ΜΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΣΚΑΝΔΑΛΟ
Τα ματωμένα ίχνη της Βέρμαχτ
1. 2.
Μισό αιώνα από τη λήξη του πολέμου οι Γερμανοί αρχίζουν να συζητούν αλλά και να συγκρούονται για τη συμμετοχή των στρατιωτικών στα εγκλήματα των ναζί. Αφορμή και πέτρα του σκανδάλου, μια Εκθεση ντοκουμέντων.
Συνένοχοι της γενοκτονίας
Μια Εκθεση φωτογραφιών και ντοκουμέντων ξεσηκώνει τη γερμανική ακροδεξιά και αφήνει τη βουλή της Βόννης άφωνη. Για πρώτη φορά τεκμηριώνεται με πειστικό τρόπο η συνενοχή του γερμανικού στρατού, της Βέρμαχτ, στις θηριωδίες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Και καταρρέει ένας θεμέλιος μύθος του μεταπολεμικού γερμανικού κράτους: ότι, δηλαδή, για όλα τα εγκλήματα του ναζισμού η ευθύνη πρέπει να αναζητηθεί στα ειδικά σώματα και ιδιαίτερα στα SS, ενώ η Βέρμαχτ υπήρξε αμέτοχη και συνεπώς η παράδοση του γερμανικού στρατού είναι άσπιλη και ενιαία.
Η Εκθεση "Πόλεμος εξόντωσης: Τα εγκλήματα της Βέρμαχτ 1941-1944" που οργανώθηκε από το Ινστιτούτο Κοινωνικής Ερευνας του Αμβούργου και συνεχίζει μέχρι και σήμερα τη διαδρομή της σε πόλεις της Γερμανίας και της Αυστρίας, προκαλώντας ανάμικτα συναισθήματα στους επισκέπτες της. Η κεντρική ιδέα της Εκθεσης, όπως αναλύεται από τον ιστορικό Χάνες Χέερ, είναι ότι ο πόλεμος που διεξήγαγε η Βέρμαχτ δεν σημαδεύθηκε απλώς από κάποια απρογραμμάτιστα εγκλήματα πολέμου, αλλά αποτελεί μέρος του Ολοκαυτώματος. Τη θέση του αυτή δεν τη στηρίζει μόνο στους αριθμούς των άμεσων θυμάτων της Βέρμαχτ (6.5 εκατ. άμαχοι -και ανάμεσά τους 1.5 εκατ. Εβραίοι- 3.5 εκατ. αιχμάλωτοι πολέμου), αλλά και στην επιμελώς οργανωμένη, θεσμικά κατοχυρωμένη και επαναλαμβανόμενη εγκληματική αντιμετώπιση των Εβραίων και όλων των λοιπών "υπανθρώπων" (Σλάβων, Κομμουνιστών, Τσιγγάνων) στις περιοχές που καταλάμβανε.
Αλλά ακόμα και στα εγκλήματα που δεν πήραν άμεσα μέρος αξιωματικοί και άνδρες του στρατού ήταν πάλι η Βέρμαχτ που άνοιγε το δρόμο στις ομάδες εξόντωσης των SS. Οι οργανωτές της Εκθεσης δεν καταλήγουν στη θεωρία της "συλλογικής ευθύνης" όλων των απλών φαντάρων, μια θεωρία που μπορεί να οδηγήσει στην "αθώωση" των κυρίων υπεύθυνων, των σχεδιαστών της γενοκτονίας. Απ' αυτή την άποψη, η προβληματική των οργανωτών δεν ταυτίζεται με τη θεωρία του ιστορικού Ντάνιελ Γκολντχάγκεν, ο οποίος προκάλεσε την ίδια χρονιά μια διεθνή συζήτηση με το βιβλίο του "Οι πρόθυμοι εκτελεστές του Χίτλερ".
Είναι σίγουρο ότι η γνώση των γεγονότων από τους απλούς φαντάρους ήταν άνιση και μερική. Κανείς όμως δεν μπορεί να επικαλεστεί άγνοια. Με την αποκάλυψη αυτών των ντοκουμέντων τεκμηριώνεται η ολόψυχη συμμετοχή της Βέρμαχτ στον "ολοκληρωτικό πόλεμο". Οπως παρατηρεί ο ερευνητής Οτο Κέλερ σχολιάζοντας την Εκθεση, "ο ολοκληρωτικός πόλεμος δεν υπήρξε απλώς μια ιδέα του ναζιστή Γκέμπελς, ο οποίος την εκφώνησε με φανατισμό και υπερηφάνεια το 1943. Πρόκειται για μια εφεύρεση των Γερμανών στρατιωτικών, εφεύρεση του Εριχ Λούντεντορφ, ο οποίος μαζί με τον Χίντενμπουργκ ασκούσε από το 1916 δικτατορία στη Γερμανία μέσω των ανώτατων κλιμακίων του στρατεύματος, καλυπτόμενος βέβαια κι αυτός κάτω από κοινοβουλευτικό μανδύα." (περ. Konkret, τ.4, 1995)
Το πενηντάχρονο ταμπού της Βέρμαχτ δεν μπορεί να σπάσει παρά μόνο αν μιλήσει κανείς για τη διάδοχό της, την Μπούντεσβερ. Ο καγκελάριος Αντενάουερ, στην ιδρυτική του ομιλία για τον μεταπολεμικό γερμανικό στρατό, φρόντισε να εξαγνίσει τη Βέρμαχτ, υποστηρίζοντας ότι μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό των ανδρών της φέρει την οποιαδήποτε ευθύνη. Διατηρήθηκαν έτσι στις τάξεις της Μπούντεσβερ όλα τα στελέχη της Βέρμαχτ, με εξαίρεση τους ελάχιστους ανώτατους αξιωματικούς που δικάστηκαν στη Νυρεμβέργη. Ενα απ' αυτά τα στελέχη, ο ταξίαρχος της Μπούντεσβερ Χανς Ντίτερ Βάλτερ εξήγησε το 1962 στο δικαστήριο, όπου οδηγήθηκε με την κατηγορία του εγκληματία πολέμου: "Μου ήταν σαφές ότι οι εγκληματίες ήταν Εβραίοι και Τσιγγάνοι, όμως έπρεπε να εκτελεστούν για να αντιδράσουμε στη δράση των ανταρτών. Τα μέτρα έπρεπε να δρουν αποτρεπτικά, αλλά ταυτόχρονα να λειτουργούν και ως αντίποινα για τα εγκλήματα που είχαν ήδη κάνει οι αντάρτες. Δεν πίστευα ότι ακολουθώντας τις διαταγές αυτές διαπράττω κάτι το απάνθρωπο ή άδικο. Εχω εκπαιδευθεί να εκτελώ τις διαταγές και δεν είχα το δικαίωμα να τις αμφισβητήσω."
Το δικαστήριο τον αθώωσε πανηγυρικά και τον αποκατέστησε στις τάξεις του γερμανικού στρατού. Αλλά ένα χρόνο αργότερα το περιοδικό Der Spiegel δημοσίευσε μια απόρρητη αναφορά του Βάλτερ -όταν ήταν λοχαγός της Βέρμαχτ- "περί ορθής και λανθασμένης συμπεριφοράς κατά την εκτέλεση": "Ο τουφεκισμός των Εβραίων είναι ευκολότερος από των Τσιγγάνων. Οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι οι Εβραίοι πηγαίνουν πολύ ήρεμοι προς την εκτέλεση, ενώ οι Τσιγγάνοι ουρλιάζουν και κουνιούνται συνέχεια, ακόμα και στο χώρο της εκτέλεσης. Μερικοί πηδούν μάλιστα στο λάκκο πριν από τη χαριστική βολή και προσποιούνται τους πεθαμένους."
Ανάλογη καριέρα στην Μπούντεσβερ έκαναν τα περισσότερα στελέχη της Βέρμαχτ. Οπως, π.χ., ο αρχηγός του επιτελείου Πέμσελ, ο οποίος τιμήθηκε το 1950 με την ανάθεση της διοίκησης του 2ου σώματος στρατού. Είναι ο ίδιος που στις 19.10.1941 ανέφερε με υπερηφάνεια: "Εναντι 10 σκοτωμένων και 24 τραυματισμένων Γερμανών στρατιωτών εκτελέστηκαν 2.200 αιχμάλωτοι Σέρβοι. Πρόκειται να εκτελεστούν άλλοι 1.600."
Δεν ήταν εύκολη υπόθεση η συλλογή του υλικού της Εκθεσης. Η Βέρμαχτ πρόσεχε ιδιαίτερα να σβήνει τα ίχνη των εγκλημάτων της. Είχε διαταχθεί "η εκτέλεση των αιχμαλώτων να μη γίνεται σε δημόσιους δρόμους". Βρέθηκαν πολλές αυστηρές διαταγές που υποχρέωναν τους στρατιώτες να μη φωτογραφίζουν τις μαζικές εκτελέσεις. Φυσικά, πάνω στον ενθουσιασμό των εκτελέσεων, ελάχιστοι συγκρατούνταν. Οι στρατιώτες-"φωτογράφοι" φώναζαν "αργά, αργά!" στους συναδέλφους τους που κρεμούσαν τους "κομμουνιστές" στο Σοτομίρ, για να προλάβουν και άλλες πόζες του απαγχονισμού. Μια διαταγή που εκδόθηκε στις 15.11.1941 απαγορεύει την αποστολή παρόμοιων φωτογραφιών από τους στρατιώτες στους οικείους τους "διότι είναι άκρως ανεπιθύμητη η διάδοση τέτοιων αντιαισθητικών εικόνων στον άμαχο πληθυσμό". Αρκετοί στρατιωτικοί παράκουσαν τις διαταγές και έφεραν τις φωτογραφίες σπίτι τους για να συμπληρώσουν τα οικογενειακά άλμπουμ. Ετσι σώθηκαν τα αποτρόπαια ντοκουμέντα.
Η Εκθεση εντοπίζει σε τρία παραδείγματα την εμπλοκή της Βέρμαχτ στα εγκλήματα πολέμου:
- Στο μέτωπο της Λευκορωσίας, που διατηρήθηκε υπό τον έλεγχο της Βέρμαχτ και όπου η συμμετοχή της στο Ολοκαύτωμα είναι αναμφισβήτητη.
- Στην εκστρατεία της Γιουγκοσλαβίας, όπου σημειώθηκαν μαζικές δολοφονίες του άμαχου πληθυσμού με πρόσχημα την αντιμετώπιση των ανταρτών.
- Στις επιχειρήσεις της 6ης στρατιάς, όπου η Βέρμαχτ πρωτοστάτησε στο μακελειό του Μπάμπι Γιαρ.
Με αρκετά εμπόδια συνεχίζεται μέχρι και σήμερα η δίχρονη διαδρομή της Εκθεσης από πόλη σε πόλη. Μόναχο, Βερολίνο, Φρανκφούρτη, Βρέμη, Κόμπλεντς, Μάρμπουργκ... Οι ναζιστικές οργανώσεις αντιδρούν βίαια με διαδηλώσεις και συγκρούονται με ομάδες της αριστεράς. Στο Μόναχο πραγματοποιήθηκε το Μάρτιο του 97 μπροστά στην Εκθεση η μεγαλύτερη συγκέντρωση της άκρας δεξιάς από την εποχή του '60. Οι Χριστιανοδημοκράτες σαμποτάρουν την Εκθεση και δυσφημούν τους οργανωτές. Κάποιες τοπικές αρχές απαγορεύουν τη μεταφορά της Εκθεσης στην πόλη τους. Το αυστριακό Γκρατς, που επρόκειτο να τη δεχθεί σε λίγες μέρες, ματαιώνει την πρόσκληση.
Δυο αποφάσεις του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου που συνέπεσαν με τα εγκαίνια της Εκθεσης εικονογραφούν με τον καλύτερο τρόπο τα αισθήματα του επίσημου γερμανικού κράτους για τη Βέρμαχτ. Η πρώτη αφορούσε τον Εριχ Μίλκε, ο οποίος είχε σκοτώσει το 1931 στο Βερολίνο σε συμπλοκή δυο αστυνομικούς. Ηταν τότε 23 ετών, μέλος του Κ.Κ. Η δεύτερη, αφορούσε τον Βόλφγκανγκ Λένινγκ-Εμντεν, ο οποίος ως αξιωματικός της Βέρμαχτ είχε σκοτώσει στο Καγιάτσο της Ιταλίας το 1943 δεκαπέντε γυναίκες και παιδιά -το μικρότερο ήταν τεσσάρων ετών. Τα κορίτσια είχαν προηγουμένως βιαστεί και τρυπηθεί με ξιφολόγχες. Ε, λοιπόν, το Δικαστήριο έκρινε ότι το έγκλημα του 1943 έχει παραγραφεί, ενώ του 1931 δεν έχει ακόμα παραγραφεί!
Το ταμπού της Βέρμαχτ σκεπάζει και όσους τόλμησαν τότε να αρνηθούν τις δολοφονικές διαταγές των ανωτέρων τους. Σύμφωνα με τον ιστορικό Φριτς Βέλνερ, η ναζιζτική δικαιοσύνη εξέδωσε απ' το 1939 ως το 1945 30.000 θανατικές καταδίκες για άρνηση στράτευσης ή λιποταξία. Οι 20.000 καταδίκες εκτελέστηκαν και ανάμεσά τους 15.000 για λιποταξία. (Την ίδια περίοδο οι Αμερικάνοι εκτέλεσαν μόνο μία θανατική ποινή εις βάρος λιποτάκτη.) Τα κίνητρα των λιποτακτών δεν ήταν ταυτόσημα, ούτε μπορούν σήμερα πια να διερευνηθούν. Ομως είναι τραγική απόδειξη αυτού του "ταμπού" το γεγονός ότι για πρώτη φορά το 1995, 50 χρόνια από τη λήξη του πολέμου, οι γερμανικές αρχές αναρωτήθηκαν για το ενδεχόμενο αποκατάστασης της μνήμης αυτών των λιποτακτών, που διαχώρισαν την προσωπική τους στάση από την εγκληματική δράση της "ηρωικής Βέρμαχτ".
Η αμηχανία της γερμανικής Βουλής
Το περιεχόμενο της Εκθεσης για τα εγκλήματα της Βέρμαχτ συζητήθηκε και στη γερμανική Βουλή. "Υπήρξε μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις που οι βουλευτές άκουγαν ο ένας τον άλλο", σχολίασε την επομένη η Tageszeitung (16.3.97). Η συζήτηση προκλήθηκε από δύο προτάσεις βουλευτών (των Πρασίνων και του PDS), να φιλοξενηθεί το 1998 η Εκθεση στο κτίριο της Βουλής στη Βόννη. Μ' αυτό τον τρόπο θα δινόταν -κατά τους προτείνοντες- μια απάντηση σε όσους αντιδρούν στην Εκθεση, και ιδίως στους ναζιστές που επιδιώκουν τη ματαίωση κάθε παρόμοιας δραστηριότητας που "δυσφημεί τους ηρωικούς αγώνες του γερμανικού στρατού".
Με την πρόταση συντάχθηκε και το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, υποστηρίζοντας ότι η Βουλή "οφείλει να χαιρετίσει κάθε απόπειρα ιστορικά αληθινής και ορθής επεξεργασίας της ιστορίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου". Τα εγκλήματα δεν πρέπει να συγκαλυφθούν "για λόγους εθνικιστικού καιροσκοπισμού".
Τελικά η πρόταση απορρίφθηκε, επειδή την αρνήθηκε η κυβερνητική πλειοψηφία, Χριστιανοδημοκρατών, Χριστιανοσοσιαλιστών και Φιλελευθέρων. Τα κόμματα της δεξιάς αντέδρασαν σε "κάθε μονόπλευρη και εκδικητική αντιμετώπιση των μελών της Βέρμαχτ". Ως βασικό επιχείρημα αναφέρθηκε ότι δεν είναι δουλειά της Βουλής να κρίνει το περιεχόμενο κάθε πρωτοβουλίας ιδιωτών ερευνητών. Μ' αυτή την τοποθέτηση η πλειοψηφία συντάχθηκε με τις απόψεις του Βαυαρού ηγέτη των Χριστιανοσοσιαλιστών Πέτερ Γκαουβάιλερ, ο οποίος είχε καλύψει τις κινητοποιήσεις των ακροδεξιών κατά της Εκθεσης στο Μόναχο.
Παρά την αρνητική έκβασή της, η συζήτηση έδωσε την ευκαιρία σε κάποιους βουλευτές να εκφράσουν δημόσια μια κριτική άποψη για τη Βέρμαχτ. Ο σοσιαλδημοκράτης Οτο Σίλι αναφέρθηκε στο παρελθόν τριών ανδρών της οικογένειάς του (θείο, αδελφό, πατέρα), οι οποίοι δεν συντάχθηκαν με το ναζιστικό κράτος, αλλά το υπηρέτησαν, και αντιδιέστειλε την περίπτωση του πεθερού του, του Εβραίου αντάρτη Γίντριχ Σάμοβιτς, ο οποίος πολέμησε στη Ρωσία εναντίον της Βέρμαχτ. Η αίθουσα πάγωσε με την κατάληξη. "Θα σας πω κάτι που πρέπει να το αντιληφθείτε με όλη τη σκληρότητα και την ευκρίνεια: Ο μόνος από τα τέσσερα αυτά άτομα -ο μόνος!- που έδωσε τη ζωή του για έναν δίκαιο σκοπό ήταν ο Γίντριχ Σάμοβιτς." Κανείς δεν τόλμησε να του απαντήσει.
********************************
Πρόεδρος και χρηματοδότης του Ινστιτούτου Κοινωνικής Ερευνας του Αμβούργου που διοργάνωσε την Εκθεση για τα εγκλήματα της Βέρμαχτ είναι ο Jan Philipp Reemtsma, κληρονόμος μιας κολοσιαίας καπνοβιομηχανίας. Οι δραστηριότητες και οι ευαισθησίες του τον έχουν φέρει σε σύγκρουση με τους λοιπούς "συναδέλφους" του. Τον Μάρτιο του 1996, τη στιγμή που η Εκθεση προκαλούσε την αντίδραση της δεξιάς, ο Reemtsma έπεσε θύμα απαγωγής. Κρατήθηκε 5 εβδομάδες μέχρι την καταβολή στους απαγωγείς 30 εκατ. μάρκων, του μεγαλύτερου ποσού που έχει ποτέ καταβληθεί για λύτρα στη Γερμανία. Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα άρθρου του Reemtsma στο Der Spiegel (2/12/96).
Ο πόλεμος της Βέρμαχτ στην Ανατολή υπήρξε ένας πόλεμος που διαφοροποιείται σαφώς από άλλους, ακόμη και από εκείνους που διεξήγαγε η ίδια η Βέρμαχτ στη Γαλλία ή τις σκανδιναβικές χώρες. Η έκθεση "Πόλεμος εξόντωσης. Εγκλήματα της Βέρμαχτ, 1941-1944" που διοργανώθηκε από το Ινστιτούτο Κοινωνικής Ερευνας του Αμβούργου έκανε ευρύτατα γνωστή την ιστορική αυτή πραγματικότητα.
Ο πόλεμος στην Ανατολή σχεδιάστηκε εξαρχής ως πόλεμος εναντίον ολόκληρου του πληθυσμού, όχι εναντίον ενός στρατού. Αυτό που σε άλλες περιπτώσεις ανέλαβε το κατοχικό καθεστώς ή μια κυβέρνηση συνεργατών, δηλαδή να βοηθήσει στη μαζική εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού, στα Βαλκάνια και τη Σοβιετική Ενωση το έφερε εις πέρας η ίδια η Βέρμαχτ. (...)
Η Βέρμαχτ συμμετείχε ενεργητικά στη μαζική εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί η θανάτωση εκατομμυρίων πολιτών από πείνα ως ρητός πολεμικός στόχος, ο πόλεμος κατά των ανταρτών την εποχή που δεν υπήρχαν ακόμη αντάρτες ως προγραμματισμένη τρομοκρατία στην ύπαιθρο, καθώς και η συστηματική εκτέλεση εκατομμυρίων αιχμαλώτων πολέμου. Εν ολίγοις, η Εκθεση δεν εικονογραφεί τις παρεκτροπές στις οποίες κατέφυγε ένας στρατιωτικός όχλος στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει ένα βάναυσο αντίπαλο, αλλά αποδεικνύει ότι ο πόλεμος είχε σχεδιαστεί έτσι ώστε να οδηγήσει συστηματικά σε αυτές τις παρεκτροπές. (...)
Ο πόλεμος της Βέρμαχτ στην Ανατολή υπήρξε ένας πόλεμος εξόντωσης, κατά τον οποίο οι περισσότεροι στρατιώτες είτε διέπραξαν εγκλήματα είτε υπήρξαν μάρτυρες των εγκλημάτων πολέμου ή τουλάχιστον γνώριζαν τι συνέβαινε. Είναι το ελάχιστο που μπορεί κανείς να πει, κι ας μην υπάρχουν ακριβείς αριθμοί.
Πάντως τα εγκλήματα της Βέρμαχτ ελάχιστα θυμίζουν τις πολεμικές φρικαλεότητες στις οποίες αναφέρονται συχνά οι βετεράνοι του Βιετνάμ. Στην περίπτωση της Βέρμαχτ πρόκειται πολύ περισσότερο για συντεταγμένες και συνήθως εν ψυχρώ εκτελεσμένες πράξεις μαζικής δολοφονίας.
Ξέρουμε ότι η μεταπολεμική Γερμανία, όπως και οι ΗΠΑ μετά το Βιετνάμ, δεν υποδέχθηκε ως ήρωες τους βετεράνους του Β' Παγκόσμιου Πολέμου ούτε έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα προβλήματά τους. Κι αυτό συνέβη αφενός γιατί ο πόλεμος είχε χαθεί, αφετέρου γιατί την προσοχή της μεταπολεμικής κοινωνίας διεκδικούσαν τα θύματα από τις τάξεις των πολιτών: οι νεκροί και οι άστεγοι των αεροπορικών επιδρομών, καθώς και οι απελαθέντες.
Τα εγκλήματα της Βέρμαχτ έγιναν έτσι το μεγαλύτερο ίσως ταμπού της γερμανικής μεταπολεμικής ιστορίας. Η γερμανική κοινωνία αρνήθηκε τα εγκλήματα μέσω μιας συλλογικής αποσιώπησης με το τίμημα να μην αναγνωρίσει στους στρατιώτες της το στάτους του ήρωα και να μην ασχοληθεί με τα προβλήματά τους.
Μολαταύτα, αν εξαιρέσουμε την ακραία τύχη ορισμένων αιχμαλώτων, φαίνεται ότι ο πόλεμος σε ελάχιστες περιπτώσεις είχε για τους στρατιώτες του τις συνέπειες εκείνες που καταλήγουν στον σοβαρό ψυχικό τραυματισμό τους. Αν αυτή η υπόθεση είναι ορθή (κάτι που αγνοούμε), τότε πρέπει με κάθε βεβαιότητα να τη συσχετίσουμε με την εκβαρβάρωση του γερμανικού πληθυσμού τόσο πριν από τον πόλεμο όσο και κατά τη διάρκειά του. Με άλλα λόγια, το περί δικαίου αίσθημα των στρατιωτών δεν υπέστη κάποιο ιδιαίτερο πλήγμα. Και είναι ενδεικτικό ότι πολλοί βετεράνοι (όχι όλοι) συνέχισαν επί χρόνια να αρνούνται ότι διαπράχθηκαν εγκλήματα πολέμου.
Με την έννοια αυτή, ο μισός αιώνας που διήρκεσε η συλλογική γερμανική σιωπή σχετικά με την πραγματική ιστορία του Β' Παγκόσμιου Πολέμου στη Σοβιετική Ενωση και τα Βαλκάνια συνιστά το χρόνο που χρειάστηκε η γερμανική κοινωνία για να ανακτήσει το ηθικό περιθώριο που της επιτρέπει πλέον να συζητήσει δημόσια τα εγκλήματα ενός πολέμου εξόντωσης.
(Ελευθεροτυπία, 26/10/1997)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |