ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ


Αμάρτησα για την πατρίδα μου

1.  /  2.

 

Δεν υπάρχει πιο ανέξοδο είδος εγκλήματος από αυτό που συνοδεύει τη φρίκη του πολέμου. Ακόμη και στις περιπτώσεις που έχει διαπιστωθεί το έγκλημα και έχει εντοπιστεί ο δράστης, η δικαιοσύνη δεν μπορεί να αποδοθεί, εφόσον δεν υπάρχει το αρμόδιο όργανο. Και όταν συγκροτείται ένα Διεθνές Δικαστήριο για τα εγκλήματα κάποιου πολέμου, τότε όλοι είναι έτοιμοι να το πετροβολήσουν. 


Η σκοτεινή δικογραφία του πολέμου

Η σκέψη για ένα Διεθνές Δικαστήριο δεν είναι σύγχρονη. Αναφέρεται ακόμα και η περίπτωση του λακεδαιμόνιου ναυάρχου Λύσανδρου, ο οποίος οδήγησε ενώπιον ενός συμμαχικού δικαστηρίου τον αθηναίο στρατηγό Φιλοκλή με την κατηγορία ότι διέταξε να ριχτούν στη θάλασσα τα πληρώματα δυο τριήρεων. Ηταν το 405 π.Χ. στους Αιγός Ποταμούς. Αλλά η έννοια του Ποινικού Διεθνούς Δικαστηρίου σαν κι αυτό που συγκροτήθηκε για να δικάσει τους εγκληματίες των πολέμων στην πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα είναι ασφαλώς καινούρια. Εμφανίζεται παράλληλα με τη σύγχρονη έννοια του "κράτους εγκληματία".
Ο πρώτος σύγχρονος "εγκληματίας πολέμου" που καταδικάστηκε ήταν ο ταγματάρχης των Νοτίων Χένρι Ουίρτς μετά τη νίκη των Βορείων στον αμερικανικό εμφύλιο. Ο Ουίρτς ήταν διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Αντερσονβιλ και κατηγορήθηκε για την εκτέλεση αιχμαλώτων και τραυματιών πολέμου. Υστερα από λίγες δεκαετίες, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος επρόκειτο να θέσει το πρόβλημα των εγκλημάτων πολέμου μπροστά σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Οι αντιδράσεις, όμως, της διεθνούς κοινότητας υπήρξαν ακόμα εμβρυακές.
Οι δίκες της Νιρεμβέργης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο συνιστούν την πραγματική τομή στη συγκρότηση ενός διεθνούς νομικού κόρπους για την αντιμετώπιση των εγκλημάτων πολέμου. Η νωπή εμπειρία των ναζιστικών θηριωδιών καθιστούσε αυτονόητη την ανάγκη για τιμωρία των υπευθύνων. Τα γεγονότα είναι γνωστά και τα υπενθυμίζουμε επί τροχάδην: Από τα 24 ανώτερα στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος που οδηγήθηκαν στο δικαστήριο (με επικεφαλής τους Γκέρινγκ, Ρίμπεντροπ, Ες, Γιοντλ, Σπέερ), δώδεκα καταδικάστηκαν σε θάνατο, τρεις σε ισόβια και τρεις αθωώθηκαν. Οι ποινές των υπολοίπων δεν ξεπέρασαν τα είκοσι χρόνια. Οι εκτελέσεις πραγματοποιήθηκαν τη νύκτα της 16ης Οκτωβρίου 1946: μετά τον απαγχονισμό, τα σώματα αποτεφρώθηκαν και οι στάκτες τους σκορπίστηκαν.
Η διαδικασία δεν υπήρξε ανέφελη. Η ετυμηγορία προκαλούσε ήδη τις διαμαρτυρίες των Σοβιετικών, δημιουργώντας σοβαρό πρόβλημα στο επιφανειακά αρραγές στρατόπεδο των νικητών. Δεν ήταν όμως μόνον οι Σοβιετικοί που θεωρούσαν χαριστικές τις ποινές, σκανδαλώδεις τις αθωώσεις και επιθυμούσαν την εκτέλεση και του Ρούντολφ Ες. Τις απόψεις τους συμμερίζονταν και πολλοί στη Δύση, ενώ από αρκετές πλευρές ακούγονταν οι πρώτες ενστάσεις για επιλεκτική δικαιοσύνη και για δίκες στημένες από τους νικητές.
Στις 11 Δεκεμβρίου 1946, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ενέκρινε με την απόφαση 95 (Ι) τις αρχές του διεθνούς δικαίου που είχαν αναγνωριστεί από το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νιρεμβέργης: επρόκειτο για τις λεγόμενες "αρχές της Νιρεμβέργης", τους νομικούς δηλαδή κανόνες που θα καθόριζαν στο εξής την αντιμετώπιση των εγκλημάτων πολέμου. Οι "αρχές της Νιρεμβέργης" δέχονταν την ύπαρξη ατομικής ευθύνης και αντέκρουαν το επιχείρημα ότι οι κατηγορούμενοι είχαν ενεργήσει ως κρατικά όργανα. Απέρριπταν ακόμη τη δικαιολογία που είχε προβληθεί από την υπεράσπιση, σύμφωνα με την οποία το διεθνές δίκαιο δεν δικαιούται να τιμωρήσει πράξεις που δεν χαρακτηρίζονται αξιόποινες από τις εθνικές νομοθεσίες. Διευκρίνιζαν επίσης ότι ούτε η επίσημη ιδιότητα των κατηγορουμένων ούτε η εντολή ενός ανωτέρου τούς απαλλάσσουν από τις ποινικές τους ευθύνες. Ταυτόχρονα καθόριζαν τα περιεχόμενα των εννοιών "έγκλημα πολέμου" και "έγκλημα κατά της ανθρωπότητας", ενώ ο ακριβής ορισμός της "επίθεσης" -που απασχολούσε την Κοινωνία των Εθνών από το 1923- θα συνέχιζε να αποτελεί αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των κρατών ώς το 1974, οπότε η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ θα κατέληγε σε ένα συμβιβαστικό κείμενο, υποφερτό από όλες τις πλευρές. Η καταδίωξη και η έκδοση των εγκληματιών πολέμου, καθώς και η παραγραφή ή μη των εγκλημάτων τους υπήρξαν τρία ακόμη ζητήματα που συζητήθηκαν κατά κόρον τις δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ποικίλες υπήρξαν οι κριτικές που δέχθηκε εξαρχής το δικαστήριο της Νιρεμβέργης. Ορισμένες αφορούσαν τη νομική εγκυρότητα της διαδικασίας: Είναι δυνατόν το διεθνές δίκαιο να αποδέχεται αναδρομική ισχύ των νόμων, αλλά και την ισχύ νόμων που δεν προβλέπονται από τις εθνικές νομοθεσίες; Πολλοί θεωρούσαν ανεπαρκή τα επιχειρήματα του τύπου "η ανάγκη καθιστούσε αναγκαία αυτή τη στάση" ή "η συνείδηση των λαών θα θιγόταν πολύ περισσότερο αν οι εγκληματίες παρέμεναν ατιμώρητοι". Αλλο υπήρξε ωστόσο το σημείο που προκάλεσε τις σφοδρότερες αντιπαραθέσεις: Καθώς οι Σύμμαχοι υπήρξαν κι αυτοί υπεύθυνοι για εγκλήματα πολέμου, πώς νομιμοποιούνταν να δικάσουν τους -επίσης εγκληματίες- εχθρούς τους; Δεν έπρεπε να περάσουν από δίκη τόσο ο Τσόρτσιλ (για βομβαρδισμούς πόλεων και αμάχων) όσο και ο Τρούμαν (για την ατομική βόμβα) ή ο Στάλιν (για την εισβολή στην Πολωνία, το Κατίν ή την εκτέλεση χιλιάδων γερμανών αιχμαλώτων);
Βασικό επιχείρημα εκείνων που υποστήριξαν ήδη από το 1946 ότι στη Νιρεμβέργη αποδόθηκε η "δικαιοσύνη των νικητών" υπήρξε η σύνθεση του συγκεκριμένου δικαστηρίου: Η απόρριψη προτάσεων για μια πιο "αντικειμενική" σύνθεση (δικαστές από τις ουδέτερες χώρες ή μεικτή σύνθεση που να περιλαμβάνει και προσωπικότητες από τη Γερμανία όπως ο Τόμας Μαν, ο Αλμπερτ Αϊνστάιν ή ο Καρλ Γιάσπερς) θεωρήθηκε απόδειξη της πρόθεσης των νικητών να επιβάλουν μια δικαιοσύνη κομμένη και ραμμένη στα δικά τους μέτρα.
Αλλά δεν αποφασίζουν πάντοτε οι νικητές να δικάσουν τους νικημένους. Οπως μας δείχνει η περίπτωση του Σαντάμ Χουσεϊν, οι νικητές χρησιμοποιούν κάποια μορφή δικαστηρίων μετά το τέλος του πολέμου μόνο αν επιθυμούν μέσω της καταδίκης του αντιπάλου να επιβάλουν και ένα καινούριο πολιτικό καθεστώς στο εσωτερικό της ηττημένης χώρας. Είναι πράγματι αξιοπρόσεκτη η σιωπηρή αμνήστευση του Σαντάμ για όλα τα εγκλήματα που του καταλόγιζαν μόλις λίγες μέρες πριν από την υπογαραφή της ειρήνης (εξόντωση Κούρδων, εγκλήματα κατά αμάχων στο Κουβέιτ).
Η άλλη λύση που επιλέγεται είναι να ανατεθεί στα ίδια τα κράτη η ποινική δίωξη των ομοεθνών τους. Η μέθοδος δοκιμάστηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο από τους Συμμάχους στη Γερμανία με πενιχρά αποτελέσματα. Μόνο 45 περιπτώσεις εξετάστηκαν στις 16 δίκες της Λειψίας και μόλις 6 απ' αυτές κατέληξαν σε καταδίκες. Οι καταδικασμένοι διέφυγαν στη Σουηδία και την Ολλανδία, και εκεί δεν αναζητήθηκαν ούτε από τους Γερμανούς ούτε απ' τους Συμμάχους.
Πενήντα χρόνια αργότερα, οι Αμερικανοί ήταν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν τους δικούς τους εγκληματίες πολέμου. Οταν αποκαλύφθηκε η σφαγή 347 αμάχων στο βιετναμέζικο χωριό Μι-Λάι (16.3.1968), οι αρχές των ΗΠΑ διέταξαν ειδική έρευνα. Το πόρισμα ενοχοποιούσε 30 στρατιώτες, απ' αυτούς κατηγορήθηκαν 16 και έφτασαν στο δικαστήριο 4. Καταδικάστηκε μόνον ένας, ο υπολοχαγός Κόλι σε ισόβια, αλλά δεν κατέληξε ποτέ στη φυλακή. Υστερα από προσωπική παρέμβαση του προέδρου Νίξον κρατήθηκε υπό περιορισμό στο σπίτι του για 3 χρόνια και στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος.
Εφόσον τα κράτη αδυνατούν να κρίνουν τους δικούς τους εγκληματίες, μένει μόνο ο ΟΗΕ. Είναι όμως κι αυτός ελάχιστα αξιόπιστος. Ολο και περισσότερο απομακρύνεται από το όραμα μιας "υπερκρατικής" ένωσης και γίνεται κρίκος στην αλυσίδα των λοιπών μηχανισμών της νέας τάξης πραγμάτων. Και το χειρότερο: Ακόμα και στις περιόδους της ακμής του στιγματίστηκε από την παρουσία στην ηγεσία του ενός ανθρώπου ο οποίος κατηγορήθηκε ως δράστης εγκλημάτων πολέμου. Ο Κουρτ Βαλντχάιμ δεν μπόρεσε ποτέ να αντικρούσει πειστικά τις αποκαλύψεις για την εγκληματική δράση του στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής.


Εγκληματίες, αδέλφια μας!

Στις 11 Ιουλίου 1996, και ύστερα από εξαντλητική ακροαματική διαδικασία, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης για τα εγκλήματα πολέμου στην τ. Γιουγκοσλαβία (ΔΠΔ), εξέδωσε εντάλματα σύλληψης κατά των σερβοβόσνιων πρώην ηγετών Κάρατζιτς και Μλάντιτς. Θα περίμενε κανείς ότι στην Ελλάδα - όπου και λατρεύτηκαν περισσότερο κι από την ίδια τη Σερβία οι δυο καταζητούμενοι- θα άνοιγε μια ουσιαστική κουβέντα για το ποιος ευθύνεται για τις εθνοκαθαρτήριες σφαγές και ποιος επιτέλους θα πληρώσει. Αλλά, πέρα από την
"αντιιμπεριαλιστική" καταγγελία του ΚΚΕ ότι ο ΟΗΕ δεν δικαιούται διά να ομιλεί, οι υπόλοιποι "ομόδοξοι αδελφοί" των κατηγορουμένων εγληματιών πολέμου την έχουν κάνει, κατά το κοινώς λεγόμενο, "γαργάρα".
Ηδη από τις 25.5.1993, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αποφάσισε (res. 827/1993) να ορίσει ειδικό ποινικό δικαστήριο που θα ερευνούσε τις ατομικές ευθύνες για την πιο άγρια ανθρωποσφαγή που γνώρισε η Ευρώπη μετά το τέλος του ναζισμού. Και ενώ οι δικαστές μάζευαν το αποδεικτικό υλικό, ο "δικός μας" πολέμαρχος Κάρατζιτς έτρωγε αμέριμνος το ψαράκι του στο Τουρκολίμανο (Ιούνιος 1993), χωρίς κανένας να ασχολείται με τον υπερβάλλοντα πατριωτικό ζήλο του. Αν θυμάστε, ζούσαμε ακόμη την περίοδο του δικού μας εθνικιστικού ξεσηκωμού και ο Κάρατζιτς μαζί με τον Μιλόσεβιτς θα μας βοηθούσαν, μας έλεγαν διάφοροι παράγοντες, να τιμωρήσουμε τους "Σκοπιανούς" και τους απανταχού "εχθρούς Μουσουλμάνους". Η "μεγάλη ιδέα" να αποκτήσουμε κοινά σύνορα με τη Σερβία, μπας και "απελευθερώσουμε" την Β. Ηπειρο και, γιατί όχι, και την Αγιά Σοφιά, ήταν στο κέντρο της συνθηματολογίας των συλλαλητηρίων του 1991-92.
Στις 23.4.1994, η επιτροπή εγκλημάτων πολέμου του ΟΗΕ καταθέτει στο ΔΠΔ της Χάγης έκθεση 4.000 σελίδων για τα φρικιαστικά μαρτύρια που από το 1991 υπέστησαν οι λαοί της τ. Γιουγκοσλαβίας από όλες τις αντιμαχόμενες ηγεσίες. Ειδικά για τους "φίλους μας" η έκθεση σημείωνε: "Υπάρχουν αποδείξεις που τεκμηριώνουν την άποψη ότι η πρακτική της εθνικής κάθαρσης δεν ήταν ούτε τυχαία ούτε σποραδική, ούτε έλαβε χώρα από ανοργάνωτες συμμορίες και πολίτες οι οποίοι δεν μπορούσαν να ελεγχθούν από την ηγεσία των βόσνιων Σέρβων". Αυτή η προφανής διαπίστωση δεν εμπόδισε τους συστηματικά απληροφόρητους αναλυτές των εθνικών λεγομένων θεμάτων να συνεχίζουν να σχεδιάζουν τα "ορθόδοξα τόξα" τους, αλλά και τους πέντε βουλευτές μας (Μπαντουβάς, Χατζηανδρέου, Βουνάτσος, Σταθόπουλος, Καμμένος) να πηγαίνουν στο Πάλε (8.12.1994) και να αλληλοσυγχαίρονται με τους "αντιιμπεριαλιστές" Κάρατζιτς και Μλάντιτς. Τους έφτανε που κατασκευάζαμε και μισούσαμε τους ίδιους εχθρούς.
Λίγο αργότερα (13.2.1995), το ΔΠΔ κατηγορεί 21 Σέρβους παλικαράδες για τίς μαζικές εκτελέσεις, τους βιασμούς και τα άλλα βασανιστήρια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Ομάρσκα (από το 1992), ενώ στις 25.7.95 διατυπώνεται η πρώτη επίσημη κατηγορία κατά της σερβοβοσνιακής ηγεσίας. Παράλληλα ο απεσταλμένος του ΟΗΕ Ταντέους Μαζοβιέτσκι αποκαλύπτει τι έγινε στη Σεμπρένιτσα, την πόλη των αμάχων και των προσφύγων, όταν ο "γενναίος" Μλάντιτς αποφάσισε να την καταλάβει από τους ανήμπορους -νομικά- κυανόκρανους (Ιούλιος '95). Στην Ελλάδα η αφασία συνεχίζεται. Το Σ.Α του ΟΗΕ (αποφ. 808) καλεί όλες τις χώρες να βοηθήσουν το έργο του Δικαστηρίου της Χάγης. Ο τότε κυβ. εκπρόσωπος Β. Βενιζέλος, εκφράζοντας την ένοχη καχυποψία της δηλητηριασμένης κοινής γνώμης της χώρας μας, δηλώνει ότι όλα αυτά μπορεί να οδηγήσουν σε έναν "ασυγχώρητο νομικισμό"! (σ.σ. Στις 12.7.96, ο υπουργός πλέον Δικαιοσύνης Βενιζέλος επρόκειτο να δηλώσει ότι θα συνεργάζεται απολύτως με το Διεθνές Δικαστήριο). Οταν στις 13.11.1995, το ΔΠΔ απαγγέλλει βαρύτατες κατηγορίες για γενοκτονία και κατά 6 Κροατών εγκληματιών, μεταξύ των οποίων και του φίλου του Τούνζτμαν Τίχοφιλ Μπλάσκιτς, στην Ελλάδα επιμένουμε στη θεωρία της διεθνούς συνωμοσίας κατά των αντιιμπεριαλιστών Σέρβων.
Στις 21.11.1995 υπογράφεται το τέλος του βρόμικου πολέμου στο Ντέιτον και θεωρητικά το ΔΠΔ μπορεί πλέον να κάνει σωστά τη δουλειά του. Ωστόσο, εδώ οι περισσότεροι επίσημοι ή ανεπίσημοι "ειδικοί" αρνούνται την αξιοπιστία και τη χρησιμότητα του διεθνούς οργάνου. Συντάσσονται με το πνεύμα του Πάλε ότι "δεν αναγνωρίζεται ούτε καν η υπόσταση του Δικαστηρίου" και κρύβουν ότι το ΔΠΔ κατηγορεί και μουσουλμάνους εγκληματίες. Ο απίθανος ψυχίατρος Κάρατζιτς στέλνει καλού κακού τον δικηγόρο του Ιγκόρ Πάντελιτς στη Χάγη να ετοιμάσει τη νομική του άμυνα. Ενώ οι δικοί μας σερβόφιλοι δεν αναγνωρίζουν σε κανένα το δικαίωμα να τιμωρήσει τους εγκληματίες της Βοσνίας, οι "γενναίοι" του Πάλε σταδιακά αποσύρονται στα λαγούμια τους και προσλαμβάνουν αμερικάνους νομικούς για να ξελασπώσουν με τη Χάγη. Στις 4.7.1996 ο Κάρατζιτς εξαφανίζεται από τη σκηνή, ενώ ο Μιλόσεβιτς αντιμετωπίζει πλέον και ο ίδιος την προοπτική του Διεθνούς Δικαστηρίου. "Το ΔΠΔ καλεί τον εισαγγελέα να ερευνήσει το σχέδιο που είχαν συλλάβει ο Κάρατζιτς και ο πρόεδρος Μιλόσεβιτς τον Σεπτέμβριο του 1991 για να δημιουργήσουν με τη βία ένα νέο κράτος" (Χάγη, 11.7.1996).


"Ο στρατηγός δεν ασχολείται με τις κατηγορίες"

Από τον συνήγορο του Ράτκο Μλάντιτς Αλέξανδρο Λυκουρέζο ζητήσαμε ένα σχόλιο πάνω στα εύλογα ερωτήματα: Ποιά είναι η βάση της υπεράσπισης του στρατηγού Μλάντιτς, και αν πιστεύει ότι η διεθνής κοινότητα είναι ανώριμη να κρίνει τα εγκλήματα πολέμου στην τ. Γιουγκοσλαβία.
"Απ' ότι γνωρίζω δεν υπάρχει 'βάση της υπεράσπισης του στρατηγού Μλάντιτς' και τούτο διότι, αφενός μεν ο στρατηγός δεν αναγνωρίζει το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και αφετέρου δεν θεωρεί εαυτόν κατηγορούμενο. Συνεπώς δεν έχει διαμορφωθεί υπερασπιστική τακτική, αφού ο ίδιος έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι νιώθει υπεύθυνος μόνο απέναντι στο Σέρβο-βοσνιακό λαό, προς τον οποίο και θα λογοδοτήσει μια μέρα. Θεωρεί ότι η συγκρότηση του δικαστηρίου έγινε με διεθνοπολιτικά κριτήρια και ως εκ τούτου δεν προτίθεται να ασχοληθεί με τις κατηγορίες που έχουν, ερήμην του, απαγγελθεί.
Δεν είναι θέμα "ανωριμότητας" της διεθνούς κοινότητας η οποία στη συντριπτική της πλειοψηφία έχει τα τελευταία τέσσερα χρόνια υποστεί μια καταιγιστική αντισερβική πλύση εγκεφάλου. Ενας εμφύλιος πόλεμος είναι πάντοτε ιδιαίτερα σκληρός και οι συγκρούσεις πολλές φορές ξεπερνούν τους πολεμικούς κανόνες. Εφόσον οι σέρβο-βόσνιοι και η κυβέρνησή τους αγνοούν το Διεθνές Δικαστήριο είναι αδύνατο να υπάρξει μια ολοκληρωμένη και ουσιαστική κρίση για τα οποιαδήποτε 'εγκλήματα' που διαπράχθηκαν στο χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας".

(Ελευθεροτυπία, 28/7/1996)

 

www.iospress.gr                                   ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ