ΜΠΑΛΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ


Η φανέλα μας είναι η ψυχή μας 

1.   2.   3.

 

Η γιορτή του μίσους των λαών


Τα μάτια των τηλεθεατών στρέφονται με αδημονία στο πιο ενδιαφέρον ματς του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Εδώ και μήνες τα μέσα ενημέρωσης όλου του κόσμου περιγράφουν τον "αγώνα της δεκαετίας". Μόνο που οι δυο ομάδες που θα έρθουν αντιμέτωπες το βράδυ της 21ης Ιουνίου δεν φημίζονται καθόλου για τις ποδοσφαιρικές τους αρετές. Δεν διεκδικούν το Κύπελλο, δεν αξίζουν καν τον τίτλο του αουτσάιντερ. Το ενδιαφέρον εντοπίζεται στις σχέσεις των κρατών που θα συναντηθούν στο γήπεδο εκείνο το βράδυ: πρόκειται για τις ΗΠΑ και το Ιράν.
Εχουν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια, από τότε που ο Αγιατολάχ Χομεϊνί έβγαζε απαγορευτικούς φετφάδες για όλα τα σπορ. Ακόμα και το 1993 φαντάζει μακριά. Τότε που τους αγώνες της εθνικής ομάδας του Ιράν συνόδευαν πλακάτ με συνθήματα κατά των εχθρών της πατρίδας: "Κάτω οι ΗΠΑ" και "Το Ισραήλ πρέπει να καταστραφεί." Το φανατισμό εκείνης της εποχής έχει διαδεχθεί μια "διπλωματικότερη" στάση. Μέχρι και πρόσκληση απηύθυναν πριν από δυο μήνες οι ΗΠΑ για φιλικές συναντήσεις των δυο ομάδων σε αμερικανικό έδαφος. Εξίσου "διπλωματική" και η άρνηση του Ιράν λόγω "ανειλημμένων υποχρεώσεων".
Αυτό που μοιάζει εκ πρώτης όψεως αστείο, η επένδυση ενός "παιχνιδιού", με διαστάσεις μιας πραγματικής "εθνικής αναμέτρησης", έχει καταντήσει κοινός τόπος για τους ασχολούμενους με τα αθλητικά. Ισως, μάλιστα, η επιτυχία του ποδοσφαίρου στον 20ό αιώνα, να εξηγείται ακριβώς από την ιδιότητά του να επενδύεται με τις συλλογικές παρορμήσεις κάποιας ομάδας πληθυσμού και πρώτα απ' όλα τις "εθνικές" της επιθυμίες ή και φαντασιώσεις.
Μια εξήγηση μας δίνει ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, ο οποίος υπήρξε και παίκτης του αμερικάνικου φούτμπολ, πριν στραφεί στην ηθοποιϊα και εν συνεχεία στην πολιτική. "Ο αθλητισμός", δήλωνε ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ, λίγο πριν τον καταβάλει η ασθένεια, "είναι ένα είδος καθαρού μίσους. Πρόκειται για την ανθρώπινη ιδιότητα που πλησιάζει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στον πόλεμο." Ο Ρέιγκαν περιέγραφε την ικανοποίηση που αισθάνεται κάποιος αθλητής "από το μίσος που του προκαλεί το χρώμα της φανέλας του αντιπάλου του." Ο προκάτοχός του Τζέραλντ Φορντ παρατηρούσε ότι "μια αθλητική νίκη μπορεί να υπηρετήσει ένα έθνος όσο και μια στρατιωτική". Ανάλογες σκέψεις, με αρνητικά όμως συμπεράσματα, έκανε και ο άσπονδος φίλος των αμερικανών προέδρων, ο συνταγματάρχης Καντάφι: "Εχει αποδειχθεί ότι οι αθλητικές συναντήσεις δεν σφυρηλατούν δεσμούς ανάμεσα στα κράτη. Συμβαίνει το αντίθετο. Είναι επιβλαβείς, και συχνά προκαλούν ακόμα και ένοπλες συγκρούσεις."
Τα διεθνή πρακτορεία στέλνουν συχνά ειδήσεις από χώρες του Τρίτου Κόσμου με σκηνές από συγκρούσεις (ταξικές, φυλετικές, εθνικές) που συνόδευσαν ή προκλήθηκαν από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Οι ζαϊρινοί κάτοικοι της Κινσάσα ξεχύθηκαν στους δρόμους της πόλης για να λιντσάρουν τους κογκολέζους κατοίκους, μετά από τη μετάδοση ενός ποδοσφαιρικού αγώνα στις 24 Απριλίου 1987. Ο αγώνας διεξαγόταν στην Μπραζαβίλ. Αιτία της οργής τους ήταν η επίθεση των δυνάμεων της τάξης στους ποδοσφαιριστές της ομάδας τους και οι ανεξέλεγκτες φήμες που κυκλοφόρησαν αμέσως ότι οι συμπατριώτες τους θεατές ρίχτηκαν από τους Κογκολέζους στη θάλασσα. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1967, στην τουρκική πόλη Καισάρεια, οι οπαδοί της τοπικής ομάδας συγκρούστηκαν με τους οπαδούς της Σεβάστειας μετά από ένα αμφισβητούμενο γκολ. Το αποτέλεσμα ήταν 40 νεκροί (μεταξύ των οποίων 27 μαχαιρωμένοι) και 60 τραυματίες. Τον Μάρτιο του 1986, το στάδιο του Καϊρου που φιλοξενούσε το 15ο Κύπελλο Εθνών Αφρικής μεταμορφώθηκε σε πραγματικό στρατόπεδο, με τα τανκς να περιπολούν για να προλάβουν τις αντιδράσεις των "φανατικών". Τον Ιούνιο του 1969, ο αγώνας Σαλβαδόρ-Ονδούρας κατέληξε στην κήρυξη πολέμου και την εισβολή του στρατού του Σαλβαδόρ στην Ονδούρα. Και τον Μάιο του 1964, ο αγώνας Περού-Αργεντινής στη Λίμα συνοδεύτηκε από εκτεταμένα επεισόδια με 300 νεκρούς και 1000 τραυματίες.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού έχουν απαλλαγεί από ανάλογα φαινόμενα. Οι αναμετρήσεις, π.χ., Γερμανίας-Γαλλίας εξακολουθούν να θυμίζουν τον παλιό εθνικό ανταγωνισμό. Αλλά και μέσα στο ίδιο κράτος, τα αισθήματα μεταξύ φιλάθλων αντίπαλων ομάδων είναι εχθρικά και στηρίζονται στη διαφορετική εθνική καταγωγή (π.χ. η βάσκικη Ατλέτικο Μπιλμπάο ή η καταλάνικη Μπαρτσελόνα έχουν ανοιχτό πόλεμο με τη Ρεάλ), τη διαφορετική θρησκεία (οι οπαδοί της καθολικής Σέλτικ και της προτεσταντικής Ρέιντζερς στη Γλασκώβη της Σκοτίας συγκρούστηκαν το 1971 με αποτέλεσμα 66 νεκρούς), ακόμα και τη διαφορετική ταξική αναφορά (η Λίβερπουλ με την Εβερτον, κλπ).
Η "τιμή", πάντως, της ανάδειξης του Παγκοσμίου Κυπέλου Ποδοσφαίρου σε φαντασμαγορική γιορτή του μίσους των λαών ανήκει αναμφισβήτητα στον Μπενίτο Μουσολίνι. Δυο χρόνια πριν τη "μαύρη Ολυμπιάδα" του Βερολίνου που σταθεροποίησε το ναζιστικό καθεστώς στη Γερμανία, ο Ιταλός δικτάτορας εκμεταλλεύθηκε το δεύτερο Παγκόσμιο Κύπελο (1934) ως ισχυρό προπαγανδιστικό όπλο του φασισμού, τόσο μέσα στην Ιταλία όσο και στο εξωτερικό. Κατά τον ιστορικό Πιερ Μιλζά, οι φασίστες προωθούσαν το ποδόσφαιρο επειδή πίστευαν ότι βοηθά στη συγκέντρωση "μεγάλου πλήθους μέσα σε ένα χώρο κατάλληλο για σκηνοθεσία. Θα μπορούσαν έτσι να ασκηθούν επάνω του μεγάλες πιέσεις, ώστε να διατηρείται σε παροξυσμό ο μαζικός εθνικιστικός πυρετός".
Οι υπεύθυνοι της Διεθνούς Ομοσπονδίας (FIFA) γνώριζαν βέβαια το χαρακτήρα του ιταλικού καθεστώτος. Θεώρησαν, όμως, ότι εξυπηρετούσε και τα δικά τους σχέδια για διεθνή ανάδειξη του ποδοσφαίρου η προοπτική της μουσολινικής φιέστας. Ο Γάλλος πρόεδρος της FIFA Ζιλ Ριμέ, ο οποίος θεωρείται σήμερα πατέρας του σύγχρονου ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, υποστήριξε ένθερμα την ιταλική υποψηφιότητα. Ο ίδιος στις αναμνήσεις του μιλά με ενθουσιασμό και νοσταλγία για τον Ντούτσε και τη φασιστική διοργάνωση: "Η ιταλική κυβέρνηση συμμετείχε σε όλες τις εκδηλώσεις και τις αθλητικές συναντήσεις με όλη την καρδιά της. Ο Ντούτσε έθεσε στη διάθεση της οργανωτικής επιτροπής ένα χάλκινο κύπελλο εντυπωσιακών διαστάσεων και βάρους. Ο Ντούτσε παρέστη στους περισσότερους αγώνες που διεξήχθησαν στη Ρώμη και φυσικά στον τελικό." Ο τελικός μεταξύ Ιταλίας και Τσεχοσλοβακίας κρίθηκε με 2-1 υπέρ της πρώτης στην παράταση. Ο δημοσιογράφος Ζακ ντε Ρισβίκ περιγράφει: "Στο θεωρείο του, ντυμένο στην πορφύρα, ο Μουσολίνι είναι παρών. Γύρω από τον Ντούτσε το πάθος του πλήθους φτάνει σε παροξυσμό. Επί τρεις ώρες ασταμάτητα το πλήθος εκδηλώνει τα πατριωτικά του αισθήματα με ρυθμικές ουρανομήκεις ζητωκραυγές: Ντού-τσε, Ι-τά-λια, Ντού-τσε, Ι-τά-λια. Δεν είναι πλέον θεατές μιας αθλητικής συνάντησης, είναι ένας στρατός ενθουσιωδών αγωνιστών, οι οποίοι προσδιορίζουν την τύχη μιας κρατικής υπόθεσης. Με την τελική νίκη της "σκουάντρα ατζούρα" δοξάζεται ο θρίαμβος της φασιστικής Ιταλίας."
Την υπόθεση του Παγκοσμίου Κυπέλλου ο Μουσολίνι την προετοίμαζε πολλά χρόνια νωρίτερα. Ισως από το 1927, τότε που ο Λισιέν Ντιμπέχ έγραφε στην Revue Universelle: "Ο φασισμός δεν έχει λόγο να πειράξει τον ιταλικό αθλητισμό, εφόσον ο ιταλικός αθλητισμός τα χρωστάει όλα στο φασισμό και εφόσον όλοι οι αθλούμενοι είναι φασίστες". Ο Μουσολίνι φρόντισε εγκαίρως να τοποθετήσει στη θέση του προέδρου της Ιταλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας έναν δοκιμασμένο φασίστα, τον στρατηγό Βακάρο, και τις παραμονές του Παγκοσμίου Κυπέλλου έστειλε ένα απειλητικό τηλεγράφημα προς τα μέλη της εθνικής ομάδας, αυτούς που αποκαλούσε "στρατιώτες στην υπηρεσία του εθνικού συμφέροντος": "Θα νικήσετε ή θα πεθάνετε". Το εφέ της σπαρτιάτισσας μάνας πέτυχε. Η Ιταλία πήρε το Κύπελλο και λίγους μήνες αργότερα ο Μουσολίνι έβαζε σε εφαρμογή το σχέδιό του για την κατάκτηση της Αιθιοπίας.

(Ελευθεροτυπία, 7/6/1998)

 

www.iospress.gr                                   ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ