ΓΚΑΜΑΑ-ΑΛ-ΙΣΛΑΜΙΓΙΑ


Οι πράσινες ταξιαρχίες του Νείλου

1.   2

 

Ποια είναι αυτά τα "ανθρωπόμορφα τέρατα" που σφάζουν κάθε τόσο ανύποπτους τουρίστες στην Αίγυπτο; Τα ειδησεογραφικά πρακτορεία ενδιαφέρονται μόνο όσο το αίμα των θυμάτων είναι ακόμα νωπό. Δεν δείχνουν το ίδιο ενδιαφέρον για τους λόγους που συνεχίζει να αναπτύσσεται το φαινόμενο της ισλαμικής τρομοκρατίας.

 
Οι ρίζες του ισλαμικού αντάρτικου

Η πολύνεκρη επίθεση της Ισλαμικής Ομάδας (Γκαμάα αλ-Ισλαμίγια) το πρωί της 17ης Νοεμβρίου, με τους 68 νεκρούς (58 ξένους, 4 αιγύπτιους κι 6 "τρομοκράτες") μέσα στον αρχαιολογικό χώρο του Λούξορ, ήρθε να επιβεβαιώσει ξανά τα κυρίαρχα στερεότυπα για τις κοινωνικές συγκρούσεις που συγκλονίζουν τη μεσανατολίτικη γειτονιά μας. Η κατανομή των ρόλων σε "καλούς" και "κακούς" είναι γνωστή προ πολλού: από τη μια οι "φανατικοί μουσουλμάνοι", από την άλλη οι υπερασπιστές του "οικουμενικού πολιτισμού" και της "προόδου" που, εξυπακούεται, αξίζουν την ολόψυχη υποστήριξή μας. Χάρη στην ιδιάζουσα αποτίμηση του "δυτικού" αίματος από τη βιομηχανία των ΜΜΕ, η συγκεκριμένη ενέργεια, αναμφισβήτητα εγκληματική, αποτέλεσε για μίαν ακόμα φορά το καθοριστικό κριτήριο για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με ένα φαινόμενο πολύ ευρύτερο, όπως η ανάπτυξη του πολιτικού Ισλάμ στην Αίγυπτο των 58 εκατομμυρίων κατοίκων. Μπροστά στην οργή για τον αναίτιο θάνατο των επισκεπτών του ναού της Χασεψούτ, αποσιωπάται διακριτικά το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον που ανέδειξε τους ισλαμιστές σε κυρίαρχη μορφή κοινωνικής αντιπολίτευσης απέναντι στο αιγυπτιακό καθεστώς.

Η μαζική απήχηση των ισλαμιστών θα ήταν αδιανόητη χωρίς τη βαθιά και παρατεταμένη κρίση νομιμοποίησης του αιγυπτιακού κράτους. Ορισμένες πτυχές αυτής της κρίσης συνδέονται με την οικονομική αποτυχία του όλου συστήματος, ορατή δια γυμνού οφθαλμού (απέραντες ζώνες αθλιότητας στην περιφέρεια των πόλεων, αδυναμία απορρόφησης ενός ραγδαία αυξανόμενου νεανικού προλεταριάτου), αλλά και με τις συνέπειες της φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής των τελευταίων δυο δεκαετιών: εντεινόμενη κοινωνική πόλωση, ανάδυση μιας νέας τάξης πλουσίων από το πάντρεμα των παλιών αστών με τους αετονύχηδες γραφειοκράτες της νασερικής περιόδου ("επικεφαλής των ιδιωτικών επιχειρήσεων της Αιγύπτου", επισημαίνει η διεισδυτική Monde Diplomatique του περασμένου Αυγούστου, "βρίσκουμε σήμερα τα ίδια πρόσωπα που διοικούσαν λίγο νωρίτερα τους αντίστοιχους τομείς του δημοσίου"), γενικευμένη διαφθορά. Στην άλλη άκρη του φάσματος, υπάρχουν οι χαμένοι των προσδοκιών που γέννησε η ανεξαρτησία και το αναπτυξιακό άλμα των περασμένων δεκαετιών - κοινωνικές ομάδες όπως οι μηχανικοί ή οι εκπαιδευτικοί, που αποτελούσαν παλιότερα τη σπονδυλική στήλη της προσπάθειας εκσυγχρονισμού της χώρας και σήμερα, υπεράριθμοι και κοινωνικά υποβαθμισμένοι, υφίστανται τις συνέπειες της αλλαγής των κρατικών προσανατολισμών. Διαψευσμένοι μικροαστοί τεχνοκράτες και φοιτητές χωρίς ελπίδα -υπάρχει καλύτερη πρώτη ύλη για μίαν απεγνωσμένη εξέγερση κατά της καθεστηκυίας τάξης;
Στο πολιτικό πεδίο, οι δημοκρατικοί θεσμοί που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα δίαυλο για την εποικοδομητική έκφραση της κοινωνικής δυσαρέσκειας είναι ανύπαρκτοι ή, για την ακρίβεια, εικονικοί. Ο νόμος του 1977 για τον πολυκομματισμό είναι από τους πιο ασφυκτικούς στο σύγχρονο κόσμο, με αποτέλεσμα μονάχα 10 κόμματα να έχουν αναγνωριστεί (από τα οποία, οι νασερικοί μόλις το 1992) · σε μια συνηθισμένη του κίνηση, το Ειδικό Δικαστήριο απέρριψε στις 8 Νοεμβρίου την αίτηση αναγνώρισης ενός "Συνταγματικού Κόμματος", με τον ισχυρισμό ότι "το πρόγραμμά του δεν περιέχει τίποτα καινούριο και συνεπώς η ύπαρξή του δεν είναι αναγκαία"! Το εκλογικό σύστημα είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του κυβερνητικού Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος, οι δε εκλογικοί κατάλογοι περιέχουν μικρό μονάχα μέρος των πολιτών, με αποτέλεσμα από το 1979 μέχρι σήμερα το ΕΔΚ να αποσπά τουλάχιστον το 79% των εδρών, ο δε Μουμπάρακ να "επανεκλεγεί" τον Οκτώβριο του 1993 για την 3η προεδρική του εξαετία με το 96,2% των ψήφων... Οσο για τις τοπικές εκλογές, το κατόρθωμα της ισλαμικής αντιπολίτευσης να κερδίσει το 1992 ένα 3% των κοινοτήτων διαδέχθηκε τον Ιούλιο του 1994 ένας νέος νόμος, που καταργεί μια και καλή την εκλογή των κοινοτικών και δημοτικών αρχόντων.

Η ανάλυση των λόγων που ανέδειξαν τους ισλαμιστές ως κυρίαρχη εκδοχή αντιπολίτευσης απέναντι σ' αυτό το αντιδημοκρατικό καθεστώς απαιτεί φυσικά πολύ περισσότερα ερμηνευτικά εργαλεία από την απλή διαπίστωση της "οργής των καταπιεσμένων". Από μια άποψη, η απήχηση των φονταμενταλιστικών κηρυγμάτων δε διαφέρει και πολύ από τη γενικότερη συντηρητική στροφή -όχι μόνο στη Μέση Ανατολή και το μουσουλμανικό κόσμο γενικότερα, αλλά και στη χριστιανική Δύση ή τη βραχμανική Ινδία- προς τις θρησκευτικές "ρίζες", την αναζήτηση στις αξίες ενός (κατά κανόνα εξιδανικευμένου) προκαπιταλιστικού παρελθόντος της συλλογικότητας και της θαλπωρής που αδυνατεί να προσφέρει ο εξατομικευμένος σύγχρονος κόσμος. Από την άλλη, η ανάπτυξη του πολιτικού Ισλάμ δεν είναι άσχετη με την προστασία που παρέχει στις δραστηριότητές τους το ίδιο το άσυλο των χώρων λατρείας, το τζαμί ως τόπος ζύμωσης λιγότερο αστυνομευόμενος απ' ό,τι η σχολή, το κόμμα ή το συνδικάτο. Ορατή είναι τέλος η ανάμιξη της ίδιας της κρατικής εξουσίας στα πρώτα βήματα του σύγχρονου ισλαμικού κινήματος: προσπαθώντας να χτυπήσει την αντίσταση της αριστεράς και των νασερικών εθνικιστών στο άνοιγμά του προς τη Δύση, το καθεστώς του Σαντάτ ενθάρρυνε στα μέσα της δεκαετίας του '70 την επανεμφάνιση των ισλαμικών οργανώσεων -μεταξύ των οποίων και η νεοσύστατη τότε Γκαμάα αλ-Ισλαμίγια, που από το 1976 ελέγχει τα φοιτητικά ΔΣ της χώρας. Τα επιζώντα στελέχη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας (οργάνωσης που ξεκίνησε το 1928 σαν αντιαποικιακή για να καθοδηγήσει το 1965 την πρώτη μαζική εκδήλωση δυσαρέσκειας των αστικών στρωμάτων απέναντι στον "αραβικό σοσιαλισμό" του Νάσερ) απελευθερώθηκαν και, με την οικονομική στήριξη της Σαουδικής Αραβίας, μπόρεσαν να συγκροτήσουν ένα αξιόλογο πλέγμα "εναλλακτικής" κοινωνικής πρόνοιας, κατά τεκμήριο αποτελεσματικότερο και λιγότερο διεφθαρμένο από το κρατικό δίκτυο. Ακολούθησε η συνδικαλιστική παρέμβαση, με εκπληκτική επιτυχία. Σήμερα η Αδελφότητα ελέγχει τα συνδικάτα των γιατρών, των μηχανικών, των φαρμακοποιών και των δικηγόρων, έχει δε ισχυρή παρουσία σε αυτά των δημοσιογράφων, των αγρονόμων, των εμπόρων και των πανεπιστημιακών. Στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, αν και τυπικά παράνομη, κατεβαίνει στις εκλογές με το επίσημο "Κόμμα της Δουλειάς" (Hizb al-Amal) και, σε περίπτωση πραγματικά τίμιων εκλογών με καθολική ψηφοφορία, εκτιμάται ότι θα αναδεικνυόταν χωρίς αμφιβολία πρώτο κόμμα. Πρόκειται για μια μαζική και μάλλον μετριοπαθή δεξιά, που στηρίζεται στη μεσαία τάξη και τροφοδοτείται από τη διάχυτη δυσαρέσκεια για την αντιδημοκρατικότητα και (κυρίως) τη διαφθορά του καθεστώτος, χωρίς ιδιαίτερα επαναστατικές διαθέσεις.
Διαφορετικά είναι τα πράγματα με τις Ισλαμικές Ομάδες (Γκαμάα), που στρατολογούν κυρίως στα πανεπιστήμια και τις καθυστερημένες αγροτικές περιοχές της Ανω Αιγύπτου. Βασική διαφορά τους με το "συντηρητικό Ισλάμ" της Αδελφότητας, ήδη από τις δεκαετίες του '70 και του '80, ήταν η αποδοχή της βίας ως θεμιτό μέσο για την επαναφορά των "αμαρτωλών" μουσουλμάνων στο "σωστό δρόμο" -με ενέργειες που ξεκινούσαν από τις καταστροφές αποθεμάτων αλκοόλ μέχρι τον ξυλοδαρμό συμφοιτητών τους που παραβίαζαν την "ισλαμική ηθική" στις σχέσεις τους με τα κορίτσια... Παρά την επαναστατική ρητορεία τους, ωστόσο, το πέρασμα των Γκαμάα στην ένοπλη πάλη θα προκύψει (αρκετά κλασικά, θα λέγαμε) ως απάντηση στην άγρια καταστολή που υφίστανται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '80. Ο ειδικευμένος γάλλος ερευνητής Φρανσουά Μπουργκάτ θεωρεί καθοριστική στιγμή αυτής της πορείας τη δολοφονία του πανεθνικού εκπροσώπου της οργάνωσης, γιατρού Αλά Μοχιεντίν, στην περιοχή των πυραμίδων στις 9 Σεπτεμβρίου 1990. Την άνοιξη του 1992 ο δρόμος των όπλων είναι πια πραγματικότητα. Το ανθρώπινο κόστος της αναμέτρησης, στα πεντέμισι χρόνια που ακολούθησαν, υπολογίζεται από τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία σε 1.300 περίπου νεκρούς - αστυνομικούς, καταδότες, στελέχη του καθεστώτος αλλά και μέλη της ίδιας της Γκαμάα. Ταυτόχρονα, ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων (συχνά και μόνο για ιδεολογική συμπάθεια προς τους "εξτρεμιστές") υπολογίζεται σε περισσότερους από 20.000.

Η αντίδραση των αρχών στην ανάπτυξη του πολιτικού Ισλάμ παίρνει δυο μορφές. Από τη μια, η δράση των εξτρεμιστικών ομάδων αξιοποιείται για την αμείλικτη καταστολή των νόμιμων οργανώσεων της ισλαμικής αντιπολίτευσης, που κρίνονται ως μακροπρόθεσμα περισσότερο επικίνδυνες για το καθεστώς απ' ό,τι αυτοί καθεαυτοί οι "τρομοκράτες". Από την άλλη, το ίδιο το κράτος σπεύδει να προωθήσει το δικό του, "επίσημο" ισλαμικό πρόγραμμα, σε μια προσπάθεια καλοπιάσματος της μαζικής βάσης του αντιπάλου. Με σημείο εκκίνησης τη συνταγματική μεταρρύθμιση του 1980 (όταν ο ισλαμικός νόμος αναβαθμίστηκε από απλή σε αποκλειστική πηγή του αιγυπτιακού δικαίου), ο οικογενειακός κώδικας τροποποιήθηκε το 1987 εις βάρος των δικαιωμάτων των γυναικών, ενώ από το 1992 το θρησκευτικό πανεπιστήμιο Αλ-Αζάρ απέκτησε de facto δικαίωμα λογοκρισίας των βιβλίων που κυκλοφορούν. Ιδεώδης, πραγματικά, μέθοδος προστασίας από τη θεοκρατική βαρβαρότητα...


Τα λησμονημένα θύματα

Με το πρόσχημα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, οι αιγυπτιακές αρχές έχουν εξαπολύσει εδώ και χρόνια ένα συστηματικό κύμα βίας κατά τμημάτων του πληθυσμού της χώρας. Στη διαπίστωση αυτή καταλήγουν όλοι οι διεθνείς οργανισμοί υπεράσπισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και πρώτη απ' όλους η Διεθνής Αμνηστία. Στην ετήσια έκθεσή της για το 1997 η Αμνηστία διαπιστώνει σημαντικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τους αιγυπτιακούς κρατικούς μηχανισμούς (αστυνομία, στρατό, δικαιοσύνη). Τη νομική βάση σ' αυτές τις παραβιάσεις τη δίνει η παραμονή σε ισχύ του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που κηρύχθηκε το 1981. Η Διεθνής Αμνηστία καταγγέλλει τη φυλάκιση χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων χωρίς κατηγορία και χωρίς δίκη, τη συστηματική χρήση βασανιστηρίων εις βάρος όσων συλλαμβάνονται με την υποψία ότι είναι μέλη ή απλώς συμπαθούντες των ένοπλων ισλαμιστικών οργανώσεων. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξακολουθεί να στέλνει εκατοντάδες πολίτες στα στρατοδικεία, όπου τους περιμένουν στημένες δίκες, και για πολλούς ο θάνατος.
Τον Μάιο του 1996 η Επιτροπή του ΟΗΕ κατά των Βασανιστηρίων συνέταξε μια έκθεση, αποτέλεσμα της εμπιστευτικής έρευνας που διεξήχθη από τον Νοέμβριο του 1991. Το συμπέρασμά της ήταν ότι "στην Αίγυπτο γίνεται συστηματική χρήση βασανιστηρίων από τις δυνάμεις ασφαλείας, ιδιαίτερα από την Υπηρεσία Κρατικής Ασφάλειας (ΥΚΑ) και, παρά τις διαψεύσεις τις κυβέρνησης, οι περιπτώσεις βασανισμού πολιτών είναι συνήθεις σε μεγάλο τμήμα της χώρας". Η Διεθνής Αμνηστία και άλλες μη κυβερνητικές οργανώσεις έχουν κάνει παραστάσεις στην αιγυπτιακή κυβέρνηση για να σταματήσει αυτή η πρακτική, αλλά οι διαμαρτυρίες τους έχουν πέσει στο κενό. Αντιδρώντας η αιγυπτιακή κυβέρνηση, και ειδικά το υπουργείο Εσωτερικών, έχει εξαπολύσει από το 1995 πραγματικό διωγμό εναντίον των οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων (εγχώριων και διεθνών) με την κατηγορία ότι "υπερασπίζονται τα δικαιώματα των τρομοκρατών".
Οι συλλήψεις χιλιάδων "υπόπτων" που κρατούνται χωρίς κατηγορία και δίκη μέχρι και επί έξι χρόνια, στηρίζονται στο άρθρο 3 του Νόμου Εκτακτης Ανάγκης, σύμφωνα με το οποίο ο υπουργός Εσωτερικών μπορεί "να συλλάβει και να θέσει υπό κράτηση ύποπτα άτομα ή όσους θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και ασφάλεια". Μετά από 30 ημέρες οι κρατούμενοι έχουν δικαίωμα να προσφύγουν στο Ανώτατο Δικαστήριο Κρατικής Ασφάλειας, το οποίο οφείλει να εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση εντός 15 ημερών, αφού πρώτα ακούσει τον θιγόμενο πολίτη. Αν το δικαστήριο αποφασίσει την απόλυση του κρατουμένου, ο υπουργός Εσωτερικών έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση και ακολουθεί νέα συνεδρίαση του δικαστηρίου. Στην περίπτωση που και η νέα απόφαση είναι υπέρ του κρατουμένου, τότε πρέπει να υλοποιηθεί η απόλυση.
Μόνο που στην πράξη τίποτα απ' αυτά δεν συμβαίνει. Κάθε φορά που το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διατάσσει την απόλυση ενός κρατουμένου, τότε συνήθως μεταφέρεται μυστικά στο αρχηγείο της ΥΚΑ στο Κάιρο ή σε τοπικές μονάδες για λίγες μέρες, μέχρις ότου ετοιμαστούν νέα εντάλματα σύλληψης. Αλλά και οι λίγοι κρατούμενοι οι οποίοι αθωώνονται από τα δικαστήρια κρατικής ασφάλειας και τα στρατοδικεία, συνήθως δεν αφήνονται ελεύθεροι. Παραμένουν στις φυλακές με νέες κατηγορίες, ή απλώς με νέα εντάλματα.
Σε πείσμα του αιγυπτιακού ποινικού κώδικα ο οποίος προβλέπει δεκάχρονη φυλάκιση για τους κρατικούς υπαλλήλους που κακομεταχειρίζονται ή βασανίζουν κρατούμενους, τα βασανιστήρια είναι καθημερινή πρακτική στο αρχηγείο της ΥΚΑ, στους επαρχιακούς σταθμούς ασφαλείας, στα αστυνομικά τμήματα και στις φυλακές Φιράκ αλ-Αμν, όπου οι φυλακισμένοι κρατούνται σε απομόνωση. Τα βασανιστήρια εφαρμόζονται αμέσως μετά τη σύλληψη, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, αλλά επαναλαμβάνονται και όταν οι πολιτικοί κρατούμενοι μεταφέρονται σ' αυτά τα ειδικά σημεία κράτησης, κατά τη διάρκεια εκδίκασης της αίτησης αποφυλάκισής τους. Τα πιο συνηθισμένα βασανιστήρια είναι το ηλεκτροσόκ, το μαστίγωμα, το κρέμασμα από τους καρπούς ή τους αγκώνες, το κάψιμο με τσιγάρο, και διάφορες μορφές ψυχολογικής βίας (απειλή βιασμού, απειλή σεξουαλικής κακοποίησης γυναικών μπροστά στους συζύγους τους). Τα τρία τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί ραγδαία ο αριθμός των κρατουμένων, οι οποίοι πεθαίνουν μέσα στις φυλακές. Η κυβέρνηση αποδίδει τους θανάτους σε φυσικά αίτια, όμως η ατομική έρευνα των περιπτώσεων από τη Διεθνή Αμνηστία αποδεικνύει ότι οφείλονται σε συνεχή και απάνθρωπα βασανιστήρια.
Η θανατική ποινή εφαρμόζεται σε μαζική κλίμακα. Μέσα στο 1996 υπήρξαν τουλάχιστον 45 θανατικές καταδίκες, οι 4 ερήμην. Επτά απ' αυτές ήταν καταδίκες πολιτών από στρατοδικεία, μετά από παρωδία δίκης, και άλλες 10 ήταν αποφάσεις των (έκτακτων) Ανώτατων Δικαστηρίων Κρατικής Ασφάλειας, οι οποίες δεν επιδέχονται έφεση. Τουλάχιστον 14 εκτελέστηκαν. Μόνο μέσα σε ένα μήνα, τον Ιούνιο, εκτελέστηκαν έξι μέλη της Γκαμάα αλ-Ισλαμίγια, τα οποία είχαν καταδικαστεί τον Ιανουάριο με την κατηγορία της συνωμοσίας για την ανατροπή του καθεστώτος.
Στις εκθέσεις και τα διαβήματα των διεθνών οργανισμών η αιγυπτιακή κυβέρνηση αρνείται την ύπαρξη κρατουμένων συνείδησης στη χώρα και απορρίπτει κάθε ιδέα για απελευθέρωση των εκατοντάδων φυλακισμένων που κρατούνται με διοικητικές αποφάσεις, χωρίς να τους απαγγέλλεται κατηγορία. Απαντώντας στη Διεθνή Αμνηστία, η κυβέρνηση του Καϊρου ισχυρίστηκε ότι όλοι αυτοί συνιστούν "απειλή για την κοινωνία" και ότι αν αφεθούν ελεύθεροι "θα προβούν σε τρομοκρατικές πράξεις".
Η σκληρή αυτή τακτική, όπως γνωρίζουμε, όχι μόνο δεν απέτρεψε τρομοκρατικές πράξεις, αλλά οδηγεί στο αντίθετο ακριβώς αποτέλεσμα. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια κλιμάκωση της βίας και από τις δύο πλευρές.


Κυνηγώντας ένα φίλο απ' τα παλιά

Ο πνευματικός ηγέτης της Γκαμάα αλ-Ισλαμίγια βρίσκεται από το 1993 στις αμερικανικές φυλακές, καταδικασμένος σε ισόβια κάθειρξη ως υπεύθυνος για την βομβιστική επίθεση στο World Trade Center της Νέας Υόρκης. Η απελευθέρωσή του είναι το πρώτο αίτημα των πρόσφατων αιματηρών επιθέσεων της αιγυπτιακής οργάνωσης.
Πώς όμως βρέθηκε στις αμερικανικές φυλακές ο τυφλός 59χρονος ισλαμιστής ηγέτης Ομάρ Αμπντούλ Ραχμάν; Το παράδοξο είναι ότι ο Ραχμάν κατέφυγε στις ΗΠΑ για προστασία το 1990, όταν ένιωσε ότι ο κλοιός γύρω του στένευε, μετά την απόφαση της αιγυπτιακής κυβέρνησης να ελέγξει δραστικά τις ισλαμιστικές οργανώσεις. Η διαφυγή του Ραχμάν στις ΗΠΑ έγινε δυνατή, χάρη στις πολύ καλές σχέσεις που διατηρούσε ο ίδιος με τη CIA, την περίοδο του πολέμου του Αφγανιστάν. Ο Ραχμάν συντόνιζε κατά τη δεκαετία του '80 την αποστολή εθελοντών μουσουλμάνων Αιγύπτιων στο Πεσαβάρ του Πακιστάν, σε ειδικά στρατόπεδα που είχε οργανώσει η αμερικανική υπηρεσία για την εκπαίδευση των Αφγανών μαχητών.
Σε ανταπόδωση των καλών αυτών υπηρεσιών του Ραχμάν, ο σταθμάρχης της CIA στο Χαρτούμ του Σουδάν τον εφοδίασε το 1990 με την πολυπόθητη βίζα. Ετσι ο Ραχμάν ταξίδεψε ανενόχλητος στις ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι το όνομά του βρισκόταν στη λίστα των ανεπιθύμητων προσώπων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Και όχι μόνο αυτό. Αμέσως μετά την εγκατάστασή του στις ΗΠΑ του χορηγήθηκε άδεια παραμονής αορίστου χρόνου. Η υπόθεση "στράβωσε" μετά την επίθεση στο World Trade Center (26.2.1993), που είχε θύματα έξι νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες. Στην αρχή η κυβέρνηση των ΗΠΑ κάλυψε τον Ραχμάν. Αλλωστε δεν υπήρχε εις βάρος του τίποτα περισσότερο από προσευχές για τη σωτηρία των δραστών της επίθεσης και από δηλώσεις του τύπου "χτυπήστε και σκοτώστε του εχθρούς του Θεού όπoυ τους βρίσκετε, για να τον ελευθερώσετε από τους απογόνους των γουρουνιών και των πιθήκων, που σιτίζονται στα τραπέζια του Σιωνισμού, του Κομμουνισμού και του Ιμπεριαλισμού".
Τον Απρίλιο του 1993 η υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ Τζάνετ Ρίνο παραδέχθηκε ότι δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο ενοχοποιητικό στοιχείο εις βάρος του Ραχμάν, αλλά τις ίδιες μέρες άρχισε δίκη εναντίον του στο Κάιρο με παλιότερες κατηγορίες. Ακολούθησε αίτημα έκδοσης από την Αίγυπτο στις ΗΠΑ, οι οποίες άρχισαν να το αντιμετωπίζουν θετικά, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει σχετική σύμβαση μεταξύ των δύο κρατών. Τελικά, κάτω από την πίεση κυρίως των συντηρητικών κύκλων και των μέσων ενημέρωσης, τον Ιούλιο εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης του Ραχμάν. Τον Οκτώβριο του 1995, μετά από πολύμηνη δίκη, ο παλιός σύμμαχος καταδικάστηκε σε ισόβια ως "ο υπ' αριθμόν 1" εχθρός του αμερικανικού έθνους.

(Ελευθεροτυπία, 7/12/1997)

 

www.iospress.gr                                   ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ