ΚΟΥΡΔΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Οι Αγνωστοι Οτσαλάν

1.   2.   3.



Αλληλεγγύη δύο ταχυτήτων

Η εικόνα του Κούρδου πρόσφυγα στη χώρα μας, όπως αυτή έχει αποτυπωθεί στη συλλογική συνείδηση, πολύ απέχει από το να είναι ενιαία. Το παλιότερο αγωνιστικό στερεότυπο του διωκόμενου αλλά αγέρωχου πρώην αντάρτη διαδέχθηκε κάποια στιγμή η εξίσου στερεότυπη μορφή του εξαθλιωμένου πλήθους της πλατείας Κουμουνδούρου, του οποίου η παρουσία και μόνο προκαλούσε τη μήνι και τις ρατσιστικές κινητοποιήσεις των περιοίκων. Από την επομένη της παράδοσης του Οτσαλάν στις τουρκικές αρχές, το ενδιαφέρον ΜΜΕ και πολιτικών υποκειμένων εστιάστηκε ξανά στα αγωνιστικά αρχέτυπα και κάθε αποκλίνουσα εικόνα εξαφανίστηκε απλώς από το προσκήνιο. Ποια είναι όμως η πραγματικότητα, πέρα από τα όποια αρνητικά ή εξιδανικευτικά στερεότυπα; Πολύ περισσότερο, ποια υπήρξε διαχρονικά η στάση των ελληνικών αρχών, επίσημων και ανεπίσημων, απέναντι στα μέλη της συγκεκριμένης προσφυγικής κοινότητας; Αναζητώντας μια πληρέστερη εικόνα απευθυνθήκαμε στη δικηγόρο Γιάννα Κούρτοβικ, γνωστή από πολλές υποθέσεις υπεράσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτικών (και όχι μόνο) προσφύγων στη χώρα μας.
Το πρώτο ερώτημα αφορά τον αριθμό των Κούρδων πολιτικών προσφύγων. Η συνομιλήτριά μας φροντίζει ευθύς εξαρχής να διαλύσει την κυρίαρχη εντύπωση ότι η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε "ξέφραγο αμπέλι" παροχής ασύλου. Επισημαίνει, απεναντίας, ότι την τελευταία δεκαετία συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: "Συνολικά, οι αναγνωρισμένοι πολιτικοί πρόσφυγες όλων των εθνικοτήτων ήταν 5.860 στα τέλη του 1997 και σήμερα πρέπει να φτάνουν τις 6.000. Από αυτούς, οι 5.000 είχαν πάρει άσυλο πριν από το 1991. Σε σχέση με την Ευρώπη, το ποσοστό αυτών που ζητάνε άσυλο στην Ελλάδα είναι επίσης πολύ μικρό. Από τα 252.000 άτομα που ζήτησαν άσυλο στην Ευρώπη το 1997, στην Ελλάδα ζήτησαν μόλις 4.376 (ποσοστό 1,7%). Το 1998 το ποσοστό αυτό μειώθηκε ακόμη περισσότερο: μόλις 2.953 στους 299.000 (1%). Οσον αφορά τους Κούρδους, ο ακριβής υπολογισμός τους είναι αρκετά δύσκολος, εφόσον η καταγραφή γίνεται με βάση το κράτος προέλευσης και την υπηκοότητα, όχι την εθνικότητα. Μπορούμε να δούμε όμως ότι το 87% των πολιτικών προσφύγων το 1997 και το 73% το 1998 προέρχονταν από το Ιράκ. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι κατά κανόνα Κούρδοι". Η τόσο διθυραμβικά διακηρυγμένη ελληνοκουρδική "φιλία" δεν εμποδίζει ωστόσο τις αρχές της χώρας μας να ακολουθούν μια από τις σκληρότερες πολιτικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά τη χορήγηση πολιτικού ασύλου: "Ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη τα ποσοστά αποδοχής των αιτήσεων είναι γύρω στο 15%, σε μας δεν ξεπερνά το 5-5,5%. Οσον αφορά τους προερχόμενους από το Ιράκ, που όπως σας είπα είναι συνήθως Κούρδοι, το ποσοστό αποδοχής στην Ελλάδα είναι μόλις 2%, ενώ στην Ευρώπη πλησιάζει το 50%".
Το χάσμα ανάμεσα στα διάχυτα ιδεολογήματα και τη σκληρή πραγματικότητα είναι λοιπόν γεγονός. Πρόκειται άραγε για μόνιμη πρακτική διαχείρισης των προσφυγικών κυμάτων από την Τουρκία και το Κουρδιστάν ή για πρόσφατο σχετικά φαινόμενο; Ρωτάμε την κ. Κούρτοβικ για τις διαφοροποιήσεις που η επίσημη πολιτική γνώρισε στο πέρασμα του χρόνου. "Αυτό που μπορώ να καταγράψω είναι η αίσθηση που έχω γι' αυτή την εξέλιξη", μας απαντά. "Μεταξύ 1981 και 1987 η Ελλάδα δέχθηκε πολλούς πρόσφυγες από την Τουρκία και χορήγησε πολιτικό άσυλο σε αρκετούς από αυτούς με αρκετά πλατιά κριτήρια. Πολλοί ήταν Τούρκοι, μέλη αριστερών πολιτικών οργανώσεων. Μετά το 1987 η μεγάλη πλειοψηφία των αφικνούμενων είναι -ή δηλώνουν- Κούρδοι. Από το 1990 η πολιτική της Ελλάδας αλλάζει. Σε επιλεγμένες μόνο περιπτώσεις δίνεται άσυλο, με κριτήρια στενά και πάντοτε εξατομικευμένα. Ομως σπάνια έχουμε απελάσεις προς την Τουρκία. Κατά κανόνα ο πρόσφυγας παραμένει στη χώρα και μετά την απόρριψη της αίτησής του, με ένα καθεστώς ανοχής. Από το 1987 και μετά έγινε επίσης αισθητό ότι αποτελούσε πολιτική των οργανώσεων των Κούρδων από την Τουρκία (ορισμένων τουλάχιστον από αυτές) να μην υποβάλλουν αιτήσεις για πολιτικό άσυλο και να παραμένουν υπό καθεστώς ανοχής, έτσι ώστε να υποδηλώνεται και να επιβεβαιώνεται η προσωρινότητα της παρουσίας τους εδώ". Αντίστοιχη στάση, για εντελώς διαφορετικούς όμως λόγους, κρατάνε συνήθως και πολλοί Κούρδοι πρόσφυγες από το Ιράκ. "Η δική τους πορεία είναι έτσι κι αλλιώς χωρίς επιστροφή, και οι οργανώσεις τους δεν έχουν καμιά αντίρρηση στην υποβολή αιτήσεων. Στην πλειοψηφία τους όμως προτιμούν να φύγουν προς άλλα κράτη της Ευρώπης γιατί εκεί υπάρχει ένα σύστημα πρόνοιας πολύ πιο αναπτυγμένο. Η πολιτική της Ελλάδας προς αυτούς είναι, άλλωστε, αποτρεπτική, όπως φαίνεται τόσο από τα ποσοστά που προανέφερα όσο και από την όλη αντιμετώπισή τους εδώ (η εγκατάλειψη στην πλατεία Κουμουνδούρου, η δηλούμενη αδυναμία και η βέβαιη απροθυμία των υπηρεσιών να παραλάβουν και να εξετάσουν τις αιτήσεις ασύλου, κλπ). Βέβαια οι πρόσφυγες αυτοί δεν μπορούν να απελαθούν, λόγω του εμπάργκο. Ετσι, συχνά συλλαμβάνονται και παραμένουν επί μήνες στα κρατητήρια προς εκφοβισμό και παραδειγματισμό των άλλων, προτού αφεθούν. Παλιότερα ήταν πολύ προσφιλής στις αρχές η πρακτική της άτυπης επαναπροώθησης σε γειτονικές χώρες. Τελευταία νομίζω πως έχει περιοριστεί". Τη θέση αυτής της πρακτικής φαίνεται να παίρνει, απεναντίας, η ανοχή της "απλής προώθησης" προς Δυσμάς: "Η ανάπτυξη του 'δουλεμπορίου' τα τελευταία χρόνια οξύνει την κατάσταση και φαίνεται δυστυχώς ότι σ' αυτό ενέχονται και συγκεκριμένες πολιτικές οργανώσεις. Φαίνεται ακόμη ότι δεν υπάρχει μεγάλη προθυμία για την εξάρθρωση αυτών των κυκλωμάτων, κι αυτό γιατί αποτελούν ένα σίγουρο (αν όχι το μόνο) τρόπο για τη μετάβαση των προσφύγων σε μια άλλη χώρα. Αφήνονται έτσι να υποκαταστήσουν την ανύπαρκτη πολιτική για το κουρδικό και τους πρόσφυγές του".
Η αναφορά στον όχι και τόσο διαφανή ρόλο κάποιων πολιτικών οργανώσεων μας βάζει στον πειρασμό να ρωτήσουμε την κ. Κούρτοβικ για την ύπαρξη ανάλογων διαφοροποιήσεων στη στάση των αρχών. Η απάντησή της είναι θετική: "Οσον αφορά τις οργανώσεις, είναι αισθητό ότι υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση των αρχών απέναντι στον πρόσφυγα, ανάλογα με την οργάνωση που αυτός δηλώνει ότι ανήκει. Κάποιες οργανώσεις είναι πιο αποδεκτές, κάποιες άλλες καθόλου. Εχω μάλιστα την εντύπωση ότι κάποιες πολιτικές οργανώσεις των Κούρδων της Τουρκίας απαιτούν μια τέτοια διαφοροποίηση. Υπάρχει οργάνωση της οποίας κανένα από τα μέλη δεν έχει πάρει άσυλο τα τελευταία χρόνια, διότι βρίσκεται σε σύγκρουση με άλλη οργάνωση η οποία είναι συμπαθής στις αρχές". Σημείο τομής σε αυτή την εξέλιξη θεωρείται το 1987, χρονιά κατά την οποία άρχισε να γίνεται αισθητή η παρουσία του ΡΚΚ ανάμεσα στους πρόσφυγες. "Σταδιακά έγινε η κυρίαρχη οργάνωση ανάμεσά τους, αλλάζοντας και το τοπίο. Ετσι πέρασαν διαφορετικές αντιλήψεις, τόσο για το διάλογο και τη συνεργασία με τις αρχές όσο και για τις σχέσεις με τις ελληνικές οργανώσεις. Οι παλιότεροι πρόσφυγες λχ, προερχόμενοι από αριστερές οργανώσεις, αρνούνταν κάθε σχέση με την αστυνομία και αναζητούσαν τα στηρίγματά τους στις αδελφές ελληνικές οργανώσεις της Αριστεράς, ενώ η νέα λογική ευνοούσε κυρίως τη σχέση με μηχανισμούς. Μπορεί κανείς να βγάλει συμπεράσματα ή να κάνει έστω υποθέσεις όχι και πολύ ευχάριστες από αυτά. Ομως δεν είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για τέτοιες συζητήσεις".


Η ξεχασμένη ανθρωπιά

Πολλές χιλιάδες κούρδοι πρόσφυγες από τις εμπόλεμες περιοχές του Β. Ιρακ ή της Ν.Α Τουρκίας, διασχίζοντας με οποιοδήποτε μέσο το Αιγαίο και τα ναρκοπέδια του Εβρου, φτάνουν τα τελευταία χρόνια στην ελληνική "γη της επαγγελίας". Πρόθεσή τους η παροχή ασύλου και η αρχή μιας νέας, ελεύθερης ζωής, στον ευρωπαϊκό χώρο. Αν δεν υπήρχαν οι μη κυβερνητικές ανθρωπιστικές οργανώσεις, οι συνθήκες υποδοχής και διαμονής τους στη χώρα μας δεν θα διέφεραν και πολύ από την κόλαση που άφησαν πίσω τους. "Ολη η ιστορία των Κούρδων στην Ελλάδα -και γενικά των προσφύγων- αναδεικνύει το τρομερό πρόβλημα της υποδοχής, κράτησης, διαδικασίας παροχής ασύλου και διαβίωσής τους. Η Ελλάδα οφείλει πολλές εξηγήσεις στους διεθνείς οργανισμούς ή και στο δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το αποδεικτικό υλικό είναι συγκλονιστικό", μας λέει ο γιατρός Θεόφιλος Ρόζενμπεργκ, πρόεδρος του ελληνικού τμήματος των "Γιατρών του Κόσμου" (ΓτΚ).
Από το 1996, που αρχίζει το μαζικό κύμα των προσφύγων, οι ελληνικές αρχές, παρά τις ανθρωπιστικές μεγαλοστομίες, δεν καταφέρνουν τίποτα ουσιαστικό. "Η γενική πολιτική που επικράτησε", τονίζει ο κ. Ρόζενμπεργκ, "ήταν να φύγουν, να μη δημιουργηθούν συνθήκες ομαλής εγκατάστασής τους, να μην ενσωματωθούν". Προχειρότητα και πολιτικές σκοπιμότητες οδηγούν προφανώς σε αντιφατικές "λύσεις". Απ' το παρκάκι στο τέρμα της οδού Σοφοκλέους, στις κατασκηνώσεις του Αγίου Ανδρέα, στην Περαχώρα Λουτρακίου, στα παλιά βαγόνια της Πάτρας, αδέσποτοι στα χέρια των "δουλεμπόρων" και των κουρδοπατέρων, πίσω στο Σούνιο, στο Λαύριο, στην Πεντέλη, στην πλ. Κλαυθμώνος, στην Κουμουνδούρου, στο όρος Πατέρας. Αλλεπάλληλες επιχειρήσεις-σκούπα της αστυνομίας, άγριες συνθήκες ζωής, αρνήσεις έστω και παραλαβής των αιτήσεων για τη χορήγηση ασύλου. Για να μη μιλήσουμε για την οδύσσειά τους στα κρατητήρια ή για τις αθέατες "επαναπροωθήσεις" τους.
Τον Απρίλιο του 1997, οι ΓτΚ καταφέρνουν να διασώσουν 170 περιφερόμενους κούρδους πρόσφυγες, μετά το φιάσκο του Λουτρακίου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους, αλλά τότε αναλαμβάνουν, μόνοι τους πλέον -μετά τις αλλεπάλληλες υπονομεύσεις του έργου τους από τους αρμοδίους- να δημιουργήσουν έναν καταυλισμό στις παλιές κατασκηνώσεις των υπαλλήλων της Αγροτικής Τράπεζας, στην Πεντέλη. "Κάναμε έναν τιτάνιο αγώνα για να στήσουμε από το μηδέν την κατασκήνωση. Σταδιακά και παρά τις ελλείψεις, κατορθώσαμε να εξασφαλίσουμε στους ανθρώπους τουλάχιστον τη σιγουριά ότι κανείς δεν θα τους διώξει. Τους βοηθάμε να σταθούν στα πόδια τους και τους υποστηρίζουμε για να οργανώσουν με αξιοπρέπεια το επόμενο βήμα στη νέα τους ζωή". Περισσότεροι από δέκα χιλιάδες πρόσφυγες, κυρίως γυναίκες και παιδιά από το Κουρδιστάν, έχουν ως σήμερα βρει στέγη, τροφή και περίθαλψη στον καταυλισμό των ΓτΚ. Και όλα αυτά χωρίς ούτε μια δραχμή από το κράτος.
Για το αίσχος της πλατείας Κουμουνδούρου, ο κ. Ρόζενμπεργκ έχει πολλά να αποκαλύψει. Οι ΓτΚ με την κινητή τους ιατρική μονάδα και το ανοιχτό Πολυιατρείο της οδού Μιχ. Βόδα είχαν από την αρχή σταθεί δίπλα στους άστεγους. "Το υφυπουργείο Πρόνοιας ανέχθηκε για πολλούς μήνες την κατάσταση, ενώ είχαν εξασφαλιστεί, πέρα από τις πολλές λύσεις που τους προτείναμε, και τα σχετικά κονδύλια από την Ε.Ε. Σε αντίθεση με τις προτάσεις των διαφόρων αυτόκλητων σωτήρων και των όψιμων κουρδοπατέρων, που εισηγούνται αστυνομικού τύπου διευθετήσεις με τη μορφή κάποιου απομακρυσμένου γκέτο για τους Κούρδους, οι ΓτΚ δεν συναινούν με κανένα τρόπο στο μάντρωμα. Θα κινηθούμε άμεσα, σε συνεργασία και με άλλες ανθρωπιστικές οργανώσεις. Θα δημιουργήσουμε ανοιχτούς ξενώνες στο κέντρο της πόλης, προσφέροντας ένα καθαρό κρεβάτι, νερό, σαπούνι και λίγο φαγητό".

(Ελευθεροτυπία, 14/3/1999)

 

www.iospress.gr                                  ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ   -   ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ