20 ΧΡΟΝΙΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ


Η "τελική λύση" στο Στάμχαϊμ

1.   2

 

Είκοσι χρόνια από το μυστηριώδη θάνατο των τριών ηγετικών στελεχών της RAF μέσα στις γερμανικές φυλακές, όλοι φαίνεται να καταλήγουν στην εκδοχή της αυτοκτονίας. Τη θέση του μεγάλου γρίφου παίρνει η μεγάλη βεβαιότητα. Και τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα.

 
Από την "αυτοκτονία" στην "αυτο-εκτέλεση"

Στις 30 Οκτωβρίου 1980 το περιοδικό "Στερν" συνόψιζε την μέχρι τότε δημοσιογραφική έρευνα για την υπόθεση "Στάμχαϊμ": "Τρία χρόνια αργότερα είναι σαφές ότι ο θάνατος των τρομοκρατών πρέπει να διερευνηθεί εκ νέου. Η τρέχουσα περιγραφή των γεγονότων της αιματηρής νύχτας στο Στάμχαϊμ δεν είναι βάσιμη."
Η "τρέχουσα περιγραφή" του έτους 1980 είναι ταυτόσημη με του έτους 1997. Δεν έχει προστεθεί ούτε ένα νέο στοιχείο. Δεν έχει προκύψει καμιά νέα έρευνα που θα επέβαλε την επανόρθωση αυτού του συμπεράσματος του 1980. Και όμως, σήμερα, 20 χρόνια από τη δραματική νύχτα της 18ης οκτωβρίου 1977, το "Στερν" και μαζί του ολόκληρος ο γερμανικός Τύπος, δεν έχει καμιά αμφιβολία ότι όλα έγιναν όπως τα περιέγραφε τότε ο υπουργός εσωτερικών Μαϊχόφερ: "Μπορεί κανείς να είναι τόσο δόλιος, ώστε να μετατρέψει το θάνατό του σε εκτέλεση." Την ίδια βεβαιότητα μετέδωσαν τον περασμένο μήνα σ' όλο τον κόσμο τα πρακτορεία ειδήσεων. Οι κρατούμενοι του Στάμχαϊμ όχι απλώς αυτοκτόνησαν, αλλά "αυτό-εκτελέστηκαν", υπέρτατο δείγμα της δολοφονικής τους μανίας.
Η διαδοχή των γεγονότων εκείνες τις 44 μέρες που ονομάστηκαν "γερμανικό φθινόπωρο" είναι λίγο πολύ γνωστή. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1977 η οργάνωση Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF) απήγαγε τον πρόεδρο της Ενωσης γερμανών εργοδοτών Χανς Μάρτιν Σλάιερ και απαίτησε την απελευθέρωση 11 συντρόφων της από τις γερμανικές φυλακές. Ανάμεσα στους φυλακισμένους αυτούς βρίσκονταν οι Αντρέας Μπάαντερ, Γκούντρουν Ενσλιν και Γιαν-Κάρλ Ράσπε, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη σε μια πολύχρονη δίκη που τελείωσε στο Στάμχαϊμ τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου. Η τέταρτη κατηγορούμενη, η Ουλρίκε Μάινχοφ, είχε βρεθεί κρεμασμένη στο κελί της στις 11 Μαϊου 1976. Αυτοκτονία διέγνωσαν οι αρμόδιοι, όμως μια σειρά στοιχείων μαρτυρούσαν για το αντίθετο.
Στις 13 Οκτωβρίου, και ενώ οι διαπραγματεύσεις των απαγωγέων με το γερμανικό κράτος συνεχίζονταν, σημειώθηκε αεροπειρατία Παλαιστινίων σε αεροπλάνο της Λουφτχάνσα. Το "Κομάντο μάρτυρας Χαλιμέ" υιοθέτησε τα αιτήματα των απαγωγέων του Σλέγερ και πρόσθεσε το αίτημα να απελευθερωθούν δυο Παλαιστίνιοι από τις τουρκικές φυλακές. Το αεροσκάφος κατέληξε μετά από πολλούς σταθμούς στην πρωτεύουσα της Σομαλίας Μογκαντίσου. Τα μεσάνυχτα της 17ης προς 18η Οκτωβρίου εκδηλώθηκε επιχείρηση της ειδικής γερμανικής αντιτρομοκρατικής μονάδας GSG 9. Τρεις από τους τέσσερις αεροπειρατές σκοτώθηκαν και οι όμηροι απελευθερώθηκαν. Το πρωί της 18ης βρέθηκαν στο κελί τους στον 7ο όροφο των φυλακών του Στάμχαϊμ νεκροί ο Μπάαντερ, ο Ράσπε και η Ενσλιν. Η τέταρτη κρατούμενη Ιρμγκαρντ Μέλερ έφερε βαριά τραύματα από μαχαιριές στο στήθος, αλλά επέζησε.
Εχουν αναπτυχθεί κατά καιρούς από εκπροσώπους του γερμανικού κράτους πολλά επιχειρήματα για τις πολιτικές επιδιώξεις των κρατουμένων της RAF μέσω της σχεδιαζόμενης αυτοκτονίας τους. Ομως οι τεχνικές λεπτομέρειες του θανάτου τους βοούν κατά της εκδοχής της αυτοκτονίας.
Οι κρατούμενοι βρίσκονταν υπό καθεστώς απόλυτης απομόνωσης ήδη από την επαύριο της απαγωγής του Σλάιερ, δηλαδή από τις 5 Σεπτεμβρίου. Η απομόνωση αυτή συμπεριλάμβανε και τους δικηγόρους τους. Δεν υπήρχε καμιά δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ τους χωρίς τον έλεγχο των φυλάκων. Τυπικά αυτή η απαγόρευση επαφής θεσμοθετήθηκε με νόμο που ψηφίστηκε στις 2 Οκτωβρίου.
Εχει μείνει ουσιαστικά αναπάντητο το ερώτημα πώς κατάφεραν οι φυλακισμένοι να εισαγάγουν δυο πιστόλια σε φυλακές υψίστης ασφαλείας και, το σημαντικότερο, πώς μπόρεσαν να τα κρατήσουν κρυμμένα επί βδομάδες μέσα στο κελί τους. Ο γενικός ομοσπονδιακός εισαγγελέας Ρέμπμαν υποστήριξε αργότερα ότι οι κρατούμενοι προμηθεύθηκαν τα όπλα κατά τη διάρκεια της δίκης τους. Υποτίθεται ότι τα έφεραν οι συνήγοροι. Ομως η δίκη είχε τελειώσει από τις 28 Απριλίου. Από τότε η διεύθυνση των φυλακών μετέφερε πολλές φορές τους κρατούμενους σε διαφορετικά κελιά. Από την ημέρα μάλιστα της απαγωγής του Σλάιερ οι φύλακες ερευνούσαν τα κελιά τουλάχιστον δυο φορές τη μέρα. Σχεδόν καθημερινά τις έρευνες πραγματοποιούσαν ειδικοί άνδρες του ΒΚΑ. Αυτό σημαίνει ότι ερευνήθηκε πολλές φορές κάθε γωνιά του κελιού. Τα λιγοστά έπιπλα αποσυναρμολογήθηκαν, οι τοίχοι και το πάτωμα ψάχτηκαν εξονυχιστικά για κρύπτες.
Είναι ελάχιστα πειστική η επίσημη εκδοχή ότι το βράδυ της 17ης προς 18η Οκτωβρίου είχε βάρδια μόνο ένας φύλακας και ότι όλο το βράδυ -από τις 11- δεν έριξε ούτε μια ματιά στα κελιά. Η εντολή ήταν να γίνεται έλεγχος κάθε έξι ώρες, όμως στην πράξη αυτό ήταν απλώς το μίνιμουμ. Κατά κανόνα ο έλεγχος γινόταν πολύ συχνότερα, και μάλιστα κατά τη διάρκεια της νύχτας και οπωσδήποτε τις κρίσιμες εκείνες στιγμές.
Είκοσι χρόνια αργότερα, η εκδοχή της αυτοκτονίας μοιάζει ακόμα απίθανη. Το γεγονός ότι σήμερα γίνεται σχεδόν ομόφωνα αποδεκτή, οφείλεται κυρίως στην αλλαγή των πολιτικών συνθηκών και στη δυσκολία να μεταφερθεί κανείς στο κλίμα της εποχής. Είναι λίγο δύσκολο για τη σημερινή γερμανική κοινή γνώμη να αποδεχθεί ότι εκείνη την περίοδο υπήρχε ισχυρή πολιτική πίεση που οδηγούσε στην εξόντωση -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- των κρατουμένων.
Στο διακομματικό στρατηγείο έκτακτης ανάγκης που συγκροτήθηκε, ο Χέλμουτ Σμιτ ξεκαθάρισε ότι δεν πρέπει να υπάρχουν ταμπού στο χειρισμό της υπόθεσης. Ο Φραντς Γιόζεφ Στράους υποστήριξε τότε την ανακήρυξη των κρατουμένων σε ομήρους και την εκτέλεσή τους. Ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Κλάους Μπέλινγκ επιβεβαίωσε πριν λίγες μέρες ότι αυτή η σκέψη "υπήρχε πράγματι στην ατμόσφαιρα".
Ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας Κιν είχε ήδη από τις 14 Σεπτεμβρίου απειλήσει ανοιχτά: "Οι τρομοκράτες πρέπει να γνωρίζουν ότι η θανάτωση του Χανς Μάρτιν Σλάιερ θα έχει βαριές συνέπειες στη μοίρα των φυλακισμένων, τους οποίους επιθυμούν να απελευθερώσουν με την κατάπτυστη πράξη τους."
Το ναζιστικό NPD βρήκε την ευκαιρία να θυμηθεί την παράδοση των αντιποίνων της Βέρμαχτ και ζήτησε "να εκτελούνται δέκα τρομοκράτες για κάθε έναν που δολοφονείται ή πέφτει θύμα απαγωγής". Ο ιστορικός και συγγραφέας Γκόλο Μαν επιχειρηματολογούσε υπέρ της εκτέλεσης των κρατουμένων στην τηλεοπτική εκπομπή "Πανόραμα" και μάλιστα το βράδυ της 17ης Οκτωβρίου. Η εφημερίδα "Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε" στις 18 Οκτωβρίου σχολίαζε το θάνατο των τριών φυλακισμένων, ζητώντας να αλλάξει ο θεμελιώδης νόμος (το γερμανικό Σύνταγμα) και να θεσπιστεί ένα "έκτακτο δίκαιο κατά των τρομοκρατών".
Το σχετικό κλίμα είχε προετοιμάσει ο πρωθυπουργός της Κάτω Σαξονίας Αλμπρεχτ, ο οποίος είχε δημόσια υποστηρίξει -ήδη πριν από την απαγωγή του Σλάιερ- ότι πρέπει οι συλλαμβανόμενοι τρομοκράτες να υφίστανται βασανιστήρια, έτσι ώστε να τους αποσπούν ομολογίες και στοιχεία, αλλά και να ασκείται πίεση στους ελεύθερους συντρόφους τους.
Από κοντά και οι εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, οι οποίες πρόβαλαν την ομόθυμη (;) απαίτηση των αναγνωστών τους για ριζικά μέτρα. Πρώτες πρώτες οι εφημερίδες του συγκροτήματος Σπρίνγκερ: "Για κάθε όμηρο της RAF πρέπει να πυροβολούνται δυο φυλακισμένοι τρομοκράτες", έγραφε η "Μόργκενποστ" στις 7/9/1977. Και η "Μπιλντ" συμπλήρωνε πέντε μέρες αργότερα: "Ενας νεκρός τρομοκράτης δεν είναι δυνατόν να απελευθερωθεί με απαγωγή ομήρων."
Το σίγουρο είναι ότι ο θάνατος των κρατουμένων ήταν απολύτως επιθυμητός από τη γερμανική πολιτική τάξη και ότι η παραβίαση των τυπικών κανόνων δικαίου ήταν ήδη γεγονός, όχι μόνο στο Στάμχαϊμ, αλλά σε ολόκληρη τη γερμανική επικράτεια. Εκείνο που ακόμα και σήμερα τρομάζει, είναι αυτή η ιδιότυπη ανάμιξη μαζικής συναίνεσης και μαζικής άγνοιας που εκδηλώθηκε μετά τη 18η Οκτωβρίου. Οπως παρατηρεί η αριστερή εφημερίδα "ΑΚ", σε ένα από τα ελάχιστα κριτικά αφιερώματα για τα 20 χρόνια του Στάμχαϊμ, "αν εξαιρέσουμε μια μειοψηφία που δεν είναι εύκολο να προσδιορίσουμε το μέγεθός της, η πλειοψηφία του πληθυσμού συμφωνούσε με τους πολιτικούς και με τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης ότι καλύτερα θα 'ταν να μη μάθουμε ποτέ τι έγινε εκείνη τη νύχτα".
Η απώθηση αυτή μεταμορφώθηκε γρήγορα σε λήθη. Και στο έδαφος της λήθης στηρίχθηκε η σημερινή ενορχηστρωμένη βεβαιότητα.



Η δράση σβήνει τα δάκρυα*

Ο Ρολφ Πόλε ήταν το φθινόπωρο του 1977 κι αυτός κρατούμενος του γερμανικού καθεστώτος. Θυμάται σήμερα με οδύνη την τραγωδία του Στάμχαϊμ:

Ετσι κι αλλιώς, δολοφονία ήταν. Την οριστική απόφαση για θανατική καταδίκη των 4 κατηγορουμένων στη δίκη του Στάμχαϊμ την είχαν πάρει ήδη δυο χρόνια πριν οι δικαστές τους. Το 1975 είχαν διατάξει την παράταση του βασανιστηρίου της απομόνωσης, παρά τις γνωματεύσεις των ειδικών, ότι τέτοιες συνθήκες κράτησης οδηγούν νομοτελειακά στην καταστροφή της προσωπικότητας. Οι δικαστές είχαν τότε αποφανθεί: "Αυτές είναι οι αναγκαίες συνθήκες για κρατούμενους, που αντιτίθενται στην καταδίκη τους." Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες είχε ήδη πεθάνει η Ουλρίκε Μάινχοφ, το Μάιο του 1976.
Ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ον. Καταστρέφεται χωρίς κάποιες απαραίτητες επαφές με άλλους ανθρώπους και με τη φύση. Οι ψυχίατροι το ήξεραν από την αρχή του περασμένου αιώνα. Και χρησιμοποίησαν την απομόνωση σαν μέθοδο εξόντωσης ανθρώπων στα ψυχιατρεία τους. Με την απομόνωση διαταράσσεται το αυτόνομο νευρικό σύστημα: πεινάς, αλλά δεν μπορείς να φας, χρειάζεσαι αέρα, αλλά δεν μπορείς να αναπνεύσεις, μία φορά χτυπάει η καρδιά σου σαν να θέλει να σπάσει, την άλλη φορά τόσο αδύνατα και αργά, ώστε αισθάνεσαι πως έφθασε η τελευταία ώρα σου. Ολα τα νεύρα, με τα οποία αισθάνεσαι, χρειάζονται μια ελάχιστη δράση. Αρκεί να κλείσεις έναν άνθρωπο για κάποιο διάστημα μέσα σε ένα κατάμαυρο χώρο, και μετά θα είναι τυφλός. Ισόβια. Ο Φραντς Φανόν, ψυχίατρος και αγωνιστής για την απελευθέρωση της Αλγερίας, περιγράφει αυτά τα βασανιστήρια, και εξηγεί πως έχουν τα ίδια αποτελέσματα με τα "φυσικά" βασανιστήρια, στο βιβλίο του: "Οι κολασμένοι της Γης" (μετάφραση Αγγέλας Αρτέμη, εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1971).
Φυσικά, το γερμανικό καθεστώς, περισσότερο από άλλα κράτη που δεν έχουν ένα τόσο μαύρο παρελθόν, προσπαθεί πάντα να αποκρύψει το γεγονός ότι χρησιμοποιεί ακόμα τα βασανιστήρια απομόνωσης. Το 1973, π.χ., φώναξαν: "Δεν είναι στην απομόνωση η Ουλρίκε Μάινχοφ, έχει τηλεόραση στο κελί της!" Και, για να αναφέρω ένα προσωπικό παράδειγμα: Τα κελιά μου (με μεταφέρανε συνεχώς από το ένα στο άλλο) δεν ήταν κατάλευκα, αλλά είχαν λίγο πράσινο τόνο το ένα, λίγο κίτρινο το άλλο. "Δεν είσαστε πια στα λευκά κελιά!", με ειρωνεύονταν κυνικά οι φύλακες. (Το 1976, η κυβέρνηση Καραμανλή με είχε εκδώσει στην κυβέρνηση Σμιτ υπό τον όρο να μην μεταφερθώ πάλι στα λευκά κελιά...).
Τις εβδομάδες μετά την απαγωγή του Σλάιερ το γερμανικό κράτος επισημοποίησε αυτά τα βασανιστήρια, και μάλιστα με νόμο, που τον ονόμασαν "νόμο για την απαγόρευση επαφής". Ετσι, η μόνη επαφή μου αυτές τις εβδομάδες ήταν ότι μου παρέδωσαν αυτό το νόμο, με καθυστέρηση κάποιων εβδομάδων - αν θυμάμαι καλά, ψηφίστηκε στη βουλή στις 1-10-77.
Παρά το γεγονός ότι στο μεταξύ η απομόνωση συμπεριλαμβάνεται στο διεθνή κατάλογο για τα βασανιστήρια - μία μικρή επιτυχία των αγώνων μας και ένδειξη πως και οι θάνατοι στο Στάμχαϊμ δεν ήταν περιττοί - αυτός ο νόμος ισχύει και σήμερα στην Γερμανία. Είναι απ' όσο γνωρίζω η μόνη χώρα που έκανε τα βασανιστήρια νόμο.
Και η Ελλάδα ξέρει να επιβραβεύει αυτό το νόμο, απονέμοντας στους δημιουργούς του βραβεία Ωνάση (Σμιτ: "για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων") ή κάνοντάς τους επίτιμους διδάκτορες στα Πανεπιστήμιά της (Μπραντ, Γκένσερ, Χέρτσογκ).
Κατά τα άλλα, αν πράγματι επρόκειτο για "συλλογική αυτοδολοφονία", όπως ισχυρίζεται το γερμανικό καθεστώς, θα μπορούσε αυτό να αποδειχθεί με ένα απλό τρόπο: τη δημοσίευση των κασετών από την παρακολούθηση των κελιών στο Στάμχαϊμ. Το ότι έγινε αυτή η παρακολούθηση, το ομολογεί έμμεσα, αν και με 20 χρόνια καθυστέρηση, το "Σπίγκελ". Ξέχασε βέβαια πως ήδη το Μάρτιο του 1975 η μυστική υπηρεσία της Γερμανίας είχε ομολογήσει ότι παρακολουθούσε το κελί μου μετά την απαγωγή του Λόρεντς, χάρη στην οποία απελευθερώθηκα τότε. Αποκλείεται να το έκανε τότε, και να παρέλειψε να το κάνει και στο Στάμχαϊμ.
Τότε, μάλλον θα μαθαίναμε, γιατί έκαναν οι φυλακισμένοι στο Στάμχαϊμ το μεγάλο λάθος να διαπραγματευθούν με το καθεστώς. Εμείς οι αδύναμοι φυλακισμένοι είχαμε αρνηθεί μετά την απαγωγή του Λόρεντς, το 1975, να διαπραγματευθούμε κάτι που είχε επισήμως και δημοσίως συμφωνηθεί από τους απαγωγείς και το καθεστώς. Ισως έτσι έγινε δυνατή η πιο επιτυχμένη επιχείρηση ανταρτών στη Δυτική Ευρώπη της δεκαετίας του '7Ο, με την οποία το δυτικοβερολινέζικο "Κίνημα της 2ας Ιουνίου" είχε απελευθερώσει 7 κρατούμενους του καθεστώτος της Δυτικής Γερμανίας.
Και τότε μάλλον θα μαθαίναμε γιατί πρότειναν στο καθεστώς να πάρουν τον ίδιο δρόμο όπως εγώ, το 1976 στην Αθήνα. Τίποτα άλλο δεν φοβήθηκε περισσότερο το γερμανικό καθεστώς απ' ό,τι μία επανάληψη αυτού του μεγάλου καλοκαιρινού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, οπότε ακόμα και ο τότε δικαστής μου (μετέπειτα "Πρόεδρος της Δημοκρατίας") Σαρτζετάκης διάβασε στα Ελληνικά την αντιιμπεριαλιστική δήλωσή μου ("Να δημιουργήσουμε δυο, τρία, τέσσερα Βιετνάμ!"), σαν να ήταν δική του. Μια δήλωση που κατέληγε: "Να αντιτάξουμε κατά της πολιτικής της καμμένης γης των ΗΠΑ την πολιτική των καμμένων βάσεων των ΗΠΑ!"

Μένουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα, πώς φθάσαμε από το κίνημα του "Κάντε έρωτα, όχι πόλεμο" της δεκαετίας του '60 και από την πιο επιτυχημένη αντάρτικη επιχείρηση του 1975, στην πιο αποτυχημένη του Μογκαντίσου και την τραγωδία του Στάμχαϊμ του 1977. Εδώ σημειώνω απλά πώς δεν είναι τυχαίο που η επιτυχία εκείνη συνέπεσε με την προβολή σ' όλο τον κόσμο της εικόνας με τους αμερικανούς στρατιώτες να φεύγουν πανικόβλητοι με ελικόπτερα από τον τελευταίο προμαχώνα τους, την πρεσβεία των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, ηττημένοι όχι μόνο από τους αντάρτες των Βιετκόνγκ, αλλά και από ένα κίνημα διεθνούς αλληλεγύης, στο οποίο ανήκαμε και εμείς και η RAF με τη δράση μας.

(*) Σύνθημα στα Εξάρχεια, 1977.



Η καριέρα του Ες-Ες υπ' αριθ. 221714

Γιατί επέλεξε τον Χανς Μάρτιν Σλάιερ η RAF; Ηδη από το 1931, σε ηλικία 16 ετών, ο Σλάιερ εντάχθηκε στη χιτλερική νεολαία και δυο χρόνια αργότερα προσχώρησε στα Ες-Ες, με το νούμερο 221714. Το 1934 θεωρούσε ήδη τον εαυτό του "παλιά ναζιστική καραβάνα". Το 1937 κατήγγειλε για αντιναζιστική συμπεριφορά τον πρύτανη του πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ και προκάλεσε την απόλυσή του. Είχε ήδη αναλάβει το έργο της "ναζιστικοποίησης" της ανώτατης παιδείας, από τη Χαϊδελβέργη μέχρι την Αυστρία. Οι στενές του γνωριμίες με την ηγεσία του Ράιχ, που έφταναν μέχρι τον Γκέμπελς, του επέτρεψαν να αποφύγει το μέτωπο, όταν ξέσπασεο πόλεμος. Το 1941 τοποθετήθηκε από τον Ράινχαρντ Χάιντριχ στη θέση του προέδρου της "Κεντρικής Ενωσης Βιομηχανιών" στην κατεχόμενη Πράγα.
Διηύθυνε μια απ' τις πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις των ναζί, τη λεγόμενη "κινητοποίηση των οικονομικών δυνάμεων για τον πόλεμο", δηλαδή την κλοπή εβραϊκών, τσέχικων και πολωνικών επιχειρήσεων. Υπήρξε ο τελευταίος ναζιστής αξιωματούχος στην Πράγα και διέταξε την παραμονή της γερμανικής συνθηκολόγησης μια επίθεση των Ες Ες στον άμαχο πληθυσμό της πόλης, με αποτέλεσμα δεκάδες νεκρούς.
Μετά τον πόλεμο, ο Σλάιερ αξιοποίησε τις γνωριμίες του και από απλός υπάλληλος της Ντέμλερ Μπεντς το 1951, βρέθηκε στην κορυφή της Ενωσης εργοδοτών. Οταν το 1975 ο συγγραφέας Μπερντ Ενγκελμαν αποκάλυψε το παρελθόν του, ο Σλάιερ αρνήθηκε να τον μηνύσει. "Γιατί να το κάνω;", δήλωσε με αυτάρεσκο κυνισμό. "Ολα όσα γράφει είναι αλήθεια." Κατά τη διάρκεια της κράτησής του από τη RAF βιντεοσκοπήθηκαν οι απαντήσεις του Σλάιερ στα ερωτήματα των απαγωγέων του. Οι κασέτες δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας.

(Ελευθεροτυπία, 9/11/1997)

 

www.iospress.gr                                   ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ