινωνικά τους συμφραζόμενα, αλλά και με το έντυπο στο οποίο δημοσιεύτηκαν, με τις σταθερές προτιμήσεις κάθε συγγραφέα, αλλά και με εμπνεύσεις της στιγμής. Οι κατηγορίες, ωστόσο, των ψευδωνύμων είναι πολύ περισσότερες: Αντρες που υπογράφουν ως γυναίκες και το αντίστροφο, ψευδώνυμα που επικρατούν: άντρες καταδικάζοντας στην πλήρη αφάνεια το πραγματικό όνομα, ψευδώνυμα που με την πρώτη ευκαιρία αποκαλύπτονται από τους ίδιους τους (ή τις) συγγραφείς και άλλα που προστατεύουν αποτελεσματικά την ταυτότητα των κυνηγημένων σε εποχές παρανομίας.
Μερικά παραδείγματα εικονογραφούν ίσως καλύτερα την ποικιλία αυτή: Ποιος θυμάται σήμερα ότι ο Παύλος Νιρβάνας λεγόταν Πέτρος Αποστολίδης, ο Γ. Σκληρός Κωνσταντινίδης, ο Παπαδιαμάντης Μοσχοβάκης, ο Βενέζης Μέλλος, ο Μάρκος Αυγέρης Γεώργιος Παπαδόπουλος, η Ζωή Καρέλλη Χρυσούλα Αργυριάδου, ο Μυριβήλης Σταματόπουλος, αλλά και ο Αρης Βελουχιώτης Θανάσης Κλάρας; Μήπως και τα δύο ελληνικά Νόμπελ μπορούν να αναζητηθούν στο ληξιαρχείο, αν δεν ψάξει κανείς στη μερίδα Σεφεριάδης και Αλεπουδέλλης;
Είναι τόσο τρέχουσα η χρήση ψευδωνύμου, ώστε κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε μιαν ατέρμονη περιπτωσιολογία. Το ψευδώνυμο όμως δεν είναι πάντοτε ένα απλό όνομα που αντικαθιστά κάποιο άλλο. Συχνά αποτελεί καθρέφτη της εποχής και των ιδεολογικών προτιμήσεων εκείνου που το επιλέγει, όπως για παράδειγμα κάποιες υπογραφές που συναντούμε στην παλιά "Διάπλαση των Παίδων" (Μαλλιαρός, Καθαρευουσιαστής, Σουφραζέτ). Αλλοτε πάλι το φύλο του ψευδωνύμου δεν ταυτίζεται με το φύλο του συγγραφέα: Ο Εμ. Ροϊδης υπέγραφε (και) Χρυσομάλλω, ο Κ. Παλαμάς (και) Φλόρα Μυράμπελη, ο Γρ. Ξενόπουλος (και) Η κυρά Μάρθα, ο Μανόλης Αναγνωστάκης (και) Φανή Δημαρά. Από την άλλη, η πολίτισσα πεζογράφος Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου υπέγραφε (και) Σάνκο Πάνσας, ενώ η θεατρική κριτικός Ελένη Ουράνη έγινε γνωστή ως Αλκης Θρύλος. Δεν είναι σπάνιες ακόμη οι περιπτώσεις που μια γυναίκα υιοθετεί το ψευδώνυμο του συζύγου της: χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις της Γαλάτειας Καζαντζάκη που υπέγραφε και ως Πετρούλα Ψηλορίτη (Πέτρος Ψηλορίτης ήταν ψευδώνυμο του Νίκου Καζαντζάκη) και της Αύρας Θεοδωροπούλου που υπέγραφε και ως Αύρα Θέρου από το ψευδώνυμο Αγις Θέρος του άντρα της Σπύρου Θεοδωρόπουλου. Τέλος, δεν απουσιάζει και η περίπτωση κατά την οποία ένα ζευγάρι επιλέγει κοινό ψευδώνυμο: η μετονομασία της Καίτης Νισυρίου και του Γιάννη Ταλαγάνη σε Γιάννη και Καίτη Ζεύγου υπαινίσσεται την κοινή τους αυτή απόφαση.

ΣΤΟ ΣΥΝΑΧΙ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

Είναι πλέον προφανές ότι η αποκρυπτογράφηση των νεοελληνικών ψευδωνύμων μοιάζει λίγο με σισύφειο έργο. Κι αν υποτεθεί ότι κάποτε θα γίνει δυνατό να εντοπιστούν οι άπειρες αυτές μεταμφιέσεις, κανείς δεν μπορεί να ελπίσει ότι θα γίνουν κατανοητοί και οι μηχανισμοί που οδηγούν στην υιοθέτηση ενός ψευδωνύμου και όχι κάποιου άλλου. Ποιοι άραγε είναι οι ακριβείς λόγοι που ώθησαν κάποτε τον Ροϊδη να υπογράψει ως Θεοτούμπης, Κοτόπητας, Κουνούπης, Σαμιαμίδης, Πέτρος Βουκέφαλος και τον Καρυωτάκη ως Τσαπατσούλιας, Μαρκούτσης Ναργιλεάδης και Συναχωμένο ποντικάκι;
Ετσι, όλες οι ερμηνείες που έχουν ως σήμερα προταθεί για την προσέγγιση του φαινομένου είναι μερικές. Σύμβολο της ψυχής του καλλιτέχνη κατά τον Ξενόπουλο, "μορφή κομψογραφίας την οποία πολλαπλασιάζει η επαγγελματική ανάγκη της πολυγραφίας" κατά τον Κ. Θ. Δημαρά, "άδεια κυκλοφορίας μέσα στις αντιπνευματικές κοινωνίες" κατά τον Πέτρο χάρη, το ψευδώνυμο κρύβει ακόμη καλά τα μυστικά του. Ακόμη και η ψυχαναλυτική άποψη του Ν. Ν. Δρακουλίδη που χαρακτήρισε όλες τις άλλες ερμηνείες "υποσυνείδητες δικαιολογίες" και ονόμασε το ψευδώνυμο "ανάγκη της μάσκας που νιώθει ο καλλιτέχνης όταν εμφανίζει τον ψυχικό του κόσμο" μοιάζει ανήμπορη να φωτίσει ένα φαινόμενο τόσο διαδεδομένο όσο και ποικίλο.
Αρκεί ίσως ένα απλό παράδειγμα για να δείξει ότι ψηφίδες του μωσαϊκού παραμένουν άγνωστες ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που όλα μοιάζουν να έχουν ειπωθεί: Πολλοί ήταν εκείνοι που αναρωτήθηκαν δημόσια γιατί ο Μ. Καραγάτσης υιοθέτησε το "βάρβαρο" ψευδώνυμό του εγκαταλείποντας το εύηχο οικογενειακό του Ροδόπουλος. Το 1943, λοιπόν, βγήκε ο Καραγάτσης στη "Νέα Εστία" και υποστήριξε πως αναγκάστηκε να αλλάξει το όνομά του, επειδή ο πατέρας του φοβόταν ότι ο γιος του, αν γινόταν συγγραφέας, κινδύνευε να μοιάσει στο γιο ενός φίλου του στρατηγού, συγγραφέα και "αιρετικό σε άλλες βιοκοινωνικές του εκδηλώσεις". Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, γιατί αυτός ήταν ο "αιρετικός" γιος του στρατηγού, αντέδρασε αμέσως με επιστολή στο περιοδικό, στην οποία υποστήριξε ότι η αφήγηση του Καραγάτση παραποιούσε τα γεγονότα και συνιστούσε μια απλή απόπειρα αυτοπροβολής. Ελεγε λοιπόν ψέματα ο Καραγάτσης; Στενός φίλος του μας έλεγε πρόσφατα ότι ο Καραγάτσης, περήφανος για την κορμοστασιά του, κόμπαζε στην παρέα του ότι ήθελε να έχει το όνομα ενός δέντρου. Καραγάτσι δε -αυτή η τούρκικη λέξη που ανατρίχιαζε τους λογίους της εποχής- σημαίνει φτελιά...

 

"Με δυσκολεύουν οι δημοσιογράφοι"

Ο συγγραφέας και ερευνητής των ελληνικών φιλολογικών ψευδωνύμων Κυριάκος Ντελόπουλος αναφέρεται στις αιτίες του φαινομένου:

"Οι αιτίες είναι πολλές και διάφορες. Μεγάλη κατηγορία αποτελούν όσοι συγγραφείς, λογοτέχνες κ.λπ. δεν βρίσκουν ωραίο το πραγματικό τους όνομα. Μην ξεχνάμε ότι ο λογοτέχνης είναι ένας άνθρωπος που θέλει να ξεχωρίσει και από το όνομά του ακόμα. Ενας Παπαδόπουλος π.χ. σίγουρα δεν θα πιανε εύκολα μεσ' την αγορά των γραμμάτων. Ετσι παίρνει ένα ψευδώνυμο, δανεισμένο ή πρωτότυπο, πάντως αρμονικό, αισθητικό και εύηχο. Ξέρω, όμως, λίγες περιπτώσεις που τα ψευδώνυμα ήταν εντελώς άσχημα, με οποιοδήποτε κριτήριο σε σχέση με το αληθινό, ωραιότατο όνομα. Σ' αυτές τις περιπτώσεις υπήρχαν ίσως κάποιοι άλλοι λόγοι που τους υποχρέωσαν ν' αλλάξουν ταυτότητα. Είναι ευνόητο ότι αν υπάρξει επιτυχία, το ψευδώνυμο δένεται απόλυτα με την συνολική παρουσία του φορέα του, ο οποίος πλέον επιβάλλεται μέσω του ψευδωνύμου. Κάποιοι, συνήθως μέτριοι, φοβούνται μήπως κρυφτούν πραγματικά πίσω από ένα ψευδώνυμο και δεν χάνουν την ευκαιρία να υπενθυμίζουν το επίσημο όνομά τους. Είναι εκείνοι που έχουν λιγότερη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους.
Υπάρχει και η κατηγορία της περιστασιακής χρήσης ψευδωνύμων κυρίως για λόγους πολιτικούς. Ο φόβος είναι ο βασικός λόγος και όταν περάσουν οι έκτακτες συνθήκες το ψευδώνυμο εγκαταλείπεται, το πρόσωπο αποκαλύπτεται και η όλη πράξη κατά κανόνα γίνεται τίτλος τιμής.
Στους δημοσιογράφους το φαινόμενο έχει πολλές ιδιαιτερότητες. Στα επαρχιακά και τα φτωχά έντυπα, ο διευθυντής γράφει το κύριο άρθρο με την αληθινή του υπογραφή, και διάφορα άλλα με ψευδώνυμα, θέλοντας να δείξει ότι το έντυπό του έχει πολλούς συνεργάτες και επομένως είναι σπουδαίο. Οι δημοσιογράφοι επίσης μπορούν να γράφουν ταυτοχρόνως σε πολλά έντυπα με διαφορετικά ψευδώνυμα ή με το ίδιο ψευδώνυμο να εμφανίζονται άλλοι αρθρογράφοι στο ίδιο έντυπο κ.λπ. Ο προσδιορισμός επομένως, του πραγματικού συντάκτη είναι συχνά αδύνατος όταν στο προηγούμενο φαινόμενο προστεθεί και η λαθραία αναπαραγωγή, συχνά με νέα ψευδώνυμα, αυτών των δημοσιευμάτων. Η κρυπτωνυμία αυτή οφείλεται προφανώς σε οικονομικούς λόγους αλλά συνδέεται και με το γόητρο ενός δημοσιογράφου ο οποίος αποφεύγει να υπογράψει κείμενα "του ποδαριού" ή πρόχειρες δουλειές προορισμένες για "δεύτερα" έντυπα".
 


(Ελευθεροτυπία, 26/2/1995)

 

www.iospress.gr                                          ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ