ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ UNICEF


Παιδιά στα συντρίμμια του τείχους

1.   2

 

Οικονομικοί δείκτες, νέες στρατηγικές, εναλλακτικές συμμαχίες και αιματηρές συγκρούσεις. Η μοίρα των παιδιών της Ανατολικής Ευρώπης μετά την κατάρρευση του "υπαρκτού" δεν προκαλεί το παραμικρό ενδιαφέρον. Με τη συνεργασία της Ελληνικής Επιτροπής της Unicef ανακαλύπτουμε τα κύρια θύματα της "μετάβασης".

 
Το παιδί στα χρόνια της μετάβασης

Στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη τα παιδιά υποφέρουν. Η κρίση που -σε διαφορετικό κατά χώρα βαθμό- πλήττει την ευρύτερη περιοχή μετά το 1989 εμφανίζεται ιδιαίτερα δραματική για την τόσο ευάλωτη αυτή κοινωνική κατηγορία. Τα σχετικά στοιχεία που συλλέγει και επεξεργάζεται η UNICEF είναι ανησυχητικά: βρέφη, παιδιά και έφηβοι αναγκάζονται τα τελευταία χρόνια να ζουν σε συνθήκες ανίκανες να τους εξασφαλίσουν και τις πιο βασικές τους ανάγκες ή να εγγυηθούν τα πιο στοιχειώδη δικαιώματά τους.
Είναι αλήθεια ότι όλες ανεξαρτήτως οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης έχουν σπεύσει να επικυρώσουν τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Αποδέχονται έτσι επισήμως το δικαίωμα των παιδιών στην επιβίωση και ανάπτυξη (άρθρο 6) και δεσμεύονται να φροντίσουν για την καλύτερη δυνατή τήρηση των παιδικών συμφερόντων (άρθρο 3). Υπόσχονται ακόμη να παίρνουν υπόψη τη γνώμη των παιδιών (άρθρο 12) και να καταργήσουν κάθε διάκριση σε βάρος τους (άρθρο 2). Στην πραγματικότητα, τόσο αυτές όσο και οι υπόλοιπες κεφαλαιώδεις ανάγκες των παιδιών (φυσικές, συναισθηματικές, κοινωνικές κ.ο.κ.) που περιλαμβάνονται σε άλλα άρθρα της Σύμβασης απέχουν πολύ από το να αποτελούν γνώμονα των σχετικών πολιτικών που υιοθετούνται τα τελευταία χρόνια στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Τα δεδομένα που αφορούν τη θνησιμότητα και την υγεία των κατοίκων της περιοχής μετά το 1989 δίνουν το μέτρο του προβλήματος: Τα "χρόνια της μετάβασης", αυτά που ακολούθησαν την κατάρρευση των προηγούμενων καθεστώτων και σημαδεύτηκαν από τις απόπειρες περάσματος στην οικονομία της αγοράς, συνοδεύονται από μια αύξηση των θανάτων που δεν έχει προηγούμενο σε άλλη ειρηνική περίοδο του ευρωπαϊκού 20ού αιώνα. Σε ορισμένες μάλιστα χώρες η θνησιμότητα υπερβαίνει τα αναμενόμενα μεγέθη σε βαθμό μεγαλύτερο από ό,τι είχε συμβεί στη Βόρεια Αμερική κατά τη μεγάλη οικονομική κρίση (1929-1933). Εχει παρατηρηθεί ότι οι πρόωροι αυτοί θάνατοι ααφορούν κατά κύριο λόγο τους ενήλικους άνδρες ηλικίας 20-59 ετών, ενώ στην Αλβανία, τη Βουλγαρία, τη Ρωσία και την Ουκρανία αυξήθηκαν και οι θάνατοι των παιδιών. Πίσω από τους θανάτους αυτούς οφείλουμε να αναζητήσουσε τη φτώχεια, την κοινωνική αστάθεια, τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, την ανεργία και την προσφυγιά, καθώς και τις συνέπειές τους στην υγεία (καρδιαγγειακά προβλήματα, άγχος, αλκοολισμός κ.λπ.) ή στην κοινωνική συμπεριφορά (αύξηση εγκληματικότητας). Αν στην πραγματικότητα αυτή προσθέσουμε την ουσιαστική κατάργηση των υπηρεσιών υγείας που προϋπήρχαν, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι η κρίση κινδυνεύει να εγκατασταθεί μονίμως στην περιοχή.
Αν και έμμεσες, οι επιπτώσεις στα παιδιά είναι εξαιρετικά σοβαρές: η φτώχεια, η εγκατάλειψη και η ορφάνια πλήττουν μεγάλους αριθμούς παιδιών, ενώ η κρατική μέριμνα αποδεικνύεται αδύναμη να αντιμετωπίσει τις ανάγκες των ανήλικων θυμάτων της "μετάβασης" σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση και την υγεία. Στις περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης όλο και περισσότερα παιδιά υποφέρουν από χρόνιες αρρώστιες, γεγονός που αποδίδεται στην αισθητή επιδείνωση της διατροφής τους (τροφή με χαμηλή περιεκτικότητα σε πρωτεϊνες, θερμίδες και λίπη, μείωση της κατανάλωσης γαλακτοκομικών προϊόντων, φρέσκων φρούτων και λαχανικών).
Μια σύντομη ματιά στην ιστορία της πρόνοιας για τα παιδιά στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είναι απαραίτητη προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι σημερινές εξελίξεις. Θα σταθούμε στην πιο χαρακτηριστική ομάδα παιδιών: εκείνα που δεν έχουν οικογένεια. Πριν από το 1989, τα καθεστώτα των χωρών αυτών είχαν υιοθετήσει ένα "ιατρικό μοντέλο" ιδρυματικής μέριμνας των παιδιών που οι γονείς δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να φροντίσουν. Ταυτόχρονα, την περίοδο που ακολούθησε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και έως τα μέσα περίπου της δεκαετίας του '60, σημειώθηκε στις χώρες αυτές σημαντική βελτίωση των δεικτών της παιδικής υγείας και μειώθηκε εντυπωσιακά η βρεφική θνησιμότητα. Κατά τη δεκαετία ωστόσο του '60, το κυρίαρχο μοντέλο άρχισε να δέχεται βολές από μεταρρυθμιστές παιδιάτρους και παιδοψυχολόγους στην Τσεχοσλοβακία, Πολωνία και Ουγγαρία που ζητούσαν να καταργηθούν οι απηρχαιωμένες μορφές υποκατάστασης της οικογενειακής φροντίδας. Παρά τον κλονισμό κάποιων κυρίαρχων "αξιών" και τη βελτίωση των συνθηκών της υιοθεσίας, ο ιδρυματισμός παρέμεινε ο βασικός τρόπος μέριμνας για τα παιδιά χωρίς οικογένεια.
Μετά το 1989, το πρόβλημα εμφανίζεται πολύπλοκο: Από τη μια, σε ορισμένες χώρες μειώθηκε κάπως ο αριθμός των παιδιών που καταλήγουν σε ιδρύματα. Τι συμβαίνει όμως στην πραγματικότητα; Είναι γνωστό ότι στη Ρουμανία, τη Ρωσία και την Αλβανία πολλά παιδιά στάλθηκαν για υιοθεσία στο εξωτερικό, διαδικασία που εκφυλίστηκε συχνά σε ένα φρικώδες "εμπόριο βρεφών" (βλ. επόμενη σελίδα). Σε άλλες περιπτώσεις δεν είναι σαφές αν η μείωση του αριθμού των παιδιών στα ιδρύματα οφείλεται στην επιτυχία κάποιων εναλλακτικών μοντέλων (υιοθεσίες, ανάδοχες οικογένειες) ή στην πλήρη κατάρρευση των συστημάτων υποδοχής τους. Πρόβλημα συνιστά εξάλλου και η καταστρατήγηση της σχετικής νομοθεσίας. Στην Πολωνία, για παράδειγμα, οι νομοθετικές ρυθμίσεις που ευνοούν λύσεις βασισμένες στο οικογενειακό μοντέλο παραμένουν ανεφάρμοστες και τα παιδιά που μπαίνουν σε ιδρύματα έχουν σαφώς αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Ο συνολικός πάντως αριθμός παιδιών που ζουν μόνιμα ή προσωρινά σε ορφανοτροφεία και λοιπά ιδρύματα υπολογίζεται ότι ξεπερνά το ένα εκατομμύριο στις 18 χώρες της περιοχής.
Αν τα στοιχεία αυτά αφορούν κατά κάποιον τρόπο την ασθενέστερη κατηγορία παιδιών, συντριπτικά είναι και τα δεδομένα που μαρτυρούν για την οικτρή κατάσταση παιδιών που ανήκουν σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, εκείνα δηλαδή που κινούνται στα όρια της φτώχειας και κάτω από αυτά. Η ανεργία, η χαμηλά αμειβόμενη εργασία και η κατάργηση των οικογενειακών επιδομάτων που κάποτε συνιστούσαν βασικό βοήθημα για τα φτωχότερα νοικοκυριά πλήττουν άμεσα τα παιδιά, κυρίως εκείνα που ανήκουν σε πολυμελείς ή μονογονεϊκές οικογένειες. Με την εξαίρεση της Τσεχίας και της Σλοβακίας, η οικονομική εξαθλίωση μαστίζει πάμπολλα παιδιά της περιοχής: εκείνα που ανήκουν στους λεγόμενους "παλαιούς φτωχούς" (πολυμελείς οικογένειες, μονογονεϊκές οικογένειες, άτομα με ειδικές ανάγκες, μειονότητες), αλλά και όσα ανήκουν στην κατηγορία των "νέων φτωχών" (οικογένειες ανέργων, ανειδίκευτων, εθνοτικών ομάδων, προσφύγων). Πιστεύεται ότι κατά τα "χρόνια της μετάβασης" προστέθηκαν ενάμισι εκατομμύριο φτωχά παιδιά στην Κεντρική Ευρώπη, ενώ διπλασιάστηκαν και τα παιδιά που ζουν σε συνθήκες ελάχιστα πάνω από το όριο της φτώχειας.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, η παιδική φτώχεια αυξήθηκε πρόσφατα από 0,5-1 εκατομ. σε 2,5-3 εκατομ. παιδιά στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, ενώ η πλειοψηφία του 1.3 εκατομ. παιδιών της Αλβανίας πρέπει να θεωρηθεί ότι ζουν σε συνθήκες φτώχειας, συχνά ακραίας. Στην Εσθονία στην ίδια κατηγορία τοποθετείται το 1/3 του παιδικού πληθυσμού, ενώ στη Λετονία και τη Λιθουανία το 1/2 βρισκόταν κάτω από το όριο της φτώχειας το 1994. Παρά την έλλειψη στατιστικών, η επίσημη εκδοχή τοποθετεί το 27% του πληθυσμού της Ρωσίας στην κατηγορία των φτωχών, ποσοστό που αμφισβητείται ως μικρό από άλλες πλευρές. Είναι πάντως βέβαιο ότι μεταξύ 1994-95 αυξήθηκε η παιδική φτώχεια στη χώρα, κυρίως για τα παιδιά 0-6 ετών, καθώς και για τα παιδιά των μεγάλων οικογενειών. Τα ποσοστά των φτωχών παιδιών αυξήθηκαν επίσης το '95 στην Ουκρανία, Μολδαβία, Αζερμπαϊτζάν, ενώ οικτρή εμφανίζεται η κατάσταση στη Γεωργία και την Αρμενία.
Οι επιπτώσεις της κατάστασης αυτής στην υγεία και την εκπαίδευση των παιδιών είναι αυτονόητες. Η αποδιάρθρωση του δημόσιου συστήματος υγείας και η ιδιωτικοποίηση πολλών εκπαιδευτικών υπηρεσιών απαιτούν από τους γονείς έξοδα για τα παιδιά τους, τα οποία είναι συχνά αδύναμοι να αντιμετωπίσουν. Αποτέλεσμα είναι η μείωση των μαθητών σε αρκετές χώρες: στη Ρωσία 100.000 παιδιά κάθε σχολικής βαθμίδας δεν πηγαίνουν σχολείο, ενώ στη Ρουμανία ο αριθμός των μαθητών έπεσε κατά 14% από το 1989 έως το 1995.
Παρά το γεγονός ότι η φτώχεια θεωρείται ο κύριος κίνδυνος για τα παιδιά της Ανατολικής Ευρώπης, τα παιδιά της περιοχής υφίστανται τα τελευταία χρόνια και την άμεση βαρβαρότητα του πολέμου: Το ενάμισι εκατομμύριο παιδιά της Γιουγκοσλαβίας που αναγκάστηκαν να μετακινηθούν από τις εστίες τους είναι το πιο γνωστό παράδειγμα. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν τα εκατοντάδες χιλιάδες ανήλικα θύματα των πολέμων στην Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, την Τσετσενία και το Τατζικιστάν.



Η οικονομία της αγοράς παιδιών

Μέχρι το 1989, η υιοθεσία παιδιών από αλλοδαπούς ήταν ένα μάλλον σπάνιο φαινόμενο στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η νομοθεσία των οποίων είτε το αγνοούσε ολοσχερώς (ΕΣΣΔ, Αλβανία) είτε πρόβλεπε αρκετά αυστηρές διατυπώσεις (στη Ρουμανία, λχ, κάθε πράξη υιοθεσίας έπρεπε να υπογραφεί από τον ίδιο τον πρόεδρο της χώρας). Παραδόξως, σ' αυτή την τελευταία χώρα θα σημειωνόταν για πρώτη φορά, αμέσως μετά τα αιματηρά γεγονότα των Χριστουγέννων του 1989, η δραματική στροφή προς τη μετατροπή των παιδιών σε εμπόρευμα προς εξαγωγήν. Το έναυσμα δόθηκε με τα δακρύβρεχτα ρεπορτάζ του δυτικού τύπου για την άθλια -όντως- κατάσταση των ρουμάνικων ορφανοτροφείων. Μέσα στις πρώτες εβδομάδες της καινούριας χρονιάς, διαβάζουμε σε μια πρόσφατη έκθεση της UNICEF, "η Ρουμανία πλημμύρισε ζευγάρια που ήθελαν να υιοθετήσουν παιδιά `απ' τα ορφανοτροφεία'. Γρήγορα στο κατόπι τους βρέθηκαν αντιπρόσωποι πρακτορείων υιοθεσίας μαζί με ένα ανθηρό κύκλωμα ταξιτζήδων, διερμηνέων, δικηγόρων, ξενοδοχείων και κάθε λογής μεσαζόντων που τροφοδοτούσαν αυτή την αναπτυσσόμενη οικονομική δραστηριότητα" ("Children at risk", 1997, σ.76). 
Η κρατική νομοθεσία γρήγορα προσαρμόστηκε κι αυτή στο πνεύμα των καιρών, επιτρέποντας την εξαγωγή των μικρών ρουμανόπουλων για υιοθεσία στη Δύση. Μέσα σε ένα χρόνο, η χώρα του Ιον Ιλιέσκου είχε σπάσει κάθε ρεκόρ στην πιάτσα, προμηθεύοντας το ένα τρίτο των υιοθετούμενων παιδιών όλης της υδρογείου. Η χαρακτηριστικότερη λεπτομέρεια αφορούσε την προέλευση των 10.000 αυτών παιδιών: ήδη από τα μέσα του 1990, η συντριπτική τους πλειοψηφία δεν προερχόταν πλέον από ιδρύματα (οι ανήλικοι τρόφιμοι των οποίων τις περισσότερες περιπτώσεις ήταν "μη-υιοθετήσιμοι" με βάση τα δυτικά στάνταρντ) αλλά από οικογένειες που εξαναγκάζονταν λόγω ανέχειας στην "πώλησή" τους ή τα "παρήγαγαν" επί τούτου. Τον Ιούλιο του 1991, η κυβέρνηση του Βουκουρεστίου θα επέμβει κατά των κυκλωμάτων, απαγορεύοντας πλήρως κάθε υιοθεσία ρουμανόπουλων στο εξωτερικό για εννέα μήνες. Σχεδόν αμέσως, το όλο πλέγμα των παραπάνω δραστηριοτήτων μεταφέρθηκε σε άλλες χώρες της περιοχής -και, κατά προτίμηση, σ' εκείνες που είχαν μικρότερη σχετική εμπειρία και χαλαρότερη νομοθεσία.
Λεπτομέρειες για τις διαστάσεις του φαινομένου σ'αυτές τις χώρες πληροφορούμαστε, ως συνήθως, από τις αντιδράσεις των αρχών που επιχειρούν (;) να περιορίσουν τις παρενέργειες αυτού του ελεύθερου εμπορίου. Πρώτη η Αλβανία θα επιβάλει το Μάρτιο του 1992 αναστολή των υιοθεσιών από αλλοδαπούς μέχρι τη θέσπιση ενός νέου θεσμικού πλαισίου, δυο χρόνια αργότερα. Μολονότι η κλίμακα του φαινομένου ήταν εδώ σαφώς μικρότερη απ' ό,τι στη Ρουμανία (κάπου 200 "εξαγωγές" παιδιών μέσα στο 1991), τα προβλήματα ήταν τα ίδια: πλαστογραφήσεις πιστοποιητικών, εξαπάτηση των φυσικών γονέων με την παροχή ψεύτικων πληροφοριών για την απόσπαση της συγκατάθεσής τους, οικονομικά ανταλλάγματα για την "παραχώρηση" των παιδιών, καθώς και μια σαφής τάση για προμήθευση των παιδιών όχι από ιδρύματα αλλά από τις ίδιες τις οικογένειές τους. Στη Ρωσία, επίσημη κρατική έκθεση τον Οκτώβριο του 1992 επισήμανε την "πρόσφατη σημαντική αύξηση του αριθμού των πρακτορείων που λειτουργούν σε ξένες χώρες με επίσημη άδεια και με σκοπό τη ρύθμιση, με τη βοήθεια των ντόπιων, της υιοθεσίας ρωσόπουλων από αλλοδαπούς πολίτες". Στις 15 Μαρτίου 1995 η Μόσχα επέβαλε κι αυτή μορατόριουμ στις υιοθεσίες από αλλοδαπούς μέχρι τη θέσπιση -έξι μήνες αργότερα- συμπληρωματικών μέτρων ελέγχου. Ανάλογη απαγόρευση επέβαλαν τον Ιούνιο του 1994 και οι ουκρανικές αρχές, μέχρι την έναρξη ισχύος της αυστηρότατης νέας νομοθεσίας περί υιοθεσιών τον Απρίλιο του 1996. Στην Πολωνία αντίθετα, παρά την επισήμανση ανθρωπιστικών οργανώσεων ότι "υπάρχουν περιπτώσεις μετατροπής της υιοθεσίας σε εμπόριο παιδιών", η κυβέρνηση αποφεύγει να προχωρήσει σε ρυθμίσεις ελέγχου της όλης διαδικασίας.
Πόσο αποτελεσματική μπορεί να θεωρηθεί αυτή η νομοθεσία για την προστασία των παιδιών από τη μετατροπή τους σε αντικείμενο ενός ανεξέλεγκτου εμπορίου; Οι επίσημοι δείκτες απαντούν καταφατικά: στην Αλβανία, λχ, μέσα στο 1995 η αρμόδια υπηρεσία ασχολήθηκε με δυο μονάχα περιπτώσεις υιοθεσίας από αλλοδαπούς. Με δεδομένες ωστόσο τις κατακλυσμιαίες συνέπειες της μετάβασης αυτών των χωρών από τη διευθυνόμενη στη φιλελεύθερη οικονομία, κάθε απαισιοδοξία είναι θεμιτή. "Από τις αρχές του 1995", σημειώνει η προαναφερθείσα έκθεση της UNICEF, "η Ρουμανική Επιτροπή Υιοθεσιών δέχεται εκατοντάδες τηλεφωνήματα κάθε μήνα από γονείς που ανακοινώνουν τα σχέδιά τους να εγκαταλείψουν το παιδί τους και επιθυμούν να μπει αυτό στις λίστες της Επιτροπής για ενδεχόμενη υιοθεσία στο εξωτερικό -ως `νόμιμη' μέθοδος για ανταπόκριση στη συνεχιζόμενη ζήτηση (...) Χωρίς αμφιβολία, πάντοτε θα υπάρχουν τα μέσα για την παράκαμψη της υφιστάμενης νομοθεσίας, όταν οι επίδοξοι θετοί γονείς είναι έτοιμοι να πληρώσουν δεκάδες χιλιάδες δολάρια για να αποκτήσουν παιδί σε μια χώρα όπου τα 200 δολάρια είναι ένα καλό μηνιάτικο".



Εμπόριο μικρής σαρκός

Ενα άθλιο "εμπόριο" ανθεί τα τελευταία χρόνια στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, αποκαλύπτοντας το φρικτότερο ίσως πρόσωπο των κινδύνων που απειλούν τα παιδιά της περιοχής. Πρόκειται για την παιδική πορνεία, φαινόμενο περίπου άγνωστο κατά την προηγούμενη περίοδο, που μοιάζει να αποκτά όλο και μεγαλύτερη διάδοση, καθώς οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξή του είναι κάτι παραπάνω από ευνοϊκές: εκτεταμένη φτώχεια, ανύπαρκτη ή μη εφαρμοζόμενη νομοθεσία, γειτνίαση με πλούσιες χώρες, ανοιχτά σύνορα και ένα πλήθος "μεσαζόντων" πρόθυμων να ασχοληθούν με παράνομες δραστηριότητες ικανές να αποφέρουν υψηλά κέρδη.
Περισσότερο και από τα πενιχρά στατιστικά στοιχεία, για τη διάδοση της παιδικής πορνείας στην περιοχή μαρτυρούν τα πορνογραφικά περιοδικά της Δύσης: σε επανειλημμένες αναφορές τους, τα έντυπα αυτά παρουσιάζουν την Ανατολική Ευρώπη ως επίγειο "σεξουαλικό παράδεισο", όπου μπορεί κανείς με τη μεγαλύτερη ευκολία να "προμηθευτεί" ανήλικη ερωτική συντροφιά. Την εικόνα έρχονται να συμπληρώσουν οι αριθμοί, οι οποίοι, πέρα από τις ανησυχητικές διαστάσεις, αποκαλύπτουν και την αυξητική τάση του φαινομένου.
Στη Λιθουανία, η παιδική πορνεία κυμαίνεται μεταξύ του 20% και 50% του συνολικού αριθμού εκπορνευομένων ατόμων, ενώ είναι γνωστό ότι πολλά παιδιά 10- 12 ετών εκπορνεύονται σε ξενοδοχεία ή χρησιμοποιούνται σε πορνογραφικές ταινίες. Αντίστοιχη είναι η κατάσταση στην Εσθονία. Στη Ρίγα, η παιδική πορνεία πολλαπλασιάστηκε μεταξύ 1993 και 1995. Σύμφωνα με ένα δείγμα παιδιών που εκπορνεύονται, το ένα τρίτο ισχυρίζεται ότι κατέληξε στην πορνεία επειδή δεν είχε δυνατότητα να βρει άλλη δουλειά, ενώ το 38% δηλώνει ότι ακολούθησε τις οδηγίες κάποιας μικρής αγγελίας που διάβασε στον Τύπο.
Χειρότερα είναι μάλλον τα πράγματα στη Ρουμανία, όπου δυτικοευρωπαίοι παιδεραστές παριστάνουν τα μέλη φιλανθρωπικών οργανώσεων με στόχο να προσεγγίσουν μικρά αγόρια που βρίσκονται στα ορφανοτροφεία της χώρας. Στη Ρωσία, οι παραβιάσεις της νομοθεσίας που απαγορεύει την παραγωγή πορνογραφικού υλικού με ανηλίκους έφθασαν το 1994 τις 450, επτά φορές περισσότερες από ό,τι το 1991. Την ίδια ώρα, η αστυνομία της Βουδαπέστης υπολογίζει σε 200-500 τις ανήλικες πόρνες, ενώ πολλαπλάσια είναι τα κοριτσάκια που εκπορνεύονται στο δρόμο. Εξαιρετικά σοβαρή είναι όμως και η "εξαγωγή" παιδιών στη Δυτική Ευρώπη, όπου οι ανήλικες πόρνες από την Ανατολική Ευρώπη έχουν αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τα κορίτσια από την Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Σε ό,τι αφορά τα αγόρια, η Ρουμανία θεωρείται η χώρα που "προμηθεύει" τα περισσότερα αγόρια. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, εγκληματικά κυκλώματα υπόσχονται στα παιδιά μια "κανονική" δουλειά στο εξωτερικό και εξασφαλίζουν έτσι εύκολα τη συναίνεσή τους.

(Ελευθεροτυπία, 14/9/1997)

 

www.iospress.gr                                   ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ