ΜΟΝΤΕΡΝΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ
Στο πεζοδρόμιο του αεροδρομίου
1. / 2.
Από τα Σπάτα μέχρι την Ταϊτή, η πίστα των αεροδρομίων μετατρέπεται σε πεδίο μάχης
Νέοι διάδρομοι, νέοι αγώνες
Το ημερολόγιο έδειχνε 6 Σεπτεμβρίου 1995. Στο αεροδρόμιο Φάα της μακρινής Ταϊτής, στην εξωτική γαλλική Πολυνησία, ένα αεροσκάφος DC 10-30 της εταιρίας Ερ Ουτρμέρ, ετοιμάζεται να απογειωθεί για την πτήση Λος Αντζελες - Παρίσι. Θα χρειαστεί να περιμένει για πάρα πολύ, καθώς ο αεροδιάδρομος και οι τριγύρω χώροι μετατρέπονται σε πεδίο μάχης ανάμεσα στα ΜΑΤ και εκατοντάδες διαδηλωτές που διαμαρτύρονται για την επανάληψη, την προηγούμενη μέρα, των γαλλικών πυρηνικών δοκιμών στη γειτονική ατόλη Μουρουρόα...
Τα γεγονότα ξεκίνησαν με τη συνηθισμένη σ' αυτές τις περιπτώσεις διαδικασία. Ηταν μέρα γενικής απεργίας, οργανωμένης από το πολυνησιακό συνδικάτο Atia I Mura, προσκείμενο στους αυτονομιστές της Ταϊτής. Περίπου χίλιοι διαδηλωτές κατευθύνθηκαν προς το αεροδρόμιο, συνδετικό κρίκο του νησιού με τη μητροπολιτική Γαλλία και την υπόλοιπη ανθρωπότητα, εισέβαλαν στον αεροδιάδρομο κι άρχισαν καθιστική διαμαρτυρία με τραγούδια και συνθήματα. Πριν περάσουν δέκα λεπτά, κατέφθασαν κάπου 200- 300 χωροφύλακες των ΜΑΤ κι άρχισαν να ρίχνουν δακρυγόνα.
Αυτό ήταν... Ενισχυμένοι από χιλιάδες κατοίκους των φτωχοσυνοικιών της Φάα που περιβάλλουν το αεροδρόμιο, οι διαδηλωτές αντεπιτίθενται με μια πρωτοφανή βιαιότητα βάζοντας στο στόχαστρο τις πανάκριβες εγκαταστάσεις του. Απέναντι στα θωρακισμένα της αστυνομίας, αντιτάσσουν τα δικά τους μηχανοκίνητα: ένας εκσκαφέας σαρώνει τους τοίχους του τέρμιναλ, που παραδίδεται στις φλόγες μαζί με το τελωνείο, το χώρο φύλαξης αποσκευών, τα γραφεία της Μεθοριακής Αστυνομίας, τα γκισέ της Ερ Ταϊτή και καμιά πενηνταριά αυτοκίνητα παρκαρισμένα στο χώρο του αεροδρομίου. Μέσα σε δώδεκα ώρες συνεχών συγκρούσεων, το 90% των εγκαταστάσεων καταστρέφεται και οι αρχές θα υπολογίσουν το συνολικό ύψος των καταστροφών σε 55 δις γαλλικά φράγκα. Οταν πέφτει η νύχτα, η σύρραξη μεταφέρεται για άλλες 4 ώρες στο κέντρο της γειτονικής Παπεετέ, με εμπρησμούς κρατικών κτιρίων και καταστημάτων. Την επομένη, ενώ 130 αλεξιπτωτιστές και 40 λεγεωνάριοι αναλαμβάνουν να ενισχύσουν τις δυνάμεις της τάξης, μερικές εκατοντάδες νεαροί θα εξακολουθήσουν να παρενοχλούν τα ΜΑΤ γύρω από το αεροδρόμιο. Οι επιβάτες που δεν μπόρεσαν να φύγουν, θα παρατείνουν τις διακοπές τους σε 3 ξενοδοχεία της Ταϊτής, δαπάναις του γαλλικού δημοσίου.
Αλλά και τα αεροδρόμια του δυτικού κόσμου αποτελούν συχνά προνομιακό τόπο όπου εμφανίζονται συμπυκνωμένες οι κοινωνικές αντιθέσεις της εποχής. Την πρώτη θέση στον σχετικό κατάλογο κατέχει ασφαλώς το αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης, από όπου διακινούνται 28 εκ. επιβάτες το χρόνο. Επί τριάντα συναπτά έτη, το γερμανικό αεροδρόμιο και οι αλλεπάλληλες επεκτάσεις του στάθηκαν η αιτία για μαζικές κινητοποιήσεις, αιματηρές συγκρούσεις και πολιτικούς κλυδωνισμούς. Ειδικά η κατασκευή του "Δυτικού Αεροδιαδρόμου" του, η οποία θα στοίχιζε τη ζωή τριών εκατομμυρίων δένδρων του γειτονικού δάσους, προκάλεσε στις αρχές της δεκαετίας του '80 τη συσπείρωση ενός ευρύτατου πολιτικού φάσματος αποφασισμένου να αποτρέψει πάση θυσία το "ιστορικό έγκλημα κατά του περιβάλλοντος": Από τα τέλη του 1979, οι διαφωνούντες με την επέκταση δημιούργησαν ένα δικό τους "οχυρό μέσα στο δάσος", ένα χωριό στο οποίο αρκετοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν επί έναν περίπου χρόνο, επιδιώκοντας όχι μόνο να εμποδίσουν τις εργασίες, αλλά και να "αποπειραθούν να δημιουργήσουν μια πρότυπη κοινότητα, κάρφος στον οφθαλμό της κοινωνίας της αγοράς".
Η επίθεση της αστυνομίας το φθινόπωρο του '81 για την "ανακατάληψη" της περιοχής θύμιζε στρατιωτική επέλαση: ελικόπτερα, σφαίρες από καουτσούκ, πυροσβεστικές αντλίες. Κατά τα αιματηρά γεγονότα, οι τοπικές αρχές παρουσίασαν βέβαια τη δική τους εκδοχή: τη βία προκάλεσαν οι διαδηλωτές που έριξαν πέτρες κατά των αστυνομικών και έστησαν οδοφράγματα προκαλώντας συγκοινωνιακό χάος. Τα γεγονότα, όμως, μιλούν από μόνα τους: Μέσα σε μία μόνο ημέρα του θερμού εκείνου Νοεμβρίου, 800 διαδηλωτές μεταφέρθηκαν στις πρώτες βοήθειες, ενώ πολλοί κατέληξαν στο νοσοκομείο, όπου οι γιατροί διαπίστωσαν ανοιγμένα κεφάλια και σπασμένα κόκαλα.
Ο "οικολογικός εμφύλιος" δεν αποτελεί μεμονωμένο γεγονός στην ιστορία του αεροδρομίου: Εξι χρόνια αργότερα, τα σχέδια για μια νέα επέκταση θα προκαλούσαν νέες κινητοποιήσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων δύο αστυνομικοί θα έπεφταν νεκροί από σφαίρες αγνώστων στον ίδιο πάντοτε "Δυτικό Αεροδιάδρομο". Οσον αφορά τις πιο πρόσφατες επιθέσεις που έχει δεχθεί το αμαρτωλό αεροδρόμιο, καθρεφτίζουν κι αυτές το πνεύμα της εποχής: Τον Μάιο του '94, πενήντα μασκοφόροι οπλισμένοι με σφεντόνες κατέλαβαν για λίγη ώρα έναν διάδρομο προσγείωσης, ενώ τον φετινό Φεβρουάριο άγνωστοι σαμποτέρ προκάλεσαν βλάβη στο τηλεφωνικό κέντρο του αεροδρομίου διαμαρτυρόμενοι για τις μαζικές απελάσεις μεταναστών.
Και ύστερα, επομένως, από την όποια "νομιμοποίησή" τους, τα αεροδρόμια δεν ηρεμούν. Οι εγκαταστάσεις τους συνεχίζουν να αποτελούν πεδίο συγκρούσεων. Προφανώς το σοβαρότερο μερίδιο κατέχουν οι συνδικαλιστικοί αγώνες των ίδιων των εργαζομένων σ' αυτά. Οι ραγδαίες αναδιατάξεις των αεροπορικών αγορών και οι τεχνολογικές αλλαγές υπό το πνεύμα του νεοφιλελευθερισμού, θέτουν κατά καιρούς στο περιθώριο χιλιάδες ανθρώπους. Τον
Αύγουστο του 1981, ειδικές αστυνομικές δυνάμεις ανέλαβαν να σταματήσουν με αφάνταστη σκληρότητα τις καταλήψεις των αεροελεγκτών στα αεροδρόμια των ΗΠΑ. Στην Ευρώπη με τα
πιο οργανωμένα συνδικάτα, οι μαχητικές εκδηλώσεις των εργαζομένων μεταφέρονταν κυρίως στα κεντρικά σημεία των πόλεων. Τα αεροδρόμια έμεναν άδεια και νεκρά. Συν τω χρόνω οι αγώνες φαίνεται να έρχονται πλησιάζουν τις πίστες. Ισως γιατί πολλαπλασιάζονται και οι απεργοσπαστικοί μηχανισμοί. Τον Οκτώβριο του 1993 στα δύο παρισινά αεροδρόμια, Ορλί και Ρουασί, έγιναν βιαιότατες μάχες με αύρες, δακρυγόνα, φωτιές και οδοφράγματα στους αεροδιαδρόμους. Μέρες ολόκληρες οι αστυνομικές δυνάμεις της κυβέρνησης Μπαλαντίρ προσπαθούσαν να ανακαταλάβουν τις πίστες από τους υπό απόλυση χιλιάδες εργαζομένους της Ερ Φρανς. Η σύγκρουση τελικά άξιζε τον κόπο. Η πολιτική εξουσία υποχώρησε. Την επόμενη χρονιά, ανάλογες σκηνές έζησαν τα ισπανικά αεροδρόμια. Και οι εργαζόμενοι στην Ιμπέρια κατάφεραν να ματαιώσουν τα σχέδια "εξυγίανσης" της εταιρείας.
Στην Ελλάδα, μετά την αιματηρή σύγκρουση για την ιδιωτικοποίηση της Ολίμπικ Κέτερινγκ, τον Οκτώβριο του 1990, οι περισσότερες απεργίες "διευθετούνται" ειρηνικά. Οι διαμάχες συνήθως μεταφέρονται από τα τέρμιναλ και τις πίστες στα υπουργικά γραφεία και σχεδόν πάντοτε στα δικαστήρια ως "παράνομες και καταχρηστικές". Εξαίρεση, και προάγγελος ίσως νέων ηθών, αποτέλεσε η αιφνιδιαστική κατάληψη ενός αεροδιαδρόμου του Ελληνικού από 300 υπαλλήλους της Ολυμπιακής (22.11.94), όταν η ηγεσία της επιχείρησης εισηγήθηκε μερικές εκατοντάδες απολύσεις.
Αλλά με τις πολιορκίες των αεροδρομίων ασχολούνται και άλλες μερίδες πολιτών. Πέρα από τις περιπέτειες που προκαλούν οι κάθε είδους μαζικές υποδοχές αερομεταφερόμενων προσώπων, υπάρχουν και οι εκρήξεις ορισμένων μαχητικών κλάδων. Το αεροδρόμιο του Ηρακλείου απειλούν οι Κρήτες, όταν κινδυνεύει το εισόδημά τους. Θυμίζουμε μόνο τους μπανανοπαραγωγούς που έκλεισαν τον αεροδιάδρομο το καλοκαίρι του 1988 και την παναγροτική κινητοποίηση του Σεπτεμβρίου του 1992. Και στις δύο περιπτώσεις χρειάστηκαν διμοιρίες των ΜΑΤ από την Αθήνα. Τον περασμένο Μάρτιο, οι επαγγελματοβιοτέχνες διάφορων επαρχιών άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο να καταλάβουν τα τοπικά αεροδρόμια, αλλά τελικά δεν το έπραξαν. Ισως να ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που λίγα χρόνια πριν τα απέκλειαν, διεκδικώντας από τον εθνικό αερομεταφορέα σύγχρονα αεροσκάφη και συχνότερες πτήσεις στις πόλεις τους.
Kαμικάζι εδάφους
Τριάντα χρόνια διαρκεί η αντίσταση στο αεροδρόμιο της Ναρίτα.
Η υπόθεση θυμίζει το "μικρό γαλατικό χωριό" του Αστερίξ, μόνο που διαδραματίζεται στη σύγχρονή μας Ιαπωνία. Από τη
μια ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός μιας οικονομικής υπερδύναμης, αποφασισμένος να επιβάλει πάση θυσία την κατασκευή ενός σύγχρονου αεροδρομίου, που να αντιστοιχεί στις διαστάσεις του "οικονομικού θαύματος" · από την άλλη, μερικές εκατοντάδες αγρότες που αρνούνται πεισματικά να εγκαταλείψουν τη γη τους, αντιτάσσουν μια πρωτοφανή άμυνα και καλούν σε υποστήριξή τους τα
πιο ριζοσπαστικά κομμάτια της γιαπωνέζικης κοινωνίας. Η σύρραξη, αποτυπωμένη σε φωτορεπορτάζ και κινηματογραφικές ταινίες, θα κάνει το γύρο του κόσμου.
Ολα ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 1966, όταν η κυβέρνηση Σάτο ανακοίνωσε ξαφνικά ότι το νέο αεροδρόμιο της ιαπωνικής πρωτεύουσας επρόκειτο να κατασκευαστεί στην περιοχή της Ναρίτα, στα εδάφη του χωριού Σανριζούκα. Οι κάτοικοι του τελευταίου έμαθαν τα νέα κυριολεκτικά από τις εφημερίδες: παρότι ήταν αναμφίβολα οι πιό άμεσα ενδιαφερόμενοι, κανείς από τους ιθύνοντες δε θεώρησε σκόπιμο να ζητήσει τη γνώμη τους ή έστω να τους ενημερώσει σχετικά. Ισως να προεξόφλησαν τη συναίνεσή τους από περιπτώσεις άλλων απαλλοτριώσεων, ίσως κι από το γεγονός ότι οι περισσότεροι ήταν σταθεροί ψηφοφόροι του (μόνιμα) κυβερνώντος Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος. Ετσι κι αλλιώς, πάντως, έπεσαν εντελώς έξω...
Η πρώτη αντίδραση σημειώθηκε έξι μόλις μέρες μετά την κυβερνητική ανακοίνωση: στις 22/6/66 χίλιοι περίπου κάτοικοι του Σανριζούκα συγκεντρώνονται στο σχολείο του χωριού κι αποφασίζουν να αντισταθούν στα σχέδια απαλλοτρίωσης της γής τους. Η οργάνωση που συγκροτούν, με την ονομασία "Σύνδεσμος κατά της κατασκευής του Αεροδρομίου" ( Χαντάι Ντομέι), καλεί σε βοήθεια τα κόμματα της αντιπολίτευσης - κυρίως το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό κόμμα - κι αρχίζει μιά εκστρατεία συλλογής υπογραφών, αναφορών προς τις αρχές και ειρηνικών διαδηλώσεων. Τα αποτελέσματα ωστόσο είναι μηδαμινά, καθώς οι αρχές αγνοούν επιδεικτικά την όλη κίνηση και αρκετοί αγρότες, απογοητευμένοι, πείθονται να πουλήσουν τα χωράφια τους στο δημόσιο φορέα (Κοντάν) που έχει συσταθεί για το μεγάλο έργο. Η ώρα της κλιμάκωσης έχει
πια φτάσει. Οταν στις 10 Οκτωβρίου 1967 τα κρατικά συνεργεία προχωρούν σε τοπογραφικές μετρήσεις διά της βίας, υπό την κάλυψη 2.000 αστυνομικών που ξυλοκοπούν αλύπητα τους διαμαρτυρόμενους χωρικούς, ο Χαντάι Ντομέι αποφασίζει να περάσει σε δυναμικότερες μορφές αγώνα. Καθώς το ΚΚΙ, φανατικά προσκολλημένο στη νομιμότητα, αποδεικνύεται απρόθυμο να βοηθήσει παραπέρα, οι αγρότες στρέφονται στους ακροαριστερούς αγωνιστές της ιαπωνικής ΕΦΕΕ (Ζενγκακούρεν). Το Φλεβάρη του '68, 600 φοιτητές και 300 εργάτες έρχονται να ενισχύσουν τους 1000 χωρικούς του Σανριζούκα στην επίθεσή τους κατά των τοπικών γραφείων του Κοντάν. Δεν είναι παρά η αρχή ενός πολύχρονου αγώνα, που θα μετατρέψει το υπό κατασκευήν αεροδρόμιο σε σημείο αναφοράς για τα κινήματα του "ιαπωνικού Μάη" και σε τεστ αποφασιστικότητας για τις εκάστοτε κυβερνήσεις του Τόκιο.
Πολύ πιο κρίσιμες είναι, φυσικά, οι αντιπαραθέσεις κράτους - κατοίκων στην ίδια τη διαμφισβητούμενη περιοχή. Υστερα από καθημερινές σχεδόν συγκρούσεις με τα τοπογραφικά συνεργεία και την αστυνομία, οι υπερασπιστές του Σανριζούκα οχυρώνουν τα χωράφια τους με ένα σύστημα πύργων, χαρακωμάτων και υπόγειων στοών, οργανώνουν περιπολίες για τον εντοπισμό και την
παρενόχληση του "εχθρού" και συνδυάζουν την αγροτική τους επανάσταση με την καθημερινή μάχη για την επιβίωση: καλλιέργεια των χωραφιών που απειλούνται, εναλλακτικό σχολείο στα καταφύγια, αξιοποίηση της γης όσων έχουν αποχωρήσει από τον αγώνα...Στα χαρακώματα, δίπλα στους αριστεριστές με τα κράνη και τις
μολότοφ, οι χωρικοί μάχονται χρησιμοποιώντας αυτοσχέδια πυρομαχικά: σάπια καρπούζια και υγροποιημένα ανθρώπινα κόπρανα, που συνήθως χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή λιπάσματος, εκσφενδονίζονται εναντίον των ΜΑΤ με πρωτόγονους καταπέλτες . Ο ίδιος ο διοικητής των ΜΑΤ καταλήγει στον πυθμένα ενός καμουφλαρισμένου πηγαδιού, ενώ κάποιοι συνάδελφοί του τρέπονται σε φυγή από
μια σύγχρονη εκδοχή των καμικάζι - ένα χωρικό βουτηγμένο σε κόπρανα που με ορθάνοιχτες αγκάλες σπεύδει να τους αγκαλιάσει!
Προγραμματισμένα αρχικά για την άνοιξη του 1971, τα εγκαίνια του αεροδρομίου της Ναρίτα θα γίνουν τελικά το 1978... σε
δυο δόσεις. Στις 26 Μαρτίου, 8.000 διαδηλωτές καταφέρνουν να σπάσουν τον κλοιό 14.000 αστυνομικών.
Μια ομάδα 20 αποφασισμένων σκαρφαλώνει στον πύργο ελέγχου και, οπλισμένη με βαρειοπούλες, πράττει τα δέοντα. Την επομένη, ο πρωθυπουργός Φουκούντα ομολογεί από τηλεοράσεως: "χθες το
βράδυ, δεν κοιμήθηκα και τόσο καλά.." Στις 20 Μαΐου, το λάθος δε θα επαναληφθεί: υπό την προστασία 13.000 ΜΑΤ, τα εγκαίνια ολοκληρώνονται. Το ανθρώπινο κόστος του ενός και μοναδικού αεροδιαδρόμου των 4000 μέτρων είχε ήδη φτάσει τους 4 διαδηλωτές και 3 αστυνομικούς νεκρούς, 8.000 τραυματίες και πάνω από 3.000 συλλήψεις.
Η μάχη μπορεί να χάθηκε αλλά ο πόλεμος κάθε άλλο παρά είχε τελειώσει. Ομάδες "ανταρτών του Σαββατοκύριακου", νεαροί φοιτητές κι εργαζόμενοι από το γειτονικό Τόκιο, θα εξακολουθήσουν επί χρόνια να διεξάγουν ένα ιδιότυπο νυχτερινό αντάρτικο κατά του εν λειτουργία αντιπάλου: εξαπολύοντας μπαλόνια κι υψώνοντας μικρά αερόστατα που εμποδίζουν (προσωρινά) την απογείωση των αεροπλάνων, ανάβοντας φωτιές σε ελαστικά έτσι ώστε να καταστρέφεται η ορατότητα των πύργων ελέγχου, κόκ. Οσο για την επέκταση του αεροδρομίου, αυτή εμποδίζεται με επιτυχία από τους εναπομείναντες χωρικούς - οχτώ οικογένειες το 1993. Τα κτήματά τους είναι ζωσμένα με αγκαθωτό συρματόπλεγμα, η καθημερινή ζωή τους ξετυλίγεται κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των παρατηρητηρίων της αστυνομίας που, κυριολεκτικά, κρέμονται από πάνω τους, κι όμως αυτοί αρνούνται να φύγουν. Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί πιά να μην τους πειράξει. Ούτε και χρειάζεται, άλλωστε: στις 4/9/1994 έγιναν τα εγκαίνια του νέου υπεραεροδρομίου της Οζάκα, του μεγαλύτερου της χώρας.
Η μάχη των Σπάτων
Η μάχη που δόθηκε στα Σπάτα πριν από είκοσι ακριβώς χρόνια με στόχο να μην κατασκευαστεί το αεροδρόμιο στα Μεσόγεια ήταν χαμένη προτού αρχίσει. Οι οικονομικές σκοπιμότητες που οδηγούσαν στη "λύση Σπάτα" ήταν τόσο ισχυρές, ώστε δεν δίστασε μια δεξιά κυβέρνηση να έρθει σε σύγκρουση με την εκλογική της πελατεία, και προχώρησε στις απαλλοτριώσεις που είχε ήδη ξεκινήσει η χούντα. "Ακρόπολιν της Νέας Δημοκρατίας εις την Αττικήν", χαρακτήριζε τα Σπάτα ο δήμαρχός τους Δήμος Μπότσαρης. Αποδείχθηκε έτσι ότι το περιβόητο "πολιτικό κόστος" υποχωρεί μπροστά στην άμεση οικονομική ωφέλεια. Από την άλλη μεριά, η αντιπολίτευση ήταν για τους ίδιους λόγους επιφυλακτική, ενώ δεν μπόρεσε να διαγνώσει εγκαίρως την εκρηκτικότητα που θα έπαιρνε η αντίσταση των κατοίκων.
Η πρώτη μαζική κινητοποίηση οργανώθηκε στις 14 Οκτωβρίου 1975. Η περιοχή των Σπάτων αποκλείστηκε από 3.500 αγροτικά οχήματα κάθε είδους. Την επομένη ο αγώνας μεταφέρθηκε στο Μαρκόπουλο, το Λαύριο και τη Ραφήνα. Στις 31 Οκτωβρίου κατελήφθη από αγρότες η λεωφόρος Λαυρίου. Την 1η Νοεμβρίου στήνονται οδοφράγματα και κηρύσσεται γενική απεργία στα Σπάτα. Η κυβέρνηση αναδιπλώνεται και στις 6 Δεκεμβρίου παρουσιάζεται στη Βουλή έτοιμη να δεχθεί τις απόψεις των ειδικών (ΤΕΕ, τοπική αυτοδιοίκηση, κλπ).
Η κρίσιμη μάχη δόθηκε στις 13 Φεβρουαρίου, μόλις οι κάτοικοι τόλμησαν να χτίσουν ένα μικρό φυλάκιο στη δεσμευμένη περιοχή, αμφισβητώντας έτσι εμπράκτως την απαγόρευση να χρησιμοποιούν τα χωράφια τους. Εκατοντάδες ροπαλοφόροι αστυνομικοί, τα πρώτα ΜΑΤ, καταφθάνουν με πολλές αύρες και δακρυγόνα για να ενισχύσουν την τοπική χωροφυλακή πού προχωρεί στην κατεδάφιση του παραπήγματος. Οι αγρότες μετά την πρώτη καταδίωξη συντάσσονται και αντεπιτίθενται. Ο εχθρός, όμως, υπερτερεί συντριπτικά. Πρόκειται για την πιο βίαιη καταστολή μαζικής κινητοποίησης την περίοδο της μεταπολίτευσης. Η επίθεση ολοκληρώθηκε με δεκάδες συλλήψεις, παραπομπές και καταδίκες των "πρωταιτίων". Οι κάτοικοι με την αίσθηση του "προδομένου' αναρωτιούνται μέσα από τα φυλλάδιά τους: "Ολοι οι Ελληνες ρωτούν: η άρχουσα τάξη πιστεύει ή δεν πιστεύει στα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη;"
(Ελευθεροτυπία, 1/10/1995)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |