Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗς ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Μια Κυριακή το 843 μ.Χ.
1. / 2.
Με τη συνήθη λαμπρότητα γιορτάστηκε και φέτος η Κυριακή της Ορθοδοξίας, μια ημέρα που προδίδει ότι το Βυζάντιο δεν ήταν τόσο ανεκτικό στους αντιφρονούντες αιρετικούς όσο ισχυρίζονται οι κυρίαρχες αφηγήσεις του.
Οι πυρές της Ορθοδοξίας
Την πρώτη Κυριακή της Σαρακοστής γιορτάζεται κάθε χρόνο στις ελληνικές εκκλησίες η Κυριακή της Ορθοδοξίας. Πρώτη φορά το Μάρτιο του 843, η Θεοδώρα, μετά το θάνατο του εικονομάχου συζύγου της αυτοκράτορα Θεόφιλου, επέβαλε την οριστική αναστήλωση των εικόνων. Μετά από μια μακρά περίοδο διαμάχης, οι εικονομάχοι καταστέλλονται οριστικά. Από τότε, η γιορτή αυτή συνδέεται με τη νίκη του ορθόδοξου δόγματος απέναντι σε κάθε αιρετική παρέκκλιση. Οσοι βρέθηκαν στις εκκλησίες στις 16 Μαρτίου διαπίστωσαν ότι ακολουθείται μέχρι σήμερα το παλιό τυπικό: απαγγέλλονται οι καθιερωμένοι έπαινοι υπέρ των "αναστηλωτών" αυτοκρατόρων, αναθεματίζονται οι εικονομάχοι ηγεμόνες και καταδικάζονται όλες οι προηγούμενες αιρετικές διδασκαλίες. Οι εικόνες του ναού περιφέρονται και η κοσμική εξουσία τις προσκυνά, εκδηλώνοντας δημόσια την πίστη της. Στη Μητρόπολη παραβρέθηκαν φέτος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πολλοί υπουργοί και η στρατιωτική ηγεσία. Στο Φανάρι χοροστάτησε ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος και την τελετή παρακολούθησαν ο πρώην Πρόεδρος Χρήστος Σαρτζετάκης και πολλοί έλληνες βουλευτές. Ο γιορτασμός στην Αθήνα ολοκληρώθηκε με το γεύμα που παραχώρησε ο κ. Στεφανόπουλος στα μέλη της Ιεράς Συνόδου. Πρόκειται για ένα "έθιμο" που είχε διακοπεί από την περίοδο της μεταπολίτευσης, σε μια εποχή που ήταν κάπως άκομψο να συναναστρέφεται η πολιτική ηγεσία τους Μητροπολίτες που είχαν συμπράξει σε μεγάλο βαθμό με τη δικτατορία. Ο σημερινός Πρόεδρος έκρινε ότι έχει παρέλθει πλέον αρκετός χρόνος.
Λεπτομέρειες για την τελετή πληροφορούνται τα παιδιά στο σχολείο, ήδη από το δημοτικό: "Οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούσαν γρήγορα και δυνατά", διαβάζουμε στο ειδικό κεφάλαιο που αφιερώνει στην Κυριακή της Ορθοδοξίας το βιβλίο της έκτης τάξης. "Η λειτουργία είχε πια τελειώσει, και μέσα στο ναό άρχισε να σχηματίζεται μια πομπή που προχωρούσε αργά κι επίσημα προς την έξοδο. Μπροστά πήγαιναν παιδιά με αναμμένες λαμπάδες, εξαπτέρυγα λάβαρα. Οι ψάλτες άφησαν τα στασίδια τους και ψέλνοντας πήραν θέση πίσω απ' τα εξαπτέρυγα. Πολλοί απ' το εκκλησίασμα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, κρατώντας ο καθένας με ευλάβεια από μια εικόνα, ακολούθησαν. Τέλος, βγήκε από το ιερό Βήμα ο ιερέας κρατώντας τον Τίμιο Σταυρό, και πίσω του ακολούθησε όλος ο κόσμος που γέμιζε την εκκλησία. Η πομπή προχώρησε να κάνει το γύρο της εκκλησίας. Οταν η πομπή ξαναμπήκε στην εκκλησία, όλοι μαζί ξέσπασαν σ' έναν ύμνο θριαμβευτικό και νικητήριο:
- Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος. που σημαίνει: -Ποιος Θεός είναι τόσο μεγάλος σαν τον δικό μας το Θεό; Εσύ μονάχα είσ' ο Θεός, που κάνεις έργα θαυμαστά, εσύ και μόνο."
Πώς όμως πραγματοποιήθηκε αυτή η τελική νίκη του ορθόδοξου δόγματος στα μέσα του 9ου αιώνα; Ο εθνικός ιστορικός μας Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα τις επιχειρήσεις της Θεοδώρας κατά των "αιρετικών". Στο δέκατο βιβλίο της "Ιστορίας του Ελληνικού Εθνους" ο Παπαρρηγόπουλος χαρακτηρίζει τους διωγμούς αυτούς ως "φοβερά καταδρομή" και παραθέτει σχετικό απόσπασμα από μια βυζαντινή χρονογραφία. Τόπος δράσης της Θεοδώρας η Μικρά Ασία, όπου κατοικούσαν πολυάριθμοι πιστοί της αίρεσης των Παυλικιανών. Τα στρατεύματά της εφόνευσαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα εκατό χιλιάδες ψυχές. Αλλους τους παλούκωσαν, άλλους τους αποκεφάλισαν, άλλους τους έπνιξαν. "Τους μεν ξύλω ανήρτων, τους δε ξίφει παρεδίδουν, τους δε τω τη θαλάσση βυθώ." "Εκατόν λοιπόν χιλιάδες ψυχαί εγένοντο εν μόνη τη Μικρά Ασία θύματα της πίστεως αυτών." Ο Παπαρρηγόπουλος επιτιμά αυστηρά τη θεοδώρα: "Παρασυρθείσα υπό κακώς νενοημένου θρησκευτικού ζήλου, εξέθηκεν εαυτήν, ή μάλλον εξέθηκε τον χριστιανισμόν της Ανατολής εις δεινοτάτας συμφοράς."
Για να μπορέσουμε να ανιχνεύσουμε τους λόγους που αυτή η αιματηρή καταστολή των αιρετικών έχει τόσο πολύ συσκοτισθεί, καταφεύγουμε και πάλι στον επίσημο εθνικό ιστορικό. Συγκρίνοντας τις διώξεις των εικονολατρών μοναχών κατά τους προηγούμενους χρόνους με αυτούς τους διωγμούς, ο Παπαρρηγόπουλος διαπιστώνει ότι οι ίδιοι χρονογράφοι που διεκτραγωδούσαν τα ελάχιστα εγκλήματα της περασμένης περιόδου, ξεπερνούν ως φυσιολογικό το πογκρόμ της Θεοδώρας: "Οι αυτοί χρονογράφοι μετά πολλής ψυχρότητος και αδιαφορίας αναφέρουσι την ανασκολόπισιν, την καρατομίαν, τον καταποντισμόν δέκα μυριάδων ανθρώπων."
Αυτή η κρυφή πλευρά της "Κυριακής της Ορθοδοξίας" συγκρούεται με την εδραιωμένη πεποίθηση ότι η Ανατολική Εκκλησία δεν κακομεταχειρίστηκε ποτέ τους δικούς της αιρετικούς. Ενα από τα κυριότερα επιχειρήματα του γνωστού νεορθόδοξου ρεύματος που ευδοκίμησε τη δεκαετία του 80 σε χώρους διανοουμένων, είναι ότι δεν υπήρξαν στο Βυζάντιο οι σκληρές μορφές καταστολής του ετερόδοξου, όπως αυτές που γνώρισε η Δύση με την Ιερά Εξέταση. Απευθυνθήκαμε στον ιστορικό Λένο Μαυρομμάτη, διευθυντή ερευνών στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, και του ζητήσαμε να συγκρίνει το φαινόμενο της δίωξης των αιρέσεων στη χριστιανική Δύση και την Ανατολή κατά την περίοδο του Μεσαίωνα. Η επιστημονική του πεποίθηση είναι ότι στα Βαλκάνια δεν εμφανίζεται κανένας θεσμός παρόμοιος με την Ιερά Εξέταση διότι στο Βυζάντιο το ρόλο του διώκτη δεν τον αναλαμβάνει η εκκλησία, αλλά το κράτος. "Αν στη Δυτική Ευρώπη λένε ότι το κράτος είναι το κοσμικό χέρι της εκκλησίας, όσον αφορά τα καθ' ημάς, η εκκλησία είναι το θρησκευτικό χέρι του κράτους." Δεν πρόκειται για λογοπαίγνιο του συνομιλητή μας. Πολύ γρήγορα, πολύ πριν αρχίσει η δίωξη των αιρέσεων στη Δύση, στην Ανατολή η αίρεση ταυτίζεται με το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας. Την αντιμετώπισή της την αναλαμβάνει το κράτος. Η εκκλησία έρχεται μόνον αρωγός στην ανακάλυψη του ενόχου. Στη Δύση, αντιθέτως, είναι η εκκλησία -η εξωεθνική εκκλησία της Ρώμης- η οποία θέλει να επιβάλει την εξουσία της στους τοπικούς ηγεμόνες αλλά και στις ντόπιες εκκλησίες μέσω της δίωξης των αιρετικών.
Το Βυζάντιο προηγείται χρονικά στην καταστολή των αιρετικών, αλλά με τον όρο αυτόν νοείται εκείνος που αμφισβητεί την κρατική εξουσία και αναδεικνύεται σε ανατροπέα της καθεστηκυίας τάξης. "Για να είσαι ρωμαίος πολίτης στη βυζαντινή αυτοκρατορία χρειάζονται δύο πράγματα: να είσαι χριστιανός ορθόδοξος και να πληρώνεις τους φόρους. Απαξ και αμφισβητήσεις είτε το ένα είτε το άλλο, αρχίζει η καταστολή. Η μορφή της αίρεσης δεν ενδιαφέρει και τόσο. Σε τελευταία ανάλυση η εκκλησία δεν ανησυχεί ιδιαίτερα. Το κράτος έχει τεράστιο χώρο ανοχής, όσο δεν υποσκάπτεται η πίστη στον αυτοκράτορα και δεν αμφισβητείται η υποχρέωση καταβολής φόρων."
Αυτό δε σημαίνει ότι ο αιρετικός, από τη στιγμή που εκδηλώσει την αντιεξουσιαστική του διάθεση, δεν αντιμετωπίζει και στην Ανατολή, στο Βυζάντιο, κάθε είδους διώξεις και βασανιστήρια. Τελευταίο μέσο πειθούς είναι και στην Ανατολή -όπως και στη Δύση- η πυρά: "Το ρωμαϊκό δίκαιο προέβλεπε για τον ένοχο της εσχάτης προδοσίας είτε το λιθοβολισμό, είτε το σταύρωμα, είτε τη φωτιά. Ενα χριστιανικό κράτος δεν μπορεί, εξ ορισμού πια, να χρησιμοποιεί σταυρό. Ο λιθοβολισμός είναι μέσο εκτέλεσης εβραϊκής προέλευσης. Αρα τι μένει; Να κάψεις τον αιρετικό. Με όλον το συμβολισμό του καψίματος. Να καεί κι αυτός και οι στάχτες του να σκορπιστούν στον αέρα και τα βιβλία του να καούν."
Το κατόρθωμα του αυτοκράτορα
Στη μέση του Τζυκανιστηρίου, ενός μικρού σταδίου που εξυπηρετούσε τις ανάγκες ψυχαγωγίας της βυζαντινής Αυλής, δυό τεράστιες πυρές ανέμεναν τους συλληφθέντες που κατηγορούνταν ότι ανήκουν στην αίρεση των Βογόμιλων. Στο δάπεδο της μιας ήταν καρφωμένος ένας σιδερένιος σταυρός. Προκειμένου να ξεχωρίσουν οι πράγματι αιρετικοί από τους αδίκως κατηγορηθέντες, οι μελλοθάνατοι είχαν την ευχέρεια να επιλέξουν οι ίδιοι το εργαλείο της εκτέλεσής τους. "Η φωτιά ανέβαινε ως τον ουρανό", αφηγείται η αυτόπτης
πριγκίπισσα Αννα Κομνηνή στην "Αλεξιάδα" της (βιβλίο ΙΕ, 9.4). "Βλέποντας πως ο θάνατος ήταν αναπόφευκτος, όσοι απ' αυτούς ήταν ορθόδοξοι κατευθύνθηκαν προς το καμίνι του σταυρού, σίγουροι πως τους περιμένει το μαρτύριο · οι δε αθεότατοι, παραμένοντας προσκολλημένοι στη μυσαρή αίρεση, στράφηκαν προς το άλλο". Την τελευταία στιγμή, η εκτέλεση θα αναβληθεί με βασιλική διαταγή. Οσοι επέλεξαν το σταυρό αφήνονται ελεύθεροι, οι υπόλοιποι οδηγούνται πίσω στη φυλακή. Ομως η ιστορία της καταστολής των αιρετικών της Κωνσταντινούπολης από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό (1081-1118), λεπτομερώς καταγραμμένη από την κόρη του Αννα, δε σταματά εδώ. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Εκφραστές ενός ιδιότυπου αντικρατικού ριζοσπαστισμού, οι Βογόμιλοι καθόλου τυχαία δεν προκάλεσαν τη
μήνη των αρχών. Η διδασκαλία τους ότι ο υλικός κόσμος είναι δημιούργημα του Σατανά, πρωτότοκου γιού του Θεού που επαναστάτησε κατά του πατέρα του με αποτέλεσμα να χάσει τη βασιλεία των ουρανών, είχε σαφείς και συγκεκριμένες προεκτάσεις: "Διδάσκουν τους οπαδούς τους να μην υποτάσσονται στις αρχές, δυσφημούν τους πλούσιους, μισούν τους αυτοκράτορες, κακολογούν τους ανώτερους, προσβάλλουν τους άρχοντες, υποστηρίζουν ότι ο Θεός απεχθάνεται όσους εργάζονται για τον αυτοκράτορα και παρακινούν τους δούλους να μην εργάζονται για τους κυρίους τους", διαβάζουμε στο κείμενο του μοναχού Κοσμά που πρώτος ανέλαβε, στα τέλη του Ι' άι. μΧ, να περιγράψει τα χαρακτηριστικά της νεοεμφανιζόμενης τότε αίρεσης (C.Mango "Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης", σ.123). Η ίδια η Αννα Κομνηνή δεν τσιγκουνεύεται τους χαρακτηρισμούς γι' αυτό το "νέφος αιρετικών", "το φρικαλέο γένος που ήταν φωλιασμένο σαν φίδι στην τρύπα του" αλλά είχε καταφέρει "να διαφθείρει πλήθος ψυχές" ακόμα και στην ίδια την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Και, φυσικά, υπερθεματίζει για την απόφαση των αρχών να εξαπολύσουν "φοβερό διωγμό εναντίον της πλάνης".
Η εκκαθάριση ξεκίνησε (πώς αλλιώς;) με ανακρίσεις. "Μερικοί Βογόμιλοι οδηγήθηκαν στα ανάκτορα κι όλοι κατήγγειλαν κάποιον Βασίλειο ως κορυφαίο και πρωτοστάτη της βογομιλικής αίρεσης. Μεταξύ αυτών που είχαν συλληφθεί ήταν και κάποιος Διβλάτιος, που αρνιόταν να απαντήσει στις ερωτήσεις. Τον υπέβαλλαν λοιπόν σε βασανιστήρια κι αμέσως κατονόμασε τον εν λόγω Βασίλειο και όσους εκείνος είχε ορίσει αποστόλους" ("Αλεξιάς", ΙΕ, 8.3). Ο αρχιαιρεσιάρχης συλλαμβάνεται κι οδηγείται στα ανάκτορα, όπου ο βασιλιάς πιάνει μαζί του θεολογική συζήτηση υποκρινόμενος τον απογοητευμένο από τις συμβάσεις της ορθοδοξίας · πίσω όμως από τις κουρτίνες, ένας γραμματέας καταγράφει καταλεπτώς τη συζήτηση. Ακολουθεί κοινή συνεδρίαση της Συγκλήτου, της ηγεσίας του στρατού και της Ιεράς Συνόδου: "αναγνώστηκαν τα θεοστυγή δόγματα και αποδείχθηκε αδιαμφισβήτητα η ενοχή του Βασιλείου" (οπ. παρ., 8.6). Παρόμοιες "συζητήσεις" θα διεξαχθούν ανάμεσα στον αυτοκράτορα και τους υπόλοιπους κρατούμενους για να διαπιστωθεί, τεκμηριωμένα πλέον, η σχέση τους με την αίρεση. Ο Αλέξιος διαπιστώνει ότι "το κακό είχε εισχωρήσει και στα πιό μεγάλα σπίτια και μεγάλο πλήθος είχε προσβάλλει το μίασμα" κι αποφασίζει να αντιδράσει σθεναρά, καταδικάζοντας στην πυρά "τους αλλόθρησκους, τόσο τον κορυφαίο όσο και το χορό".
Η τελευταία πράξη του δράματος θα παιχτεί με την εκτέλεση του Βασίλειου μπροστά στο φανατισμένο ορθόδοξο πλήθος της Πόλης. "Αναψαν τη φωτιά κι άρχισε λίγο λίγο να μαζεύεται κόσμος στο επίπεδο μέρος του ιπποδρόμου και στα σκαλιά. Ολοι περίμεναν να
δουν τι θα γινόταν (...) Είχαν επίσης οδηγηθεί εκεί κι οι αιρετικοί όλοι για να
δουν το Βασίλειο, τον κορυφαίο τους. Οσο για κείνον, έδειχνε να καταφρονεί κάθε τιμωρία και απειλή · όσο στεκόταν μακριά από τη φωτιά, σάρκαζε και τερατολογούσε λέγοντας πως κάποιοι άγγελοι θα τον ανήρπαζαν μέσα από τις φλόγες (...) Οταν όμως του άνοιξε χώρο ο κόσμος και μπόρεσε να δεί ελεύθερα το φρικώδες εκείνο θέαμα της φωτιάς, τότε ο θρασύς εκείνος άνθρωπος φάνηκε να δειλιάζει και να ταράσσεται μπροστά στην πυρά. Σαν να τα είχε τελείως χαμένα, έστρεφε το βλέμμα του πότε εδώ πότε εκεί, χτυπούσε τα χέρια, χτυπούσε το μηρό του (...) Ηταν φανερό σε όλους πως είχε τρελαθεί: ούτε στη φωτιά ορμούσε ούτε πισωπατούσε καθόλου, μα έμενε παγωμένος και ακίνητος στην ίδια θέση όπου είχε σταθεί αρχικά (...) Τον σήκωσαν και τον πέταξαν με τα ρούχα και τα παπούτσια καταμεσής στο καμίνι. Κι η φλόγα, σαν νά
'ταν οργισμένη εναντίον του, τόσο γρήγορα προχώρησε τρώγοντας τις σάρκες του ασεβούς, ώστε ούτε κνίσσα βγήκε καθόλου ούτε άλλαξε μορφή ο καπνός και μόνο
μια λεπτή γραμμή καπνού φάνηκε ανάμεσα στις φλόγες (...) Μετά από αυτό τελείωσε η παράσταση. Οι άθεοι μεταφέρθηκαν ύστερα σε άλλη ασφαλέστερη φυλακή κι αφού έζησαν κλεισμένοι εκεί αρκετό διάστημα, πέθαναν μέσα στην ασέβειά τους. Αυτό λοιπόν ήταν το ύστατο κατόρθωμα του αυτοκράτορα" ("Αλεξιάς", ΙΕ, 10).
Ο πατριάρχης, ο πάπας, ο τσάρος
Μιά από τις σπάνιες περιπτώσεις διακρατικής συνεργασίας εναντίον θρησκευτικής αίρεσης στη μεσαιωνική Ανατολή ήταν ο συνασπισμός βυζαντινών αυτοκρατόρων, οικουμενικού πατριαρχείου, ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και βούλγαρων τσάρων για την καταστολή των Βογομίλων. Αντικείμενο αυτού του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος ήταν η εξαιρετική ανάπτυξη της συγκεκριμένης αίρεσης ανάμεσα στους σλαβικούς κυρίως πληθυσμούς των μεσαιωνικών βουλγαρικών βασιλείων. Η ίδια η εμφάνιση του Βογομιλισμού αποδίδεται από τους περισσότερους ερευνητές στο σοκ της μετάβασης από την κοινοκτημοσύνη και την απουσία σοβαρής ιεραρχικής δομής των πρώιμων σλαβικών κοινοτήτων της Βαλκανικής σε
μια αυταρχική μορφή κρατικής οργάνωσης εμπνευσμένη από τους βυζαντινούς θεσμούς, όπως ήταν το πρώτο βουλγαρικό βασίλειο.
Η πρώτη μορφή τέτοιας συνεργασίας χρονολογείται από τις
απαρχές της εμφάνισης των Βογόμιλων. Γύρω στα 950 μΧ, ο τσάρος Πέταρ θα καταφύγει στις οδηγίες του (συμπέθερού του) πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Θεοφύλακτου Λεκαπηνού για τη θεολογική βάση αλλά και τις αναγκαίες τιμωρίες προς καταστολή του "κακού". Δυόμισι αιώνες αργότερα, η
κατάρρευση του βυζαντινού κράτους θα οδηγήσει τους τσάρους του 2ου βουλγαρικού βασιλείου σε αναζήτηση νέων πηγών αντιαιρετικής έμπνευσης. Στις 11 Φεβρουαρίου 1211, ο Βογομιλισμός καταδικάζεται επίσημα και πανηγυρικά από ειδική σύνοδο της βουλγαρικής εκκλησίας, υπό την άμεση καθοδήγηση του τσάρου Βορίλου. To βυζαντινό πρότυπο τηρήθηκε απαράλλακτα. "Η σύνοδος", διαβάζουμε σ'
ένα πανεπιστημιακό εγχειρίδιο, "επέβαλε τις κανονικές εκκλησιαστικές ποινές στους αιρετικούς, ενώ ο τσάρος ως πολιτικός ηγέτης και ανώτατος δικαστής του κράτους αντιμετώπισε την αίρεση ως πολιτικό έγκλημα και τους κατεδίκασε ως
παραβάτες της σχετικής νομοθεσίας" (Δ.Γόνη "Ιστορία της εκκλησίας της Βουλγαρίας", Αθήναι 1995, σ. 61). Εμπνευστής όμως της συνόδου δεν ήταν άλλος από τον πάπα
Ιννοκέντιο τον Γ, το θεμελιωτή της δυτικής Ιεράς Εξέτασης...
(Ελευθεροτυπία, 30/3/1997)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |