ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ


Μια Βαβέλ για το Μάαστριχτ

1. /  2.

 

Μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα υπολογίζεται ότι το 95% από τις 6.000 διαφορετικές γλώσσες που μιλιούνται σήμερα στον πλανήτη θα έχουν εξαφανιστεί. Τι γίνεται όμως με τις δεκάδες γλώσσες που μιλιούνται στην Ευρώπη;


Διάλογος σε 45 γλώσσες


Είναι γνωστές οι αντιθέσεις των ισχυρότερων ευρωπαϊκών κρατών για την επικράτηση της μιας ή της άλλης από τις "μεγάλες γλώσσες". Πίσω από τη θεωρητική "ισοτιμία" των επίσημων γλωσσών των κρατών-μελών διεξάγεται ένας ακήρυκτος πόλεμος, στον οποίο χρησιμοποιούνται μέσα κάθε λογής (από τα γλωσσικά ινστιτούτα έως τα ανέκδοτα), με τελικό στόχο την υποβάθμιση της γλώσσας του ενός εταίρου και την ανάδειξη της γλώσσας του άλλου. Ομως εκτός από τις επίσημες αυτές γλώσσες, στην Ευρωπαϊκή Ενωση μιλιούνται αυτή τη στιγμή περίπου σαράντα άλλες γλώσσες. Εννοούμε γλώσσες αυτόχθονες, οι οποίες μιλιούνται στις ιστορικές περιοχές που γεννήθηκαν, και ανάμεσά τους συναντάμε ορισμένες από τις παλιότερες γλώσσες στο δυτικό κόσμο, με πλούσια πολιτισμική, λογοτεχνική και φολκλορική παράδοση. Υπάρχει σε κάθε κράτος-μέλος τουλάχιστον μία αυτόχθονη γλώσσα, διαφορετική από την επίσημη. Απευθυνόμενος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 1987, ο τότε επίτροπος κ. Μοσάρ είχε υπολογίσει τον αριθμό των ευρωπαίων πολιτών που μιλούν αυτές τις γλώσσες σε 50 εκατομμύρια.

Πολίτες δεύτερης κατηγορίας


"Τα καταλάνικα μιλιούνται από περισσότερους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, απ' ό,τι τα δανικά ή τα φιλανδικά. Και όμως, αν θελήσω εγώ να μάθω καταλάνικα δεν μπορώ να ενταχθώ στο πρόγραμμα Lingua (μέρος πλέον του προγράμματος Socrates), διότι τα καταλάνικα δεν είναι επίσημη γλώσσα της Ενωσης. Ενας ποιητής που γράφει στα ουαλικά, σε μια δηλαδή από τις παλιότερες γλώσσες της Ευρώπης, μπορεί να κερδίσει το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Δεν μπορεί όμως ούτε καν να υποβάλει τα χαρτιά του για να πάρει το βραβείο Ευρωπαϊκής Ποίησης." Τις παρατηρήσεις αυτές έκανε τον Φεβρουάριο του 1996 ο Ντόναλ Ο Ριαγκάιν, γενικός γραμματέας του Ευρωπαϊκού Γραφείου Λιγότερο Διαδεδομένων Γλωσσών, σε δημόσια ομιλία προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν πρότεινε, φυσικά, να μεταβληθούν σε "επίσημες" γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ενωσης οι 40 αυτές "λιγότερο διαδεδομένες", αλλά ήθελε με το παράδειγμα αυτό να επισημάνει ότι ακόμα και οι γλώσσες που μιλιούνται από εκατομμύρια ευρωπαίους, αντιμετωπίζονται ως προϊόντα δεύτερης διαλογής, σε σχέση με τις ανακηρυγμένες ως "επίσημες".
Το Ευρωπαϊκό Γραφείο Λιγότερο Διαδεδομένων Γλωσσών (EBLUL) ιδρύθηκε το 1982, μετά από συμπόσιο που διοργανώθηκε στις Βρυξέλλες με πρωτοβουλία ομάδας ευρωβουλευτών. Σκοπός του είναι η διατήρηση και η προαγωγή των περιφερειακών γλωσσών και της αυτόχθονης έκφρασης στο έδαφος των κρατών μελών της Ενωσης. Είναι ανεξάρτητος οργανισμός που συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωκοινοβούλιο. Εχει έδρα το Δουβλίνο και χρηματοδοτείται από την Επιτροπή, τις κυβερνήσεις της Ιρλανδίας και του Λουξεμβούργου, την επαρχιακή κυβέρνηση της Φρίσλαντ και τη γερμανόφωνη κοινότητα του Βελγίου.

Οι περιπέτειες του Γραφείου στην Ελλάδα

Δεν υπάρχει κανένα επίσημο κράτος που να καλοβλέπει τη δραστηριότητα του Γραφείου. Καμιά κυβέρνηση δεν αισθάνεται άνετα, όταν υπάρχει ένα ανεξάρτητο όργανο που λειτουργεί ως παρατηρητής και σύμβουλος, και ελέγχει τον τρόπο αντιμετώπισης των γλωσσικών μειονοτήτων που ακολουθείται σε κάθε επικράτεια. Ομως οι ελληνικές κυβερνήσεις ασφαλώς διεκδικούν την πιο αρνητική στάση απέναντι στο EBLUL. Μέχρι και σήμερα, αντίθετα απ' ό,τι συμβαίνει σε όλα τα άλλα κράτη μέλη, το Γραφείο δεν έχει κατορθώσει να ιδρύσει δική του επιτροπή στην Ελλάδα. Οι εκπρόσωποί του που επισκέπτονται κατά καιρούς τη χώρα μας, αντιμετωπίζονται ως όργανα κάποιου αόρατου εχθρού ή πράκτορες "ανθελληνικών συμφερόντων".
Τουλάχιστον τέσσερις φορές (1987, 1990, 1992 και 1995) επιχειρήθηκε να εγκατασταθεί και στην Ελλάδα εθνική επιτροπή του Γραφείου. Απέτυχαν όλες οι προσπάθειες, μέσα σε ένα κλίμα μισαλλοδοξίας και δυσφήμησης. Ακόμα και σήμερα, το Γραφείο διαθέτει στην Ελλάδα μόνο έναν συνεργάτη με την ιδιότητα του "παρατηρητή", τον Σωτήρη Μπλέτσα. Μέλος ο ίδιος της "Εταιρείας Αρωμάνικου (βλάχικου) Πολιτισμού" έχει παρακολουθήσει τις τρεις τελευταίες ετήσιες συνόδους του Γραφείου στις Βρυξέλλες. "Τον Φεβρουάριο του 1996 εκπροσωπήθηκαν εθνικές επιτροπές ακόμα και από τα νέα κράτη μέλη." Παραβρέθηκε μέχρι και ο Φιλανδός πρωθυπουργός. Η Ελλάδα απούσα. 
"Υπάρχει μια επιφυλακτικότητα ακόμα και ανάμεσά μας. Οι Βλάχοι, π.χ., έχουν ενδοιασμούς για τη συνεργασία με τους Τούρκους και τους Πομάκους, κ.ο. κ. Υπάρχει ο φόβος ότι αν δημιουργηθεί μια ενιαία επιτροπή με όλες τις γλωσσικές ομάδες (τους Σλαβομακεδόνες, κλπ), θα παρεξηγηθούμε ότι είμαστε 'αντεθνικά στοιχεία'", μας εξηγεί ο κ. Μπλέτσας. "Ομως τελικά δεν το αποφύγαμε. Εγώ κρατήθηκα επί ώρες στο αστυνομικό τμήμα της Νάουσας, την 1η Ιουλίου 1995". Είχε "τολμήσει" τότε ο κ. Μπλέτσας να πάει στο ετήσιο αντάμωμα των Βλάχων και να παραδώσει στον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ενωσης Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων το επίσημο δελτίο του Γραφείου (Contact Bulletin) με τον χάρτη των 44 μειονοτικών γλωσσών της Ε.Ε. Πρόκειται για τον ίδιο χάρτη που δημοσιεύθηκε ασχολίαστος την περασμένη εβδομάδα σε πολλές αθηναϊκές εφημερίδες. "Μόλις είδε το φυλλάδιο του Γραφείου, το άρπαξε και φώναξε τους αστυνομικούς να με συλλάβουν. Αμέσως με περικύκλωσαν καμιά τριανταριά αστυνομικοί και με οδήγησαν στο τμήμα. Εκεί υποχρεώθηκα να υπογράψω δήλωση και να αποκηρύξω όσα 'αντεθνικά' περιλαμβάνονται στο δελτίο." Μια πραγματική δήλωση μετάνοιας, εξήντα χρόνια μετά τον Μεταξά και τον Μανιαδάκη. Στην υπόθεση πρωτοστάτησε ο βουλευτής Σερρών της Νέας Δημοκρατίας Ευγένιος Χαϊτίδης.
Η απέχθεια των ελληνικών αρχών προς το Γραφείο και ο φόβος τους προς κάθε δραστηριότητά του περιγράφονται εκτενώς στο ημιεπίσημο προπαγανδιστικό βιβλίο "Εθνικά και Μειονοτικά Θέματα" του Αχιλλέα Λαζάρου και της Αγόρως Λαζάρου (Επιτροπή ενημερώσεως για τα εθνικά θέματα, Αθήνα 1993): "Η φοβερή βλάβη, απότοκος των Εκθέσεων Δουβλίνου, τις οποίες η ελληνική ανοργανωσιά, αρρυθμία, άγνοια, ολιγωρία επέτρεψαν να έλθουν στο φως της δημοσιότητας, αν και ήταν δυνατή η πρόληψή τους, παραμένει αμείωτη." (σελ. 192-3) 
Χαρακτηριστική είναι και η άποψη του Αριστείδη Κόλλια, μέχρι πρότινος προέδρου του Αρβανίτικου Συνδέσμου της Ελλάδας. "Ο Αρβανίτικος Σύνδεσμος αρνήθηκε κάθε οικονομική βοήθεια από το Γραφείο, γιατί θεώρησε ότι το θέμα είναι ευαίσθητο από κάθε άποψη, ενδεχομένως δε να δημιουργούσε προβλήματα στην Ελληνική πολιτεία και πνεύμα καχυποψίας μεταξύ των μελών μας", έγραφε το 1989 στο περιοδικό "Μπέσα" (τ. 12). Σήμερα διαπιστώνει ότι το κλίμα είναι καλύτερο, αλλά "την εκπροσώπηση της αρβανίτικης γλώσσας επιχειρούν να την αναλάβουν κάποιοι πανεπιστημιακοί που δεν ξέρουν καν να τη μιλούν. Επειδή φοβούνται τη ζωντανή αρβανίτικη γλώσσα, προσπαθούν να την μετατρέψουν σε μουσειακό είδος." 
Αν αυτά είναι τα προβλήματα των γλωσσικών μειονοτήτων που θεωρείται ότι έχουν απολύτως ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό (Βλάχοι και Αρβανίτες), μπορεί κανείς να φανταστεί τις δυσκολίες που συνάντησε το Γραφείο κατά την επικοινωνία του με τις "εθνικώς ύποπτες" μειονότητες της Θράκης και της Μακεδονίας.

Αυτή η επιφυλακτικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι σε κάθε προσπάθεια κωδικοποίησης, απογραφής και, τελικά, προστασίας των γλωσσικών μειονοτήτων της χώρας μας αποτυπώνεται και στην υπόθεση του "Χάρτη των Περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών" του Συμβουλίου της Ευρώπης. Πρόκειται για το κείμενο μιας διεθνούς σύμβασης που
αποφασίσθηκε από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης και η σύνταξή του κράτησε από το 1984 έως το 1992. Παρά το γεγονός ότι η τελική διατύπωση περιλαμβάνει αρκετές διεξόδους για τις εθνικές κυβερνήσεις, και δεν διασφαλίζει απολύτως τα δικαιώματα των γλωσσικών μειονοτήτων, υπήρξαν τελικά δυο χώρες που αρνήθηκαν την υπογραφή τους: η Ελλάδα και η Τουρκία.


Η γλωσσική πολυμορφία ως αγαθό

Η δεκαετία του '90 υπήρξε για το κοινό (και) της χώρας μας η εποχή της "ανακάλυψης" των μειονοτήτων. Αντίθετα όμως απ' ό,τι θα περίμενε κανείς, αυτό δε σήμανε την ψύχραιμη μελέτη των ζητημάτων που προκύπτουν απ' την ύπαρξη διαφορετικών γλωσσοπολιτισμικών πληθυσμιακών ομάδων στα περισσότερα από τα εθνικά κράτη της Ευρώπης. Στο πρώτο τουλάχιστον μισό της δεκαετίας, η εγχώρια βιβλιοπαραγωγή για τα μειονοτικά θέματα ελάχιστα απομακρύνθηκε από την ανακύκλωση της άθλιας προπαγανδιστικής παραφιλολογίας των αρχών του αιώνα και της εμφυλιοπολεμικής περιόδου. Οσον αφορά δε τη σύγχρονη ευρωπαϊκή προσέγγιση του προβλήματος, νομική και πολιτική, το κενό της ελληνικής βιβλιογραφίας είναι κυριολεκτικά καταθλιπτικό. Το πληρέστερο σχετικό έργο κυκλοφόρησε μόλις στα μέσα της περασμένης χρονιάς, από εκδοτικό οίκο ειδικευμένο στα νομικά βιβλία (Αντ. Σάκκουλας). Επιγράφεται "Το διεθνές και ευρωπαϊκό καθεστώς προστασίας των γλωσσικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων και η ελληνική έννομη τάξη" και υποστηρίχθηκε από το συγγραφέα του, Κωνσταντίνο Τσιτσελίκη, ως διδακτορική διατριβή στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο της Θράκης.
Ο συγγραφέας φροντίζει να ξεκαθαρίσει τη θέση του απέναντι στο πρόβλημα, υπενθυμίζοντας ορισμένα βασικά συμπεράσματα της κοινωνικής γλωσσολογίας (σ. 199-200): "Η γλώσσα εκφράζει τις παρούσες και προϋπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις, καθώς και το πολιτικό-οικονομικό περιβάλλον τους. Οπως δε μπορούμε να δεχτούμε καμιά ποιοτική αξιολόγηση για την ανθρώπινη φύση στο πλαίσιο της απόλυτης ισχύος της ισότητας, έτσι δεν είναι δυνατό να ταξινομήσουμε τις γλώσσες και τις μορφές του ανθρώπινου πολιτισμού σε καλύτερες ή υποδεέστερες, σε εκείνες που αξίζουν να προστατευτούν ή σε εκείνες που πρέπει να αφεθούν να βαδίσουν στο δρόμο της αφομοίωσης, άρα της εξαφάνισης". Αλλωστε, "η κατάσταση της διγλωσσίας και γενικότερα πολυγλωσσίας συνεπάγεται πλούτο εκφραστικών μέσων, καθώς και αύξηση των διανοητικών δυνατοτήτων του ατόμου, (...) δημιουργεί δυνατότητα πρόσβασης σε διαφορετικούς πολιτισμικούς και κοινωνικούς χώρους. Σε κοινωνικό επίπεδο οι επιπτώσεις είναι εξίσου σημαντικές: η καλλιέργεια ενός κλίματος ανοχής και σεβασμού για την κουλτούρα του "άλλου", καταλήγει συχνά σε προσέγγιση των σύνοικων πληθυσμών, που καμία πολιτική δε θα μπορούσε να επιτύχει μακροπρόθεσμα". Η γλωσσική πολυμορφία μιας χώρας είναι λοιπόν ένα αγαθό που πρέπει να προστατευτεί κι όχι, όπως θέλουν κάποιες παρωχημένες αντιλήψεις, εθνικός κίνδυνος: "αρκεί το κράτος με την κατάλληλη βούληση κι εκπαιδευτική πολιτική να δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις διάσωσης των μορφών αυτού του πολιτισμού και το βασικότερο, να συμβάλει στη διαμόρφωση της πλήρους αποδοχής του από το κυρίαρχο πλειοψηφούν πληθυσμιακό στοιχείο".
Μολονότι το πιο ενδιαφέρον τμήμα του βιβλίου είναι αναπόφευκτα αυτό που ασχολείται με τις γλωσσικές μειονότητες της χώρας μας, εκτενέστατη είναι η περιγραφή του ισχύοντος καθεστώτος προστασίας των "λιγότερο διαδεδομένων γλωσσών" στις χώρες της Ευρώπης. Ξεκινά απ' το γενικότερο πλαίσιο (τα διεθνή κείμενα που συντάχθηκαν από τον ΟΗΕ και την UNESCO και τα οποία, λόγω της προσπάθειάς τους να καλύψουν οικουμενικές καταστάσεις, "δε μπόρεσαν να ανταποκριθούν στο μεγάλο φάσμα ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζουν τα μειονοτικά προβλήματα") για να φτάσει στο ειδικό: τις προσπάθειες της ΔΑΣΕ (1975-1994), τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των οργάνων του Συμβουλίου της Ευρώπης, τις δραστηριότητες του Γραφείου Λιγότερο Διαδεδομένων Γλωσσών αλλά και τη θέσπιση ειδικών κειμένων όπως η "Σύμβαση - Πλαίσιο για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων" (1994) και ο "Ευρωπαϊκός Χάρτης Περιφερειακών ή Μειονοτικών Γλωσσών" (1992). Ο τελευταίος, που συνιστά και το πρώτο αυτοτελές νομικό κείμενο προστασίας της γλωσσικής ειδικά ιδιαιτερότητας, συμπυκνώνει κατά κάποιο τρόπο τις αντιφάσεις της όλης προσπάθειας - τόσο τις κατακτήσεις που έχουν επιτευχθεί μέχρι σήμερα σ' αυτό τον τομέα, όσο και τις αντιφάσεις που περιέχει η ανάγκη εναρμόνισης με διαφορετικές επιμέρους πρακτικές κι "ευαισθησίες" των κρατών-μελών. "Η φιλοσοφία του Χάρτη", σημειώνει ο κ. Τσιτσελίκης, "θεμελιώθηκε πάνω στην ανάγκη προστασίας των ιδιαίτερων γλωσσικών γνωρισμάτων των διάφορων πληθυσμιακών ομάδων (...) Το κείμενο περιέχει όχι μόνο τη ρήτρα της μη- διάκρισης, όσον αφορά στη χρήση των μειονοτικών γλωσσών, αλλά προβλέπει την υποχρέωση για τα κράτη να λαμβάνουν θετικά μέτρα προστασίας. Στόχος του είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εξασφάλιση εγγυήσεων για τη χρήση των γλωσσών αυτών στην εκπαίδευση και στις σχέσεις των προσώπων που τις χρησιμοποιούν, με τις διοικητικές ή τις δικαστικές αρχές". Τα σχετικά άρθρα προβλέπουν μια σειρά δεσμεύσεις των εθνικών κρατών, από τη διδασκαλία των μειονοτικών γλωσσών μέχρι τη χρήση τους στη Δικαιοσύνη, τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα ΜΜΕ, ακόμα και τη λήψη μέτρων για τη διευκόλυνση της διασυνοριακής επικοινωνίας σε περιοχές με ομόγλωσσους πληθυσμούς εκατέρωθεν των συνόρων. "Δε θα ήταν δυνατό μ' άλλο τρόπο να εξισωθούν οι μη ευνοϊκές συνθήκες που υπήρξαν για τις γλώσσες αυτές στο παρελθόν και που διατηρούνται και στο παρόν, και να αναπτυχθούν ως ζωντανά στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού", σημειώνει σχετικά ερμηνευτική αναφορά του Συμβουλίου της Ευρώπης (σ.185-6). Από την άλλη πλευρά, παρέχεται στα κράτη που προσχωρούν στο χάρτη απεριόριστη διακριτική ευχέρεια τόσο στην αναγνώριση των μειονοτικών γλωσσών όσο και στην γκάμα των μέτρων που προτίθενται να λάβουν για την προστασία τους. "Μπορούμε τελικά να ισχυριστούμε ότι ο Χάρτης, ακόμα κι αν δεν εκπληρώσει τους στόχους του, θα συμβάλει -έστω και αποσπασματικά- στην προαγωγή των μειονοτικών γλωσσών στην Ευρώπη;", αναρωτιέται ο συγγραφέας ( σ.196). " Η απάντηση περισσότερο εξαρτάται από το γενικό κλίμα που θα διαμορφωθεί στην Ευρώπη μέσα από τη δημιουργία νέων κανόνων δικαίου. Το νέο καθεστώς θα είναι το αποτέλεσμα, αλλά και γενεσιουργός παράγοντας της εμφάνισης ενός νέου κοινωνικού και πολιτικού περιβάλλοντος σχετικά με την αντιμετώπιση των μειονοτικών προβλημάτων".


Η "εθνικώς ύποπτη" απογραφή

Ποιες μειονοτικές γλώσσες μιλιούνται σήμερα στην Ελλάδα; Οι αλλεπάλληλες εκθέσεις που κυκλοφόρησαν μέσα στη δεκαετία που διανύουμε από επίσημους φορείς της Ενωμένης Ευρώπης, συμφωνούν εκπληκτικά μεταξύ τους. Στις "λιγότερο διαδεδομένες γλώσσες" της χώρας μας περιλαμβάνουν τα τούρκικα και τα πομάκικα (ή βουλγαρικά) των μουσουλμάνων της Δυτ. Θράκης, τα σλαβομακεδόνικα (ή σλαβικά) της Μακεδονίας, τα αρωμουνικά ( βλάχικα) της Θεσσαλίας, Μακεδονίας και Ηπείρου και, τέλος, τα αρβανίτικα της νότιας Ελλάδας. Η σύμπτωση δεν είναι καθόλου τυχαία: ως βάση εκκίνησης για την καταμέτρηση των μειονοτικών γλωσσών της χώρας μας, οι ιθύνοντες των Βρυξελλών δε χρησιμοποίησαν κάποια "εθνικώς ύποπτη" πηγή αλλά την ίδια την επίσημη απογραφή του 1951 - την τελευταία που μπήκε στον κόπο να καταγράψει (έστω και αρκετά προβληματικά, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις) τις μητρικές γλώσσες των πολιτών του ελληνικού κράτους. Αντίθετα άλλωστε απ' ό,τι ισχυρίζονταν οι εκάστοτε εθνικοφρόνως τερατολογούντες, οι περισσότερες από τις εν λόγω εκθέσεις αποφεύγουν να προχωρήσουν σε εκτιμήσεις για το σημερινό αριθμό των "δίγλωσσων" ελλήνων πολιτών. Αναφέρουν απλώς τα νούμερα του 1951 (92.219 τουρκόφωνοι, 18.671 Πομάκοι, 39.855 Βλάχοι, 41.017 σλαβόφωνοι Μακεδόνες, 22.736 αρβανίτες), επισημαίνοντας την απουσία επίσημων στοιχείων για τα επόμενα χρόνια. Η έκθεση Siguάn (1990) θα κάνει μιά εξαίρεση, παραθέτοντας "τις πιό πρόσφατες εκτιμήσεις" (επίσημης προφανώς προέλευσης) για την κατανομή των γλωσσικών ομάδων στο εσωτερικό της μουσουλμανικής μειονότητας: 59.000 τουρκόφωνοι, 39.000 Πομάκοι και 22.000 τσιγγάνοι σε σύνολο 120.000 μουσουλμάνων (σ.58). Οσον αφορά τους σλαβόφωνους της Μακεδονίας, θεωρεί ότι το 1951 "ο πραγματικός αριθμός τους πρέπει να ήταν ψηλότερος" από τα δεδομένα της απογραφής, σημειώνει όμως ότι - λόγω αστικοποίησης και μετανάστευσης- μάλλον έχει μειωθεί αισθητά (σ.62).
Η μόνη έκθεση που στηρίζεται σε ειδική προεργασία κι επιτόπια μελέτη είναι αυτή της Κομισιόν ("Ευρομωσαϊκό"), που δόθηκε στη δημοσιότητα το 1996. Οι εκτιμήσεις της για τη χώρα μας, κατά προσέγγιση πάντα λόγω έλλειψης επίσημων στοιχείων, είναι οι εξής: 100.000 τουρκόφωνοι, 30.000 βουλγαρόφωνοι (Πομάκοι), 80.000 αλβανόφωνοι (αρβανίτες), 75.000 σλαβόφωνοι Μακεδόνες κι 50.000 βλαχόφωνοι. Οι τσιγγάνοι (Ρομ) δεν έχουν καταμετρηθεί. Ως συνήθως...

(Ελευθεροτυπία, 9/2/1997)

 

www.iospress.gr                                   ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ