ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ Ή ΣΥΝΕΝΟΧΗ;
Η δίκη του ρατσισμού αναβάλλεται
1. / 2.
Στο ψυγείο ο νόμος που διώκει τη ρατσιστική και φασιστική προπαγάνδα
Η ιστορία ενός νομοθετήματος
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία και στη χώρα μας γύρω απ' τα
δημοκρατικά δικαιώματα ακόμα και των εχθρών της δημοκρατίας. Εν ονόματι μιας
νεφελώδους ιδέας για την «ελευθερία της έκφρασης», η ρατσιστική προπαγάνδα
-άμεση ή έμμεση, χιουμοριστική ή παλιομοδίτικη- τείνει να εγκατασταθεί ως
περίπου ισότιμη «πολιτική άποψη». Δεκάδες ακροδεξιά έντυπα, φασιστικές γκρούπες,
ανερχόμενοι δημοσιολόγοι των Μέσων υψηλής θεαματικότητας αλλά και ορισμένοι
επίσημοι πολιτικοί άνδρες καλλιεργούν συστηματικά και ατιμώρητα τη ρατσιστική
μισαλλοδοξία. Η καταρχήν αθώα «εθνική ανασφάλεια» μετά το ξέσπασμα της
βαλκανικής κρίσης, οδήγησε μέσω της καθοδηγούμενης κινδυνολογίας στην
εθνικιστική υστερία, διεγείροντας ό,τι ταπεινότερο και νοσηρότερο βρίσκεται στο
κοινωνικό σώμα. Σ' αυτό ακριβώς το κλίμα δεν είναι ανεξήγητη η εμφάνιση των
βρικολάκων ούτε η επιχειρούμενη «νομιμοποίηση» των απόψεών τους - όταν μάλιστα
έχουν αποκτήσει και ένα ορισμένο ακροατήριο. Μια αγορά, δηλαδή.
Ομως, πέρα από την εφιαλτική μοίρα που μπορεί να επιφυλάσσει η απρόσκοπτη
«φιλελευθεροποίηση της αγοράς», υπάρχει ήδη διαμορφωμένο ένα θεσμικό πλαίσιο
άμυνας της κοινωνίας και των πολιτών της. Αν και είναι ελάχιστα γνωστό, η
ρατσιστική προπαγάνδα καθεαυτή αποτελεί έγκλημα. Ηδη από τις 7.3.1966, η χώρα
μας έχει υπογράψει τη Σύμβαση του ΟΗΕ για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών
διακρίσεων. Το Ν.Δ. 494/1970 την επικύρωσε και, παρά την αξιοπρόσεκτη
καθυστέρηση, το Μάρτιο του 1979 πέρασε ομόφωνα ως νόμος (927/79) από τη Βουλή,
επειδή η Ελλάδα «ανέλαβε την υποχρέωσιν όπως αφ' ενός καταδικάση πάσαν φυλετικήν
διάκρισιν, αφ' ετέρου δε προβή εις την λήψιν και εφαρμογήν μέτρων, τα οποία
απαιτούνται διά την πραγματοποίησιν των υπό της Συμβάσεως επιδιωκομένων σκοπών
διά την καταπολέμησιν ενεργειών αποσκοπουσών εις την διάδοσιν ιδεών ή θεωριών
περί ανωτερότητος μιας φυλής ή ομάδος προσώπων ενός χρώματος, ή προκαλουσών το
φυλετικόν μίσος και διακρίσεις, ως και διά την εξάλειψιν πάσης φυλετικής
διακρίσεως» (από την εισηγητική έκθεση που υπογράφουν οι υπουργοί Εξωτερικών και
Δικαιοσύνης της Ν.Δ., Γ. Ράλλης και Γ. Σταμάτης). Η κοινοβουλευτική συζήτηση, αν
και συνοπτική αφού επρόκειτο για εφαρμογή διεθνούς υποχρέωσης, υπήρξε
ουσιαστική. Η τότε αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ είχε ζητήσει να διώκονται και οι
διακρίσεις λόγω θρησκεύματος, όπως ακριβώς και το ρατσιστικό κήρυγμα λόγω φυλής
ή εθνικότητας. Αλλωστε, η σχετική τροπολογία της Κωνσταντίνας Γιαννοπούλου και
του Σπύρου Πλασκοβίτη είχε γίνει αποδεκτή στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή.
Επιπλέον, η κ. Γιαννοπούλου στάθηκε και σε μια άλλη παράλειψη του νομοθέτη που
σήμερα αντιλαμβανόμαστε τη σημασία της: «Κύριε Πρόεδρε, στο άρθρο 4, αναφέρεται
ότι "Επί των κατά τον παρόντα νόμον εγκλημάτων η δίωξις χωρεί μόνον επί εγκλήσει".
Γιατί όχι και αυτεπαγγέλτως; Γιατί μπορεί ένας μαύρος να μην μπορεί μέσα στο
δικό μας χώρο να κάνει μήνυση, μπορεί να φοβάται». Υστερα όμως από την υπόσχεση
των αρμοδίων υπουργών ότι θα έρθει ειδικός νόμος κατά των θρησκευτικών
διακρίσεων και χωρίς καμιά απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα της κ. Γιαννοπούλου, ο
Γιάννης Χαραλαμπόπουλος υποχώρησε, αναγνωρίζοντας ότι πρόκειται για θέμα...
εξωτερικής πολιτικής.
Εν μέσω παρεξηγήσεων
Χρειάστηκε να περάσουν 5 ολόκληρα χρόνια για να έρθει επιτέλους η προσθήκη με
την οποία θεωρούνται εγκλήματα και οι διακρίσεις λόγω θρησκεύματος. Πάλι, όμως,
ο κοινοβουλευτικός διάλογος αποκαλύπτει πόσο «περιθωριακό» θεωρείται το
ρατσιστικό φαινόμενο στην Ελλάδα. Ο αείμνηστος Παναγιώτης Κανελλόπουλος αγορεύει
επί της ratio του εν τω μεταξύ μεταγλωττισμένου στη δημοτική νόμου 927/79 και
της προσθήκης, νομίζοντας ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης Γ.Α.Μαγκάκης φέρνει
αιφνιδιαστικά κάποιον καινούριο «εξωτικό» νόμο. «Η διάταξη αυτή, Κύριε Πρόεδρε,
δεν είναι καινούρια» - εξηγούσε ο κ. Μαγκάκης (15.2.1984). «Υπάρχει ένας νόμος,
ο 927/1979, (...) ο νόμος εψηφίσθη σε ικανοποίηση, αν θέλετε, διεθνών
υποχρεώσεων της χώρας, διεθνών συμβάσεων του ΟΗΕ, για την καταπολέμηση των
διαφόρων διακρίσεων των ανθρώπων. Ο νόμος αυτός, ενώ περιελάμβανε φυλετικές ή
εθνικές διακρίσεις, δεν περιελάμβανε διακρίσεις λόγω θρησκεύματος. (...) Εμείς
προσθέτουμε μόνο τη φράση "ή του θρησκεύματός του". Γιατί το κάνουμε; Διότι
υφίσταται συνεχώς πίεση η Ελλάδα στους διεθνείς οργανισμούς και στον ΟΗΕ. Και
έχει καταστεί η χώρα αδικαιολόγητα ύποπτος».
«Ομολογώ, ότι δεν εγνώριζα ότι υπάρχει νόμος», παραδέχεται ο Παν. Κανελλόπουλος.
Ο οποίος, αν και δεν πιστεύει ότι στη χώρα μας υπάρχει έντονο πρόβλημα φυλετικού
μίσους και φανατισμού, σπεύδει να υπενθυμίσει στους μακάριους συναδέλφούς του
ότι το 1930-31 «είχε σχηματισθεί στη Θεσσαλονίκη μια φασιστική οργάνωση, η οποία
είχε θέσει ως σκοπό της να καταδιώκει Εβραίους. (...) Δύο χρόνια είχαμε αυτού
του είδους τις εκδηλώσεις». Μόνο ο βουλευτής του ΚΚΕ Κ. Λουλές επαναφέρει το
«λεπτό» θέμα: «Μια παρατήρηση έχω να κάνω σχετικά με τις διακρίσεις τις
φυλετικές, τις εθνικές κ.λπ. Γιατί να τιμωρούνται αυτά μονάχα κατ' έγκληση;
Είναι αδικήματα που αφορούν μονάχα το πρόσωπο που θίγεται, ή είναι αδικήματα που
αφορούν την πολιτεία γενικά;».
Και η προσθήκη των θρησκευτικών διακρίσεων ψηφίστηκε ομόφωνα (περιλαμβάνεται
στον ν. 1419/84) αλλά σε τίποτα δεν άλλαξαν τα πράγματα. Παρ' ότι ο ν. 927/79
-με την επέκταση του '84- περιγράφει με ακρίβεια ρατσιστικά αδικήματα που
τελούνται σωρηδόν και κατ' εξακολούθησιν, στον τόπο μας δεν έχει εφαρμοστεί
ποτέ. Διότι ο όποιος θιγόμενος δεν αποφασίζει -για λόγους προφανείς- να
αντιμετωπίσει στο δικαστήριο τους προκλητικούς και κατά κανόνα ύπουλους και
σκοτεινούς διώκτες του. Επομένως, επανέρχεται το αίτημα της αυτεπάγγελτης δίωξης
όποιου «δημοσίως, είτε προφορικώς είτε διά του Τύπου ή διά γραπτών κειμένων ή
εικονογραφήσεων ή παντός ετέρου μέσου εκ προθέσεως προτρέπει εις πράξεις ή
ενεργείας δυναμένας να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βίαν κατά προσώπων ή
ομάδος προσώπων εκ μόνου του λόγου της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής των, ή του
θρησκεύματός των, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρι δύο ετών», αλλά και όποιος
«συνιστά ή συμμετέχει εις οργανώσεις, οι οποίες επιδιώκουν οργανωμένη προπαγάνδα
ή δραστηριότητα πάσης μορφής τεινούσας εις φυλετικάς ή θρησκευτικάς διακρίσεις».
Εκείνος που «δημοσίως διά του Τύπου ή γραπτών κειμένων ή εικονογραφήσεων ή
παντός ετέρου μέσου, εκφράζει ιδέας προσβλητικάς κατά προσώπου ή ομάδος προσώπων
λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής των ή του θρησκεύματός των», τιμωρείται
με ένα χρόνο φυλακή και πρόστιμό, όπως ακριβώς και όποιος αρνείται για τους
ίδιους λόγους να προσφέρει τις υπηρεσίες του (άρθρο 3).
Στην ευθύνη του εισαγγελέα
Μιά από τις κατηγορίες πολιτών που συγκεντρώνει τα πυρά των φασιστών και τα
υπονοούμενα των νεορατσιστών είναι οι έλληνες Εβραίοι. Το Κεντρικό Ισραηλιτικό
Συμβούλιο (ΚΙΣ) έχει ήδη ζητήσει από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να
ενεργοποιηθεί ο 927/79 για να αναχαιτισθεί η έντυπη και ηλεκτρονική αντισημιτική
προπαγάνδα. Ομως, τις λίγες φορές που αυτεπαγγέλτως καταδικάστηκε κάποιο
ρατσιστικό φύλλο (όπως π.χ. ο «Στόχος») χρειάστηκε να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα
με βάση τον Π.Κ. Και αυτό διότι, όπως μας εξηγεί ο νομικός σύμβουλος του ΚΙΣ
Κωνσταντίνος Μάλλιος, οι έλληνες Εβραίοι οι οποίοι διασύρονται από την
ακροδεξιά, και όχι μόνο, δεν ήθελαν να μπουν στην περιπέτεια των μηνύσεων διά
των οποίων, ενδεχομένως, να «ηρωοποιούνταν» εντέλει οι ίδιοι οι ρατσιστές. Αλλά
μετά την κυβερνητική δέσμευση (επί Κουβελάκη) να τιμωρείται αυτεπαγγέλτως η
ρατσιστική προπαγάνδα -όπως την περιγράφει ο 927/79-, το ΚΙΣ (όπως και πολλές
οργανώσεις για τα ανθρώπινα διακαιώματα) φαίνεται να κινείται πιο
αποτελεσματικά. «Θεωρώ ότι μετά την έντονη αναβίωση των ρατσιστικών και
ναζιστικών φαινομένων θα πρέπει η κυβέρνηση της χώρας μας να ευαισθητοποιηθεί με
τρόπο ώστε το αδίκημα να διώκεται αυτεπαγγέλτως», δηλώνει ο κ. Μάλλιος.
(Ελευθεροτυπία, 28/5/1995)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |