ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΩΝ ΝΑΞΑΛΙΤΩΝ

Ινδια: Οι Παρίες Ξεσηκώνονται

1.   2.   3.



Ο άγνωστος ταξικός πόλεμος

Η είδηση μεταδόθηκε από τα διεθνή πρακτορεία, χωρίς να προκαλέσει το ενδιαφέρον των ελληνικών ΜΜΕ: τη νύχτα της 25ης Ιανουαρίου, μια εκατοστή καλά εξοπλισμένα μέλη της ακροδεξιάς οργάνωσης Ranvir Sena ('Ο στρατός της Νίκης') εισέβαλαν στο χωριουδάκι Σανκαρμπίγα του κρατιδίου Μπιχάρ της Ινδίας και εξολόθρευσαν 23 κατοίκους του. Οπως γίνεται συνήθως σ' αυτές τις περιπτώσεις, ο πρωθυπουργός του Μπιχάρ εξέφρασε τον αποτροπιασμό του για το συμβάν, ενώ η αντιπολίτευση έσπευσε να ζητήσει την παραίτηση του τοπικού υπουργού Εσωτερικών και να καταγγείλει ότι ο 'στρατός της νίκης' δρα ουσιαστικά ως το ένοπλο χέρι του κόμματός του. Περισσότερο ορατά ήταν ωστόσο τα κοινωνικά συμφραζόμενα της σφαγής. Οι κάτοικοι του συγκεκριμένου χωριού ανήκουν όλοι στην κατώτερη ιεραρχικά κάστα των 'παριών' και εργάζονται ως εργάτες γης στη γύρω περιοχή. Οι επιδρομείς, αντίθετα, προέρχονταν από ένα γειτονικό χωριό ιδιοκτητών, που ανήκουν σε μεσαία ινδουιστική κάστα και ταυτίζουν τα συμφέροντά τους με εκείνα των τσιφλικάδων της περιοχής. Αφορμή για την επίθεση υπήρξε ο φόνος, μερικές μέρες πριν, ενός τοπικού ηγέτη της Ranvir Sena και του γιου του από αντάρτες του Μαοϊκού Κομμουνιστικού Κέντρου (MCC). Δεν πρόλαβε να κλείσει 48ωρο και η αλυσίδα του αίματος συμπληρώθηκε με έναν ακόμη κρίκο: αντάρτες μιας άλλης μαοϊκής οργάνωσης, της Ομάδας Λαϊκού Πολέμου (PWG), σκότωσαν σε αντίποινα δυο προύχοντες που θεωρούνταν στελέχη της παραστρατιωτικής οργάνωσης. "Θα σβήσουμε τη Ranvir Sena από προσώπου της επαρχίας", εξήγησε λίγο αργότερα σε συνέντευξή του ο γραμματέας της PWG στο Μπιχάρ, διευκρινίζοντας πως η οργάνωση "θα βάλει στο στόχαστρό της μονάχα γαιοκτήμονες" (The Times of India 1/2/99). Προς επίρρωση των ισχυρισμών του, φρόντισε μάλιστα να διανείμει στους δημοσιογράφους μια λίστα με τα ονόματα 50 υποψήφιων θυμάτων.
Αγνοημένα ως επί το πλείστον από τον ευρωπαϊκό Τύπο, τα γεγονότα αυτού του είδους δεν είναι καθόλου σπάνια στην ενδοχώρα της "μεγαλύτερης Δημοκρατίας του κόσμου". Μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα που τραβούν την προσοχή των ΜΜΕ, μακριά επίσης από τα σημεία εθνοτικής ή θρησκευτικής έντασης (Κασμίρ, Πεντζάμπ, κλπ.) που ανταποκρίνονται στο σύγχρονο στερεότυπο περί "επιστροφής του Θεού", ένας αιματηρός ταξικός πόλεμος ταλανίζει επί δεκαετίες την ινδική ύπαιθρο. Από τη μια, ακροδεξιές παραστρατιωτικές συμμορίες στην υπηρεσία των τσιφλικάδων ή των αναδυόμενων αστών της υπαίθρου ασκούν μια σχεδόν καθημερινή βία εναντίον εκείνων των αγρεργατών που τολμούν να σηκώσουν κεφάλι και να διεκδικήσουν τα στοιχειώδη. Από την άλλη, μαοϊκές ανταρτοομάδες -γνωστότερες με το συλλογικό όνομα "Ναξαλίτες"- δρουν ως ιδιότυποι Ρομπέν των Δασών, τιμωρώντας τους κτηματίες και τα όργανά τους, εκδικούμενες για τις αγριότητες της κρατικής και παρακρατικής καταστολής, επιβάλλοντας ακόμη και οικονομικά αιτήματα των προλετάριων της υπαίθρου μέσα από έναν "ένοπλο συνδικαλισμό".
Ο συνολικός φόρος του αίματος που καταβάλλεται σε αυτή την άγνωστη σύρραξη δεν είναι καθόλου αμελητέος. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, περίπου 500 άτομα σκοτώνονταν κάθε χρόνο το 1990-93 σε αναμετρήσεις των Ναξαλιτών με τις δυνάμεις της τάξης (Singh 1995, σ.133). Το 1997 οι νεκροί έφτασαν τους 393 μονάχα στο κρατίδιο του Αντρα Πραντές και τους 424 στο Μπιχάρ, ενώ η σοδειά του 1998 υπήρξε σύμφωνα με πληροφορίες του ινδικού Τύπου αρκετά μεγαλύτερη (Hindustan Times 7/1 & 15/11/98, The Times of India 19/12/98). Οι αριθμοί αυτοί δεν περιλαμβάνουν τους πολίτες που πέφτουν θύματα των ακροδεξιών παραστρατιωτικών ομάδων και των σωμάτων ασφαλείας. Το 1987 η παρισινή Liberation εκτιμούσε ότι, μονάχα στο Μπιχάρ, "περίπου μια χιλιάδα άνθρωποι χάνονται κάθε χρονιά, σε έναν υπόγειο πόλεμο που αποδεικνύεται πολύ πιο αιματηρός από το αποσχιστικό κίνημα των Σιχ στο Πεντζάμπ, για το οποίο γίνεται τόσος λόγος" (1/6). Δέκα χρόνια αργότερα, καλά πληροφορημένη πηγή υπολογίζει τα θύματα στο ίδιο κρατίδιο σε "περίπου 5.000 το χρόνο" (Asiaweek 19/10/96).
Η δράση των Ναξαλιτών ξεκίνησε το 1967, με μια αποτυχημένη εξέγερση των ακτημόνων της Βεγγάλης. Εκτοτε το πολιτικό αυτό ρεύμα υπέστη σειρά διασπάσεων και μετασχηματισμών (μαζικές οργανώσεις, νόμιμα κόμματα, ανταρτοομάδες της υπαίθρου αλλά και μέσα στην ίδια την Καλκούτα). Εκείνο ωστόσο που παρέμεινε σταθερό όλο αυτό το διάστημα, ήταν η προσπάθεια των μαχητών του να οργανώσουν τα πιο φτωχά στρώματα του αγροτικού πληθυσμού - κυρίως τους παρίες, τους ακτήμονες που προέρχονται από μεσαίες κάστες και τους ιθαγενείς. Διαβάζοντας τα ρεπορτάζ των ινδικών εφημερίδων, ακόμη και των πιο συντηρητικών, εντυπωσιάζεται κανείς από την πάγια σύνδεση της δραστηριότητας των "εξτρεμιστών" με τα συμφέροντα των προλεταρίων της υπαίθρου. "Οι Ναξαλίτες είναι εξαιρετικά δημοφιλείς στις φυλές που ζούνε σε αβυσσαλέα ένδεια", αναγνωρίζει σε κύριο άρθρο της η εφημερίδα Hindustan Times (18/6/98), εξηγώντας αμέσως μετά το γιατί: "Οι Ναξαλίτες έχουν διαβεβαιώσει τους ιθαγενείς για μια δίκαιη συμφωνία από μέρους των μεσαζόντων και των επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται τα δάση. Εχουν καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε από την αποτυχία του κράτους να διασφαλίσει στους ιθαγενείς μια κάποια δικαιοσύνη στην κατανομή των αγαθών. Εως ότου αντιμετωπιστούν στην ολότητά τους τα προβλήματα των φτωχών αγροτών και ιθαγενών, ο ναξαλισμός θα είναι ένα σκληρό καρύδι".
Ακόμη σαφέστερο είναι το περιοδικό Τhe Week (19/10/97): "Τα τελευταία δύο χρόνια η PWG, παράλληλα με την οργάνωση κινητοποιήσεων για καλύτερες τιμές στα προϊόντα του δάσους, έχει αναλάβει έργα όπως η κατασκευή δεξαμενών νερού, η οδοποιία και το χτίσιμο καταφυγίων στις στάσεις των υπεραστικών λεωφορείων. Το κοινωνικό αυτό έργο ανταγωνίζεται τα κυβερνητικά αναπτυξιακά προγράμματα". Και η εικόνα συμπληρώνεται από τους σοβαρούς Times of India, που διαπιστώνουν κι αυτοί πως "οι Ναξαλίτες έχουν μετατρέψει μεγάλες εκτάσεις σε δική τους διοικητική επικράτεια, έχουν στήσει συστήματα φορολογίας, παράλληλα δικαστήρια και άλλα συναφή συστατικά στοιχεία μιας υποτίθεται νομιμοποιημένης διακυβέρνησης, όλα σε αντίθεση προς το νόμο" (8/9/97). Από τη δική της πλευρά, η κυριότερη αντάρτικη οργάνωση υποστηρίζει πως, ως αποτέλεσμα της ριζοσπαστικής αγροτικής μεταρρύθμισης που η ίδια εφαρμόζει στις απελευθερωμένες ζώνες, πάνω από 1.200.00 στρέμματα γης διανεμήθηκαν σε ακτήμονες μόνο στην περιοχή της Τελεγκάνα.
Στο απέναντι στρατόπεδο, οι παραστρατιωτικές συμμορίες της ακροδεξιάς αυξάνονται κι αυτές σε ευθεία αναλογία προς τον κλονισμό της πατροπαράδοτης τάξης. Δίπλα στους τσιφλικάδες και τους μπράβους τους, τα όπλα παίρνουν σταδιακά πολλοί μικρομεσαίοι κτηματίες που ανήκουν σε ενδιάμεσες κάστες, απέκτησαν γη χάρη στις εθνοκαθάρσεις και την περιορισμένη αγροτική μεταρρύθμιση των πρώτων χρόνων της Ανεξαρτησίας και τώρα νιώθουν την κοινωνική τους θέση να απειλείται από τον αγώνα των ακτημόνων εργατών τους για ένα πιο ανθρώπινο μεροκάματο. Η Bhoomi Sena του Μπιχάρ ιδρύθηκε λχ στη διάρκεια μιας τέτοιας αγρεργατικής απεργίας, το 1982. Μέχρι το 1985 είχε ήδη δολοφονήσει τουλάχιστον 65 ακτήμονες, κάψει 212 σπίτια και διώξει 325 οικογένειες "εξτρεμιστών" από 13 χωριά της περιοχής.
Ανάλογη είναι και η πορεία της Ranvir Sena, που διέπραξε το πρόσφατο μακελειό. Σύμφωνα με τις εφημερίδες, ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο του 1994 ως απάντηση στην κατάληψη ενός τσιφλικιού από ακτήμονες και ξεκίνησε την ένοπλη δραστηριότητά της τον επόμενο Απρίλιο, με την τυφλή σφαγή 6 ακτημόνων. Η τυπική απαγόρευσή της από τις αρχές δεν την εμπόδισε να πραγματοποιήσει τα επόμενα χρόνια άλλα 16 χτυπήματα, με αιματηρότερη τη μαζική δολοφονία 62 χωρικών το Δεκέμβριο του 1997. Οι συμμορίτες της μπορούν, άλλωστε, να είναι βέβαιοι ότι διαθέτουν κάθε υποστήριξη από τους προασπιστές της έννομης τάξης: "Οι σφαγές γίνονται γιατί οι παρίες έχουν γίνει υπερβολικά επιθετικοί", εξηγεί στον απεσταλμένο του Asiaweek ο επικεφαλής των δικαστών της περιοχής, Γκόρε Λαλ Γιαντάβ. "Αφού οι κτηματίες πιέζονται, τι να γίνει; Μέχρι να εξαφανιστούν οι Ναξαλίτες, θα υπάρχουν πάντα στρατοί σαν τη Ranvir Sena".

(Ελευθεροτυπία, 14/2/1999)

 

www.iospress.gr                                  ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ