ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΖΗΛΟΤΥΠΙΑΣ
Οι δολοφόνοι του Αγίου Βαλεντίνου
1. / 2.
Ο ένας μας λέει ότι τη σκότωσε επειδή την αγαπούσε, ο άλλος μας περιγράφει τους ψύλλους που στ' αυτιά του μπήκανε, ο τρίτος το έμαθε από τον παπαγάλο. Ψυχραιμία παιδιά, στην περίπτωσή σας υπάρχει κι άλλος δρόμος. Η ευτυχία μπορεί τελικά να χωριστεί και στα τρία.
Εσείς στο χώμα κι εμείς στη φυλακή
Αν οι λόγοι που οδηγούν στο έγκλημα ζηλοτυπίας είναι πολλοί και ποικίλοι, η κοινωνική αντιμετώπιση της συγκεκριμένης εγκληματικής συμπεριφοράς παρουσιάζει εξαιρετική ιδιοτυπία: πολύ συχνά, όσοι εγκληματούν από ζήλια γίνονται αποδέκτες μιας σιωπηρής κατανόησης που σπανίζει σε άλλες κατηγορίες ανθρωποκτονιών. Πίσω από τη στάση αυτή κρύβονται στην πραγματικότητα οι τρέχουσες αντιλήψεις περί ζήλιας, ενός συναισθήματος που θεωρείται θεμιτό και αυτονόητο συμπλήρωμα του έρωτα, ικανό να τυφλώσει το άτομο και να το οδηγήσει στα άκρα. "Από απλής και σιωπηράς θλίψεως, με μοναδικήν εξωτερίκευσιν ικετευτικόν τι βλέμμα, δύναται να φθάση μέχρι του πλέον αποτροπαίου εγκλήματος", διαβάζουμε στο οικείο λήμμα της Μεγάλης Εγκυκλοπαιδείας του Δρανδάκη. "Η ζηλοτυπία ως ανθρώπινον συναίσθημα με την αναμφισβήτητον τραγικότητα την οποίαν ενέχει, απετέλεσεν αντικείμενον αναλύσεως εν τη λογοτεχνία και ενέπνευσε πολλά έργα, μεταξύ των οποίων αριστούργημα πραγματικόν είναι ο 'Οθέλλος' του Σαίξπηρ".
Δύσκολα άλλο έγκλημα θα βρει τέτοια ομόθυμη και διιστορική στήριξη. Οχι ότι κάθε εποχή δεν έχει τη δική της εκδοχή για τα επιτρεπτά όρια της ζηλόφθονης συμπεριφοράς. Σήμερα βρισκόμαστε προφανώς πολύ μακριά από τον Ναπολεόντειο Κώδικα που επέτρεπε την εκτέλεση της άπιστης συζύγου. Οι κοινωνικές ωστόσο ανοχές προς τους δράστες των εγκλημάτων ζηλοτυπίας είναι ακόμη ορατές. Το μηχανισμό που επιτρέπει την περίεργη αυτή επιβίωση εξηγούσε στις αρχές ήδη της δεκαετίας του '40 ο εγκληματολόγος E. de Greeff, υπογραμμίζοντας ότι όλα τα εγκλήματα συναντούν την απόρριψη του κοινωνικού σώματος και είναι αδύνατο να αποτελέσουν "συλλογική τραγωδία", εκτός από μία περίπτωση: την περίπτωση ενός άνδρα που σκοτώνει τη γυναίκα που τον πρόδωσε, που υπήρξε ανάξια για τον έρωτά του. "Χιλιάδες άνδρες είδαν τα δικά τους χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του δολοφόνου, ενώ χιλιάδες γυναίκες ταυτίστηκαν, τουλάχιστον προς στιγμήν, με το θύμα", σημείωνε ο βέλγος εγκληματολόγος. "Και για τους μεν και για τις δε το δράμα αυτό αποκτά ένα ειδικό νόημα και από το νόημα αυτό απορρέει η θέση τους έναντι του εγκληματία. Από τις θέσεις αυτές δημιουργείται τελικά μια συλλογική τάση που ποικίλλει κατά περίπτωση". Μόνο που η συλλογική αυτή στάση είναι εξαιρετικά συχνά ευνοϊκή για το δολοφόνο, παρατηρούσε ο de Greeff, κρίνοντας όχι μόνο τις κοινωνικές συμπεριφορές, αλλά και τις δικαστικές αποφάσεις, τις οποίες έβρισκε ιδιαίτερα επιεικείς: "Συχνά ακούει κανείς από τους υπαλλήλους των φυλακών, από μέλη φιλανθρωπικών οργανώσεων, καμιά φορά και από τους δικαστές ή τους ιερείς της φυλακής να αναφωνούν, καθένας ανάλογα με το επαγγελματικό του ύφος: 'Αυτός ο άνθρωπος είχε δίκιο. Ολοι στη θέση του θα είχαν κάνει το ίδιο'". Ετσι, όταν το έγκλημα δεν εμφανίζει ιδιαίτερη βαναυσότητα, ή ακόμη όταν το θύμα αποδεικνύεται κατώτερο του θύτη, οι ένορκοι σπεύδουν κατά τον εγκληματολόγο να "επικυρώσουν ότι οι απόψεις του δολοφόνου αντιστοιχούν στις δικές τους και σε ό,τι αποκαλούν 'κοινή γνώμη'. Η αθωωτική απόφαση είναι αναπόφευκτη".
Οι επισημάνσεις αυτές δεν φωτίζουν απλώς τους μηχανισμούς ταύτισης που ενεργοποιούνται όταν η λεγόμενη κοινή γνώμη βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα έγκλημα ζηλοτυπίας. Μαρτυρούν και τον κατά φύλο καταμερισμό των ρόλων στα συγκεκριμένα εγκλήματα, στα οποία η γυναικεία συμμετοχή κυμαίνεται σε ποσοστά που μόλις και μετά βίας εγγίζουν το 10%. Δεν πρόκειται απλώς για την ούτως ή άλλως χαμηλή γυναικεία εγκληματικότητα, ένα γνωστό στατιστικό δεδομένο που συνήθως αποδίδεται στην υποδεέστερη κοινωνική θέση των γυναικών, δηλαδή στον περιθωριακό τους ρόλο ακόμη και στο επίπεδο της παραβατικότητας. Οι γυναίκες δολοφονούν, αν και σε πολύ μικρότερα από τους άνδρες ποσοστά, αλλά σπανίως για λόγους ζηλοτυπίας. Η ερμηνεία του φαινομένου μπορεί προφανώς να αναζητηθεί στα κοινωνικά στερεότυπα για τα φύλα, σύμφωνα με τα οποία η γυναίκα αποτελεί κατά κάποιον τρόπο ιδιοκτησία του συζύγου της, ενώ το αντίστροφο δεν ισχύει. Ετσι, οι συζυγοκτονίες με θύμα το σύζυγο και δράστη τη σύζυγο οφείλονται συχνότερα στην κακομεταχείριση μιας γυναίκας από τον άνδρα της και σπανιότερα στην απιστία του. Τα κοινωνικά αυτά στερεότυπα αντανακλώνται εξάλλου και στη διαφορετική κατά φύλο αντιμετώπιση των συζυγοκτόνων: οι άνδρες γίνονται κατά κάποιον τρόπο ανεκτοί, οι γυναίκες κινδυνεύουν από λιντσάρισμα.
Οχι ότι η ζήλια ως συναίσθημα δεν ανήκει και στα δύο φύλα. Απλώς οι εκφράσεις της ποικίλλουν. Σύμφωνα με γερμανική έρευνα που ολοκληρώθηκε το 1995, η ζήλια, ακολουθώντας πιστά την επανεμφάνιση αξιών που κατά τη δεκαετία του '60 χαρακτηρίστηκαν παρωχημένες, γνωρίζει τα τελευταία χρόνια μια θριαμβευτική επιστροφή. Μαζί της επανακάμπτουν και τα συναφή εγκλήματα. Στα εγκλήματα αυτά, το 90% κατέχουν οι άνδρες, οι οποίοι δολοφονούν από ζήλια τις γυναίκες τους, τους εραστές των γυναικών τους, τα παιδιά τους και συχνά αυτοκτονούν. Οι άνδρες εγκληματούν γιατί έχουν ιδιαίτερα ανεπτυγμένο το αίσθημα της ιδιοκτησίας του άλλου, θεωρούν ότι η απιστία ή η απομάκρυνση της συντρόφου τους συνιστά πλήρη απόρριψή τους, ενώ ο "ανδρικός εγωισμός" και η περίφημη "διπλή ηθική" δείχνουν εξαιρετική ανθεκτικότητα στο χρόνο. Εκτός αυτού, η κοινωνική αστάθεια, η οικονομική κρίση και η ανεργία φαίνεται να εντείνουν το πρόβλημα: όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη για σταθερά οικογενειακά ερείσματα, τα οποία δεν πρέπει να κλονίζονται από την απιστία του/της συντρόφου.
Αναφερόμενος στην εσωτερική διαδικασία που γεννά την εγκληματική απόφαση, ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου παραθέτει στην εργασία του "Εγκλήματα κατά της ζωής με κίνητρο την ερωτική ζηλοτυπία" στοιχεία από σχετικό νομολογιακό υλικό της περιόδου 1970-1995:
- ο δράστης, για τον οποίο είχε διαπιστωθεί ιατρικά ότι ήταν ανίκανος προς τεκνοποιία, όταν πείστηκε ότι "η απόφαση της συζύγου του να τον εγκαταλείψει" ήταν οριστική, αποφάσισε κι εκτέλεσε τη δολοφονία της με σκληρότατο τρόπο. (Α.Π. 1/1977).
- ο δράστης, αφού επανέλαβε προς την εν διαστάσει σύζυγό του τις συμφιλιωτικές του προτάσεις κι αυτή τον απέπεμψε, της δήλωσε 'εν βρασμώ' ότι θα μπορούσε να φθάσει μέχρι αυτοκτονίας ή εγκλήματος. Ενα μήνα αργότερα, την επισκέφθηκε και αποπειράθηκε να το πράξει (Μικτ. Ορκ. Δικ. Αθ. 20-22/1978).
- ο δράστης, "κατεχόμενος υπό της εμμόνου ιδέας" ότι η σύζυγος διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με γείτονα, άρχισε να δημιουργεί 'σκηνές' εις βάρος της και να διαδίδει στο φιλικό και συγγενικό περιβάλλον τις υπόνοιές του. Διήλθε και το στάδιο των απειλών -ενώπιον μάλιστα τρίτων- ότι θα τον φονεύσει. Μετά τετραετία πραγματοποίησε την απειλή του. (Α.Π. 209/1981).
- ο δράστης, για να εκδικηθεί την παθούσα που τον εγκατέλειψε, αφού αρχικά "την απείλησε με καραμπίνα ότι θα την σκοτώσει, αν δεν γύριζε κοντά του, και την υποχρέωσε να ορκισθεί ότι δεν θα τον εγκαταλείψει", εφοδιάστηκε με κυνηγετικό όπλο, μετέβη στο σπίτι της και της προξένησε βαριά σωματική βλάβη. (Α.Π. 1608/1988).
Απολύτως αυθαίρετος, ο κατάλογος αυτός που αποσπούμε από ένα πληρέστερο δείγμα μπορεί εύκολα να διευρυνθεί. Τόσο το νομολογιακό υλικό όσο και η καθημερινή ειδησεογραφία περιλαμβάνουν μεγάλη ποικιλία εγκλημάτων ζηλοτυπίας. Ανάμεσά τους, κι αυτό είναι ίσως το σοβαρότερο, αρκετές προαναγγελθείσες δολοφονίες γυναικών (ή των πραγματικών ή φανταστικών εραστών τους) από αλλόφρονες ζηλιάρηδες συζύγους. Εγκλήματα που έχουν από καιρό κοινοποιηθεί στο περιβάλλον θύτη και θύματος, αλλά εκείνο, υπακούοντας σε παμπάλαια ανακλαστικά, δεν έκανε την παραμικρή κίνηση για να τα προλάβει.
Θάνατος στις άπιστες!
"Σκότωσέ την!". Η κραυγή αυτή, διατυπωμένη από έναν γάλλο συγγραφέα που θεωρήθηκε σπουδαίος αλλά υπήρξε μέτριος, εξέφρασε κάποτε με τον πιο εύγλωττο τρόπο τον τρόμο της παρισινής κοινωνίας μπροστά στην τότε ακόμη δειλή αμφισβήτηση των ανδρικών κεκτημένων, και κυρίως του δικαιώματος ενός συζύγου να δολοφονεί εν ψυχρώ την άπιστη γυναίκα του. Πράγματι, όταν το 1872, ένα χρόνο μετά την Κομμούνα, ο Αλέξανδρος Δουμάς υιός αναλάμβανε το εγκώμιο των απατημένων συζύγων που εκτελούσαν τις γυναίκες τους και αθωώνονταν πανηγυρικά σύμφωνα με το άρθρο 324 του Ναπολεόντειου Κώδικα, μεγάλη μερίδα της γαλλικής κοινωνίας έδειξε να υποδέχεται με ανακούφιση το μισογυνικό κήρυγμά του: Το βιβλίο του που κορυφωνόταν με την προτροπή "Σκότωσέ την!" γνώρισε μέσα σε έξι μήνες 35 επανεκδόσεις και πούλησε μέσα σε τρεις εβδομάδες περισσότερα από 50.000 αντίτυπα. Εκτός αυτού, προκάλεσε 33 απαντήσεις που κυκλοφόρησαν αυτοτελώς, ενώ επί χρόνια ο γαλλικός Τύπος συνέχισε να ασχολείται με το περιεχόμενό του. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το έργο μεταφράστηκε αμέσως στα ελληνικά και κυκλοφόρησε στη Ζάκυνθο έναν μόλις χρόνο αργότερα.
Πώς όμως στάθηκε δυνατό να γνωρίσει τέτοιες δόξες ένα βιβλίο τόσο άθλιο και εμπαθές όσο το "L'Homme-Femme" του Αλέξανδρου Δουμά υιού; Το ερώτημα είναι ασφαλώς ρητορικό. Ακόμη και σήμερα δεν είναι σπάνιες οι επιβιώσεις μιας νοοτροπίας που θέλει τις γυναίκες κτήμα του άνδρα τους. Αλλά αλλού βρίσκεται το ενδιαφέρον μιας αναδρομής στα γεγονότα που τροφοδότησαν τη συγγραφή του "μπεστ-σέλερ" του Δουμά υιού: η νομικά κατοχυρωμένη δυνατότητα του συζύγου να εκφράζει τη ζήλια ή την απόγνωσή του με την εν ψυχρώ εκτέλεση της άπιστης δεν απηχεί απλώς τα ήθη μιας εποχής. Φωτίζει μια πτυχή της ιστορίας του δικαίου που πρέπει και αυτή να έχει αφήσει έντονα τα ίχνη της στη συχνά γεμάτη κατανόηση αντιμετώπιση του συζυγοκτόνου σε αντιδιαστολή με την απροκάλυπτη απέχθεια που προκαλεί στο κοινωνικό σώμα η -τόσο σπάνια, άλλωστε- μορφή μιας γυναίκας συζυγοκτόνου.
Η δολοφονία που υπήρξε η αφορμή του σκανδάλου και ενέπνευσε τη δηλητηριώδη πένα του Δουμά υιού δεν διέθετε την παραμικρή πρωτοτυπία. Αρκετές παρόμοιες δολοφονίες είχαν σημειωθεί την ίδια εποχή και είχαν όλες την ίδια κατάληξη: ο σύζυγος είχε αθωωθεί από το δικαστήριο, καθώς οι δικαστές ακολουθούσαν τις επιταγές του τόσο σκληρού για τις γυναίκες Ναπολεόντειου Κώδικα. Εδώ λοιπόν πρέπει να αναζητηθεί ο λόγος που η συζυγοκτονία του Αρτίρ Λερουά Ντι Μπουρ έμελλε να συγκλονίσει την παρισινή κοινωνία του 1871. Ας δούμε επί τροχάδην τα γεγονότα: ο επαρχιώτης αστός Λερουά Ντι Μπουρ παντρεύτηκε τη γυναίκα του όταν εκείνη ήταν 18 ετών. Την εποχή της εγκυμοσύνης της, η κυρία Ντι Μπουρ εμφάνισε έντονα συμπτώματα κατάθλιψης που την οδήγησαν για ένα διάστημα σε κάποιο άσυλο. Μετά τη γέννηση του παιδιού τους, το ζευγάρι αποφάσισε να ζήσει χωριστά. Η νεαρή γυναίκα συνδέθηκε ερωτικά με ένα φίλο του άντρα της. Μόλις ο σύζυγος αντιλήφθηκε το δεσμό τους, προετοίμασε προσεκτικά τη δολοφονία τους. Οταν τους συνέλαβε επ' αυτοφώρω, ο εραστής κατόρθωσε να το σκάσει πηδώντας από στέγη σε στέγη, αλλά η γυναίκα στάθηκε αδύνατο να αμυνθεί. Ο άντρας της τη σκότωσε χτυπώντας τη με λύσσα με ένα μαχαίρι.
Ο Ντι Μπουρ εμφανίστηκε στο δικαστήριο ήρεμος, σίγουρος για την απαλλαγή του. Οταν λοιπόν ο δικαστής του ανακοίνωσε ότι καταδικάζεται σε φυλάκιση πέντε ετών για τη δολοφονία της συζύγου του, ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να πιστέψει στ' αφτιά του. Πετάχτηκε όρθιος, αναφέρουν τα ρεπορτάζ της εποχής, και άρχισε να ουρλιάζει μέχρι που λιποθύμησε. Πώς μπορούσε να δεχθεί ότι ήταν ο πρώτος σύζυγος που θα κλεινόταν στη φυλακή επειδή απλώς και μόνον είχε ενεργοποιήσει ένα καθ' όλα νόμιμο δικαίωμά του; Είναι προφανές ότι ο αξιότιμος κύριος Ντι Μπουρ θα έβρισκε άπειρους συμπαραστάτες έτοιμους να καταγγείλουν την αδιανόητη πράξη του φιλελεύθερου δικαστή. Η διαμάχη που ακολούθησε, μία από τις πιο θυελλώδεις της εποχής, μαρτυρεί ότι το ακανθώδες "γυναικείο ζήτημα" απείχε ακόμη πολύ από το να συζητείται με όρους κοινωνικού προβλήματος: πολλοί από τους συνομιλητές περιορίζονταν στο κατά πόσον οι άνδρες έπρεπε να διατηρήσουν το δικαίωμά τους να δολοφονούν τις γυναίκες τους.
Στο κλίμα αυτό, το βιβλιαράκι του Δουμά υιού "L' Homme-Femme" θα προσέφερε τη θερμότερη υπεράσπιση του κυρίου Ντι Μπουρ. Μείγμα θεολογίας, κοινωνιολογίας και ιστορίας, το πόνημα φιλοδοξούσε να αποτελέσει το βασικό περί γυναικών εγχειρίδιο της εποχής του. Παρουσιάζοντας τις γυναίκες ως "ερυθρόδερμες με ρόδινη επιδερμίδα και νέγρες με λευκά χέρια, πραγματικούς ανθρωποφάγους που, μην μπορώντας να φάνε τον άνδρα ωμό, μαθαίνουν να τον τραγανίζουν ζωντανό με τη σάλτσα του γάμου ή της ηδονής", ο Δουμάς υιός πρότεινε την πειστικότερη δικαιολογία για τον άνδρα συζυγοκτόνο: "Ο άνθρωπος αυτός μπορεί να πει στους δικαστές του ότι σκότωσα αυτό το πλάσμα για να πνίξω μέσα της το σπόρο ενός παιδιού που θα μου επέβαλε δίπλα στα νόμιμα παιδιά μου και θα κηλίδωνε το όνομά μου και την υστεροφημία μου". Ετσι, κλείνοντας το έργο του, ο συγγραφέας εμφανίζεται να οδηγεί το γιο του στην κορυφή ενός βουνού και εκεί να του μεταδίδει το απαύγασμα της σοφίας του: "Να παντρευτείς μια κοπέλα οποιασδήποτε τάξης, φτάνει να είναι θεοσεβούμενη, σεμνή, εργατική, υγιής και χαρούμενη, να μην ξέρει από ειρωνείες... Αλλά αν σε προδώσει, ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΗΝ!".
Το άκρον άωτον της επιστήμης
Από την ώρα που διαπράττεται ένα ερωτικό έγκλημα έως τη στιγμή που θα ανακοινωθεί η ετυμηγορία, σειρά εμπειρογνωμόνων (ιατροδικαστές, εγκληματολόγοι, γραφολόγοι, ψυχίατροι κ.ο.κ.) αναλαμβάνουν να φωτίσουν πτυχές της υπόθεσης που θα επιτρέψουν τη διαλεύκανσή της. Μόνο που η επιστήμη δεν είναι πάντοτε τόσο αντικειμενική όσο υπόσχεται η τρέχουσα αντιμετώπισή της, και δεν είναι σπάνιες οι φορές που ο ειδήμων παίζει στο δικαστήριο το ρόλο ενός
διαπρυσίου μάρτυρα υπεράσπισης ή κατηγορίας με αυξημένο μάλιστα κύρος.
Ας θυμηθούμε ενδεικτικά την κατάθεση του ψυχίατρου Μ. Μυλωνάκη στην πολύκροτη δίκη Βαγιωνή. Από τα εκτενή δημοσιεύματα του Τύπου προκύπτει ότι ο γνωστός ψυχίατρος, επιχειρώντας το ψυχογράφημα μιας ερωτικής σχέσης που οδήγησε έναν από τους δύο εραστές -όλως τυχαίως τη γυναίκα- στο θάνατο, δεν περιορίστηκε να υποστηρίξει ότι ο κατηγορούμενος είναι κατά τη γνώμη του αθώος και η όλη υπόθεση μια σπάνια περίπτωση ατυχήματος. Ο ψυχίατρος, ο οποίος δεν γνώρισε βέβαια ποτέ το θύμα, υπήρξε σίγουρος στη διάγνωσή του που βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στις ερωτικές επιστολές της νεκρής: "Η Νέλλη Πίσχου συμμετείχε σε αυτή τη σχέση με τον ερωτικό εαυτό της, αφήνοντας αγνοημένες άλλες πλευρές της, αυτές της πτυχιούχου, της εργαζόμενης, της μητέρας", φέρεται να δήλωσε ο ειδικός. Ας μη μείνουμε στον ιδιότυπο αυτόν κατακερματισμό της ανθρώπινης προσωπικότητας. Ούτε σε εκείνη την άλλη παρατήρηση ότι η νεκρή "είχε φθάσει στο άκρον άωτον της σεξουαλικής απελευθέρωσης". Να σημειώσουμε μόνο ότι η χρήση της προσωπικής αλληλογραφίας του θύματος για υπερασπιστικούς λόγους είχε αμφισβητηθεί έντονα από παράγοντες της δίκης. Το γεγονός αυτό δεν αποθάρρυνε τον ειδικό να αντλήσει από τα ερωτικά γράμματα του θύματος μια επιχειρηματολογία που θα ανέτρεπε πολλά από τα ενοχοποιητικά στοιχεία. Ενα παράδειγμα: Μιλώντας για σαδομαζοχιστική σχέση, ο ψυχίατρος απαντούσε στην πραγματικότητα στις μαρτυρικές καταθέσεις που είχαν αναφερθεί στη διαρκή κακοποίηση του θύματος από τον κατηγορούμενο. Αλλά και στη στατιστική θα κατέφευγε ο ειδικός: "Στο 80% των περιπτώσεων, οι δράστες που χρησιμοποιούν νήσσον όργανο, όπως το ξιφίδιο με το οποίο ο Βαγιωνής κατηγορείται ότι σκότωσε την Πίσχου, κτυπούν πολλές φορές με μανία και δεν μεταφέρουν το θύμα τους στο νοσοκομείο". Οπερ έδει δείξαι, λοιπόν, και με τη βοήθεια της επιστήμης...
(Ελευθεροτυπία, 16/2/1997)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |