ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΟΥ 1947
Εμφύλιο χιούμορ
1. / 2.
Με τι γελούσαν πριν 50 χρόνια οι Ελληνες; Οι μισοί ξεκαρδίζονταν με τους άλλους μισούς. Ο εμφύλιος θριάμβευε στις γελοιογραφίες, τα ευθυμογραφήματα και τα ανέκδοτα.
Με το πενάκι παρά πόδα
Πριν από πενήντα ακριβώς χρόνια, οι Ελληνες γελούσαν -όσο τους έπαιρνε βέβαια να γελούν- με αστεία που είχαν στόχο τους ίδιους, ή μάλλον τους συμπατριώτες τους που βρίσκονταν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Δεν πρόκειται για ελληνική πρωτοτυπία. Σε καιρούς εμφύλιου πολέμου, το χιούμορ επιστρατεύεται σαν όπλο κατά του εσωτερικού εχθρού. Στρατεύεται κι αυτό και αναλαμβάνει να επιτελέσει έναν ειδικό ρόλο: περισσότερο άμεσο και εύπεπτο από μια πολιτική ανάλυση, το χιούμορ σε περιόδους αναταραχής αναμένεται να εκλαϊκεύσει αποτελεσματικά την προπαγάνδα της κάθε πλευράς και να φρονηματίσει μέσω του γέλιου.
Γελοιογραφίες, ευθυμογραφήματα πάσης φύσεως, ανέκδοτα, στιχουργήματα, θεατρικά σκετς και κόμικς επιχειρούσαν λοιπόν το 1947 να "βγάλουν γέλιο" σε βάρος του αντιπάλου, αλλά πολύ συχνά αποτύγχαναν. Κι αυτό γιατί το χιούμορ της εποχής, πιστό στη "γραμμή", δύσκολα τολμούσε να υπερβεί τα εσκαμμένα και να αποτελέσει κάτι περισσότερο από μια απλή "εικονογράφηση" της απλουστευτικής εκδοχής των γεγονότων που καλλιεργούσε η κάθε πλευρά για τις ανάγκες της προπαγάνδας της. Αν φυλλομετρήσουμε δύο "στρατευμένα" έντυπα της εποχής, το δεκαπενθήμερο "εθνικό" περιοδικό "Ακρίτας" (έκδοση της Υπηρεσίας Στρατιωτικού Τύπου) από τη μια και τον "Ριζοσπάστη", αλλά και τον εβδομαδιαίο "Ρίζο της Δευτέρας" από την άλλη, θα δούμε ότι η σάτιρα του αντιπάλου υπήρξε βασικό στοιχείο της πάλης των δύο αντιμαχόμενων πλευρών. Πόσο όμως καταλυτικό μπορούσε να είναι ένα χιούμορ που όφειλε να ακολουθεί κατά γράμμα τις κατευθύνσεις που ορίζονταν "άνωθεν";
Στο σημείο αυτό, το "κυβερνητικό" χιούμορ μοιάζει να ασφυκτιά στις προδιαγραφές του "εθνικού συμφέροντος" και να καταλήγει στην αέναη αναπαραγωγή κάποιων στερεοτυπικών σχημάτων που δύσκολα μπορούσαν να προκαλέσουν το ξάφνιασμα ή το χαμόγελο των αναγνωστών. Παρά την επιστράτευση πολλών και γνωστών ονομάτων (Δ. Ψαθάς, Δ. Γιαννουκάκης, Μ. Καραγάτσης, Γ. Οικονομίδης κ.ά.), ο "Ακρίτας" δεν ήταν σε θέση να προσφέρει μια πραγματικά χιουμοριστική εκδοχή των γεγονότων. Για να μείνουμε μόνο στις γελοιογραφίες (όπου μεταξύ άλλων θα συναντήσουμε τον Παύλο Βαλασάκη, τον Φωκίωνα Δημητριάδη και τον νεαρό τότε Μποστ.), το κωμικό εφέ επιδιώκεται μέσα από την επανάληψη της ίδιας άθλιας εικόνας του "συμμορίτη": οι κομμουνιστές αντάρτες εμφανίζονται λιγδιάρηδες, ηλίθιοι, ψειριάρηδες, πεινασμένοι και δειλοί. Σπανιότερες είναι οι τόσο συχνές στα κείμενα αναφορές στον αφελληνισμό των κομμουνιστών, καθώς και στις "θηριωδίες" τους με θύματα γυναίκες και αμάχους. Χαρακτηριστικός είναι από την άποψη αυτή ο "Μύωψ", ο γελοιογραφικός "συμμορίτης" του Μποστ.: ο διοπτροφόρος (διανοούμενος;) κομμουνιστής που μπλέκει τα τανκς με τα μουλάρια και βλέπει τα αεροπλάνα για μύγες απέχει πολύ από το πρότυπο του αιμοσταγούς "κατσαπλιά". Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα ταλαίπωρο και εξαθλιωμένο ανθρωπάκι, έτοιμο να τραπεί σε φυγή στη θέα του λεβέντη εθνικόφρονα φαντάρου.
Από την άποψη αυτή, η χιουμοριστική στράτευση του "εσωτερικού εχθρού" μοιάζει να διαθέτει κάπως μεγαλύτερη ευελιξία. Τόσο στον "Ριζοσπάστη" (με τις καθημερινές "Σφυριές" του Απ. Σπήλιου και την κυριακάτικη στήλη "Το κόκκινο πιπέρι", όπου φιλοξενήθηκε και το κόμικ "Τάκης ο Κουκουές"), όσο και στην τελευταία σελίδα του "Ρίζου της Δευτέρας", το χιούμορ της "άλλης πλευράς" εμφανίζεται περισσότερο ποικίλο: προσφέρει στους αναγνώστες τη χιουμοριστική πλευρά επίκαιρων γεγονότων της πολιτικής καθημερινότητας και σχολιάζει με μεγαλύτερη ευκολία τα έργα και τις ημέρες των αλλεπάλληλων μεταπολεμικών κυβερνήσεων. Οχι βέβαια ότι δεν αναπαράγει και αυτό με εμμονή τα δικά του στερεότυπα για τον εχθρό, ντόπιο και ξένο. Για να μείνουμε και πάλι στις γελοιογραφίες: Στην τελευταία σελίδα του "Ρίζου της Δευτέρας" που καλύπτεται ολόκληρη από γελοιογραφίες (υπογράφονται από τους Ν. Καστανάκη, Ζήτα, ΤΟΤ, Πίπη, Γρεκό, ΤΑΦ) θα συναντήσουμε συχνά τους αιμοδιψείς εθνικόφρονες "σούρληδες", τους "κολωνακιώτες λάκηδες" που τρέμουν σύγκορμοι στο βουνό, αλλά και τις ξετσίπωτες ελληνίδες που ντροπιάζουν το λαό τους και πουλιούνται στους ξένους.
Ούτως ή άλλως, για το χιούμορ του εμφυλίου μιλάμε. Δηλαδή για το χιούμορ μιας εποχής ανίκανης να ξεχωρίσει αποχρώσεις, αδύναμης να προσφέρει την πολυτέλεια της ελευθερίας. Μια τέτοια εποχή ο χιουμορίστας κινείται αναγκαστικά μέσα στο πλαίσιο μιας δεδομένης εκδοχής της επικαιρότητας, γράφει ή σχεδιάζει έχοντας συνέχεια στο μυαλό του τις μύριες ρητές ή άρρητες απαγορεύσεις που οφείλει να σεβαστεί. Με τον τρόπο αυτό, το χιούμορ του γίνεται αποδεκτό, δηλαδή δημοσιεύσιμο. Μόνο που έτσι συχνά αυτοκαταργείται.
Το πρόσωπο του εχθρού
Η σάτιρα του εχθρού μέσα από την καρικατούρα των ηγετών του έχει την τιμητική της στις γελοιογραφίες του εμφυλίου. Για τους "εθνικόφρονες", το πρόσωπο του Μάρκου Βαφειάδη προσέφερε τον ιδεωδέστερο συμβολισμό του κομμουνιστικού κινδύνου που απειλούσε τη χώρα με αποτέλεσμα να αποτελεί μόνιμο "Θαμώνα" των γελοιογραφιών, οι οποίες σπανίως καταδέχονταν να ασχοληθούν με κάποια άλλη φυσιογνωμία της αριστεράς. Συχνές ήταν όμως και οι αναφορές στους ξένους κομμουνιστές ηγέτες (π.χ. Στάλιν, Χότζα), και κυρίως στον Τίτο και την "προδοσία" του, την οποία οι γελοιογραφίες φρόντιζαν να υπενθυμίζουν στους αναγνώστες τους με κάθε ευκαιρία. (αρ. 1-4, "Ακρίτας").
Στην άλλη τώρα πλευρά, το κομμουνιστικό χιούμορ τα έβαζε με μια κατά πολύ μεγαλύτερη γκάμα "εχθρών": Αν και ο Ναπολέων Ζέρβας ήταν ασφαλώς το πρόσωπο που εμφανιζόταν συχνότερα από κάθε άλλο, δεν έμεναν παραπονεμένοι ούτε οι εγχώριοι πολιτικοί (π.χ. Τσαλδάρης, Μάξιμος, Παπανδρέου) ούτε οι ξένοι "προστάτες" τους, κυρίως ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τρούμαν (αρ. 5-10. "Ριζοσπάστης").
(Ελευθεροτυπία, 19/1/1997)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |