ΤΑ ΖΩΑ ΣΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Ο Κτίστης και το Κτήνος

1.   2.   3.



Αθώα η γαϊδάρα, λόγω αμφιβολιών

Στα μέσα του 18ου αιώνα κρεμάσανε στη γαλλική πόλη Βανβ κάποιον ονόματι Ζακ Φερόν, εξαιτίας του έρωτά του προς μια γαϊδάρα. Στη δίκη του -που πραγματοποιήθηκε σε ένα εκκλησιαστικό δικαστήριο- ήταν συγκατηγορούμενη και η αγαπημένη του γαϊδάρα. Το ζώο, όμως, κρίθηκε αθώο με την αιτιολογία ότι υπήρξε θύμα βιασμού και δεν είχε συμμετάσχει εκουσίως στην ερωτική πράξη, δεν είχε δηλαδή ανταποκριθεί στις ανίερες προτάσεις του αφεντικού της. Η ηγουμένη του τοπικού μοναστηριού και πολλοί επιφανείς πολίτες κατέθεσαν ότι δεν έχουν καμιά αμφιβολία για την αθωότητα του ζώου. Υπέγραψαν μάλιστα δήλωση, στην οποία πιστοποιούν ότι "η κατηγορουμένη είναι από καιρό γνωστή μας και έχει αποδειχθεί ενάρετη τόσο στο σπίτι όσο και στο δρόμο. Δεν έχει ουδέποτε σκανδαλίσει κανέναν."
Η φιλεύσπλαχνη αυτή στάση αποτελεί εξαίρεση. Από τα τέλη των Μέσων Χρόνων μέχρι τον 19ο αιώνα, στη χριστιανική Ευρώπη επικρατεί η ιδέα ότι τα ζώα μπορεί να διαπράξουν εγκλήματα. Και όταν οδηγούνται στα δικαστήρια, η τιμωρία τους είναι σχεδόν σίγουρη. Ειδικά για την περίπτωση της κτηνοβασίας, οι δράστες τιμωρούνται με ποινές από δέκα χρόνια φυλακής μέχρι θάνατο, αλλά τα ζώα καταδικάζονται υποχρεωτικά σε ατιμωτική εκτέλεση.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχουμε τόσο πολλές περιπτώσεις παρόμοιων δικαστηρίων. Ομως ο νόμος είναι ο ίδιος, και μάλιστα ισχύει μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τους Κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας "ο Θεός προστάζει να θανατώνονται και οι άνδρες και άι γυναίκες οπού πέσουν εις αμαρτίαν με ζώα, και μαζί με αυτούς να θανατώνονται και τα ζώα." (Αγαπίου Ιερομονάχου και Νικοδήμου Μοναχού "Πηδάλιον της νοητής νηός της των ορθοδόξων εκκλησίας", εκδ. Αστήρ, 1957).
Η προέλευση των αυστηρών αυτών κανόνων δεν είναι δύσκολο να εντοπιστεί. Οπως διαβάζουμε στο ίδιο το "Πηδάλιον", τους όρισε η Αγία Γραφή: "Αν ένας άντρας συνευρεθεί με ζώο ή αν μια γυναίκα συνευρεθεί με ζώο, πρέπει εξάπαντος να θανατωθούν, και το ζώο πρέπει να το σκοτώσετε." (Λευιτικόν, 20, 15)
Ομως η Αγία Γραφή δεν περιορίζεται σ' αυτή την εντολή. Οπως ορίζει το βιβλίο της Εξόδου (21,28), "αν ένα βόδι χτυπήσει κάποιον άντρα ή γυναίκα, και το θύμα πεθάνει, τότε το βόδι πρέπει εξάπαντος να λιθοβοληθεί, αλλά το κρέας του δεν θα φαγωθεί. Κι ο ιδιοκτήτης του βοδιού θα μείνει ατιμώρητος." Αυτή η ανθρωποκεντρική αντίληψη για το ζώο επικρατεί στο ποινικό δίκαιο του Μεσαίωνα. Οι εκκλησιαστικές και κοσμικές δικαστικές αρχές εφαρμόζουν το γράμμα του Μωσαϊκού Νόμου και σέρνουν τα ζώα στα δικαστήρια. Αντλούν πρόσθετα "νομικά" επιχειρήματα από τη Γένεση: "Αλλά και το δικό σας αίμα που είναι η ζωή σας θα το απαιτήσω. Θα το ζητήσω από κάθε ζώο και από κάθε άνθρωπο." (9,5) "Τότε είπε ο Κύριος ο Θεός στο φίδι: Γι' αυτό που έκανες, καταραμένο να 'σαι μόνο εσύ απ' όλα τα ζώα της γης! Με την κοιλιά θα σέρνεσαι, και χώμα θα τρως σ' όλη σου τη ζωή. Εχθρα θα βάλω ανάμεσα σ' εσένα και στη γυναίκα, κι ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο σπέρμα της. Εκείνος θα σου συντρίψει το κεφάλι κι εσύ θα του πληγώσεις τη φτέρνα." (3,14-15)
Τα "εγκλήματα" των ζώων ποικίλλουν όσο και των ανθρώπων. Ενα εκκλησιαστικό δικαστήριο στη Βασιλεία, για παράδειγμα, καταδίκασε το 1474 έναν κόκορα να καεί ζωντανός με την κατηγορία "ότι διέπραξε το ειδεχθές και παρά φύση έγκλημα να κάνει ένα αυγό".
Οι δίκες των ζώων στη μεσαιωνική Ευρώπη στηρίζονται στην πίστη ότι ο κόσμος αποτελείται από μια αυστηρά ιεραρχημένη αλυσίδα όντων. Στην κορυφή βρίσκεται ο Θεός και ακολουθείται από τους επί γης εκπροσώπους του, την εκκλησία και το κράτος. Στη συνέχεια βρίσκουμε τις διάφορες κοινωνικές ομάδες και στη βάση αυτή της πυραμίδας συναντούμε τα ζώα και τέλος τα φυτά. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, από όλα τα όντα μόνο ο άνθρωπος πλάστηκε κατ' εικόνα και ομοίωση του Θεού, και μόνον αυτός διαθέτει ελευθέρα βούληση. Κατά συνέπεια μόνο αυτός μπορεί να συγχωρεθεί για τα αμαρτήματά του. Τα ζώα θα τιμωρηθούν υποχρεωτικά.
Προς το τέλος του Μεσαίωνα οι κυρίαρχες αντιλήψεις μεταβάλλονται, αλλά αυτό δεν βελτιώνει την τύχη των ζώων. Ο Θωμάς Ακινάτης που μελέτησε το δογματικό πλαίσιο του ζωικού δικαίου αποφάνθηκε ότι ως πλάσματα του Θεού τα ζώα δεν πρέπει να κατηγορούνται. Τα ζώα πρέπει να διώκονται και να τιμωρούνται μόνο όταν είναι πράκτορες του Σατανά. Φυσικά αυτή η φιλοσοφική διαφοροποίηση δεν εμπόδισε την Εκκλησία να σύρει στο εδώλιο και άλλες γενιές "ενόχων" ζώων. Ενα εκκλησιαστικό δικαστήριο στη Βέρνη κατέληξε το 1666 ότι "το βόδι έχει δημιουργηθεί για τον άνθρωπο, κατά συνέπεια μπορεί και να θανατωθεί για τον άνθρωπο. Σ' αυτή τη διαδικασία δεν τίθεται θέμα ορθού ή λάθους όσον αφορά το βόδι".
Πρόκειται για τις απαρχές της "σύγχρονης" θεολογικής αντίληψης. Τα βόδια που ενοχλούν τον άνθρωπο δεν πρέπει να εκτελούνται με την κατηγορία της ηθικής ενοχής, αλλά με την κατηγορία ότι στράφηκαν εναντίον ανώτερων όντων (δηλαδή των ανθρώπων) και ανέτρεψαν έτσι τη θεία ιεραρχία της δημιουργίας.


Κυνηγοί ψυχών, κυνηγοί σωμάτων

Ποια είναι η θέση της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης απέναντι στο κυνήγι των ζώων; Ορισμένοι σύγχρονοι θεολόγοι, επηρεασμένοι από το ζωοφιλικό κίνημα, επιχειρούν να υποστηρίξουν ότι οι Γραφές αναφέρονται απαξιωτικά στους κυνηγούς και τους αντιπαραβάλουν στους βοσκούς, οι οποίοι εκπροσωπούν τις δυνάμεις του καλού. Λίγο δύσκολο να τεκμηριωθεί μια παρόμοια άποψη.
Αναφέρονται τρεις κυνηγοί στη Βίβλο. Ηδη στην αρχή της Γένεσης αναφέρεται ο Νεμρώδ, ο δισέγγονος του Νώε. "Ο Χους απέκτησε το Νεμρώδ. Αυτός ήταν ο πρώτος κατακτητής πάνω στη γη. Ηταν ο γενναίος κυνηγός ενώπιον του Κυρίου. Γι' αυτό συνηθίζεται να λέγεται 'Γενναίος κυνηγός ενώπιον του Κυρίου'." (Γένεσις 10,8)
Ο δεύτερος βιβλικός κυνηγός είναι ο Ισμαήλ, γιος του Αβραάμ και της Αγαρ, της Αιγύπτιας δούλης του, με την οποία τεκνοποίησε ο πατριάρχης κατ' εντολή του Θεού, και επειδή καθυστερούσε να συλλάβει η Σάρα. Ο Ισμαήλ έγινε κυνηγός με την ευλογία του Θεού: "Ο Θεός ήταν μαζί με το παιδί. Οταν μεγάλωσε πήγε κι έζησε στην έρημο και έγινε τοξότης." (21,19)
Ο τρίτος κυνηγός είναι ο Ησαύ, αυτός που πούλησε αντί πινακίου φακής τα πρωτοτόκια στον πονηρό αδελφό του: "Τα παιδιά μεγάλωσαν. Ο Ησαύ έγινε εξαίρετος κυνηγός, άνθρωπος της υπαίθρου, ενώ ο Ιακώβ ήταν ήσυχος άνθρωπος, που του άρεσε να μένει στη σκηνή. Ο Ισαάκ αγαπούσε τον Ησαύ, γιατί του άρεσαν τα φαγητά του κυνηγιού. Η Ρεβέκκα, όμως, αγαπούσε τον Ιακώβ." (25,27)
Στις επιστολές του ο Απόστολος Παύλος εκφράζεται με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς στους δυο τελευταίους. Αποκαλεί "γιο δούλας" τον Ισμαήλ (Προς Γαλάτες 4,22) και "πόρνο" τον Ησαύ (Προς Εβραίους 12,16). Ομως πουθενά δεν αναιρείται ο θαυμασμός για τους τρεις ικανούς κυνηγούς "ενώπιον του Κυρίου".

(Ελευθεροτυπία, 4/4/1999)

 

www.iospress.gr                                  ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ   -   ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ