Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΕΟΦΑΣΙΣΤΩΝ
Η Νέα "Στρατευμένη" Τέχνη
1.
2. 3.
Οι σαρκικές απολαύσεις του εθνικισμού
"Οι πονηροί ποτέ δεν αγαπούν, ωστόσο κάνουν τους ερωτευμένους. Τεράστια διαφορά τους χωρίζει απ' την πραγματική αγάπη δυο ετεροφύλων, που διέπονται από μια υψηλή κοινωνία αναβλύζουσα από την πνευματοψυχοσύνθεση της Θείας αγάπης, μητρός της ευτυχίας. Αυτοί είναι ξένοι σ' αυτή την αγάπη. Αυτοί διέπονται απ' την ηδονικοσαρκική έλξι ή ανάγκη, που σβήνει με τον κορεσμό ή τα γεράματα. Γι' αυτό αντί αϋλους σαϊτας χρησιμοποιούν για να πετύχουν το σκοπό τους τρόπους που δημιουργούν ερεθισμό των ενφύτων [sic] εγωϊστικών τάσεων ήτοι της ζήλειας και της φιλοδοξίας του ατόμου".
Το παραπάνω απόσπασμα δεν προέρχονται από κάποιο παρεκκλησιαστικό έντυπο, αλλά από το μυθιστόρημα ενός επώνυμου αστέρα του εγχώριου φασισμού. Σχεδόν ξεχασμένος πια, ο συγγραφέας του, Φραγκίσκος Παπαγεωργίου (γνωστότερος ως "Φράνκι"), στις αρχές της δεκαετίας μας ήταν κάτι παραπάνω από ένας απλός κομπάρσος της εθνικής ανάτασης των ημερών. Ηγέτης της οργάνωσης "Εθνική Σταυροφορία", μηνυτής των "αντεθνικών στοιχείων" που αμφισβητούσαν την πληθυσμιακή ομοιογένεια της Μακεδονίας μας, αλλά και τακτικός επιδρομέας μαζί με τους μπράβους του στα δικαστήρια της Ευελπίδων όποτε εκδικάζονταν τέτοιες υποθέσεις, μπορεί να θεωρηθεί μια από τις αντιπροσωπευτικές μορφές της περιόδου. Ελάχιστοι είχαν δείξει άλλωστε τότε να ενοχλούνται από κάποιες άλλες πτυχές της πολυσχιδούς δραστηριότητάς του, όπως το γεγονός ότι ο επίδοξος προστάτης του έθνους ήταν ταυτόχρονα ιδιοκτήτης του πορνοκλάμπ "Venus", καταδικασμένος επανειλημμένα επί μαστροπεία -τόσο στην περίφημη "δίκη της κότας" (12/2/82), που αφορούσε ένα φτηνό νούμερο κτηνοβασίας και live sex στο μαγαζί του, όσο και για κλασικό νταβατζιλίκι και άρνηση καταβολής δεδουλευμένων προς τις στριπτιτέζ του (για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. "Ιός" 10/1 & 12/12/93). Ευνόητη λοιπόν η έκπληξή μας, όταν το συγγραφικό του έργο μας αποκάλυψε κυριολεκτικά έναν άλλον άνθρωπο: θεοσεβούμενο, συνεσταλμένο, με μια βαθιά αίσθηση αλληλεγγύης προς τον πλησίον αλλά και απέραντη κατανόηση για της γης τους κολασμένους. Και, πάνω απ' όλα, έτοιμο να καταγγείλει τον αγριανθρωπισμό που κρύβουν μέσα τους οι επαγγελματίες του πατριωτισμού και της εθνικοφροσύνης!
Το βιβλίο τιτλοφορείται "Αχθος Αρούρης" (για την ακρίβεια: "Ahthos Arouris") και διακρίνεται για την πλούσια πλοκή του. Ο Πειραιώτης Νίκος Μαργαρίτης χάνει σε εφηβική ηλικία τη μητέρα και το μικρό αδερφό του στο βομβαρδισμό του Πειραιά από τους Ιταλούς · προσχωρεί στην Εθνική Αντίσταση και διαπρέπει ως Ελασίτης, διαφωνεί όμως με το "παιδομάζωμα" και επιστρέφει στη σωστή αγκαλιά της πατρίδας · πιάνει δουλειά, γνωρίζει τη γυναίκα της ζωής του κι ετοιμάζεται να νοικοκυρευτεί, όταν κατά διαβολική σύμπτωση συλλαμβάνεται ενώ ξεπλένεται από τα αίματα μιας συναδέλφου που του "κολλούσε" και βρέθηκε φρεσκοδολοφονημένη στο σπίτι του! Καταδικάζεται σε 20χρονη κάθειρξη, δραπετεύει, αλλά καθ' οδόν σώζει από ένα φλεγόμενο σπίτι το παιδί του εισαγγελέα της δίκης του, ταυτίζοντάς το με το χαμένο αδερφάκι του. Τελικά ο πραγματικός δολοφόνος της κοπέλας αποκαλύπτεται και ο πρωταγωνιστής αποδίδεται ξανά άσπιλος στην κοινωνία, έχοντας στο μεταξύ ανακαλύψει πως ο εν λόγω εισαγγελέας είναι στην πραγματικότητα ο χαμένος του αδελφός. Τύφλα νάχει ο Φώσκολος...
Σύμφωνα με τον ίδιο τον "Φράνκι", το βιβλίο του είναι ένα "παγκοσμίως μοναδικό πόνημα, που οριοθέτησε την πτώση του κομμουνισμού πριν 27 έτη και πρόβλεψε το δημογραφικό πρόβλημα που προέκυψε στην Ευρώπη μετά από αυτή". Η έπαρση αυτή αντλείται προφανώς από μια χιλιαστική ενόραση της κεντρικής φυσιογνωμίας του μυθιστορήματος, για το επικείμενο τέλος του άθεου σοβιετικού μοντέλου: "Τι μπορεί κανείς να περιμένη από μια ιδεολογία που ισχυρίζεται ότι προσφέρει τις υπηρεσίες της στον φτωχό εργάτη, μα σαν αναγκαία προϋπόθεση θέτει την δολοφονία του Ιησού Χριστού, του μοναδικού πραγματικού πατέρα του εργαζόμενου φτωχού; (...) Ας μάθουν λοιπόν οι προσωρινοί δραπέτες της κολάσεως, τα θηρία της αποκαλύψεως, ότι θέλουν δε θέλουν φτάνει η μέρα της μισθαποδοσίας τους και της αναστάσεως του Ρωσικού λαού. Σας το λέω και μην
εκπλαγείτε εάν αυτό γίνει πριν το έτος 2.000" (σ.61- 2). Οσο για το δημογραφικό πρόβλημα, ούτε φωνή ούτε ακρόαση στις 144 σελίδες του βιβλίου. Εκτός και αν με αυτό
υπονοείται η διαχρονική αυτοσυγκράτηση του Νίκου Μαργαρίτη σε όλη τη διάρκεια του μυθιστορηματικού χρόνου, παρά τους αλλεπάλληλους πειρασμούς που τον περιτριγυρίζουν. Τυπικό δείγμα: "Ηταν μια απ' τις μαγεμένες βραδιές του Σαρωνικού, που μαλακώνουν με τα γλυκά τους χάδια και τις πιο σκληρές καρδιές και κάνουν τους ερωτευμένους να αισθάνονται τη φλόγα του πόθου να τους κυριεύη ζηλότυπα για να γκρεμίση το κρυστάλλινο παλάτι της αγνότητος, και να λερώση για πάντα, με την επιθυμία σαρκικών απολαύσεων, τον πνευματικόν μανδύα του ιδεολόγου" (σ.80).
Προχωρημένες ευαισθησίες για μαστροπό, έστω κι εθνικόφρονα. Πόσο μάλλον όταν, λίγο πιο πριν (σ.76), φτάνει να αναρωτηθεί μεγαλόφωνα για τις φαντασιώσεις και τα έργα του ίδιου και των ομοϊδεατών του: "Πώς μπορούμε να σκοτώσουμε, να διαμελίσουμε, να εξαφανίσουμε, να ακρωτηριάσουμε, να εγκληματίσουμε φορώντας τον αγιάζοντα τα μέσα μανδύα του πατριωτισμού, που σκεπάζει όλα τα κακόβουλα εγκληματικά δαιμόνια, όσα κρύβει μέσα της η διεστραμμένη ψυχή μας;"
Η χούφτα των αγωνιστών
Αν πιστέψουμε τον προλογίζοντα "διδάκτορα πολιτικών επιστημών πανεπιστημίου Νεαπόλεως" Σπ. Λ. Σταθόπουλο, το βιβλίο του ομοϊδεάτη του Θεοδώρου Καραμπέτσου "Οι αντιδραστικοί" (ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ, 1988) επρόκειτο "να βγάλει στην επιφάνεια το μεγαλείο
μιας χούφτας εθνικιστών αγωνιστών σ' έναν πολιτικά αφιλόξενο γι' αυτούς χώρο, όπως η Ιταλία της δεκαετίας 1965-75". Παρόμοια προσδοκία δημιουργεί και η ολοσέλιδη βιβλιοπαρουσίαση του ίδιου πονήματος από τη λεπενική φυλλάδα "21ος Αιών" (16/6/1996)" για "το αγωνιστικό, ιδεολογικό, συγγραφικό και φιλοσοφικό εθνικό έργο του αγνού θαρραλέου αγωνιστού.[...] Ανιδιοτελείς είναι οι αγώνες του εκλεκτού επιστήμονος (σ.σ είναι κτηνίατρος, δεκαετούς φοιτήσεως στην Ιταλία), διανοουμένου, ιδεολόγου. Εχει θέσει την τεράστια μόρφωσή του στην υπηρεσία της Ελληνοχριστιανικής Εθνικής Κοινωνικής Φιλοσοφίας", γράφει ο "βιβλιοκριτικός" καθηγητής Χαρακάκος.
Απογοητευτικό το αποτέλεσμα. Ο Καραμπέτσος (μόνιμος χρονογράφος, σήμερα, της "Χρυσής Αυγής") στην πραγματικότητα αυτοαγιογραφείται και αυτοοικτίρεται για τη χαμένη του νιότη στην υπηρεσία της "21ης Απριλίου" και την αποτυχημένη διαδρομή του σ' όλο σχεδόν το φάσμα των "εθνικών φοιτητικών σωματείων" της χούντας και των μεταπολιτευτικών νεοφασιστικών οργανώσεων και εντύπων. Στην ουσία σκαρώνει μια πολιτική φαντασίωση τύπου Ζεράρ ντε Βιλιέ, στην οποία -όπως κάθε μεγαλομανιακός- υποτίθεται ότι καταδιώκεται, έως εξοντώσεως, από μυστικές υπηρεσίες Ανατολής και Δύσης -προδομένος από τους δικούς του. Τόσο σπουδαίος θα ήθελε να γίνει. Παίζει τον Νίτσε στα δάκτυλα, συγκρούεται με τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό, τον σιωνισμό, είναι πανάξιος εραστής κομμουνιστριών καλλονών, για να βιώσει δραματικά το τέλος της Μεγάλης Ιδέας του με την Κύπρο και την κατάρρευση των πραξικοπηματιών το 1974. Τότε που το ίνδαλμά του, ένας αξιωματούχος των Απριλιανών, φτάνει στα όρια της τρέλας, επειδή τον παράτησε η γκόμενα και ο ίδιος παραπαίει στην αγκαλιά μιας ακόμα προοδευτικής: "Αν ήταν ο Παπαδόπουλος, ίσως να ξέφευγε απ' την παγίδα. Κι αν η κίνηση του Ιωαννίδη μας απέφερε την πολυπόθητη Ενωση; Ηταν αδύνατο, μ' όλα τούτα τα ντόπια και ξένα κοράκια! Πού είναι οι εθελοντές; Είναι δυνατόν οι Εθνικιστές να κάθονται ξαπλωμένοι και να τους χαϊδεύουν τ' αρχίδια, την ώρα που η Κύπρος χαροπαλεύει; Τι τάχουμε τ' αρχίδια; Μόνο για να τα κρατά στη χούφτα της κάποια Γαλλίδα ή οποιαδήποτε άλλη;" (σελ. 119).
Ο νοσταλγός του Ζιγκφρίδου
Την πρώτη θέση στο "Πάνθεον" των νεοναζιστών της μεταπολίτευσης με λογοτεχνικές ανησυχίες καταλαμβάνει χωρίς αμφιβολία ο Αριστοτέλης Καλέντζης. Μεταξύ βομβιστικών επιθέσεων, πολύκροτων δικών και πολύχρονων φυλακίσεων, ο Καλέντζης γράφει αδιάκοπα. Ο ίδιος τοποθετεί τον εαυτό του στην "κοσμοθεωρία της Λευκής Ομοφυλίας", και για να μας πείσει τσιτάρει Χίτλερ, Γκέμπελς, Ντίτριχ και Ντιτς στην εισαγωγή του σημαντικότερου λογοτεχνικού του πονήματος ("Σε Σένα").
Η ποίησή του είναι ηρωική, με αναφορές στην Αρχαία Ελλάδα, όπως αυτή κατανοήθηκε και μελετήθηκε από τους θεωρητικούς του εθνικοσοσιαλισμού. Αφιερώνεται στους "εθνικοκοινωνιστές συντρόφους της Βαυαρίας" και στους "φυλακισμένους ιταλούς συντρόφους του Ορντινε Νουόβο". Το όραμα του συγγραφέα αποτυπώνεται σε αυτοσχέδια εμβατήρια που θρηνούν την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας: "Τεύτονες, μεγαλώνυμοι, δεν κύρτωσαν κι ας κλάψαν όταν ο Ηγέτης έπεσε κι εσίγησε ο Ζιγκφρίδος Τα
δάχτυλα δεν ξέφυγαν καθόλου απ' τις σκανδάλες Μα Πίστη ορκιστήκανε στον Επερχόμενο Ανδρα."
Τη γνώμη του για τη δημοκρατία τη διατυπώνει σε έμμετρη παρωδία του γνωστού ποιήματος του Νόβα, με αφιέρωση στους "300 της ουλής των Ελλήνων": "Τα στήθια σου τα γάλατα γαργάλαγαν, γαργάλαγαν, γύρω απ' το Κολωνάκι Και τα δικά μας άρμεγαν σαν νάταν αγελαδινά με μπρίο και μεράκι Απ' το Λαό το μάζωχναν, με χέρια φουρναρόξυλα, τ' άοσμο παραδάκι Κι οι οπαδοί τους δέρνονταν στ' άχαρα πεζοδρόμια μπλεγμένοι στη φενάκη."
Κύριο χαρακτηριστικό της γραφής του Καλέντζη η επιτηδευμένη καλλιέπεια, η σκόπιμη κατάχρηση αρχαϊσμών και λόγιων λέξεων, με πλήρη όμως υποταγή στους γραμματικούς κανόνες της δημοτικής. Χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα από το ακροτελεύτιο κείμενο του βιβλίου:
"Ετσι η συμβολή μου (ενδημικό κελάηδισμα στο τέναγος της πόλης) εκκαμινεύει τα ευρήματα της οψίγαμης σύζευξης της νεποτικής ενδοτικότητας με τις ωμοφάγες Αρπυιες της της νιόπλαστης μυθογραφίας. Σύντροφε σε Σένα θα 'θελα να πρωταντηχήσω τα εύφωνα ευκληρήματα του Χείρωνα που, ώς τα σήμερα, εφηδύνουν ηπιόδωρα τους αλαλαγμούς της βακχικής πομπής των ζείδωρων Πριάπων."
Και για όσους μένουν με την απορία, ο συγγραφέας παραθέτει στη συνέχεια το επεξηγηματικό τσιτάτο: "Ο φλογερός αγώνας μας πρέπει νάχει πλατειά αντικείμενα. Ενας ολάκερος πολιτισμός παλεύει για την ύπαρξή του κι ετούτος ο Πολιτισμός θα βαστάξει εκατομμύρια χρόνια γιατί θ' αγκαλιάσει και θα συνταιριάσει τον Ελληνισμό με το Γερμανισμό!" (Αντολφ Χίτλερ "Ο αγών μου")
Από την άποψη αυτή, ο Αριστοτέλης Καλέντζης μπορεί να θεωρηθεί πρωτοπόρος. Υιοθέτησε, δηλαδή, από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας, τη λεγόμενη "λεξικογραφή", δηλαδή τη συγγραφή κειμένων που απαιτούν από τον αναγνώστη (αλλά κυρίως το συγγραφέα) τη χρήση λεξικού, για την κατανόηση (ή τη σύνταξη) κάθε πρότασης. Αυτή η γραφή (και απαγγελία) έχει γίνει πολύ της μόδας στα σημερινά μέσα ενημέρωσης, ακόμα και τα ηλεκτρονικά. Ακούς ή διαβάζεις τη χειρότερη κοινοτοπία επενδυμένη με λέξεις ομηρικές. Ισως η "ελληνοπρέπεια" που αποπνέει αυτό το λεξιλόγιο να θεωρείται ικανό άλλοθι για τη διατύπωση οποιουδήποτε συλλογισμού, ακόμα και του πιο βάρβαρου ή του πιο κενού.
(Ελευθεροτυπία, 17/1/1999)
www.iospress.gr ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ - ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ |