ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ

Ρίξε στο βιβλίο σπίρτο

1.  /  2.

Γιατί καίνε οι μαθητές τα βιβλία τους στο τέλος της σχολικής χρονιάς;

Οι λουδίτες του καλοκαιριού


Οσο αρχίζουν να σπανίζουν οι φωτιές του Αϊ-Γιάννη που σημάδευαν κάποτε την αρχή του καλοκαιριού, τόσο φουντώνουν και ξαπλώνονται κάποιες άλλες φωτιές, εξίσου τελετουργικές, εξίσου γοητευτικές για τους σύγχρονους νέους, όσο και εκείνες οι παραδοσιακές για τους παλιότερους. Μόνο που αυτό που καίγεται δεν είναι ούτε παλιόξυλα ούτε άχρηστα χαρτιά. Είναι τα σχολικά βιβλία της χρονιάς που τελειώνει, κι αυτοί που βάζουν τη φωτιά δεν είναι παρά οι ίδιοι οι μαθητές που τα σωρεύουν στις μάντρες και τις αυλές των σχολείων τους, και τα καταστρέφουν με το ίδιο πάθος που θα περίμενε κανείς να τα προστατεύουν, εφόσον είναι τα εργαλεία της γνώσης και τα κλειδιά της μόρφωσης...

Οι τρεις «εύκολες» ερμηνείες

Με αμηχανία ανάμεικτη με αποστροφή παρακολουθεί τις φωτιές αυτές καθένας που δεν είναι μαθητής. Οι καθηγητές, οι γονείς, τα μέσα ενημέρωσης διεκτραγωδούν κάθε χρόνο το φαινόμενο και προσκαλούν «ειδικούς» να το αναλύσουν. Αυτοί από την πλευρά τους προτείνουν κάθε είδους μεθόδους για να σταματήσει το «απαράδεκτο θέαμα» που «ντροπιάζει την παιδεία και τον πολιτισμό μας». Κάποιοι, μάλιστα, σπεύδουν να προτείνουν και λύσεις. Η κοινή εν πολλοίς επιχειρηματολογία στρέφεται γύρω από τρείς άξονες, τρεις κατηγορίες επιχειρημάτων.
α) Η «τεχνική» ερμηνεία. Σύμφωνα μ' αυτήν, η καταστροφή των βιβλίων οφείλεται στο γεγονός ότι παρέχονται δωρεάν από το κράτος. Θα αρκούσε λοιπόν να θεσμοθετηθεί η υποχρέωση των μαθητών να παραδίδουν τα βιβλία τους στις μικρότερες τάξεις για να εκλείψει το φαινόμενο.
β) Η «εθνική» ερμηνεία. Σύμφωνα με τη δεύτερη αυτή κατηγορία επιχειρημάτων, όλα εξηγούνται με την εθνική μας καθυστέρηση. Ο εμπρησμός των σχολικών βιβλίων δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα ακόμα στοιχείο της πολιτισμικής μας υστέρησης («πουθενά στην Ευρώπη δεν γίνονται αυτά»), οπότε αρκεί να γίνουμε πιο πολύ Ευρώπη, και όλα αυτά τα φαινόμενα της καθυστέρησης θα εξαλειφθούν διαμιάς.
γ) Η «αστυνομική» ερμηνεία ενοχοποιεί «εξωσχολικά» στοιχεία ή «περιθωριακούς» μαθητές, οι οποίοι υποτίθεται ότι παρασύρουν και τους άλλους. Υποπερίπτωση της ίδιας ερμηνείας είναι η «ψυχολογική» εκδοχή, σύμφωνα με την οποία η αιτία πρέπει να αναζητηθεί στα προσωπικά ψυχολογικά προβλήματα των νεαρών «εμπρηστών».
Είναι προφανές ότι και οι τρεις ερμηνείες συγκλίνουν σε μια κοινή εκπαιδευτική πολιτική. Προκρίνουν δηλαδή τον νεοφιλελεύθερο εκσυγχρονισμό του συστήματος και την αστυνομική περιφρούρηση των σχολικών κτιρίων. Μόνο που και οι τρεις είναι εξίσου άστοχες. Αποσιωπούν όλες την κύρια αιτία που οδηγεί τα παιδιά στη συμβολική καταστροφή των βιβλίων τους. «Λησμονούν» ότι ο σχολικός μηχανισμός, όσο κι αν ενδύεται μορφές ηπιότητας, δεν παύει να είναι και ένας μηχανισμός καταναγκασμού. Η απόρριψη του βιβλίου δεν είναι παρά μια ελάχιστη αντίδραση του παιδιού, μια πράξη αμφισβήτησης της «πεπιεσμένης γνώσης» που υφίσταται καθ' όλη τη διάρκεια του σχολικού έτους.

Μια πράξη αντίστασης

Αν συνειδητοποιήσουμε το βάρος που αντιπροσωπεύει για κάθε παιδί η αποστήθιση ενός ολόκληρου εγχειρίδιου, μπορούμε να καταλάβουμε ότι το σκίσιμο ή η πυρά είναι μια ελάχιστη αντίδραση. Γι' αυτό και η πρακτική αυτή που τείνει να γίνει παράδοση, δεν απουσιάζει από καμιά χώρα της «πολιτισμένης Ευρώπης». Πολλές φορές, μάλιστα, οι αντιδράσεις των μαθητών είναι πολύ εντονότερες. «Οι μαθητές φτύνουν παντού, τα σπάνε όλα, κατουράνε πάνω στα βιβλία τους», διαπίστωνε στη μελέτη του για το Κέντρο Ευρωπαϊκής Κοινωνιολογίας ο Claude Grignon ήδη το 1970. Και προσέθετε ότι τα φαινόμενα αυτά είναι ιδιαίτερα αισθητά στις μεταβατικές τάξεις, σ' εκείνες δηλαδή που ο μαθητής έρχεται άμεσα αντιμέτωπος με το μέλλον του. Η «κακομεταχείριση» των βιβλίων δεν είναι παρά μία από τις άπειρες μορφές που παίρνει η αυθόρμητη αντίσταση των μαθητών στη σχολική επιβολή. Είναι φυσικό να γίνονται πιο ορατές οι πιο βίαιες μορφές αυτής της αντίστασης. Και γίνονται συνήθως πιο γνωστές κάποιες μαθητικές πρακτικές που συμβαίνουν τη στιγμή που έχει στραφεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης πάνω στο εκπαιδευτικό σύστημα. Μαθαίνουμε, π.χ., για τις «καταστροφές» και τις «λεηλασίες» σε εποχές καταλήψεων, αλλά μένουμε αδιάφοροι για τη γύμνια των κτιρίων, την ομοιότητά τους με φυλακές ή με στρατόπεδα. Μαθαίνουμε για τις «μολότοφ» που συνοδεύουν κάποια διαδήλωση, αλλά δεν ξέρουμε τίποτα για τα πραγματικά αιτήματα που κινητοποιούν τους μαθητές.
Μ' αυτή την έννοια δεν μπορεί να γίνουν δεκτές οι τρεις κυρίαρχες ερμηνείες. Ούτε η δωρεάν εκπαίδευση φταίει (αν δεν ξεσπούσαν στα βιβλία, θα ξέσπαγαν στα θρανία οι μαθητές -και το κάνουν), ούτε λείπει η καταστροφική διάθεση στην υπόλοιπη Ευρώπη (το αντίθετο μάλιστα), ούτε μπορεί να αναχθεί σε εγκληματική διάθεση «έσω-» ή «έξω-»σχολικών στοιχείων. Η πρόσφατη μελέτη της Φιλιώς Καλαμπαλίκη «Καταστροφικότητα, Σχολική εμπειρία, Πολιτική συμπεριφορά» που ανακοινώθηκε στο Συνέδριο για τη Βία στο Σχολικό Χώρο (Δεκέμβριος 1994) απέδειξε ότι η τάση των μαθητών να καταστρέψουν κάτι απ' το σχολείο τους είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Μόνο το 32% των μαθητών απάντησαν αρνητικά στην ερώτηση «Ερχονται στιγμές που θα ήθελες να γράψεις στους τοίχους του σχολείου;». Το ποσοστό είναι ακόμα μικρότερο (21%) για τους μαθητές που έδωσαν αρνητική απάντηση στο ερώτημα «Ερχονται στιγμές που θα ήθελες να καταστρέψεις αντικείμενα του σχολείου σου;».

Με υπερασπιστή τον Λόρδο Βύρωνα

Το πάθος καταστροφής των βιβλίων εξακολουθεί βεβαίως να ξενίζει μέχρι αποτροπιασμού όσους έχουν απομακρυνθεί από τα σχολικά θρανία. Η τελική ένστασή τους διατυπώνεται με διάφορους τρόπους: «Μα τι τους φταίνε τελοσπάντων τα βιβλία; Και τι θα κερδίσουν να τα καταστρέψουν;». Η πειστικότερη απάντηση προέρχεται από έναν απροσδόκητο υπερασπιστή των «καταστροφέων»: το Λόρδο Βύρωνα!
Το 1769 οι άγγλοι εργάτες εξεγέρθηκαν και άρχισαν να καταστρέφουν τις μηχανές, τις οποίες θεωρούσαν υπεύθυνες για την αύξηση της ανεργίας. Τότε θεσπίστηκαν δρακόντειοι νόμοι, οι οποίοι τιμωρούσαν με την ποινή του θανάτου τους καταστροφείς. Παρά όμως τα σκληρά μέτρα, το κίνημα εξαπλώθηκε σ' όλη τη βόρεια και την κεντρική Αγγλία. Οι καταστροφείς ονομάστηκαν «λουδίτες», από τον Ned Ludd, έναν εργάτη που κατέστρεψε ολόκληρο εργοστάσιο στο Νότιγχαμ. Το 1811-1812 το κίνημα άρχισε να παίρνει πολιτικές διαστάσεις, παρά τις αθρόες θανατικές εκτελέσεις καταστροφέων. Το 1818 η αγγλική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να προτείνει ένα νέο σχέδιο νόμου, ακόμα σκληρότερο. Στη Βουλή των Λόρδων, ο Βύρων ήταν ο μόνος ο οποίος όχι μόνο αντέδρασε στην ψήφιση του νομοσχεδίου αλλά υπερασπίστηκε με φλογερή αγόρευση το κίνημα των λουδιτών. Εξήγησε ότι άλλη αξία έχει μια μηχανή εργοστασίου για τον ιδιοκτήτη και άλλη για τον εργάτη. Δικαιολόγησε το μίσος και την καταστροφική διάθεση ως απόλυτα φυσιολογική και θεμιτή αντίδραση και πρόβλεψε ότι από το κίνημα των λουδιτών θα ξεπηδήσει ένα γνήσια πολιτικό και διεκδικητικό εργατικό κίνημα.
Το κάψιμο των βιβλίων στις αυλές και τις μάντρες των σχολείων ακόμα περιμένει τον δικό του Λόρδο Βύρωνα που θα το υπερασπιστεί απέναντι στις διαβολές και τις εύκολες ερμηνείες όσων δεν μπορούν - δεν θέλουν - να καταλάβουν.

(Ελευθεροτυπία, 25/6/1995)

 

www.iospress.gr                                          ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ