ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Εγώ, η Ντεβρίμ από το Κουρδιστάν

1.   2.   3.



Χωρίς οικογένεια, χωρίς πατρίδα

Η Ντεβρίμ Καγιά γεννήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1974 στο Εμπερμπαχ της Γερμανίας. Τρίτο κατά σειρά κορίτσι που αποκτούσαν οι μετανάστες γονείς της, η Ντεβρίμ ήταν και για τους δύο ανεπιθύμητη. Σύμφωνα με την κουρδική παράδοση, ο πατέρας της μπορούσε να παντρευτεί μια άλλη γυναίκα προκειμένου να αποκτήσει τον πολυπόθητο γιο. Δεκατεσσάρων μόλις ημερών, η νεογέννητη Ντεβρίμ μεταφέρεται από τους γονείς της στο Κουρδιστάν. Εκεί, σε ένα ορεινό και πάμφτωχο χωριό της περιοχής Ντερσίμ (Τούντζελι στα τουρκικά), το περιττό βάρος παραδίδεται στη γιαγιά και την οικογένεια ενός θείου. Οι άνθρωποι αυτοί δέχονται με χαρά να μεγαλώσουν το μωρό και η γυναίκα του θείου της το θηλάζει μαζί με το νεογέννητο αγοράκι της, τον Βελί. Η γιαγιά και οι θείοι θα γίνουν γονείς για τη μικρή Ντεβρίμ, τα ξαδέρφια της πραγματικά αδέρφια. Οταν, ύστερα από λίγα χρόνια, οι γονείς της επισκέπτονται το χωριό στις διακοπές, η Ντεβρίμ αρνείται να τους αποκαλέσει "πατέρα" και "μάνα". Η αντίδραση των φυσικών γονιών είναι βάναυση: δέρνουν αλύπητα τα παιδί κάθε φορά που τους αποκαλεί θείους.
Στο χωριό, η ζωή κυλά δύσκολα για τη μικρή Ντεβρίμ. Η φτώχεια αφόρητη και το πρωτόγονο σχολείο μια ακόμη δοκιμασία για το παιδί που δεν ξέρει τούρκικα για να το παρακολουθήσει. Γρήγορα, ωστόσο, η Ντεβρίμ εξοικειώνεται με το νέο της περιβάλλον. Της αρέσουν τα γράμματα, κι ας έχει ένα και μοναδικό τετράδιο, κι ας προσπαθεί να γράψει με ένα μολύβι που έλιωσε από την πολύχρονη χρήση. Στα οχτώ της χρόνια, η οικογένεια του πατέρα της επιστρέφει στο Κουρδιστάν. Η Ντεβρίμ εγκαθίσταται με το ζόρι στο σπίτι των φυσικών της γονιών και υφίσταται την καθημερινή τους βία. Η γιαγιά και ο θείος της προσπαθούν να τη σώσουν από το μαρτύριο, αλλά οι νόμοι της περιοχής δίνουν στον πατέρα δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στα παιδιά του. Το ποτήρι ξεχυλίζει, όταν ο πατέρας-αφέντης επιχειρεί να κάψει τα πόδια των κοριτσιών του με πυρακτωμένο σίδερο. Η παρέμβαση των συγγενών σώζει την τελευταία στιγμή τα κοριτσάκια, αλλά το πρόβλημα δεν βελτιώνεται. Οταν οι γονείς μετακομίζουν σε γειτονικό χωριό, η Ντεβρίμ το σκάει και επιστρέφει στην οικογένεια του θείου της.
Στο μεταξύ, το κλίμα έχει βαρύνει στο χωριό που σπαράσσεται από βεντέτες και υφίσταται όλο και συχνότερα την απρόκλητη βία των τούρκων στρατιωτών. Προτού κλείσει τα δέκα, η Ντεβρίμ κυκλοφορεί με όπλο για να αποφύγει το βιασμό από τα αρσενικά μέλη της γειτονικής οικογένειας, με την οποία η δική της βρίσκεται σε ανοιχτή βεντέτα. Τελειώνει το σχολείο και πείθει τον πατέρα της να της επιτρέψει να συνεχίσει. Στη Μερσίνα, όπου φιλοξενείται από τον εξάδελφό της Μουράτ, ο διευθυντής αρνείται αρχικά να τη γράψει, γιατί το όνομά της σημαίνει "Επανάσταση". Ενα παχυλό μπαξίσι τον μεταπείθει εύκολα, και η Ντεβρίμ γίνεται μια από τις καλύτερες μαθήτριές του. Η παιδεία, ωστόσο, που της παρέχεται είναι προσανατολισμένη στον ισλαμισμό και η Ντεβρίμ βρίσκεται συχνά σε σύγκρουση με τους δασκάλους της. Από οικογένεια Αλεβιτών, και μάλιστα περίπου άθεων, η κοπέλα νιώθει όλο και μεγαλύτερη ασφυξία στο ισλαμικό περιβάλλον. Λίγο προτού πάρει το απολυτήριο, η δήλωσή της ότι είναι Κούρδισσα της στοιχίζει την απομάκρυνσή της από το σχολείο.
Νέα επιστροφή στο χωριό, νέα βάσανα. Ο πατέρας της έχει γυρίσει στη Γερμανία, ενώ ο θείος της σέρνεται κάθε τρεις και λίγο στο τμήμα. Η Ντεβρίμ πληροφορείται έτσι ότι οι δύο άνδρες της οικογένειας θεωρούνται ύποπτοι για σχέσεις με το PKK και ότι στο λόγο αυτόν οφείλεται ο νέος ξενιτεμός του πατέρα. Για το PKK και τον απελευθερωτικό του αγώνα έχει πρωτακούσει η 17χρονη κοπέλα από τη γιαγιά της. Τη συγκινεί κυρίως η ιδέα ότι δέχεται γυναίκες στις γραμμές του. Λίγο καιρό μετά τη νέα της εγκατάσταση στο χωριό, τούρκοι στρατιώτες εισβάλλουν στο σπίτι της και τη συλλαμβάνουν. Την οδηγούν στο τμήμα του γειτονικού χωριού, όπου τη βασανίζουν απάνθρωπα για να μάθουν πού βρίσκεται ο πατέρας της.
Η Ντεβρίμ δεν διαστάζει πλέον. Με μια φίλη της αποκτούν επαφή με το PKK και εγκαταλείπουν το χωριό. Είναι, όμως, χειμώνας και πρέπει να λιώσουν τα χιόνια για να ανέβουν στο βουνό χωρίς να αφήσουν ίχνη. Μένουν για ένα διάστημα σε γειτονική πόλη, όπου μελετούν βιβλία που τους προτείνουν οι νέοι τους σύντροφοι. Οταν τελικά παίρνουν το λεωφορείο για μια άλλη πόλη, συλλαμβάνονται και οι δύο από στρατιώτες. Η Ντεβρίμ είναι σίγουρη ότι πρόκειται για προδοσία, υποψιάζεται μάλιστα εξαρχής τον καταδότη. Τη στιγμή της σύλληψης, φροντίζει να φωνάξει δυνατά το όνομά της. Ξέρει ότι κάποιος θα ειδοποιήσει τους δικούς της και τον φιλοκουρδικό Τύπο.
Η εφιαλτική ανάκριση που ακολουθεί θα διαρκέσει επτά ατέλειωτα εικοσιτετράωρα. Δεμένη χειροπόδαρα και με τα μάτια καλυμμένα, η Ντεβρίμ θα νιώσει στο κορμί της την απίστευτη βία των ανθρωποφυλάκων της που, με τη βοήθεια γιατρού, θα δοκιμάσουν ό,τι περνά από το άρρωστο μυαλό τους για να κάμψουν την αντίστασή της και να την κάνουν να ομολογήσει αυτά που γνωρίζουν ήδη από το χαφιέ τους. Χτυπήματα με ξύλα, σεξουαλικά βασανιστήρια, ηλεκτροσόκ. Στο τέλος της ανάκρισης, η Ντεβρίμ είναι πια μια άμορφη μάζα. Μεταφέρεται ημιθανής στη φυλακή του Ντερσίμ, όπου συναντά τη φίλη της - κι αυτή άγρια χτυπημένη, κι αυτή περήφανη που δεν ομολόγησε. Στις φυλακές που θα σταλεί στη συνέχεια (Ερζερούμ, Ερζιντζάν, Νεβσεχίρ), θα συνδεθεί με φυλακισμένους συντρόφους της του PKK και θα ενταχθεί στις ομάδες τους. Πέντε μήνες αργότερα, η Ντεβρίμ αντιμετωπίζει στο δικαστήριο κρατικής ασφαλείας την κατηγορία ότι ευθύνεται για είκοσι δολοφονίες. Το κατηγορητήριο είναι τόσο διάτρητο, ώστε, παρά τις προσπάθειές τους, οι δικαστές αναγκάζονται να την αφήσουν ελεύθερη.
Πίσω στο έρημο πια χωριό, η Ντεβρίμ θα ζήσει τη χειρότερη στιγμή της ζωής της. Ενα βράδυ, πέντε αντάρτες του PKK εμφανίζονται ξαφνικά στο σπίτι του θείου της. Οι δύο παίρνουν τον δεκατετράχρονο γιο του Χασάν και εξαφανίζονται, οι άλλοι τρεις καλούν έξω από το σπίτι το θείο και τον εκτελούν. Η Ντεβρίμ νιώθει το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια της. Ο θείος της ήταν πάντοτε φίλος του PKK, γεγονός που του είχε στοιχίσει άπειρες διώξεις. Η κοπέλα κρύβεται λίγες ημέρες στα βουνά, ύστερα καταφεύγει σε συγγενείς της στην Κωνσταντινούπολη. Η λύση είναι η φυγή στο εξωτερικό. Προηγουμένως, όμως, φροντίζει να μάθει τι ακριβώς συνέβη. Ανθρωποι εμπιστοσύνης της ομολογούν ότι το PKK ευθύνεται πράγματι για τη δολοφονία: ο θείος της καταγγέλθηκε λανθασμένα ως καταδότης και έχασε γι' αυτό τη ζωή του. Οσο για τον μικρό Χασάν, αυτός είχε απλώς στρατολογηθεί και πολεμούσε ήδη στα βουνά.

Στα 25 χρόνια της, η Ντεβρίμ Καγιά από το Κουρδιστάν, παιδί κούρδων μεταναστών στη Γερμανία, έχει προλάβει να γνωρίσει έναν απίστευτο εφιάλτη: την απάνθρωπη βία του τουρκικού κράτους, την εχθρική γραφειοκρατία των γερμανικών αρχών και τη συνθλιπτική πατριαρχική δομή της κουρδικής οικογένειας. Ανεπιθύμητη από τους γονείς της και κυνηγημένη τόσο στην Τουρκία όσο και στη Γερμανία, η νεαρή Ντεβρίμ Καγιά αφηγείται τη ζωή της σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη Γερμανία με επιμέλεια και επίμετρο του γνωστού δημοσιογράφου-ερευνητή Γκίντερ Βάλραφ ("'Το μοναδικό μου σφάλμα είναι που γεννήθηκα Κούρδισσα'. Μια νέα γυναίκα κυνηγημένη από τα τουρκικά βασανιστήρια και τη γερμανική δικαιοσύνη"). Η μαρτυρία της, χαμηλόφωνη και γι' αυτό ακόμη πιο σπαρακτική, αποτελεί ένα σπάνιο ντοκουμέντο για τις συνθήκες ζωής των καθημερινών ανθρώπων στα βουνά του Κουρδιστάν, αλλά και τις δυσκολίες που τους περιμένουν, όταν ζητήσουν άσυλο σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα. Ας την ακούσουμε σήμερα που οι Κούρδοι σε όλο τον κόσμο γιορτάζουν το Νεβρόζ, τη δική τους Πρωτοχρονιά. 

(Ελευθεροτυπία, 21/3/1999)

 

www.iospress.gr                                  ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ