ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΜΥΘΟΠΛΑΣΤΕΣ
Μεγαλέξανδροι όλων των χωρών
1. / 2.
Δεν είναι μόνο η γοργόνα, η αδελφή του Μεγαλέξανδρου, που ανησυχεί για την τύχη του στρατηλάτη. Το ίδιο ενδιαφέρον επιδεικνύουν, από το θάνατό του μέχρι και σήμερα, κράτη, εθνότητες και λαοί με διαφορετικές καταβολές και ανταγωνιστικές σχέσεις. Ποιος ευθύνεται για το μπέρδεμα που κινδυνεύει να καταντήσει νέος "γόρδιος δεσμός";
Ενας μύθος με κέρατα
Μισή δεκαετία έχει
πια κυλήσει από τις μέρες που η συλλογική αγωνία για την απώλεια του Μεγαλέξανδρου σήμανε το ουσιαστικό τέλος της Μεταπολίτευσης στη χώρα μας, κι όμως η μορφή του μακεδόνα βασιλιά δε λέει να
βγει από τις σελίδες της (πολιτιστικής, έστω) επικαιρότητας για να επιστρέψει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Τη
μια αναλαμβάνει να μας τον θυμίσει ο Ολιβερ Στόουν, που συζητάει με το υπουργείο Πολιτισμού την ιδέα
μιας κινηματογραφικής βιογραφίας του εθνικού μας ειδώλου· την άλλη, έχουμε τον καλλιτεχνικό καυγά για κάποιο από τα αγάλματά του · άλλοτε πάλι την παράσταση κλέβει κάποιο από τα επεισόδια του συνεχιζόμενου σίριαλ "ο τάφος στην όαση Σίβα". Σε περίπτωση ειδησεογραφικής ανομβρίας, τέλος, υπάρχουν πάντα διαθέσιμα τα ρεπορτάζ από τους Καλάς και τις λοιπές φυλές του Ινδοκούχ που πλασάρονται ως οι αυθεντικοί απόγονοι του Ισκαντέρ. Ευτυχώς οι τόνοι έχουν πέσει - σε σχέση τουλάχιστον με την εθνικιστική ψύχωση του 1992-3, όταν ένας 18χρονος μαθητής καταδικαζόταν σε ένα χρόνο φυλακή για τη διανομή προκήρυξης που χαρακτήριζε το διάσημο στρατηλάτη "εγκληματία πολέμου". Μπορεί έτσι κανείς ν' αναφερθεί στη διεθνή εικόνα του Αλεξάνδρου χωρίς να θεωρηθεί εξ ορισμού ύποπτος ή, έστω, "εθνικός μειοδότης"...
Οταν το 1935 ο Αλέξανδρος Αλεξάνδρου Πάλλης παρατηρούσε με ενθουσιασμό πως ο μακεδόνας κοσμοκράτορας λατρευόταν σαν εθνικός ήρωας από τους λαούς του ρωσικού Τουρκεστάν (των σημερινών δηλαδή ανεξάρτητων χωρών της Κεντρικής Ασίας) και της Μογγολίας, φρόντιζε να επισημάνει παράλληλα ότι αυτό δεν ήταν παρά ένα μονάχα μέρος των δοξασιών που είχαν ως αντικείμενο το πρόσωπό του: "παντού απ' όπου είχε περάσει ο Αλέξανδρος και
πιο πέρα ακόμη, η μνήμη του διατηρήθηκε ζωντανή μέσ' από τους αιώνες, περισσότερο από κάθε άλλου μεγάλου άντρα της Αρχαιότητας". Ο συγγραφέας θα θεωρήσει την έκταση της υστεροφημίας αυτής φυσική για την "καταπληκτική σταδιοδρομία του Μεγάλου Μακεδόνα, που κατόρθωσε, σε έντεκα χρόνια μέσα, να καταχτήσει ολόκληρο σχεδόν το γνωστό Αρχαίο Κόσμο". Επιχειρεί μάλιστα και ορισμένες διαχρονικές συγκρίσεις, που σήμερα μάλλον θα σοκάριζαν τους
πιο ένθερμους από τους λάτρεις του εθνικού μας συμβόλου: "Από όλους τους μεγάλους καταχτητές της Ασίας που ήλθαν ύστερα απ'
αυτόν, μονάχα ο Μογγόλος Τζεγκίζ Χαν και ο Τάταρος Τιμούρ (Ταμερλάνος) - και αυτωνών η ιστορία είναι πολύ
πιο πρόσφατη - μπορούνε να συγκριθούνε με τον Αλέξαντρο από άποψη υστεροφημίας" (ιστορική εισαγωγή στη "Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου, επανεκδ.1990, σ.19-20).
Μια λιγότερο εξιδανικευμένη προσέγγιση των πραγμάτων θα εστίαζε ίσως την προσοχή της περισσότερο στους μηχανισμούς που οργάνωσαν τη συλλογική μνήμη σε τέτοια έκταση και διάρκεια. Το κάνει στο πρόσφατο βιβλίο του ο γνωστός αιρετικός ιστορικός Κυριάκος Σιμόπουλος: ο Αλέξανδρος, μας θυμίζει, ήταν ένας από τους πρώτους ηγεμόνες της αρχαιότητας που επέβαλαν τη θρησκευτική λατρεία του προσώπου τους στους υπηκόους τους. Η θεοποίησή του, σύμφωνα με τη φαραωνική παράδοση της Αιγύπτου, ως
γιου του Αμμωνα Ρα, μπορεί να συνάντησε την έντονη αντίδραση των συμπολεμιστών του (αντίδραση που, ειρήσθω εν παρόδω, πνίγηκε στο αίμα), αποτέλεσε όμως βάση και μοντέλο για τους απόλυτους μονάρχες που τον διαδέχθηκαν. Η λατρεία του συνεχίστηκε από τους αλληλοσπαρασσόμενους διαδόχους του, που αναζητούσαν σ' αυτόν
μια πηγή ιδεολογικής νομιμοποίησης της δικής τους εξουσίας, κι από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, που είδαν στο θρύλο του το ιδεώδες πρότυπο για τους εαυτούς τους.
Οι επιδράσεις αυτής της οργανωμένης λατρείας -και πολύ λιγότερο η ανάμνηση των πραγματικών ιστορικών περιστατικών- σημαδεύουν άλλωστε τα έργα εκείνα της λαϊκής και λόγιας παράδοσης με βάση και χάρη στα οποία θα διατηρηθεί η εικόνα του Αλέξανδρου στη συλλογική μνήμη των λαών τους επόμενους αιώνες (χοντρικά, μέχρι την εποχή μας και την οργάνωση της μαζικής εκπαίδευσης από τα εθνικά κράτη). Πρόκειται για διάφορες εκδοχές του λαϊκού αναγνώσματος που, με σημείο εκκίνησης την Αίγυπτο του 2ου ή 3ου αιώνα μ.Χ., κυκλοφόρησε σε 80 παραλλαγές σε 24 γλώσσες (από τα προβηγκιανά και τα ισλανδικά μέχρι τα αρμενικά, τα αιθιοπικά ή τα ινδονησιακά) και στη χώρα μας έγινε γνωστό σαν "η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου". Καθόλου συμπτωματικά, στο παραμύθι αυτό ο μακεδόνας στρατηλάτης εμφανίζεται γόνος όχι του Φιλίππου αλλά του τελευταίου βασιλιά της Αιγύπτου, Νακτεναβώ, που παρασέρνει την Ολυμπιάδα μεταμορφωμένος σε Αμμωνα Ρα! Από την αναπαράσταση του Αλέξανδρου με κέρατα -όπως απεικονιζόταν και ο "πατέρας του", Αμμων Δίας- θα του
βγει και το όνομα "Δικέρατος" (Δουλ- Καρνέϊν) με το οποίο εμφανίζεται στο Κοράνι και τη λοιπή παράδοση των μουσουλμανικών λαών.
Από κει και πέρα, όπως σημειώνουν οι ερευνητές, κάθε λαός και πολιτισμικό ρεύμα έπλασε και το δικό του Μεγαλέξανδρο, κατ' εικόναν αυτού και ομοίωσιν: οι μουσουλμάνοι χρονογράφοι τον θέλουν να πολεμά τους απίστους στο όνομα του Ισλάμ και τον στέλνουν για προσκύνημα στη Μέκκα, οι βυζαντινοί κι αιθίοπες χριστιανοί τον βάζουν να χτίζει εκκλησίες και μοναστήρια πριν αναληφθεί στους ουρανούς σαν καλός προφήτης, κάποιοι εβραίοι τον παρουσιάζουν να περιμένει κι αυτός την έλευση του Μεσσία για να του κληροδοτήσει την επίγεια βασιλεία, για τους Φράγκους τέλος δεν είναι παρά ένας ιππότης του κύκλου του Καρλομάγνου... Αυτό που παρέμεινε σταθερό, πάντως, ήταν η νομιμοποιητική λειτουργία που επιτελούσαν οι σχετικοί θρύλοι σε σχέση με τις υφιστάμενες κοινωνικές και πολιτικές δομές. "Ακόμα και σήμερα", αναφέρει ο Πάλλης, "οι φύλαρχοι των ορεινών περιφερειών του Αφγανιστάν και των βορειοδυτικών Ινδιών το έχουνε καύχημα πως κατάγονται από τον Αλέξαντρο - τον Ισκάνταρ Δουλ-Καρνέϊν. Την παράδοση αυτή την αναφέρει ο περίφημος Βενετός περιηγητής Μάρκο Πόλο, που ταξίδεψε στην Κεντρική Ασία το 13ο αιώνα, σχετικά με
τους εμίρηδες του Μπαντακσάν, στο βόρειο Αφγανιστάν. Ο Sir Henri Yule το ίδιο λέει για τους φυλάρχους πολλών περιφερειών στα βορειοδυτικά σύνορα των Ινδιών, όπως του Καρατεγκίν, Νταρουάζ, Ροσάν, Σιγνάν, Ουαχάν, Τσιτράλ, Γκιλγκίτ, Σουάτ και Χαλοπόρ".
Πάνω από μισός αιώνας έχει περάσει από τότε που γράφτηκαν αυτά τα λόγια και νέες δυνάμεις έχουν προστεθεί σε όσα καθορίζουν τη ζωή των "απογόνων του Ισκαντέρ" - από τον τουρισμό μέχρι την έκρηξη των ΜΜΕ. Oι πατροπαράδοτες δοξασίες λειτουργούν έτσι σ' ένα εκσυγχρονισμένο σκηνικό. Σε πρόσφατο ( 29/12/96) αφιέρωμα της "Καθημερινής", λ.χ., είδαμε να επιστρατεύονται ως πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία για τη μακεδονική καταγωγή των Χούνζα, των Πατάν και των Καλάς ... τα σχετικά διαφημιστικά φυλλάδια του πακιστανικού οργανισμού τουρισμού! Ανάλογες ήταν και οι διαπιστώσεις της ταξιδιώτισσας Κάτιας Αντωνοπούλου στα χωριά των Καλάς, που τις ίδιες μέρες δεχόντουσαν την επίσκεψη κι ενός γιαπωνέζικου τηλεοπτικού συνεργείου: "Τους κάθισαν στη σειρά σ'
έναν πάγκο και τους είπαν ότι θα τους ρωτήσουν έναν έναν τ' όνομά τους κι αυτοί πρέπει να πουν πως λέγονται Σίκαντερ τάδε. Οι γυναίκες αλλαφιάζονται λίγο αλλά ο πατριάρχης της οικογένειας Μπούμπουρ Χαν τις καθησυχάζει. Το μπάχαλο τους κόστισε τρία διαφορετικά γυρίσματα. (...) Ο Σαρζάντα όταν του είπα αυτά που έγιναν σήμερα στο σπίτι του Μπούμπουρ Χαν, έβαλε τα γέλια και είπε ότι πολλοί τους δίνουν λεφτά για να πούν τα ίδια" ("Η κυρία Ουίλσον ταξιδεύει", σ.230-2).
Οι πλαστές προφητείες που επαληθεύονται
Μολονότι στη διάρκεια της πρόσφατης μακεδονικής κρίσης εκατομμύρια Ελληνες έδειξαν να εξοργίζονται για το "σφετερισμό της ιστορικής μας κληρονομιάς από τους πλαστογράφους των Σκοπίων", σχεδόν κανείς δεν μπήκε στον κόπο ν' αναζητήσει το πώς, πότε, γιατί και από ποιον πρωτάκουσαν οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες πως είναι απόγονοι του Μεγαλέξανδρου. Κι όμως. Μια τέτοια αναδρομή είναι αρκετά διαφωτιστική, καθώς αποδεικνύει πως η πετυχημένη εθνική επιχειρηματολογία μιας συγκεκριμένης περιόδου μπορεί να μετατραπεί σε μπούμερανγκ την αμέσως επόμενη φάση. Η γοητεία της ιστορικής εξέλιξης συνίσταται, άλλωστε, στο ότι δεν υπακούει σε κανέναν επιμέρους σχεδιασμό...
Η ιστορία μας ξεκινά στα τέλη του περασμένου αιώνα, όταν ο σλαβόφωνος πληθυσμός της μείζονος Μακεδονίας αποτελούσε αντικείμενο διεκδίκησης όλων των βαλκανικών κέντρων που φιλοδοξούσαν να απελευθερώσουν τους αλύτρωτους αδελφούς τους μεγαλώνοντας ταυτόχρονα την εδαφική τους επικράτεια. Για την ελληνική πλευρά, που δε διέθετε (όπως οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι) το επιχείρημα της γλωσσικής συγγένειας, οι ιστορικές αναφορές θα αποτελέσουν βασικό μέρος του προπαγανδιστικού της οπλοστασίου για τον προσεταιρισμό του επίμαχου πληθυσμού. Μέχρι τότε, η παραδοσιακή ταυτότητα και κοσμοαντίληψη των Σλαβομακεδόνων στερούνταν οποιασδήποτε αναφοράς στην κλασική αρχαιότητα. Τυπικό δείγμα αποτελεί η συλλογή παραμυθιών που συγκέντρωσε το 1916-18 στα χωριά της Φλώρινας ο γνωστός γάλλος σλαβολόγος Αντρέ Μαζόν: το όνομα "Αλέξανδρος" αναφέρεται μία και μοναδική φορά, σε
μια ιστορία που αποτελεί ανάμιξη του γνωστού μύθου για το "αθάνατο νερό" με τις τοπικές αφηγήσεις για το χριστιανό ηγεμόνα της πρώιμης οθωμανικής περιόδου, Μάρκο Κράλε (Andre Mazon "Contes Slaves de la Macedoine Sud-Occidentale", Παρίσι 1923, σ.96-7).
Η εθνική εξόρμηση μετά το 1870 θα αναλάβει να καλύψει αυτό το κενό ιστορικής συνέχειας στη λαϊκή συνείδηση, εξηγώντας αναλυτικά στους νεαρούς τρόφιμους των ελληνικών σχολείων της Μακεδονίας, ανεξαρτήτως μητρικής γλώσσας, ότι πρέπει να είναι περήφανοι για τους αρχαίους προγόνους τους - με πρώτους και καλύτερους τους βασιλιάδες Φίλιππο και Αλέξανδρο. Η μορφή του τελευταίου θα επιστρατευτεί επανειλημμένα , προκειμένου να πειστούν οι σλαβόφωνοι χριστιανοί της Μακεδονίας να προτιμήσουν την Ελλάδα από τους άλλους επίδοξους βαλκάνιους απελευθερωτές τους. "Αυτός ο Μέγας Αλέξανδρος, παιδιά μου, αυτός ο βασιλεύς των πατέρων σας", εξηγεί στους σλαβόφωνους χωρικούς του χωριού Σλήμνιστα ο μακεδονομάχος Παπά- Δράκος, "έγινεν όργανον του Θεού, διότι εις όλον τον κόσμον που εκυρίευσε διέδωκε την ωραίαν ελληνικήν γλώσσαν μας" (Σταματίου Ράπτη "Iστορία του Μακεδονικού Αγώνος", Αθήνα 1911, σ. 168). Παρόμοια επιχειρηματολογία συναντάμε και σε έντυπη διακήρυξη του Ελληνομακεδονικού Συλλόγου της Αθήνας το 1905, γραμμένη στα σλαβομακεδονικά με ελληνικούς χαρακτήρες και διακοσμημένη στο εξώφυλλό της με νόμισμα του διάσημου στρατηλάτη. Το αποκορύφωμα της προπαγανδιστικής επιστράτευσης του "Γκόλεμ Αλεξάντρ" θα έρθει ωστόσο δυό χρόνια αργότερα, από τους μακεδονομάχους της Οργανώσεως Θεσσαλονίκης. "Θυμάμαι ότι είχα γράψει κάτι `Προφητείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου' με εξηγήσεις του
'ιερομόναχου Αθανασίου', οι οποίες εβοηθούσαν κάθε έξυπνον άνθρωπο να καταλάβη ότι η Μακεδονία δεν ήταν δυνατόν να ελευθερωθή παρά από την Ελλάδα", διαβάζουμε στα Απομνημονεύματα του επικεφαλής της, Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαϊδη ("Ο Μακεδονικός Αγών", Θεσ/νίκη 1994, σ.44). "Μεταφρασμένες στα μακεδονοσλαυϊκά, τις
'Προφητείες του Μ.
Αλεξάνδρου' τις εμοιράζαμε αραιά και μυστικά στους χωρικούς. Σταχωμένη με πετσί μια από τις
'Προφητείες του Μ. Αλεξάνδρου' μου την έφερε κατά το 1911 στην Πόλη ένας παπάς των Δέρκων, σαν κάτι σπάνιο και μυστηριώδες". Το τέχνασμα είχε πετύχει.
Περισσότερο σοβαροφανής και απευθυνόμενη εξίσου στη μακεδονική ενδοχώρα και στα αθηναϊκά "μετώπισθεν", ήταν η προσπάθεια που κατέβαλαν οι αρχιτέκτονες της εθνικής προσπάθειας για να τεκμηριώσουν "γλωσσολογικά" και "ανθρωπολογικά" την καταγωγή των Σλαβομακεδόνων από τους υπηκόους του Μ. Αλεξάνδρου: φωτογραφικές πλάκες με πορτρέτα των σλαβόφωνων μαθητών επιστρατεύονται το 1904 από τον απεσταλμένο του ΥπΕΞ, Γεώργιο Τσορμπατζόγλου, ως αποδεικτικά στοιχεία αυτής της "ιστορικής συνέχειας", ενώ διατυπώνεται δημόσια η θεωρία ότι οι σλαβικές διάλεκτοι της περιοχής "είναι η παλαιά μακεδονική γλώσσα". Αποψη που για πρώτη φορά συναντάμε στις υπηρεσιακές εκθέσεις του ίδιου διπλωμάτη και η οποία τα επόμενα χρόνια αναπτύσσεται σε βιβλία από δύο στελέχη επίσης του ελληνικού μηχανισμού - τον επιθεωρητή των ελληνικών σχολείων Γ. Μπουκουβάλα ("Η γλώσσα των εν Μακεδονία βουλγαροφώνων", Κάιρο 1905) και τον πρώην γυμνασιάρχη Μοναστηρίου Κ.
Τσιούλκα ("Συμβολαί εις την διγλωσσίαν των Μακεδόνων", Αθήνα 1907). Οσο κι αν σήμερα αυτές οι (επιστημονικά απαράδεκτες) κατασκευές προκαλούν ειρωνικά σχόλια, στα μάτια των δημιουργών τους φάνταζαν όχι μόνο σαν το τέλειο προπαγανδιστικό όπλο αλλά και σαν αποκάλυψη μιας απόκρυφης αλήθειας: "Φοβάμαι", γράφει ο Τσορμπατζόγλου στους προϊσταμένους του το Μάρτιο του 1904, "μη αποδειχθή ημέραν τινά ότι ο Μέγας Αλέξανδρος εγειρόμενος εκ του τάφου θα εννόει ευκολώτερον την δήθεν βουλγαρικήν ταύτην διάλεκτον ή όσον θα εννόει τα δήθεν ελληνικώτερα ιδιώματα του Κυπρίου ή και του Πελοππονησίου αγρότου".
Πού να 'ξερέ τη συνέχεια της υπόθεσης...
Οι "Αχριάνες" της επιτηρούμενης ζώνης
Φαίνεται πως ο Μεγαλέξανδρος εξακολουθεί να ασκεί απέραντη γοητεία στους ιθύνοντες για τη χάραξη της εθνικής γραμμής απέναντι στις μειονοτικές ομάδες του ελλαδικού χώρου. Δεν εξηγείται αλλιώς η τρέχουσα προσπάθεια αναγωγής της καταγωγής των σλαβόφωνων μουσουλμάνων της Θράκης, των Πομάκων, στα αρχαία θρακικά φύλα των Αχριάνων που συνόδευαν το μακεδόνα στρατηλάτη στις ασιατικές εκστρατείες του.
Απασχολημένη κατά κύριο λόγο με την απόκρουση των ισχυρισμών του εκάστοτε "πιo επικίνδυνου" γειτονικού εθνικισμού, η κυρίαρχη άποψη στη χώρα μας για τον εθνοτικό χαρακτήρα των Πομάκων μόνο για συνέπεια δεν μπορεί να κατηγορηθεί. Μια αναδρομή στη σχετική βιβλιογραφία είναι αποκαλυπτική. Αν το 1912 θεωρούνται "σλαύοι εξισλαμισθέντες, τουρκικήν έχοντες συνείδησιν" (Αλμάζ "Αι ιστορικαί περιπέτειαι της Μακεδονίας", σ.199), μετά την ενσωμάτωση της Δ.Θράκης στο ελληνικό κράτος αυτό που προέχει είναι η αμφισβήτηση οποιασδήποτε συγγένειάς τους με τους Βούλγαρους: το 1919 ο Στίλπων Κυριακίδης θεωρεί ανοιχτό το ζήτημα αν είναι εξισλαμισμένοι Σλάβοι ή αρχαίοι Θράκες ("Η Δ.Θράκη και οι Βούλγαροι", σ.73-4), το 1922 ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος θεωρεί "όχι απίθανη" την προέλευσή τους από τους Αχριάνες αλλά "εξίσου δυνατό" το ενδεχόμενο να προέρχονται από την επίσης θρακική φυλή των Σατρών ("La question de Thrace ou le mensonge Bulgare", σ.172-3), το 1942 ο Αθ.Χρυσοχόου μιλά συνοπτικά για "Τούρκους Πομάκους" ("Οι βόρειες επαρχίες της Ελλάδος και οι βουλγαρικές βλέψεις", σ.34), το 1946 η "Επιτροπή Αλυτρώτων Βορείων Ελλήνων" τους θεωρεί "μικτό πληθυσμό που κατάγεται από Σλάβους, Ελληνες κι άλλες εθνότητες που εγκατέστησαν οι Βυζαντινοί στη Ροδόπη" ("Les Bulgares en Thrace", σ.16). Θα χρειαστεί να φτάσουμε στην επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, στα μέσα της δεκαετίας του '50, για να ευθυγραμμιστεί η εθνική ανάλυση στην καταγωγή των Πομάκων από τους Αχριάνες. Μάταια όμως θ' αναζητήσει κανείς, στην πρόσφατη αυτή φιλολογία, κάποια στοιχεία ή πηγές που να μην αναφέρονται στα παλιότερα έργα (με την εξαίρεση της γνωστής αιματολογικής εξέτασης που διενεργήθηκε επί χούντας και η οποία απέδειξε απλώς την ενδογαμία του συγκεκριμένου πληθυσμού - του ούτως ή άλλως "μαντρωμένου" επί δεκαετίες στην αλήστου μνήμης Επιτηρούμενη Ζώνη). Αυτό που προφανώς άλλαξε, ήταν οι "εθνικές ανάγκες"...
Απομένει να δούμε αν, στο απώτερο μέλλον, προκύψει ένας ακόμα "σφετερισμός της ιστορίας μας" με επιχειρήματα made in Greece.
(Ελευθεροτυπία, 12/1/1997)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |