Η ταμπέλα μας είναι η ψυχή μας
Το '90 έχει
σφραγίσει με το άστρο του καταστήματα και επιχειρήσεις
Ανάδελφοι επιγραφοποιοί
Πώς άραγε θα γνωρίζουν ύστερα από λίγα χρόνια οι επισκέπτες ή οι νεότεροι
κάτοικοι της χώρας μας τα καταστήματα, τα καφενεία, τα εστιατόρια του '90; Μια
σίγουρη μέθοδος θα προϋποθέτει τη διερεύνηση του κατά πόσον έχουν στη βιτρίνα ή
την ταμπέλα τους κάτι που να θυμίζει την εθνική έξαρση της εποχής μας. Η
ποικιλία της αρχιτεκτονικής έμπνευσης, τα διαφορετικά οικονομικά δεδομένα και οι
τοπικές συνήθειες τροποποιούν σε αφάνταστο σημείο οικήματα που ανήκουν στην ίδια
χρονική περίοδο. Αν όμως ένας καταναλωτής του 2010 διαπιστώσει ότι το κατάστημα
στο οποίο κάνει τις αγορές του φέρει τον τίτλο "Βεργίνα" και κοσμείται από
δεκαεξάκτινο αστέρι, τότε μπορεί να είναι σίγουρος: ψωνίζει από μαγαζί του '90.
Από την άλλη μεριά, αν το κατάστημα ονομάζεται "Μακεδονικόν", τότε τα πράγματα
δυσκολεύουν. Περισσότερες είναι οι πιθανότητες να χρονολογείται σε παλιότερη
περίοδο, όταν η ονομασία αυτή δεν ήταν τόσο φορτισμένη. Το '90, το "Μακεδονικό"
είχε πλέον μεταβληθεί σε "Σκοπιανό" ή έστω "Ψευτομακεδονικό".
Βεβαίως οι "μακεδονικές" ή "αρχαιοελληνικές" ή απλώς "εθνοκεντρικές" αναφορές
στις επωνυμίες επιχειρήσεων και τις επιγραφές των καταστημάτων δεν είναι
πρόσφατη εφεύρεση. Οι Μεγαλέξανδροι περισσεύουν στα "βιβλία σημάτων" του
υπουργείου Εμπορίου και οι πόλεις των χαμένων πατρίδων μας προσκαλούν σ' όλη την
Ελλάδα να γευτούμε συνταγές που δεν χάθηκαν. Είναι φυσικό η μνήμη και η ιστορία
να τροφοδοτεί με παλιές ένδοξες ονομασίες τους νεότερους, έστω κι αν αυτοί τις
χρησιμοποιούν καμιά φορά ως ευκλεές περιτύλιγμα ευτελών δραστηριοτήτων. Ομως η
πρόσφατη μαζική βάφτιση κάθε είδους επιχείρησης σε "Βεργίνα" ή "Φίλιππο" ή
"Μεγαλέξανδρο" κλπ, υπερβαίνει κατά πολύ το σύνηθες φαινόμενο.
Ευτυχώς μιλάμε για καταστήματα ή για επιχειρήσεις. Ανά πάσα στιγμή το όνομα
μπορεί να μεταβληθεί σε κάτι εντελώς άσχετο. Το ίδιο δεν ισχύει βεβαίως για τους
ανθρώπους, που δεν είναι σε θέση να αλλάζουν τα ονόματά τους κατά τα κέφια τους.
Και το χειρότερο: τα ονόματα δεν τα παίρνουμε μόνοι μας, μας τα δίνουν οι γονείς
μας. Επηρεασμένοι αυτοί από κάποιες φορτισμένες ιστορικές στιγμές νιώθουν την
ανάγκη να σημαδέψουν το βλαστάρι τους με κάποιο χαρακτηριστικό όνομα. "Τις
εποχές που βρισκόμαστε μόνιμα ανάμεσα σε δυο πολέμους, ήταν φυσικό να ονομάζουν
οι άνθρωποι τα παιδιά τους Ειρήνη, Νίκη, ή Ελευθερία", παρατηρούν οι Αννα
Αναγνωστάκη και Ελένη Μυστρίδου ("Μάθε το όνομά σου"). Οι δυσκολίες αρχίζουν
όταν το όνομα που αποφασίζεται να δοθεί παραπέμπει σε πολύ συγκεκριμένο ιστορικό
πρόσωπο. Η βασίλισσα Αμαλία, π.χ., ενέπνευσε χιλιάδες γονείς του περασμένου
αιώνα. Πολύ λιγότερους η Φρειδερίκη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα
κορίτσια όμως με το όνομα αυτό ήταν υποχρεωμένα στην εφηβεία τους να το
μετατρέπουν σε "Φρίντα". Στο άλλο στρατόπεδο του εμφυλίου, οι γονείς που είχαν
την τόλμη να ονομάσουν "Βλαδίμηρο" ή "Λαοκράτη" το γιο τους και την κόρη τους
"Μόσχα", δεν θα έτρεφαν την παραμικρή αμφιβολία ότι θα νικήσει ο "Δημοκρατικός
Στρατός" ή έστω ότι το παιδί τους δεν θα περάσει στο στρατόπεδο της αντίδρασης.
Είναι αλήθεια ότι ο "εθνικός κορμός" δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμος να αγκαλιάσει
άτομα με τέτοιο όνομα.
Απ' ό,τι φαίνεται, η πείρα του παρελθόντος έχει κάνει σοφότερους τους γονείς.
Ακόμα και πιο φανατικοί νοσταλγοί της μοναρχίας ή του απριλιανού καθεστώτος
δυσκολεύονται να δώσουν στους ανυποψίαστους γόνους τους το όνομα, π.χ. της Μαρί
Σαντάλ. Κρατάνε μια επιφύλαξη. Στο κάτω-κάτω της γραφής, μπορεί ο γάμος του
Λονδίνο να μην πάει καλά, και να μείνει ο Παύλος με την προίκα και το παιδί με
το γρουσούζικο όνομα. Αλλά και στον αντιβασιλικό χώρο, δύσκολα θα συναντήσεις
κάποιο κορίτσι που να βαφτίστηκε "Αλλαγή", έστω και "Πραγματική".
Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τους επιχειρηματίες και τους μαγαζάτορες. Η "βεργινοποίηση"
των βιτρινών και των επιγραφών συνεχίζεται αδιάκοπα. Το πλήθος τους μας
υποχρεώνει να σκεφτούμε ότι δεν είναι μόνο η εθνική ευαισθησία του πελάτη στην
οποία ποντάρουν οι ιδιοκτήτες. Φαίνεται ότι στόχος αυτού του επιγραφικού
ρεύματος είναι και η αποτροπή των καραδοκούντων αρμοδίων. Οπως οι ιδιοκτήτες των
αυθαιρέτων αναρτούν την ελληνική σημαία και δηλώνουν έτοιμοι να πεθάνουν στο
Κούγκι τους μόλις ακούσουν το θόρυβο της μπουλντόζας να πλησιάζει, έτσι και οι
εθνικόφρονες καταστηματάρχες του '90 προβάλλουν το γαλανόλευκο όνομά τους μπας
και φιλοτημηθεί η ΥΠΕΔΑ και τους χαρίσει την επίσκεψη, μπας και βαρεθεί η
υγειονομική υπηρεσία να τους ελέγξει, μπας και το γειτονικό αστυνομικό τμήμα
θεωρήσει εθνικώς ανάρμοστο να επιβληθεί πρόστιμο στον... Μεγαλέξανδρο. Μ' άλλα
λόγια, το άστρο της Βεργίνας στις επιγραφές των καταστημάτων λειτουργεί όπως ο
σταυρός στα έργα με τους βρυκόλακες: βοηθάει όσους το κραδαίνουν να απομακρύνουν
το κακό.
Κάθε τόσο,
κάποιος θυμάται το νόμο και αποφασίζει να ξηλώσει τις ξενόγλωσσες επιγραφές
Ο βαθμός μηδέν της επιγραφής
Τον περασμένο Φεβρουάριο, οι αστυνομικές και οι δικαστικές αρχές του Τιρνάβου
επενέβησαν εν ονόματι της αισθητικής και της διαφύλαξης της γλώσσας μας,
αξιοποιώντας με δέκα χρόνια καθυστέρηση το νόμο 1491/1984. Οι ιδιοκτήτες επτά
καφέ-μπαρ όχι μόνο «διέφθειραν» τη νεολαία με τους φραπέδες και τα ξενόφερτα
κοκτέιλ αλλά, επιπλέον, με το φραγκολεβαντινισμό των επιγραφών τους νόθευαν τον
πολιτισμό και τη γλώσσα μας, απειλώντας σε τελευταία ανάλυση κι αυτή την ίδια
την εθνική μας υπόσταση. «Aramis» έλεγε το μαγαζί του ο ένας, «Bazaar» ο άλλος,
«Galerie» ο τρίτος κ.ο.κ. Ενας άλλος που διατηρούσε καφενείο με το ύποπτο όνομα
«Ο.Κ.», πήγε να ξεγλιστρήσει από το χέρι του νόμου ισχυριζόμενος ότι δήθεν τα
γράμματα είναι ελληνικά. Η είδηση ταξίδεψε σ' όλη την Ελλάδα ανακουφίζοντας
όλους όσοι, εδώ και δεκαετίες, είχαν επισημάνει τον κίνδυνο άλωσης του
πολιτισμού μας μέσα από την κερκόπορτα των ξενόγλωσσων επιγραφών.
Οταν πρωτοεισήχθη ο σχετικός νόμος το 1984 («Μέτρα για τη διευκόλυνση των ιδεών,
τον τρόπο διενέργειας της εμπορικής διαφήμισης, την ενίσχυση της αποκέντρωσης
και άλλες διατάξεις»...), το κλίμα ήταν εύφορο για παρόμοιες πρωτοβουλίες. Σε
πολιτικό επίπεδο, ο αντιιμπεριαλισμός της προηγούμενης δεκαετίας είχε
συρρικνωθεί σε μίζερο μισοξενισμό, και στο χώρο των διανοουμένων ήταν της μόδας
το ρεύμα των νεορθόδοξων, που απέδιδε όλα τα δεινά της εποχής στην επιρροή της
παπικής τιάρας και, κατ' επέκταση, στο λατινικό αλφάβητο. Ηταν επόμενο να τον
ξαναθυμηθούμε, μετά την εθνική έξαρση των τελευταίων χρόνων.
Ο ενθουσιασμός όμως δεν κράτησε πολύ. Ο νόμος -στον οποίο όλοι προσέβλεπαν και
ζητούσαν, χρόνια τώρα, τη χωρίς έλεος και προς όλες τις κατευθύνσεις επιβολή
του- δεν μπορεί να επιφέρει και τόσο ριζικές λύσεις. Στη διάταξη 5 του άρθρου 5,
ο νόμος 1491 (περί τρόπου διενέργειας της εμπορικής διφήμισης κ.λπ.) απαιτεί
επιγραφές «γραμμένες στα ελληνικά», όχι απαραίτητα ελληνικές. Ετσι οι
«πορωμένοι» μαγαζάτορες του Τιρνάβου, αντί να αναρτήσουν πραγματικά
ελληνοπρεπείς επιγραφές, εξελλήνισαν τις βαρβαρικές. Το «Cafe Galerie» έγινε σε
μια νύχτα «Καφέ Γκαλερί» και το «Bazaar», «Μπαζάρ». Κάποιοι επικριτές της
αστυνομικής περί πολιτισμού αντίληψης έτριβαν τα χέρια τους.
Το αποτέλεσμα της εφαρμογής του «αντί-κίτς» νόμου δεν δικαίωνε σε καμιά
περίπτωση όσους τον εμπνεύστηκαν και τον επικαλούνταν. Ο Τιρναβος δεν κατάφερε
να επανασυνδεθεί με το αρχαιοελληνικό κλέος, όπως άλλωστε κανείς δρόμος
ελληνικής πόλης δεν υπάρχει περίπτωση να αποδιώξει τα ξενόγλωσσα σήματα και τις
ρεκλάμες του εμπορικού πολιτισμού μας. Απ' άκρου εις άκρον, η τουριστική χώρα
μας είναι υποχρεωμένη να «επικοινωνεί» με όποιον τρόπο μπορεί με τους
καταναλωτές της και να ανταποκρίνεται στις δικές τους ανάγκες και γούστα. Το
ζήτημα ουδεμία σχέση έχει με την «απόρριψη της πολιτιστικής μας ταυτότητας». Αν
βρεθεί κάποιος κώδικας με βάση τον οποίο οι Ελληνες να μπορούν να εξασφαλίσουν
την πληρότητα των «Rooms to let» ή των δεκάδων χιλιάδων «Σουβλακορεστοράν» και «Γκρικαρτάδικων»,
τότε μπορεί να επανέλθουν τα πάλαι ποτέ «Ζυθεστιατόρια» ή τα «Παραθεριστικά
Καταλύματα» κοντά στα δημοφιλή «Εδώδιμα» και τα «Είδη Κιγκαλερίας».
Τα ενοχλητικά ονόματα |
Η πίεση του κράτους μας για
την υποχρεωτική αλλαγή ορισμένων ονομάτων είχε σαν άξονα τον εξελληνισμό
των επωνύμων που είχαν ξένη καταγωγή. Από την πλευρά της η ορθόδοξη
εκκλησία άσκησε μια παράλληλη πίεση για τον εκχριστιανισμό των
ευρωπαϊζόντων και των εθνικιζόντων κυρίων ονομάτων. Δηλαδή, ενώ το κράτος
άλλαζε, με το ζόρι, τα τουρκογενή και σλάβικα ονόματα, η εκκλησία μας δεν
βάφτιζε παιδιά, για τα οποία οι πατεράδες είχαν προτείνει κύρια ονόματα
της μόδας, ή ονόματα προερχόμενα από την αρχαία παράδοση. Θα πρέπει να
τονίσω ότι η μεν αλλαγή επωνύμου είναι δυνατή (με απόφαση της οικείας
νομαρχίας), η δε αλλαγή κυρίου ονόματος είναι αδύνατη, γιατί η βάφτιση
συγκαταλέγεται στα μυστήρια. Ετσι, ενώ η διοικητική πράξη είναι
διορθωτική, η άρνηση της εκκλησίας αποτελεί καταπάτηση των αστικών
δικαιωμάτων των γονέων. Μιλάω για καταστάσεις που ίσχυαν ως το πρόσφατο
παρελθόν. (...) Δεν προτίθεμαι να καταρτίσω έναν κατάλογο με γελοία ονόματα, ή επώνυμα, ή παρατσούκλια. Συνήθως, το γελοίο όνομα, ή επώνυμο, κατάγεται από το παρατσούκλι κάποιου προγόνου. Με την αστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, το γελοίο όνομα (-τέως παρατσούκλι) απέβη λίαν ενοχλητικό. Γιατί ένα γελοίο επώνυμο είναι ικανό να ανακόψει την σταδιοδρομία του φορέως του. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί κάποιο ελληνόπουλο, φέρον το επώνυμο Μοναρχίδης, που να προσπαθεί να μπει στην Σχολή Ευελπίδων. Το παράδειγμα είναι συγκεκριμένο. Ο δε ατυχής Μοναρχίδης, για να σώσει τα προσχήματα, ετυμολογούσε το όνομά του από το μοναρχία. Αλλωστε, κάποιοι άλλοι δημόσιοι άνδρες, με αρκούντως περίεργα επώνυμα (Μπουρδάρας, Μούντριχας), αντιμετώπιζαν, εξαιτίας αυτών των επωνύμων, τα ειρωνικά βλέμματα των ψηφοφόρων. (...) Ο ελληνικός λαός χρησιμοποιεί με άνεση διάφορα γελοία κύρια ονόματα, ή επώνυμα, που είναι άλλοτε γνήσια κι άλλοτε πλαστά. Φυσικά, ο βαθμός της γελοιότητας, αρχίζει από την ειρωνεία και φτάνει μέχρι τον ωμό κυνισμό. Το αργκοτικό επίθετο Χατζηπαπάρας πέρασε ήδη και στη δημοσιογραφία. Πάνω σ' αυτό το επίθετο θα παρατηρούσα ότι το πρώτο συνθετικό έχει μίαν επιτακτική σημασία, ενώ το δεύτερο συνθετικό δεν σχετίζεται με την παπάρα, αλλά προήλθε από το παπάρι (ήτοι: άβολο αντικείμενο, πέος κτλ.). Ανάλογο είναι και το αργκοτικό Χατζημαλάκας. ΗΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ (Από τόμο της Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας αφιερωμένο στον Ι. Θωμόπουλο.) |
(Ελευθεροτυπία,
30/7/1995)