ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΄97
Με τα μάτια των ξένων
1. / 2.
Εκατό χρόνια πριν, ο στρατός μας πέρναγε ενθουσιασμένος τα ελληνοτουρκικά σύνορα για να πάρει την Πόλη και την Αγιά Σοφιά. Τα ξαναπέρασε τρέχοντας, υπό το βλέμμα ποικίλων αλλοδαπών παρατηρητών.
Το ρεπορτάζ της Μεγάλης Φυγής
Από το βήμα της Βουλής, ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης απευθυνόταν στην Ιστορία: "Το Ελληνικόν κράτος παρεσκευάζετο προς πόλεμον, αλλά παρεσκευάζετο δια να προβή εις πόλεμον, όταν εξηντλείτο πάσα ελπίς περί της εκπληρώσεως του σκοπού του διά των μέσων της ειρήνης. Αλλά αφού το όμορον κράτος μάς κηρύττει τον πόλεμον, καθήκον έχομεν να τον δεχθώμεν και τον εδέχθημεν". Ακόμα πιο ενθουσιώδης ήταν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Δημήτριος Ράλλης: "Ευλογημένη η ώρα κατά την οποίαν οι Τούρκοι προεκάλεσαν ημάς, κηρύξαντες τον πόλεμον. Ο Ελληνισμός έχει να εκδικήσει την ύβριν τεσσάρων και πλέον αιώνων!". Βρισκόμαστε στις 5 Απριλίου του 1897. Λίγες μέρες πριν, στις 27 Μαρτίου, περίπου 2000 άτακτοι "σταυραετοί" της παρακρατικής οργάνωσης "Εθνική Εταιρεία" είχαν σπάσει τα ελληνοτουρκικά σύνορα, εξαγγέλλοντας την "ανάστασιν της δούλης Μακεδονίας". Κατέλαβαν για λίγο το παραμεθόριο χωριό Βαλτινό και, μόλις εμφανίστηκε στον ορίζοντα ο τουρκικός στρατός, αναδιπλώθηκαν στο πάτριο έδαφος. Λίγες μέρες μετά, ο πρεσβευτής του σουλτάνου στην Αθήνα επέδιδε στην ελληνική κυβέρνηση την κήρυξη του πολέμου.
Οσα ακολούθησαν είναι λίγο-πολύ γνωστά. Υστερα από μερικές αψιμαχίες στα σύνορα, ο ελληνικός στρατός άρχισε να υποχωρεί προς τη Λάρισα για να τραπεί στη συνέχεια σε άτακτη φυγή - με πρώτους και καλύτερους τους αξιωματικούς και το επιτελείο του διαδόχου Κωνσταντίνου. Με μικρή εξαίρεση την προσωρινή αναχαίτιση της τουρκικής επέλασης στο Βελεστίνο, αυτή η πορεία δεν έμελλε να ανατραπεί στον ένα μήνα που διήρκεσαν οι πολεμικές επιχειρήσεις. Τα ελληνικά στρατεύματα ηττήθηκαν διαδοχικά στα Φάρσαλα και το Δομοκό και στη συνέχεια έφτασαν σε τέτοιο σημείο αποσύνθεσης, που η ολοσχερής εθνική καταστροφή -η είσοδος δηλαδή του Ετέμ Πασά στην Αθήνα- αποτράπηκε μόνο και μόνο χάρη στην επέμβαση των μεγάλων Δυνάμεων, που δεν επιθυμούσαν μια τόσο ριζική ανατροπή των γεωπολιτικών συσχετισμών στην περιοχή. Η Ελλάδα καταδικάστηκε σε καταβολή μιας γενναίας αποζημίωσης και ο τουρκικός στρατός αποσύρθηκε από τη Θεσσαλία και τη βόρεια Φθιώτιδα που είχε καταλάβει. Οσο για τις ευθύνες, αυτές πνίγηκαν μέσα σε μια γενικευμένη αίσθηση πανεθνικής ντροπής.
Αυτόπτες μάρτυρες, τόσο της πατριωτικής έξαρσης που οδήγησε στη σύρραξη όσο και του ρεζιλικιού που ακολούθησε, δεν ήταν μόνο ο ελληνικός στρατός και πληθυσμός των περιοχών στις οποίες διεξήχθησαν οι πολεμικές επιχειρήσεις. Δυο κατηγορίες ευρωπαίων και αμερικανών βρέθηκαν επιτόπου καταγράφοντας τα γεγονότα. Η πρώτη περιλάμβανε εκατοντάδες απαρηγόρητους Ιταλούς, Γάλλους και Βρετανούς της "Λεγεώνας Φιλελλήνων και Γαριβαλδινών" που είχαν έρθει στην Ελλάδα να πολεμήσουν για την ελευθερία των χριστιανών της οθωμανικής Ανατολής Τη δεύτερη κατηγορία αποτελούσαν οι πολεμικοί ανταποκριτές κάθε λογής, εκπρόσωποι ενός επαγγέλματος που γνώριζε τότε διεθνώς την πρώτη περίοδο ακμής του. Οι Γαριβαλδινοί μας άφησαν απομνημονεύματα (συνήθως με τη μορφή βιβλίων), οι δημοσιογράφοι τις πολυσέλιδες ανταποκρίσεις τους σε περιοδικά της εποχής. Μια πλούσια συλλογή τέτοιων μαρτυριών φυλάσσεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη -και χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες αυτού του αφιερώματος.
Το πιο εντυπωσιακό σημείο από τις περιγραφές των ξένων παρατηρητών, ανεξαρτήτως ιδιότητας, είναι αυτή που αναφέρεται στην κατάρρευση του ελληνικού στρατού και την ανικανότητα αυτών που τον διοικούσαν. "Πολλοί Ελληνες αξιωματικοί", γράφει ο Φρέντερικ Πάλμερ στο περιοδικό The Forum (11/1897), "είχαν εκπαιδευτεί στη Γαλλία και τη Γερμανία και μιλούσαν συχνά μια ή δυο γλώσσες πέρα από τη δική τους. Στα καφενεία ήταν σχολαστικά εκλεπτυσμένοι - ψοφώντας για πόλεμο κι εκφράζοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στους στρατιώτες και τους εαυτούς τους". Υστερα ήρθε η νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής, όταν ο στρατός διατάσσεται ν' αναδιπλωθεί από τη Λάρισα: "Φτάνοντας στη δημοσιά, επικράτησε πανικός. Αξιωματικοί ξέχασαν την ευθύνη τους · λόχοι αποσυντέθηκαν · ο φόβος κάθε μαχητή διογκώθηκε από την κοινότητα του τρόμου στην οποία βρέθηκε. Οταν το ελληνικό ιππικό, ερχόμενο από πίσω, επιχείρησε να περάσει από το πλάι του δρόμου, κάποιος κραύγασε `μας την πέσανε οι Τούρκοι!' Αμέσως ήχησε μια σχεδόν καθολική στριγγλιά, ακολουθούμενη από γενικό τουφεκίδι. Πολλοί έστρεψαν τα τουφέκια τους στον ουρανό · πολλοί άλλοι, στα πρόσωπα των συντρόφων τους αντί για το φανταστικό εχθρό. Απ' αυτούς που έπεσαν, κάποιοι είχαν πυροβοληθεί · άλλοι λιποθύμησαν ή κατέρρευσαν από σκέτο τρόμο (...) Κάμποσοι αξιωματικοί, φοβιτσιάρηδες, κατάφεραν να την κοπανήσουν αφήνοντας πίσω τους άντρες τους. Μερικούς απ' αυτούς τους σταμάτησαν και τους έπιασαν αιχμαλώτους ένοπλοι χωρικοί". Ακόμα τραγελαφικότερες είναι οι αναμνήσεις του γάλλου γαριβαλδινού Λουί Φιστέ από την ίδια νύχτα: "Οι λέξεις `τουρκικό ιππικό' αντηχούν από όλες τις πλευρές. Οι οδηγοί εγκαταλείπουν τα υποζύγιά τους και την κοπανάνε στην τύχη · τα τουμπαρισμένα οχήματα κατρακυλούν στην κατηφόρα. Κάποιοι άντρες συνθλίβονται. Πρόκειται για απερίγραπτη αναμπουμπούλα. Κι όμως, οι Τούρκοι ήταν μακριά. Ο εχθρός που νομίζαμε πως βλέπουμε δεν ήταν παρά το ελληνικό ιππικό και πυροβολικό που κατέφθαναν από τα βάθη των συνόρων, τρομαγμένοι από το θόρυβο που οι ίδιοι έκαναν και πεπεισμένοι ότι καταδιώκονταν από όλο το στρατό του Ετέμ Πασά. Ολα τούτα δεν κράτησαν παρά μερικά δευτερόλεπτα, και θάλεγες πως ένας γιγαντιαίος τυφώνας είχε σαρώσει το δύστυχο στρατό μας" ("Journal d' un volontaire", σ.40). Τα ίδια και χειρότερα στο σταθμό της Λάρισας, όπου εκτός απ' τον ηττημένο στρατό συνωθούνται και πλήθη προσφύγων: "Επιτέλους, ακούγεται ένα σφύριγμα και η ατμομηχανή μπαίνει στο σταθμό. Μέσα σε μιά στιγμή, τα βαγόνια καταλαμβάνονται εξ εφόδου. Πολλοί στρατιώτες κι αξιωματικοί καταλαμβάνουν θέσεις, απωθώντας βίαια τους κακόμοιρους κατοίκους" (στο ίδιο, σ.43).
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην προκλητική φυγή της στρατιωτικής ηγεσίας. "Στις 5πμ", γράφει ο Μπένετ Μπάρλεϊ στο Forthnight Review (7. 1897), "ο διάδοχος γλύστρισε διακριτικά στο σιδηροδρομικό σταθμό κι έφυγε με ειδικό τραίνο για τα Φάρσαλα μέσω Βελεστίνου". Ακολούθησε η αποστολή των πριγκιπικών αλόγων και 4 βαγόνια με τις βαλίτσες του επιτελείου. "Οι γυναίκες και τα παιδιά της Λάρισσας έπρεπε να μεταφέρουν στην πλάτη ότι ήθελαν να περισώσουν. Χιλιάδες από αυτά τα αβοήθητα πλάσματα, μαζί με άρρωστους και τραυματισμένους στρατιώτες, εγκαταλείφθηκαν γύρω από το σιδηροδρομικό σταθμό, ενώ αξιωματικοί καβάλλησαν τα πρωινά και ειδικά τραίνα για να καταφύγουν μέχρι και στην Αθήνα".
Πρόκειται πλέον για τη συντέλεια του κόσμου. "Η πειθαρχία είχε παραγκωνιστεί ολοκληρωτικά και επί έξι μέρες οι δρόμοι προς τα Φάρσαλα και το Βόλο ήταν γεμάτοι ατημέλητους, μεθυσμένους, που έσερναν τα πόδια τους, κατείσχαν ό,τι τους βόλευε, πυροβολούσαν τα ζώα, γύρναγαν από δώ κι από κεί κατά βούληση", γράφει οργισμένος ο γαριβαλδινός Πολ Μολέν ("A travers la Thessalie", σ.19). "Καθώς έπεφτε η νύχτα", σημειώνει απ' την πλευρά του ο απεσταλμένος του Blackwood's Edinburgh Magazine στη μάχη του Δομοκού, "ήταν όλο και περισσότερο φανερό πως ένα μεγάλο μέρος του στρατού βρισκόταν σε πλήρη φυγή. Ενα συνεχές ρεύμα στρατιωτών, σε κάθε άλλο παρά στρατιωτικό σχηματισμό και στο μεγαλύτερο μέρος του χωρίς όπλα, περνούσε από τους γεμάτους δρόμους. Oι κάτοικοι [της Λαμίας] πακετάριζαν την κινητή τους περιουσία. Πλιατσικολόγοι ξέσπασαν σε δημόσιες λεηλασίες". "Ενα χωριό είναι εκεί, στα δεξιά του δρόμου" προσθέτει ο Φιστέ (σ.47). "Μπαίνουμε. Εχει καταληφθεί από φαντάρους του τακτικού στρατού, που έμειναν πίσω για να βάλουν στο χέρι ό,τι δεν πρόλαβαν να πάουν μαζί τους οι χωρικοί. Οταν θάρθουν οι Τούρκοι, δε θα βρούν να πάρουν και πολλά πράγματα!"
Κάνοντας τον απολογισμό της καταστροφής την επομένη της ανακωχής ("The conduct and present condition of Greece", Blackwood's Edinburgh Magazine 8.1897) ο Ουόλτερ Χάρις δε θα μασήσει τα λόγια του: "Η κατάσταση της Ελλάδας είναι όντως θλιβερή, και κανείς απ' όσους επισκέπτονται σήμερα την Αθήνα δε μπορεί να ελέγξει ένα αίσθημα οργής και περιφρόνησης γι' αυτούς που είναι ένοχοι για όλα αυτά. Η Θεσσαλία ερειπωμένη, δεκάδες χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά που λιμοκτονούν, δίχως ελπίδα για το μέλλον · ένας στρατός 35.000 ανδρών αραγμένος στις Θερμοπύλες, χωρίς σκηνές για να προστατευτεί από τις συχνές βροχές και τη φοβερή ζέστη, δίχως ενθάρρυνση απ' τους αξιωματικούς του, στρατωνισμένος ως επί το πλείστον σε ελώδη εδάφη γεμάτα πυρετούς · η πλουσιότερη επαρχία της Ελλάδας στα χέρια των Τούρκων · η χώρα οικονομικά ρημαγμένη. Χοντρό στοίχημα, χωρίς αμφιβολία, για κείνους που επιδίωξαν
πάση θυσία τη δημοτικότητα!"
Μπαρούτι και άνθη
Αγγλίδες νοσοκόμες στην υπηρεσία του ελληνικού στρατού, ελληνίδες εθελόντριες ταγμένες στη φροντίδα των τραυματισμένων γαριβαλδινών του πολέμου: δύο κατηγορίες γυναικών που, αν και έκαναν αισθητή την παρουσία τους στα γεγονότα του 1897, δεν κρίθηκαν άξιες να απασχολήσουν τη σχετική ιστοριογραφία. Δεν ήταν οι μόνες. Την εποχή αυτή, αρκετές υπήρξαν στην Ελλάδα οι γυναίκες που, εκμεταλλευόμενες την πολεμική αναταραχή, επιχείρησαν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους στον απαγορευμένο δημόσιο χώρο. Ανάμεσά τους και οι δύο ομάδες που συνδέονται με το θέμα μας: οι νοσοκόμες που ήρθαν από την Αγγλία για να εργαστούν στα πολεμικά χειρουργεία και οι γυναίκες-μέλη της "Ενωσης των Ελληνίδων" που θα αναλάμβαναν την περίθαλψη των ξένων τραυματιών του πολέμου.
Η άφιξη των αγγλίδων νοσοκόμων στην Ελλάδα αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου φαίνεται ότι προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στον άμαθο και συντηρητικό αθηναϊκό μικρόκοσμο. Σε αντίθεση με τους άνδρες φιλέλληνες που ξεσήκωσαν παραλήρημα ενθουσιασμού, οι φιλελληνίδες πρέπει να αντιμετωπίστηκαν με την καχυποψία που συνόδευε την εποχή αυτή και το ελάχιστο βήμα των γυναικών έξω από το σπίτι. Αμηχανία, περιέργεια, αλλά και κουτσομπολιό ήταν η εγχώρια αντίδραση στην εικόνα των ξένων νοσοκόμων με τις ιδιόρρυθμες για τα ελληνικά δεδομένα στολές και την ύποπτη για τα εντόπια ήθη κοινωνική εμπειρία. Εως και το επιτελείο του διαδόχου λεγόταν ότι "είχεν εκστρατεύσει κατά των αγγλίδων νοσοκόμων αίτινες κατήλθον εις την χώραν ημών προς εξυπηρέτησιν του ελληνικού αγώνος". Υπήρχαν όμως και κάποιες που θα τις υποδέχονταν με ανακούφιση, ακριβώς γιατί από την παρουσία των Αγγλίδων μπορούσαν να αντλήσουν τη νομιμοποίηση και της δικής τους εμφάνισης στον πόλεμο. Πράγματι, τον ίδιο καιρό, η νεοσύστατη "Ενωση των Ελληνίδων" της Καλλιρρόης Παρρέν ετοιμαζόταν να στείλει στο μέτωπο το χειρουργείο της με τη γιατρό Καλαποθάκη και εκπαιδευμένες ελληνίδες νοσοκόμες. Οι αγγλίδες συνάδελφοι τούς προσέφεραν έτσι μια διπλή εξυπηρέτηση: τις βοηθούσαν να τα βγάλουν πέρα με τα καινούρια τους καθήκοντα αλλά, κυρίως, αποδείκνυαν ότι τα "προηγμένα" κράτη αναγνώριζαν πλέον την αξία της γυναικείας προσφοράς στους πολέμους.
Δεν λήγει εδώ η επαφή της "Ενωσης των Ελληνίδων" με τους ξένους, άνδρες και γυναίκες, που το 1897 βρέθηκαν στο πλευρό των Ελλήνων. Μετά τις γνωστές εξελίξεις, τα μέλη της "Ενωσης" θα αναλάμβαναν την περίθαλψη των ξένων τραυματιών του πολέμου σε προσωρινό νοσοκομείο που οργάνωσαν στο μέγαρο του πρώην υπουργού Μαυρομιχάλη. Οι τραυματίες της Λεγεώνας των Φιλελλήνων και των Γαριβαλδινών θα στεγάζονταν σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα και θα δέχονταν την ιδιαίτερη φροντίδα των γυναικών της "Ενωσης". "Ολοι των μορφωμένοι, εν τη ακμή της νεότητος, παιδιά καλών οικογενειών, εύθυμοι, ζωηροί ως όλοι οι μεσημβρινοί λαοί, φύσεις ποιητικαί ως απόγονοι του Δάντου και του Πετράρχου", σχολιάζει η Καλλιρρόη Παρρέν σε επιστολή της με ημερομηνία 18 Μαϊου 1897. Και αφιερώνει μερικές αράδες σε κάθε τραυματία ξεχωριστά: Τον Τζοβάνι Μπατίστα Μοντουόρι με το σπασμένο αριστερό χέρι που διάβαζε ακατάπαυστα τα βιβλία του, αναπολούσε τη Νάπολη και, παρακούοντας τις νοσοκόμες, διοργάνωνε συναυλίες με άλλους τραυματίες του θαλάμου. Τον Σαλβατόρε ντε Αντζέλις από τη Φλωρεντία, που βρισκόταν στην Ελλάδα όταν ξέσπασε ο πόλεμος και έσπευσε να καταταγεί για να βρεθεί σύντομα με μια σφαίρα στο πόδι. Τον αξιωματικό του ναυτικού Λουίτζι Μπαρτόλι που μέχρι τέλους περίμενε να κλείσει η πληγή του για να ξαναβρεθεί στο μέτωπο, τον υπολοχαγό Εράλντο Ρέτσιο που είχε πληγωθεί και στα δύο πόδια, τον επίσης βαριά τραυματισμένο Νίκολας Κολαούσι, τον Φραντσέσκο Φόρτι...
Ανάμεσα στους τραυματισμένους γαριβλδινούς, η Κ. Παρρέν διακρίνει και ένα συνάδελφό της. Σ' αυτόν θα επιμείνει περισσότερο: "Φυσιογνωμία γνωστή, φυσιογνωμία συναδέλφου, η του Carlo Giachetti, του ανταποκριτού του Βήματος της Ρώμης. Ούτος κατήντησεν αγνώριστος υπό την σωρείαν του βάμβακος και των επιδέσμων, οι οποίοι περιβάλλουν το πρόσωπόν του από όλα τα σημεία. Η σφαίρα είχε διέλθει εκ του δεξιού μέρους του λαιμού και είχε σφηνωθή εις την δεξιάν σιαγόνα, οπόθεν εξήχθη προ ημερών ίνα αναρτηθή ως μετάλλιον τιμής από του λαιμού του ήρωος δημοσιογράφου, όστις πιστός εις το καθήκον του διακινδύνευσε τόσον γενναίως την ζωήν του εις το πεδίον της τιμής". ("Ζωή ενός έτους. Επιστολαί Αθηναίας προς Παρισινήν, 1896- 97", χ.χ., σ. 370).
Υπάρχει και συνέχεια. Οταν, περί τα μέσα Μαϊου, το σώμα των γαριβαλδινών ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί στο ατμόπλοιο που θα τους μετέφερε στην Ιταλία, οι γυναίκες της "Ενωσης" θα βρίσκονταν και πάλι μπροστά του. Αυτή τη φορά για να τους προσφέρουν δάφνινα στεφάνια, λουλούδια και δυόμισι χιλιάδες κουτιά τσιγάρα. Ο λόγος και πάλι στην Καλλιρρόη Παρρέν που αναφέρεται στο γεγονός στην επόμενη επιστολή της (1 Ιουνίου): "Θα το πιστεύσης, φίλη μου, ότι όλοι αυτοί οι ηλιοκαείς άνδρες, οι οποίοι εις την ζωή των έχουν φάγει, κατά το κοινόν λόγιον, το μπαρούτι με τη φούχτα, όλοι αυτοί εζήτουν άνθη, προτιμώντες εν άνθος, ως μας έλεγαν, από δέκα κουτιά καπνού" (στο ίδιο, σ. 385).
To μπάρμπεκιου του αιχμαλώτου
Οταν ένας στρατός αποσυντίθεται με τέτοια ταχύτητα μέσα στην ίδια του τη χώρα, η δυνατότητά του για διάπραξη βιαιοπραγιών είναι φυσικά πολύ περιορισμένη. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι απουσιάζουν εντελώς αυτού του είδους οι πληροφορίες για το "μαύρο '97". Θα περιοριστούμε σε μια, την πιο χτυπητή.
Η πρώτη σχετική μαρτυρία ανήκει στον άγγλο σοσιαλιστή -και μετέπειτα δημοσιογράφο της Manchester Guardian στη Μακεδονία- Χένρι Νόελ Μπράισφορντ, που πολέμησε (και τραυματίστηκε) ως εθελοντής στις τάξεις των γαριβαλδινών. "Κατά τη διάρκεια της θεσσαλικής εκστρατείας", γράφει σε μεταγενέστερο βιβλίο του, "ήμουνα παρών όταν ένα σύνταγμα ευζώνων κρέμασε έναν Τούρκο αιχμάλωτο από τις φτέρνες από ένα δέντρο και ετοιμάστηκε να βάλει φωτιά σε ξύλα και άχυρα κάτω απ' το κεφάλι του. Ευτυχώς αυτός υποσχέθηκε να τους δώσει χρήσιμες πληροφορίες πριν ανάψουν τη φωτιά, κι εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκαν μερικοί Ιταλοί αξιωματικοί της Ξένης Λεγεώνας" (H.N.Brailsford "Macedonia. Its races and future", Λονδίνο 1906, σ.213).
To ίδιο προφανώς περιστατικό περιγράφεται κι από το Γάλλο γαριβαλδινό Πολ Μολέν, που κάνει λόγο για "ένα θέαμα ταυτόχρονα γκροτέσκο και βάρβαρο, που προσφέρθηκε από τους ευζώνους στους λεγεωνάριους" (P.Mollin "A travers la Thessalie", Αθήνα 1897). "Είχαμε πιάσει έναν υποτιθέμενο κατάσκοπο. Επρεπε να αποκαλύψει κάτι πάση θυσία. Για να φτάσουμε σ' αυτό το αποτέλεσμα, τον έδεσαν και τον κρέμασαν από τα πόδια σ'ένα κλαδί επί δέκα λεπτά. Ο φτωχοδιάολος, δεν ήξερε τι να κάνει. Καθώς αρχίσανε να τον σιγοψήνουνε, είχε μια φαεινή ιδέα. -`Πίσω απ'αυτό το βουνό υπάρχει ένα εγκαταλειμμένο κανόνι', λέει, `θα σας πάω να το πάρετε'. -`Δεν πιστεύω να υπάρχουν τίποτα Τούρκοι εκεί γύρω', αντέτεινε ένας αξιωματικός. -`Κανένας κίνδυνος'. Ο ψευτοκατάσκοπος ξεκρεμάστηκε, τον ταίσαμε για τα καλά και, το βραδάκι, 40 λεγεωνάριοι υπό την κάλυψη δυό αποσπασμάτων ιππικού ανάλαβαν να περικυκλώσουν το κανόνι. Ηταν ένα υπέροχο Κρούπ των 120 mm, ξεχασμένο απ'τον ελληνικό στρατό κατά την εσπευσμένη υποχώρησή του. Για να συμπληρώσει, άραγε, την πυροβολαρχία αυτού του είδους που αφέθηκε στους Τούρκους στο Μάτι και τη Λάρισα; Πολύ πιθανόν (...) Φωνάξαμε για τελευταία φορά "ζήτω ο πόλεμος" και ήπιαμε στις προσεχείς μας νίκες".
(Ελευθεροτυπία, 4/5/1997)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |