Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ


Το λαθρεμπόριο του φόβου

1.  /  2.

 

Κλειδώνω κι αμπαρώνω, αλλά ο κλέφτης είναι μέσα. Μέσα στο μυαλό μου, μαζί με το δολοφόνο, το βιαστή, τον εγκληματία. Είναι μέσα. Εκεί που τον έχουν τοποθετήσει τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ, τα αιματηρά πρωτοσέλιδα, οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης και τα επιχειρήματα της νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας.

 

 

 

 

Ο τρόμος πάνω απ' την πόλη

Γιατί άραγε ο σύγχρονος πολίτης αισθάνεται όλο και πιο ευάλωτος στη βία; Και πού οφείλεται η διογκούμενη "ανασφάλεια" που νιώθουν σήμερα ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού; Τα ερωτήματα μοιάζουν παράδοξα, αλλά δεν είναι. Διαψεύδοντας τις τρέχουσες μυθολογίες, η ιστορία της βίας διδάσκει ότι οι άνθρωποι δεν υπήρξαν ασφαλέστεροι σε παλιότερες εποχές και σε κοινωνίες που σήμερα αντιμετωπίζονται νοσταλγικά ως χαμένοι παράδεισοι. Ωστόσο, αν και τα πραγματικά δεδομένα δεν δικαιολογούν τη μεγάλη ανατριχίλα που διαπερνά το κοινωνικό σώμα τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ένα πλέγμα παραγόντων φροντίζει να τροφοδοτεί τον ειδικό αυτό φόβο αυξάνοντας την επιθετικότητα των πολιτών και δημιουργώντας τους την εντύπωση ότι κινδυνεύουν διαρκώς από τις δυνάμεις του κακού που ελλοχεύουν σε κάθε τους βήμα.
Οργανώνοντας τον σύγχρονο λόγο περί βίας, τα μέσα ενημέρωσης αναζητούν κάθε φορά το πιο ανατριχιαστικό και το πιο διεστραμμένο έγκλημα της περιόδου για να το αναγορεύσουν σε κανόνα της καθημερινότητας. Οσον καιρό ο "ληστής της Κερατέας", ο "βιαστής του Συκουρίου" ή κάποιος επίγονός τους παραμένουν ασύλληπτοι, τα δελτία των οκτώμισι, επικουρούμενα από σκηνές κινηματογραφικών ταινιών, θα μετατρέπουν κάθε τους θεατή σε επίδοξο θύμα και θα του ζητούν με επιμονή να προετοιμάσει την αυτοάμυνά του προκειμένου να ενταχθεί και αυτός στο αιματηρό θέαμα.
Ο φόβος, λοιπόν, κατασκευάζεται. Μερικές φορές για να δημιουργηθεί ρεύμα υπέρ της σκληρότερης καταστολής ή για να εξυπηρετηθούν προεκλογικές ανάγκες, κάποτε για να μετατοπιστεί το ενδιαφέρον του κοινού από τα απτά κοινωνικά προβλήματα σε αόρατες φοβίες, άλλοτε πάλι για να ενισχυθεί το βαλάντιο εκείνων -και είναι πολλοί- που έχουν μεταφράσει τον τρόμο σε επικερδή επιχείρηση. Πολύ συχνά, πάντως, η αιτία που προκαλεί την προσφυγή στο λόγο περί βίας είναι διάφανη: Σημειώνουμε ότι το ύστατο (και ανυπόστατο) επιχείρημα του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης Παπαθεμελή σχετικά με το ωράριο των καταστημάτων υπήρξε ότι οι μεγάλες δόσεις εγκληματικότητας στριμώχνονται τις πρώτες πρωινές ώρες.
Εδώ, όμως, μπορούμε να αναζητήσουμε τον πυρήνα του μηχανισμού που καλλιεργεί την ψύχωση του φόβου: Πρόκειται για τα "αντικειμενικά" εκείνα στατιστικά μεγέθη στα οποία ανατρέχουν όσοι επιθυμούν να τεκμηριώσουν την άποψη περί θεαματικής αύξησης της βίας στις σύγχρονες κοινωνίες. Πόσο, ωστόσο, αδιάβλητες είναι οι τρέχουσες αυτές μετρήσεις; Σύμφωνα με σχετικές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί σε ευρωπαϊκές χώρες, οι στατιστικές της εγκληματικότητας εμφανίζουν αδυναμίες που συχνά αλλοιώνουν την εικόνα της πραγματικότητας: η ίδια παράβαση, για παράδειγμα, καταχωρίζεται σε περισσότερες από μία κατηγορίες διογκώνοντας πλαστά το τελικό άθροισμα. Ακόμη σοβαρότερα είναι τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά την ανάγνωση των δεδομένων: Γιατί η έννοια "εγκληματικότητα" συσχετίζεται και με τον τελευταίο ανήλικο πορτοφολά, ενώ συχνά αγνοεί επιδεικτικά τα φορολογικά αδικήματα, ακόμη και εκείνα που έχουν προκαλέσει κοινωνικούς κραδασμούς; Και γιατί ο αριθμός των ετήσιων ανθρωποκτονιών εμφανίζεται πάντοτε ως ενιαίος, ενώ είναι προφανές ότι άλλη επίπτωση στο αίσθημα του φόβου έχει η δολοφονία ενός πελάτη της τράπεζας από ένοπλο ληστή και άλλη η περίπτωση του διαταραγμένου ατόμου που δολοφονεί τους δικούς του και στη συνέχεια αυτοκτονεί; Και κάτι ακόμη: γιατί οι αριθμοί αυτοί δεν συγκρίνονται ποτέ με τους κατά πολύ περισσότερους νεκρούς από τα εργατικά ή τα τροχαία δυστυχήματα;
Ούτως ή άλλως, η "ανασφάλεια" του σύγχρονου πολίτη δύσκολα μπορεί να αποτελέσει στατιστικό μέγεθος. Αντίθετα, εύκολα μπορούμε να αναζητήσουμε ελληνικά παραδείγματα γι' αυτό που ο γάλλος στατιστικολόγος Ζαν-Λικ Λετοκέ έχει εύστοχα ονομάσει "ανασφάλεια των στατιστικών": Επί μία ολόκληρη πενταετία η λεγόμενη κοινή γνώμη βομβαρδίζεται ανηλεώς με ποσοτικά δεδομένα που "αποδεικνύουν" τη σχέση των λαθρομεταναστών με την αύξηση της σοβαρής εγκληματικότητας, κατασκευάζοντας το επίφοβο στερεότυπο του "Αλβανού". Την ίδια ώρα, οι ελάχιστες ψύχραιμες αναγνώσεις των ίδιων στατιστικών δεδομένων καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η εγκληματικότητα των μεταναστών είναι πολύ χαμηλότερη από ό,τι συνήθως πιστεύεται. Δεν πρέπει επομένως να ξενίσει το γεγονός ότι, όταν τον περασμένο Μάιο ο καθηγητής Εγκληματολογίας Ν. Κουράκης κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η σύνδεση των λαθρομεταναστών με την εγκληματικότητα αποτελεί μύθο, δημοσκόπηση στη Θεσσαλονίκη έδειχνε ότι το 86% των ερωτηθέντων θεωρούσε υπεύθυνους τους Αλβανούς για την αύξηση της βίας στη χώρα. Η σύγκριση, ωστόσο, δύο πρόσφατων -και ταυτόχρονων- δημοσκοπήσεων έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον: Σε δημοσκόπηση της MRB για "τα τρία σημαντικότερα προβλήματα της χώρας", στην οποία οι ερωτώμενοι είχαν να διαλέξουν τρία μεταξύ δεκατεσσάρων προβλημάτων, το 11% επέλεξε την "είσοδο ξένων μεταναστών" και το 10.3% την "εγκληματικότητα". Την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή (Ιούνιος '95), η PRC υπέβαλε στο δείγμα της την ανοικτή ερώτηση "ποια θεωρείτε τα σημαντικότερα προβλήματα της χώρας σήμερα". Στο ερώτημα αυτό, μόνο το 0,7% απάντησε ότι θεωρεί πρόβλημα τους μετανάστες και μόνο το 4,1% κατονόμασε ως πρόβλημα την εγκληματικότητα.
Είναι προφανές ότι η καλλιέργεια του φόβου δεν συνιστά ελληνικό φαινόμενο. Σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η ανασφάλεια του πολίτη αναγορεύεται κατά καιρούς σε κύριο άξονα της επίσημης πολιτικής. Η ανάδειξη των περισσότερων προέδρων στηρίζεται κατά μέγα μέρος στις υποσχέσεις τους για "law and order". Η ευρωπαϊκή αναλογία πρέπει να αναζητηθεί στην αναρρίχηση των συντηρητικών νεοφιλελεύθερων κομμάτων. Βέβαια στην Ελλάδα, χάρη στην όχι και τόσο μακρινή ανάμνηση της δικτατορίας, το αίτημα "ησυχία, τάξη και ασφάλεια" δεν μετουσιώνεται εύκολα σε κομματικό σύνθημα την περίοδο των προεκλογικών υποσχέσεων. Στο υπόβαθρο, όμως, των κομματικών διαξιφισμών προβάλλει κάθε τόσο η φιλολογία για την αναποτελεσματικότητα των κατασταλτικών μηχανισμών που αποδίδεται πάντοτε στη φατριαστική πολιτική του αντιπάλου.
Κατά τα άλλα, κανείς δεν φαίνεται δυσαρεστημένος με την αυξανόμενη ανασφάλεια και όλοι μοιάζουν ικανοποιημένοι, όταν αυτή αποδίδεται σε εξωγενή αίτια. Η απόδοση ιδιαίτερα των άγριων εγκλημάτων σε "αλλόφυλους", "λαθρομετανάστες" και "εισβολείς", όσο κι αν διαψεύδεται καθημερινά με την ανακάλυψη γνήσιων ελλήνων, χριστιανών και ορθόδοξων βιαστών, σφαγέων και κτηνοβατών, συνεχίζει να αποτελεί τον κανόνα. Ο έλληνας Λεπέν δεν έχει ακόμη ενσκήψει, όμως το ρόλο του αναλαμβάνουν κατά καιρούς πολιτικοί φορείς από όλο το κοινοβουλευτικό φάσμα. Τελευταίο παράδειγμα, η μελέτη που παρουσίασε στις αρχές του περασμένου μήνα ο πρόεδρος του ΕΚΑ Χ. Πολυζωγόπουλος. Στην εν λόγω μελέτη, ο ένας στους δύο Αθηναίους εμφανίζεται να θεωρεί αρνητική την παρουσία των ξένων στην Ελλάδα και να τους ενοχοποιεί για την αύξηση της ανεργίας και της εγκληματικότητας. Το έμμεσο μήνυμα είναι σαφές: Εφόσον ακόμη και οι εργαζόμενοι νιώθουν ανασφάλεια εξαιτίας των ξένων, σ' αυτούς μπορεί εύκολα να αποδοθεί η δεινή οικονομική κατάσταση που προκαλούν τα αλλεπάλληλα σταθεροποιητικά προγράμματα. Το αίτημα "ησυχία, τάξη και ασφάλεια" επικαλύπτει το αίτημα για δουλειά μέσω του ανομολόγητου ακόμη συνθήματος "έξω οι ξένοι από τη χώρα".


Ο φόβος καλλιεργείται

Την τελευταία πενταετία, η καταγραμμένη εγκληματικότητα στην Ελλάδα είναι περίπου σταθερή. Επίσης, η σοβαρή εγκληματικότητα παραμένει χαμηλή συγκριτικά με τις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η ανασφάλεια όμως των πολιτών ως προς την πιθανότητα θυματοποίησής τους φαίνεται ότι εντείνεται. Το φαινόμενο είναι σοβαρό γιατί συνδέεται με την ποιότητα της καθημερινής ζωής. Εάν κάποιος πεισθεί ότι κινδυνεύει σοβαρά η ζωή και η περιουσία του, είναι πιθανόν όχι μόνο να μεταβάλει συνήθειες και τρόπο ζωής, αλλά και να φθάσει μέχρι τη διάπραξη εγκλήματος θεωρώντας ότι αμύνεται. Η πεποίθηση περί "ραγδαίας αύξησης της εγκληματικότητας" και ο παρεπόμενος φόβος θυματοποίησης συνήθως δεν σχετίζεται με προσωπικές εμπειρίες των πολιτών ούτε θεμελιώνεται στα στατιστικά και ερευνητικά δεδομένα. Εχει μάλιστα γίνει λόγος για την "παραδοξότητα" του φαινομένου, εφόσον αυτοί που εκφράζουν εντονότερα αισθήματα φόβου και καχυποψίας ανήκουν σε πληθυσμιακές ομάδες που στατιστικά κινδυνεύουν λιγότερο. Οσο λιγότερο βιώνει κάποιος την πραγματικότητα της πόλης βασίζοντας την πληροφόρησή του στα ΜΜΕ, τόσο καταλαμβάνεται από ανησυχία για το ενδεχόμενο θυματοποίησής του. Ο φόβος του εγκλήματος δεν είναι όμως τυχαίο φαινόμενο. Η καλλιέργεια της φοβίας στον πληθυσμό συχνά υποκρύπτει συμφέροντα, οικονομικά και πολιτικά. Από τη θεαματικότητα των τηλεοπτικών σταθμών μέχρι την εξάπλωση της ιδιωτικής αστυνόμευσης. Από την εξασφάλιση ψήφων μέχρι την πειθαρχοποίηση της κοινωνίας και τη "δαιμονοποίηση" ομάδων του πληθυσμού, όπως οι μετανάστες και οι αναρχικοί.

ΒΑΣΙΛΗΣ Χ. ΚΑΡΥΔΗΣ
Εγκληματολόγος



Οι προστάτες της μέρας

Ο μεγάλος κερδισμένος από την επικράτηση των φοβικών συνδρόμων σε όλο και ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας, είναι αναμφίβολα ο "κλάδος προστασίας". Οσοι διαθέτουν τα μέσα, δεν χρειάζεται να μπλέκουν με τις συρρικνούμενες και αναξιόπιστες αρχές ούτε να πειραματίζονται με τους παραδοσιακούς κλειδαράδες, τους σιδεράδες, τους μαραγκούς και τους τζαμάδες. Μπορούν άμεσα να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα που έχουν (ή νομίζουν ότι έχουν), απευθυνόμενοι στις κάθε λογής επιχειρήσεις παροχής ασφάλειας, που προσφέρουν πολύ περισσότερα από την κλασσική θωράκιση ενός οικοδομήματος. Το έδαφος για την επικράτηση τέτοιων συμπεριφορών έχει καλλιεργηθεί και από τις νεοφανείς δοξασίες των οπαδών του "ελάχιστου κράτους", ότι η προσωπική ασφάλεια του πολίτη δεν πρέπει να επιβαρύνει τους υπόλοιπους. Ετσι εκ πρώτης όψεως, μοιάζει να είναι όλοι ικανοποιημένοι.
Η διεύρυνση της σχετικής αγοράς, που άρχισε να οργανώνεται από το 1980 κυρίως από παλαίμαχους της Αστυνομίας, αναπτύσσεται με ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 25% την τελευταία πενταετία, αν πιστέψουμε τα λίγα στοιχεία που διατίθενται. Το μεγάλο άλμα έγινε το 1990: αύξηση 80% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά που ίσως σημειώνει και το τέλος μιας ολόκληρης εποχής "αθωότητας". Ο εμφανής τζίρος φτάνει τα 15 δισ. κάθε χρόνο και οι απασχολούμενοι στην περιοχή της πρωτεύουσας ξεπερνούν τις 4.000, σύμφωνα με την καταγραφή της ICAP,ή τις 10.000 (!) όπως ισχυρίζονται τα εμπειρότερα στελέχη του κλάδου. Η παρουσία των εταιρειών "Σεκιούριτι" υποτίθεται ότι εκ των πραγμάτων έρχεται να συμπληρώσει τον ρόλο των δημοσίων αρχών. Αυτό όμως δεν είναι απολύτως ακριβές: Το δημόσιο συμφέρον -όπως μας μαθαίνουν οι κλασικότερες θεωρίες της ευημερίας- απαιτεί κοινωνική γαλήνη με επιδιωκόμενο επακόλουθο την μεταφορά των περιττών αστυνομικών κονδυλίων προς ευγενέστερους σκοπούς. Το συμφέρον των "Σεκιουριτάδων" κινείται μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε τα συμβάντα που είδαν το φως της δημοσιότητας τα προηγούμενα χρόνια για να υπογραμμιστεί αυτή η αντίφαση (οργανωμένες διαρρήξεις από ορισμένες εταιρείες "Σεκιούριτι" ώστε να "ανοίξουν" ταχύτερα τις αγορές, εγκληματικές πράξεις που διέπραξαν ιδιωτικοί φύλακες εκμεταλλευόμενοι την ιδιότητά τους κ.α). Αρκεί η ανάγνωση των κινδυνολόγων διαφημιστικών προσπέκτους και οι επισημάνσεις των ίδιων των αρμοδίων του κλάδου για την αυθαιρεσία και την προβληματική κοινωνική παρουσία του χώρου. "Αυτή τη στιγμή στην αγορά υπάρχουν 150 επιχειρήσεις. Από αυτές περίπου δέκα θεωρούνται σοβαρές", δήλωνε ένας διευθυντής "Σεκιούριτι" στην "Μεσημβρινή" (10.1.1994). "Ο χώρος ο δικός μας που ουσιαστικά εμπορεύεται την ασφάλεια ορισμένων πολιτών λειτουργεί χωρίς κανένα νομοθετικό πλαίσιο", τόνιζε άλλος ("Νέα", 9.2.1994). "Δεν υπάρχουν κριτήρια ώστε η νομαρχία ή το υπουργείο Εμπορίου να μην δίνουν άδεια σε όσους δεν πληρούν τις στοιχειώδεις προδιαγραφές", εξηγούσε στέλεχος τρίτης εταιρείας, αποκαλύπτοντας και ορισμένα σκάνδαλα παραπλάνησης αλλά και φοροδιαφυγής, ύψους δισεκατομμυρίων, που απασχολούν τον κλάδο ("Καθημερινή", 30.10.94). Από την πλευρά τους τα υπουργεία Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ακόμα προσπαθούν να χωρίσουν τις αρμοδιότητες με τους ιδιώτες συναδέλφους: Πόσοι θα οπλοφορούν; Πότε θα χρησιμοποιούν βία; Θα κάνουν συλλήψεις; Μπορούν να ερευνούν όποιον, όπου και όποτε θέλουν; κ.λπ.
Καμιά επιστημονική μελέτη δεν έχει αποδείξει αν και κατά πόσο οι ιδιωτικοί στρατοί έχουν αναχαιτίσει την "καλπάζουσα εγκληματικότητα" ή έχουν συμβάλλει στην περισσότερο οργανωμένη αναπαραγωγή της. Πάντως το κοινωνικό αποτέλεσμα της διογκούμενης παρουσίας των μισθωμένων ανθρώπων και υπηρεσιών ασφαλείας γύρω από τα σημεία συγκέντρωσης του πλούτου και της εξουσίας, δεν είναι καθόλου ελκυστικό. Δεν αποκλιμακώνει την κοινωνική δυσαρέσκεια, ούτε περιορίζει -συμβολικά έστω- τους συλλογικούς φόβους. Ευνοεί την επίδειξη της ισχύος κάποιων κοινωνικών μερίδων με συνέπεια να τονίζεται η μειονεκτικότητα, η ανασφάλεια αλλά ίσως και η επιθετικότητα των υπολοίπων. Η εμπειρία από τη φεουδαλική πραγματικότητα των κοινωνιών με τις βαθιές ανισότητες και τα άπειρα μέτρα προστασίας δεν είναι διόλου ενθαρρυντική. Απέναντι σε κάθε ιδιωτικό στρατό υπάρχει η τάση να συγκροτείται και μια συμμορία, που συχνά τροφοδοτείται με μέλη προερχόμενα από τον ίδιο. Η μικρή ελληνική ιστορία των δεκάδων ανεξιχνίαστων εμπρησμών οχημάτων εταιρειών "Σεκιούριτι" από τις ποικιλώνυμες αναρχοριζοσπαστικές (;) ομάδες, επιβεβαιώνει το συλλογισμό. Ισως, το μόνο απτό μέγεθος που αποτυπώνει η μαζική εισβολή των πάσης φύσεως μπράβων στην κοινωνική ζωή, είναι η προσθήκη στις εγκληματολογικές στατιστικές ορισμένων νέων μορφών παραβατικότητας.
Οι μετρήσεις του Διαπεριφερειακού Ινστιτούτου Εγκληματικότητας του ΟΗΕ έδειξαν το περασμένο καλοκαίρι, ότι στις ΗΠΑ ενώ ξοδεύονται κάπου 65δισ. δολάρια το χρόνο στις ιδιωτικές εταιρείες "Σεκιούριτι" για προστασία, συνεχίζουν να χάνονται περιουσιακά στοιχεία ύψους 45 δισ. δολαρίων, να δημιουργείται ζημιά 50 δισ. από τις χαμένες επενδύσεις και να ξοδεύονται 170 δισ. για την αποκατάσταση των καταστροφών και άλλα 90 δισ. για το ποινικό σύστημα. Ο φαύλος κύκλος είναι προφανής.


Οι σερίφηδες των προαστίων

Οι μηχανισμοί της αστυνόμευσης δε θα μπορούσαν να αποφύγουν τη γενικευμένη κρίση νομιμοποίησης που διέρχεται στις μέρες μας ο ευρύτερος δημόσιος τομέας. Οπως συμβαίνει συνήθως σ' αυτές τις περιπτώσεις, η αμφισβήτηση δεν αφορά τόσο το ίδιο το περιεχόμενο του προσφερόμενου "αγαθού", όσο τη δυνατότητα των κρατικών υπηρεσιών να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις προσδοκίες της "κοινωνίας των πολιτών". Και, φυσικά, οι απαντήσεις που δίνονται - ή επιχειρείται να δοθούν - παρουσιάζουν την ίδια ποικιλομορφία που συναντάμε και στις υπόλοιπες εκδηλώσεις της μεταμοντέρνας ταξικής πάλης. Πιο απλά: έκαστος κατά τις δυνατότητες και, κυρίως, το πορτοφόλι του...
Οπως θα περίμενε κανείς, η μπουρζουαζία δε δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να προσαρμοστεί στα νεοφιλελεύθερα πρότυπα της εποχής μας. Η ιδιωτικοποίηση της τάξης και της ασφάλειας βρίσκεται πια στην ημερήσια διάταξη. Οι προτεινόμενες λύσεις δεν περιορίζονται στη γενική προσφυγή στις επικουρικές υπηρεσίες των όποιων (ευυπόληπτων ή ανυπόληπτων) σεκιουριτάδων. Ο δυτικός άνεμος φέρνει νέες εμπνεύσεις από την απέναντι όχθη του Ατλαντικού, καθώς οι σύγχρονες ενσαρκώσεις του Τζον Γουέιν εμπνέουν όλο και περισσότερο τους ημέτερους φιλελεύθερους αρθρογράφους. Στο "Βήμα" της 8ης Οκτωβρίου διαβάσαμε την πρόταση του Γεωργίου Μπήτρου, καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, για ριζική αποκέντρωση των υπηρεσιών ασφαλείας: ανάληψη της ευθύνης για τη λειτουργία των αστυνομικών τμημάτων (και, εν μέρει τουλάχιστον, της χρηματοδότησής τους) από την τοπική αυτοδιοίκηση, η οποία επιπλέον "θα μπορούσε να επιδοτήσει τη λήψη από τους κατοίκους ατομικώς ενδεδειγμένων μέτρων ασφαλείας". Ετσι, "οι πολίτες οι οποίοι θα συνεισφέρουν στο οικονομικό βάρος της λειτουργίας των δικών τους αστυνομικών τμημάτων θα μπορούν να εκμαιεύουν απ' αυτά μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στη χρήση των πόρων που διαθέτουν". Με άλλα λόγια, οι δημότες θα είναι σε θέση να επιβάλλουν τα δικά τους κριτήρια για το ποιοι λχ θα παρεπιδημούν στην περιοχή "τους" - με τον ίδιο τρόπο, υποθέτουμε, που γνωστός μεγαλοεπιχειρηματίας καθορίζει δια της ιδιωτικής του αστυνομίας την κίνηση πεζών και οχημάτων στους "δημόσιους" δρόμους αθηναϊκής συνοικίας...
Απέναντι σ' αυτή τη ρηξικέλευθη ειρηνική επανάσταση, τα λαϊκά στρώματα δεν έχουν ν' αντιτάξουν παρά παλιομοδίτικες διεκδικήσεις για τη διατήρηση - ή την προνομιακή κάρπωση - της κρατικής προστασίας. Οχι μόνο στο μικροαστικό Αλιμο αλλά και στο Πέραμα, το Ρέντη, τα Νέα Λιόσια και τον Κορυδαλλό, τοπικοί άρχοντες και λαός κατέβηκαν στο πεζοδρόμιο ζητώντας τη διατήρηση των Αστυνομικών τους Τμημάτων, που απειλούνταν με έξωση χάριν των "πολυδύναμων" εκσυγχρονισμών του κ. Βαλυράκη. Η "αυξημένη εγκληματικότητα" και η "ανάγκη εμπέδωσης ενός αισθήματος ασφάλειας" ήταν κι εδώ παρούσες στα χείλη των ομιλητών, αποδεικνύοντας πόσο καταθλιπτικά αποτελεσματική είναι η τρομολαγνία των ημερών μας...

 

 

(Ελευθεροτυπία, 5/11/1995)

 

 

www.iospress.gr                                   ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ