ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ ΦΥΓΑΔΕΣ
Πάρε τα λεφτά και τρέχα
1. / 2.
Οι επιχειρηματίες που αποδεικνύονται απατεώνες αξιοποιούν τα κλοπιμαία στον τόπο διαφυγής
Η ντόλτσε βίτα του φυγάδα
Η λέξη φυγάδας έχει συνδεθεί χάρη στην τηλεόραση με την εικόνα
ενός εξαθλιωμένου και απελπισμένου ατόμου που τρέχει διαρκώς προς τη σωτηρία
του, ενώ τον καταδιώκουν αστυνομικές αρχές, εισαγγελείς, πληρωμένοι καταδότες
και Το μοντέλο δεν επιβεβαιώνεται σε μια ειδική κατηγορία φυγάδων. Εκείνοι που
σχεδίασαν προσεκτικά μια οικονομική απάτη και κατόρθωσαν να διαφύγουν απ' τις
αρχές της χώρας τους, φροντίζοντας να πάρουν μαζί τους σοβαρό μέρος των
περιουσιακών τους στοιχείων, δεν νιώθουν καθόλου άβολα. Μερικοί, μάλιστα,
κατορθώνουν, χάρη στην οικονομική τους επιφάνεια, να χτίσουν μια νέα οικονομική
αυτοκρατορία στη δεύτερη αυτή πατρίδα τους.
Αμέρικα, Αμέρικα
Πρόσφατο παράδειγμα, ο γερμανός πολυεκατομμυριούχος Γιούργκεν Σνάιντερ , ο
οποίος συνελήφθη πριν από ένα μήνα στο Μαϊάμι από το FBI και αντιμετωπίζει
σήμερα την απειλή της έκδοσής του στη Γερμανία, όπου τον βαραίνει η κατηγορία
για το μεγαλύτερο μεταπολεμικό οικονομικό σκάνδαλο. Το ζεύγος Σνάιντερ αναχώρησε
τις παραμονές του Πάσχα του 1994 από την έδρα της εταιρίας του στο Κένιγκστάιν,
για ολιγοήμερες διακοπές στην Τοσκάνη. Στην πραγματικότητα, ο μεγαλοεργολάβος
είχε αντιληφθεί ότι έσφιγγε γύρω του ο ελεγκτικός κλοιός του γερμανικού
υπουργείου οικονομικών, και αποφάσισε να εξαφανιστεί, παίρνοντας μαζί του το
μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που είχε κατορθώσει να συλλέξει μέσω ενός
ιδιότυπου συστήματος "χιονοστιβάδας". Ο Σνάιντερ αγόραζε παλιά και ερειπωμένα
κτίρια και αφού τα αναπαλαίωνε, τα πουλούσε ως πολυτελή γραφεία, κατοικίες και
ξενοδοχεία. Παρουσιάζοντας πλαστά στοιχεία, κατόρθωνε να αποσπά υπέρογκα δάνεια
από τις τράπεζες, τις οποίες εξοφλούσε με χρήματα από νέο δανεισμό. Κορόιδεψε
ακόμα και την περιβόητη Μπούντεσμπανκ, εισπράττοντας μόνο απ' αυτήν δάνεια ύψους
3 δισ. μάρκων.
Η ζωή του Σνάιντερ στη Γερμανία ήταν αντάξια ενός μεγιστάνα. Αλεξίσφαιρη
Μερσεντές, ιδιωτικό τζετ, πυρηνικό καταφύγιο στο μέγαρό του... Αλλά και στην
πολύμηνη διαδρομή του μέχρι το Μαϊάμι, δεν φαίνεται να στερήθηκε καμιά απ' τις
συνηθισμένες του πολυτελείς ενασχολήσεις. Κατά καιρούς οι γερμανικές εφημερίδες
τον ανακάλυψαν στο Λιχτενστάιν, στο Ντουμπάι, στις Φιλιππίνες, στην Ελβετία,
στην Παραγουάη, στο Ιράν, στα Αραβικά Εμιράτα, στην Καραϊβική, στη Μαρμπέλα, στη
Φουερτεβεντούρα. Για τις διεθνείς διωκτικές αρχές, ο μεγαλοαπατεώνας παρέμενε
φάντασμα. Η τελική εγκατάστασή του στη Φλόριντα έγινε χωρίς δυσκολία σε
συγκρότημα υπερπολυτελών κατοικιών, σε προάστιο 25 χιλιόμετρα βόρεια του Μαϊάμι.
Το ζεύγος εμφανίστηκε με ιταλικό όνομα, και κανείς από τους περιοίκους δεν
παραξενεύτηκε. "Ολη τη μέρα την περνούσαν στην πισίνα τους", δήλωσε μετά την
αποκάλυψη η ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος. Δεν είναι λοιπόν παράξενο, ότι η
πρώτη δήλωση του Σνάιντερ μετά τη σύλληψή του, εξέφραζε το παράπονο ότι το κελί
του είναι πολύ στενό και δεν του επιτρέπει να δουλέψει.
Φυγή εκ προμελέτης
Οσοι από τους επιχειρηματίες-φυγάδες έχουν προμελετήσει τις απάτες τους, έχουν
φροντίσει να εξασφαλίσουν και τις συνθήκες ζωής στον τόπο διαφυγής. Ο αμερικανός
γερουσιαστής Ντέιβιντ Φρίντλαντ, ο οποίος εξαφανίστηκε το 1985, μετά από μια
απάτη 20 εκατ. δολαρίων, φρόντισε μάλιστα να σκηνοθετήσει τον πνιγμό του στις
Μπαχάμες και διέφυγε χρησιμοποιώντας ένα ελληνικό διαβατήριο, στο όνομα Ιωάνννης
Στόγιος. Επί τέσσερα χρόνια ο Φρίντλαντ έζησε μια πλούσια ζωή, στα ακριβότερα
ξενοδοχεία του Λονδίνου, του Παρισιού, της Βενετίας, της Ρώμης και της Κόστα
ντελ Σολ. Εφτασε μέχρι τη Σρι Λάνκα, τις Μαλδίβες και τη Σινγκαπούρη. Τελικά,
όμως, η υπερβολική σπατάλη τον πρόδωσε. Σύμφωνα με τα λόγια του ανθρώπου που τον
συνέλαβε τελικά το 1989, του αστυνομικού διευθυντή Αρθουρ Μπορίνκι "ο Φρίντλαντ
συνελήφθη επειδή ήταν πολύ επιτυχημένος. Αν είχε ακολουθήσει διακριτική
συμπεριφορά, θα ήταν ακόμα ελεύθερος".
Ο παλιός διευθυντής της Μέτρο Τζο Γκέρστεν, φυγάδας από το 1993, φροντίζει να
στέλνει βιντεοσκοπημένα μηνύματα στους φίλους του από το Παρίσι, την Αυστραλία
και την Ιαπωνία, όπου συνεχίζει να ζει με κάθε πολυτέλεια. Ο τραπεζίτης της
Βαλτιμόρης Τόμας Μπίλμαν έζησε επί χρόνια σε συνθήκες χλιδής ξοδεύοντας τα 22
εκατ. δολάρια που είχε υπεξαιρέσει και είχε μεταφέρει σε προσωπικό λογαριασμό
στην Ελβετία. Και όταν οι αμεριακνικές αρχές συνέλαβαν στο Σαν Ντιέγκο τον
περασμένο Απρίλιο τον πλέον καταζητούμενο αυστραλό φυγάδα, τον εκατομμυριούχο
Ιαν Χολ Σάξον, διαπίστωσαν ότι επί δύο χρόνια περιόδευε τις κοσμικότερες
περιοχές τις υφηλίου ταξιδεύοντας με το υπερπολυτελές κότερό του.
Το φαινόμενο έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας σε χώρες όπως η Βενεζουέλα. Δεκάδες
τραπεζιτών έχουν τα τελευταία χρόνια πάρει τις καταθέσεις από τα ταμεία και
έχουν διαφύγει στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Η λέξη "τραπεζίτης" έγινε συνώνυμη με το
"κλέφτης" στην καθημερινή γλώσσα και ο πρόεδρος Ραφαέλ Καλντέρα αναφέρθηκε στους
φυγάδες εκατομμυριούχους χαρακτηρίζοντάς τους ανοιχτά ως "ληστές".
Το κρυφτούλι των διωκτικών αρχών
Το επαναλαμβανόμενο αυτό μοντέλο που περιγράφουμε φαίνεται να έρχεται σε
σύγκρουση με την κατά καιρούς σύλληψη αυτών των φυγάδων και την έκδοσή τους απ'
τη μια χώρα στην άλλη. Ομως αυτή η κινητοποίηση της Interpol και των επιμέρους
διωκτικών αρχών κάθε χώρας υπακούει καθώς φαίνεται σε ιδιαίτερους κανόνες, και
ενεργοποιείται μόνο όταν αυτό εξυπηρετεί κάποιες πολιτικές σκοπιμότητες.
Θυμόμαστε την περίπτωση Κοσκωτά και το παιχνίδι "γάτας-ποντικιού" που έπαιζαν οι
αμερικάνικες αρχές με την ελληνική κυβέρνηση, καλυπτόμενες πίσω από τις
διαδικαστικές δυσκολίες του καθεστώτος έκδοσης καταζητουμένων από τη μια χώρα
στην άλλη.
Πολύ πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του δικτάτορα του Παναμά Μανουέλ
Νοριέγκα, ο οποίος αποτέλεσε την αφορμή και τον διακηρυγμένο στόχο ολόκληρης
στρατιωτικής επέμβασης, με χιλιάδες θύματα, κάτι που δεν έχει προηγούμενο στη
σύγχρονη ιστορία. Είναι γνωστό ότι ο Νοριέγκα υπήρξε συνεργάτης των μυστικών
υπηρεσιών των ΗΠΑ και προσωπικός σύνδεσμος του Μπους την εποχή που ο μετέπειτα
πρόεδρος ήταν επικεφαλής της CIA. Η ξαφνική αλλαγή των συσχετισμών στην περιοχή
και η επιθυμία των ΗΠΑ να αναλάβουν πιο άμεσο ρόλο μετέβαλε το φίλο σε εχθρό.
Απ' τη μια στιγμή στην άλλη εφευρέθηκε και η νομική φόρμουλα. Στις 3 Νοεμβρίου
1989 ο βοηθός γενικός εισαγγελέας Ουίλιαμ Μπαρ απεφάνθη ότι οι αμερικανικές
αρχές έχουν το δικαίωμα να εισβάλλουν σε ξένες χώρες για να συλλαμβάνουν
καταζητουμένους. Στις 20 Δεκεμβρίου εκδηλώθηκε η εισβολή. Η υπόθεση ότι η
καταδίωξη του Νοριέγκα υπήρξε απλώς πρόσχημα επιβεβαιώνεται και από το γεγονός
ότι ήδη το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου είχε επιχειρηθεί η νομική στήριξη μιας
παρόμοιας εισβολής, μόνο που το καταδιωκόμενο πρόσωπο θα ήταν ο γνωστός
κολομβιανός βαρώνος της κοκκαϊνης Πάμπλο Εσκομπάρ.
Η περίεργη αυτή ιστορία είχε εξίσου περίεργη συνέχεια. Ο Νοριέγκα κατόρθωσε να
διαφύγει, και ζήτησε άσυλο στην πρεσβεία του Βατικανού. Ο τοπικός εκπρόσωπος του
Πάπα δεν τον παρέδωσε στους αμερικάνους που τον ζητούσαν επίμονα, αλλά φρόντισε
να του κάνει τη ζωή δύσκολη. Τον φύλαγε σ' ένα άβολο δωματιάκι και του έδινε να
τράει μπριζόλες, ενώ ο Νοριέγκα είναι φανατικός χορτοφάγος. Του έδωσε μια
χαλασμένη τηλεόραση και του απαγόρευσε κάθε επαφή με το προσωπικό της πρεσβείας.
Η απομόνωση αυτή του καλομαθημένου δικτάτορα τον υποχρέωσε να αποφασίσει να
παραδοθεί μόνος του στους εισβολείς. Ο διοικητής των αμερικάνικων δυνάμεων
υποστράτηγος Μαρκ Τσίσνερος σχολίασε την παράδοση, λέγοντας ότι μόνο ο
αιδεσιμώτατος Λαμπόα ήταν ικανός να κάνει τέτοιο σπάσιμο στον Νοριέγκα. Φυσικά,
δεν βγαίνει από κανενός το νου το γεγονός ότι ο Νοριέγκα γνώριζε ότι παραδίδεται
σε (έστω και παλιούς) φίλους.
Ακόμα ευκολότερο είναι να καταλάβει κανείς την απροθυμία των διωκτικών αρχών να
συλλάβουν κάποιους καταζητούμενους που προέρχονται από τα σπλάχνα τους. Πώς
είναι δυνατόν να βρουν το στρατηγό Γρυλλάκη οι μέχρι πρότινος υφιστάμενοί του;
Για εξίσου ευνόητους λόγους η ισπανική αστυνομία αδυνατούσε επί ένα χρόνο -μέχρι
τον περασμένο Φεβρουάριο- να εντοπίσει τον υπ' αριθμό 1 καταζητούμενο της χώρας,
τον παλιό αρχηγό της παραστρατιωτικής Εθνοφρουράς Λουίς Ρολντάν, ο οποίος
εξαφανίστηκε στις αρχές του 1994, παίρνοντας μαζί του ένα σεβαστό ποσό από
χρήματα των "μυστικών κονδυλίων".
Η
Κούβα είναι το τελευταίο καταφύγιο του μεγαλύτερου καταχραστή όλων των εποχών
Σοσιαλιστικός παράδεισος για καπιταλιστές
Επαψε η Κούβα να αποτελεί το τελευταίο οχυρό επί της γης που αρνείται να
υποκύψει στους κανόνες του καπιταλιστικού παιχνιδιού; Το ερώτημα, διατυπωμένο με
νόημα από τη γερμανική Zeit (16.6.95), αφορά την περίπτωση του Ρόμπερτ Βέσκο,
ενός από τους μεγαλύτερους απατεώνες όλων των εποχών, που τον τελευταίο καιρό
βρέθηκε στο επίκεντρο μυστικών διαπραγματεύσεων μεταξύ της αμερικανικής και της
κουβανικής κυβέρνησης.
Την ώρα που γράφονταν οι γραμμές αυτές, ο Φιντέλ Κάστρο είχε μόλις δηλώσει ότι
αποφάσισε τελικά να μην εκδώσει στις ΗΠΑ τον αμερικανό μεγαλοφυγάδα και ότι ο
Βέσκο θα παραπεμθεί στη δικαιοσύνη μόνον αν έχει παραβεί τον κουβανικό νόμο.
Είχαν προηγηθεί τηλεγραφήματα των ειδησεογραφικών πρακτορείων που ανακοίνωναν τη
σύλληψη του Βέσκο στην Αβάνα και αναφέρονταν στις υπόνοιες των κουβανικών αρχών
ότι ο αμερικανός φυγάδας ενδέχεται να αποδειχθεί "πράκτορας ξένων μυστικών
υπηρεσιών". Τα τηλεγραφήματα περιείχαν επίσης πληροφορίες σχετικά με την
πρόσφατη ψύχρανση των σχέσεων μεταξύ Κάστρο και Βέσκο και διατύπωναν την υπόθεση
ότι η τύχη του φυγάδα θα εξαρτηθεί τελικά από την πορεία των αμερικάνο-κουβανικών
σχέσεων.
Αρχή του τέλους μιας μυθιστορηματικής διαδρομής ή ένας ακόμη σταθμός στην
απρόσκοπτη πορεία του μεγαλύτερου ίσως απατεώνα του αιώνα μας; Ο καιρός θα
δείξει κατά πόσον ο διαβόητος Βέσκο είναι σε θέση να ξεπεράσει και τον σημερινό
σκόπελο. Πάντως από το 1972 που διέφυγε στο εξωτερικό, αφού καταχράστηκε μισό
δισ. δολάρια, ο Ρόμπερτ Βέσκο κατόρθωσε να πραγματοποιήσει το όνειρο κάθε
μεγαλοφυγάδα: επί 23 ολόκληρα χρόνια ζούσε ανενόχλητος σε αυστηρά επιλεγμένες
χώρες, όπου συνέχιζε απτόητος τις "ιδιότυπες" μπίζνες του. Γιατί ο Βέσκο δεν
αρκέστηκε στο μυθικό ποσό που έκλεψε στις αρχές του '70 από τον IOS (Investors
Overseas Services), το μεγαλύτερο "αεροπλανάκι" όλων των εποχών, το οποίο
κατέρρευσε το 1971 εξανεμίζοντας τις οικονομίες 700.000 μικροεπενδυτών σε όλον
τον κόσμο (μεταξύ των οποίων και αρκετοί Ελληνες). Στην υποχρεωτική του
αυτοεξορία, ο δισεκατομμυριούχος φυγάδας χρηματοδότησε επανειλημμένα πάσης
φύσεως παράνομες δραστηριότητες, εξασφαλίζοντας την "ανοχή' των τοπικών αρχών με
τον ίδιο τρόπο που είχε αποκτήσει παλαιότερα την "κατανόηση" του Ρίτσαρντ Νίξον,
προσφέροντάς του 200.000 δολάρια για την προεκλογική του εκστρατεία.
Οι Μπαχάμες ήταν ο πρώτος επίγειος παράδεισος που επέλεξε ο καταζητούμενος
μεγαλοαπατεώνας. Εκεί, σύμφωνα με εξακριβωμένες πληροφορίες που συνέλεξαν οι
αμερικανικές αρχές δίωξης του οικονομικού εγκλήματος, "εξαφανίστηκαν" ως διά
μαγείας τα χρήματα που είχαν αφαιρεθεί από τα ταμεία των εταιρειών του ΙΟS.
Περισσότερα στοιχεία υπάρχουν για την περίοδο που ο Βέσκο έζησε στην Κόστα Ρίκα,
σε μια έπαυλη-φρούριο εξοπλισμένη με τα πιο σύγχρονα συστήματα συναγερμού στο
Κουρινταμπάτ, είκοσι μόλις χιλιόμετρα από το Σαν Χοσέ. Στη χώρα αυτή με τη
χαμηλή φορολογία και τη σφοδρή επιθυμία για ξένα κεφάλαια, ο Βέσκο έφτασε τον
Ιούνιο του 1972 με το ιδιωτικό του μπόινγκ 707: είχε μόλις πληροφορηθεί ότι ο
πρόεδρός της Χοσέ Φιγκέρες χρειαζόταν επειγόντως μερικά εκατομμύρια δολάρια για
να στηρίξει κάποια προσωπική του επιχείρηση.
"Ο έρωτάς μου για την Κόστα Ρίκα υπήρξε κεραυνοβόλος", χαριτολόγησε αργότερα ο
μεγαλοφυγάδας. Κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να δηλώσει και ο πρόεδρος Φιγκέρες
ότι του συνέβη με την καινούρια του γνωριμία: σε διάστημα πέντε εβδομάδων είχαν
διευθετηθεί τα πολυπόθητα δάνεια και ο Βέσκο άρχιζε να επενδύει τα
"εξαφανισμένα" χρήματα του IOS στις πιο ετερόκλητες δουλειές: μια φάρμα, μια
τράπεζα, μια αεροπορική εταιρεία, μία φυτεία καφέ, κάποια εφημερίδα... Μέσα σε
ελάχιστο χρόνο, το βρόμικο χρήμα άρχισε να ξεπλένεται σε άπειρες κρατικές και
ιδιωτικές επιχειρήσεις. "Ο Βέσκο αγόρασε μια ολόκληρη δημοκρατία", δήλωνε κατά
τα μέσα της δεκαετίας του '70 ο δημοσιογράφος Χούλιο Σουνιόλ, ο οποίος επί
χρόνια προσπαθούσε να πείσει τους κοστορικανούς πολιτικούς ότι η στήριξη του
Βέσκο αποτελεί ολέθριο λάθος τους. Τον ίδιο καιρό, ο μεγαλοαπατεώνας συνέχιζε να
ζει στην Κόστα Ρίκα με τη γυναίκα, τα τέσσερα παιδιά του και τον άνθρωπό του για
όλες τις δουλειές Ντόναλντ (Ντον- Ντον) Νίξον, ανιψιό του τόσο ευνοημένου από
τον καταχραστή προέδρου. Στις σπάνιες μάλιστα εμφανίσεις του στα αμερικανικά
μέσα ενημέρωσης, ο καταζητούμενος φυγάδας δεν δίσταζε τότε να καυχηθεί ότι οι
διώκτες του έχουν άδικο να κυνηγούν έναν άνθρωπο που συντελεί στην οικονομική
άνθηση μιας φτωχής χώρας. Από την άλλη δεν έκρυβε τη συμπάθειά του προς την
κυβέρνηση Νίξον και τους χειρισμούς της στο ζήτημά του. "Αν επέστρεφα στην
πατρίδα", δήλωνε ο Βέσκο το 1976, "θα είχαμε ένα νέο Γουότεργκεϊτ".
Οταν οι σχέσεις του με τις αρχές της Κόστα Ρίκα έπαψαν να είναι ειδυλλιακές, και
αφού κατόρθωσε να ματαιώσει κάποιες απόπειρες απαγωγής του, ο μεγαλοαπατεώνας
μετακόμισε το 1982 στην Κούβα, όπου ο Κάστρο δέχτηκε να του δώσει καταφύγιο για
"λόγους καθαρά ανθρωπιστικούς". Εγκατεστημένος με την οικογένειά του σε κεντρική
συνοικία της Αβάνας, ο Βέσκο εξαφανίστηκε για ένα διάστημα από τη (δυτική)
επικαιρότητα. Το όνομά του απασχόλησε και πάλι τα μέσα ενημέρωσης το '89: τότε
ένα αμερικανικό δικαστήριο έκρινε ότι πριν από πέντε χρόνια ο Βέσκο είχε
βοηθήσει τους κολομβιανούς βαρόνους της κοκαϊνης να εξασφαλίσουν την άδεια του
Κάστρο, ώστε να περάσουν από τον εναέριο χώρο της Κούβας αεροπλάνα τους που
μετέφεραν ναρκωτικά.
Η αποκάλυψη ενός σκανδάλου ναρκωτικών στην Κούβα το 1989 και η ανάμειξη σε αυτό
του πάντοτε "δραστήριου" φυγάδα είχε τότε οδηγήσει πολλούς αναλυτές στην υπόθεση
ότι ο Κάστρο επρόκειτο σύντομα να ενδώσει στις αμερικανικές πιέσεις και να
προχωρήσει στην έκδοση του Βέσκο. Η συνέχεια απέδειξε ότι η υπόθεση ήταν
αβάσιμη. Ο Βέσκο δεν είχε χάσει τα ερείσματά του στη χώρα του Κάστρο. Εξι χρόνια
αργότερα, το ερώτημα επανέρχεται: Θα βάλει ποτέ κανείς χέρι στον μεγαλύτερο
απατεώνα του εικοστού αιώνα;
(Ελευθεροτυπία, 2/7/1995)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |