ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΤΣΕΧ

Το Αλλο Τιμόρ

1.   2.   3.



Ύστερα από δυο δεκαετίες της πιο πλήρους αδιαφορίας, τα φώτα της δημοσιότητας καταδέχθηκαν τελικά να στραφούν προς το φλεγόμενο Ανατολικό Τιμόρ. Την ίδια στιγμή, στο άλλο άκρο του ινδονησιακού αρχιπελάγους, ένα διαφορετικό αποσχιστικό κίνημα βρίσκεται -για τρίτη φορά μέσα στην ίδια εικοσιπενταετία- στο μάτι του κυκλώνα. Τι ακριβώς συμβαίνει στο Aτσεχ, τη θεωρητικά ημιαυτόνομη επαρχία της βόρειας Σουμάτρα;


Το συγκλονιστικό λουτρό αίματος που ακολούθησε το δημοψήφισμα του ΟΗΕ για την αυτοδιάθεση του Ανατολικού Τιμόρ ήταν, κατά κάποιον τρόπο, αναμενόμενο. Η πολύμηνη οικοδόμηση ενός πάνοπλου παρακράτους, έτοιμου να ξεσπάσει πάνω στον τοπικό πληθυσμό αν αυτός επέμενε να εγκαταλείψει την Ινδονησία (όπως και έγινε, αμέσως μετά την ανακοίνωση του συντριπτικού εκείνου 78,5 % υπέρ της ανεξαρτησίας), εξυπηρετούσε άλλωστε στόχους πολύ σημαντικότερους από την τύχη του μισού νησιού των 800.000 κατοίκων που οι εθνικόφρονες συμμορίες πέρασαν δια πυρός και σιδήρου. Δημοσιογράφοι και πολιτικοί αναλυτές συμφωνούν ότι αν κάτι ώθησε την ινδονησιακή στρατοκρατία να αψηφήσει τόσο απροκάλυπτα τη διεθνή κοινότητα, αυτό δεν ήταν τόσο η εύνοια των δυτικών ηγεσιών προς ανάλογες επιδόσεις της στο παρελθόν, όσο η πρόθεσή της να δώσει ένα μάθημα σε όλες εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις και περιοχές του ινδονησιακού αρχιπελάγους που θα επιθυμούσαν να αποσχιστούν από τον "εθνικό κορμό", όπως οι Τιμορέζοι. Περισσότερο από κάθε άλλον, στόχος αυτής της εκφοβιστικής στρατηγικής είναι τα 3,5 εκατομμύρια των κατοίκων του Ατσεχ, μιας πλούσιας σε ορυκτά περιοχής στη βόρεια Σουμάτρα που εδώ και δυόμισι δεκαετίες αποτελεί το θέατρο ενός παρεμφερούς κινήματος. Αγνοημένη σήμερα από τα ΜΜΕ, όπως άλλωστε μέχρι πρότινος το ίδιο το Τιμόρ, η εξεγερμένη αυτή γωνιά της τέταρτης σε πληθυσμό χώρας του κόσμου αξίζει αναμφίβολα την προσοχή μας.

Οι ρίζες της εξέγερσης

Η επισήμανση των ομοιοτήτων και των διαφορών ανάμεσα στο Τιμόρ και το Ατσεχ συνιστά κοινό τόπο όλων των σχετικών αναλύσεων. Αντίθετα με το πρώτο, η κατοχή και προσάρτηση του οποίου ουδέποτε έγινε δεκτή από τον ΟΗΕ και (τυπικά, τουλάχιστον) από τη διεθνή κοινότητα, το δεύτερο αποτέλεσε συστατικό στοιχείο της Ινδονησίας ευθύς εξαρχής μετά την απελευθέρωση του 1949. Ο πληθυσμός του μετείχε ενεργά στον αντιαποικιακό αγώνα, περιορίζοντας μέχρι τη δεκαετία του '70 τις διαφορές του με την κεντρική διοίκηση στην προβολή μιας αρκετά έντονης ισλαμικής ταυτότητας, σε αντιπαράθεση προς την "αθεϊα" της Ιάβας και το λαϊκό χαρακτήρα του ινδονησιακού κράτους. Η σημαντικότερη διαφορά αφορά ωστόσο την οικονομική σημασία των δυο περιοχών: ενώ το Τιμόρ δεν έχει παρά μόνο φυτείες καφέ, το Ατσεχ παράγει το 30 % των ινδονησιακών εξαγωγών σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, καθώς και λιπάσματα, χαρτί κλπ εξαγώγιμα προϊόντα. Γεγονός που εξηγεί αρκετά εύγλωττα το γεγονός ότι ακόμη και οι πιο "ενδοτικοί" από τους ινδονήσιους πολιτικούς στο ζήτημα του Τιμόρ, δεν δέχονται να ακούσουν την παραμικρή αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας στην πολύτιμη αυτή επαρχία.
Ολα αυτά δεν αναιρούν, βέβαια, την ύπαρξη πολύ συγκεκριμένων διαφορών ανάμεσα στο Ατσεχ και την υπόλοιπη Ινδονησία. Γεωγραφικά, η επαρχία βρίσκεται σε πολύ στενότερη επαφή με τη γειτονική Μαλαισία απ' ό,τι με το υπόλοιπο αρχιπέλαγος. Ιστορικά, υπήρξε το προπύργιο της εξάπλωσης του Ισλάμ στην περιοχή, με αποτέλεσμα μια πολύ πιο έντονη θρησκευτικότητα των κατοίκων του. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η πολύ μικρότερη επιρροή της ολλανδικής αποικιοκρατίας, η εμπειρία της οποίας αποτέλεσε το σημαντικότερο συνδετικό ιστό και γενεσιουργό παράγοντα του ινδονησιακού έθνους: το Ατσεχ υποτάχθηκε στους Ολλανδούς τελευταίο, αιώνες μετά το υπόλοιπο αρχιπέλαγος, ύστερα από μια σαραντάχρονη επική αντίσταση (1873-1913) και παρέμεινε υπό το ζυγό τους μόλις τρεις δεκαετίες. Στη διάρκεια του αντιαποικιακού αγώνα (1945-49), υπήρξε η μοναδική περιοχή της Ινδονησίας όπου το εθνικό κίνημα συνοδεύτηκε από κοινωνική επανάσταση, με φυσική εξόντωση της τοπικής αριστοκρατίας και διανομή της γης στους καλλιεργητές της, υπό την καθοδήγηση του ισλαμικού κλήρου (ουλεμάδες). Η δημιουργία της ανεξάρτητης, ενιαίας Ινδονησίας σήμανε έτσι μια σειρά τριβών με την Τζακάρτα, με αποτέλεσμα ένα εννιάχρονο ισλαμικό αντάρτικο (1953-62) που τερματίστηκε μονάχα με την αναγνώριση ημιαυτόνομου καθεστώτος στην περιοχή, το 1959. Η πραξικοπηματική άνοδος του στρατηγού Σουχάρτο στην εξουσία (1965) και η επιβολή ενός αμείλικτου συγκεντρωτικού μοντέλου σε όλο το αρχιπέλαγος έμελλαν ωστόσο να ακυρώσουν αυτή την κατάκτηση, δημιουργώντας σταδιακά τις προϋποθέσεις της επερχόμενης νέας ρήξης.
Παρά τις προϋπάρχουσες αυτές ιστορικές και πολιτισμικές αποκλίσεις ανάμεσα στο Ατσεχ και την υπόλοιπη Ινδονησία, η βάση του αποσχιστικού κινήματος θα πρέπει ωστόσο να αναζητηθεί σε πολύ υλικότερες αντιθέσεις -και, συγκεκριμένα, στη γενικευμένη αίσθηση οικονομικής αποικιοποίησης της περιοχής από την ηγετική τάξη της Τζακάρτα. Η ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου το 1971 και η συνακόλουθη ραγδαία ανάπτυξη της εξορυκτικής βιομηχανίας, μπορεί να αποτέλεσαν μάννα εξ ουρανού για ξένους επενδυτές και ινδονήσιους καπιταλιστές και στρατηγούς, ελάχιστα όμως βελτίωσαν τη ζωή του αυτόχθονος πληθυσμού. Ορατές ήταν απεναντίας οι αρνητικές για τους κατοίκους επιπτώσεις αυτής της αλλαγής: ληστρικές απαλλοτριώσεις της γης τους για βιομηχανική χρήση, μόλυνση του περιβάλλοντος με καταστροφικά αποτελέσματα στην τοπική αλιεία και γεωργία, παραμερισμός των ντόπιων από ειδικευμένο εργατικό δυναμικό φερμένο από άλλα μέρη της χώρας. Μια πανεπιστημιακή μελέτη για τις ρίζες της εξέγερσης επισημαίνει ως βασικό λόγο δυσαρέσκειας την "ανάπτυξη πλούσιων γκέτο κατοικούμενων από εποίκους και την ανάδυση κραυγαλέων κοινωνικών και πολιτισμικών ανισοτήτων ανάμεσα σ' εκείνους που απασχολούνται στις μεγάλες βιομηχανίες και τον περιβάλλοντα πληθυσμό". "Οι ανέσεις που απολαμβάνουν οι υπάλληλοι των επιχειρήσεων", τονίζει η μελέτη, "έρχονται σε έντονη αντίθεση με το άθλιο επίπεδο της υποδομής σε διπλανά χωριά. Ενώ λ.χ. οι βιομηχανίες καταναλώνουν άφθονη ηλεκτρική ενέργεια και καθαρό νερό, το μεγαλύτερο μέρος του γύρω πληθυσμού δεν ωφελείται καθόλου από την παρουσία αυτών των υπηρεσιών. Το 1992, μονάχα ένα 20 % των κατοίκων της βιομηχανικής ζώνης είχε παροχή νερού που πληρούσε τα επίσημα στάνταρ καθαριότητας. Οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν νερό από πηγάδια, το οποίο είναι εξαιρετικά ευάλωτο στη μόλυνση από τα λύματα των εργοστασίων" (Tim Kell "The roots of Acehnese rebellion", σ.16- 17). Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και λιγότερο αποστασιοποιημένοι παρατηρητές, όπως εκείνος ο ανταποκριτής της Jakarta Post που εξηγεί (18/8/99) πως "ο κόσμος [της περιοχής] ξέρει απέξω τις εκτιμήσεις ότι μονάχα το 1% της συμβολής του Ατσεχ στον εθνικό προϋπολογισμό επιστρέφει στην επαρχία".

Οι κύκλοι του αίματος

Με όλα αυτά δεδομένα, και τη στρατιωτική δικτατορία του Σουχάρτο να εμποδίζει οποιαδήποτε νόμιμη έκφραση παραπόνων, η ριζοσπαστικοποίηση της δυσαρέσκειας των κατοίκων του Ατσεχ ήταν αναπόφευκτη. Την εκπροσώπησή της ανέλαβε το φθινόπωρο του 1976 το "Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο Ατσεχ- Σουμάτρας" (ASNLF), οργάνωση που θα γίνει ευρύτερα γνωστή σαν "Κίνημα του Ελεύθερου Ατσεχ" (Gerakan Aceh Merdeka, σε συντομογραφία GAM). Με επικεφαλής τον παλαίμαχο διπλωμάτη Χασάν ντι Τίρο, απόγονο ηρώων της αντιαποικιακής αντίστασης, το GAM ευαγγελίζεται την "αποτίναξη της αποικιοκρατίας της Ιάβας" και την απόσχιση του Ατσεχ -που, χάρη στα πλούσια κοιτάσματά του, αναμένεται να μετατραπεί σε ένα είδος Κουβέιτ, όπως το γειτονικό σουλτανάτο του Μπρουνέι. Από το καθαρά εθνικιστικό αυτό πολιτικό πρόγραμμα απουσιάζει, ωστόσο, οποιαδήποτε κοινωνική ή δημοκρατική διεκδίκηση. Αντικειμενικά θεοκρατικό, το προτεινόμενο κράτος προβλέπεται να είναι κληρονομική μοναρχία "του βασιλικού οίκου των Τίρο" με σουλτάνο (ποιον άλλο;) τον ηγέτη της οργάνωσης. Η πρώτη κίνηση για την επίτευξη αυτού του σκοπού θα γίνει στις 4 Δεκεμβρίου 1976, με την "ανακήρυξη της ανεξαρτησίας" του Ατσεχ και την εξαπόλυση του ένοπλου αγώνα για την υλοποίησή της.
Η έκβαση της αναμέτρησης ανάμεσα στους επαναστάτες του GAM -ως επί το πλείστον νεαρούς φοιτητές, που δεν ξεπερνούσαν συνολικά τους 200- και τις υπηρεσίες ασφαλείας ήταν σ' αυτή τη φάση προδιαγεγραμμένη. Πόσο μάλλον αφού ο τοπικός κλήρος κράτησε εχθρική στάση απέναντι στους "ταραξίες". Η τελευταία τουφεκιά του "πρώτου γύρου" της ανταρσίας έπεσαν το 1982, οι δίκες των συλληφθέντων κράτησαν ώς το 1984, ο δε επίδοξος σουλτάνος πρόλαβε το 1979 να εγκαταλείψει τη χώρα για να καταφύγει -ως αρχηγός μιας "εξόριστης κυβέρνησης"- στη μακρινή Σουηδία. Πίσω στο Ατσεχ, λιγοστοί σύντροφοί του κατέφυγαν στη ζούγκλα, επιδιδόμενοι σε μίαν αθόρυβη προπαγανδιστική δουλειά στον πληθυσμό, που απ' ό,τι φαίνεται δεν είχε προλάβει να πληροφορηθεί για τους στόχους του αγώνα. Με τον καιρό, θα έρθει να τους ενισχύσει ένας απροσδιόριστος αριθμός (οι σχετικές εκτιμήσεις τους θέλουν από 100 ώς 750) μαχητών, εκπαιδευμένων στη Λιβύη του συνταγματάρχη Καντάφι.
Ο δεύτερος γύρος του αντάρτικου θα είναι έτσι μια ιστορία πολύ πιο σοβαρή -και απείρως αιματηρότερη. Ξεκινά το 1989 με σποραδικές επιδρομές του GAM για αρπαγή όπλων απ' το στρατό, συνεχίζεται με ανάπτυξη ένοπλης προπαγάνδας μέσα στη βιομηχανική ζώνη και θα κλιμακωθεί την άνοιξη του 1990, όταν οι οπαδοί της οργάνωσης εγκαινιάζουν έναν γύρο αιματηρών επιθέσεων ενάντια στους οικισμούς των εποίκων. Η κλιμάκωση αυτή θα σημάνει και την αντεπίθεση της Τζακάρτα, που αποφασίζει να θέσει τέρμα στην ανταρσία με τον τρόπο που αυτή γνωρίζει: το Μάιο του 1990, το Ατσεχ κηρύσσεται "περιοχή στρατιωτικών επιχειρήσεων" και τον Ιούλιο καταφθάνουν εκεί 6.000 στρατιώτες των ειδικών δυνάμεων, με εντολή να μετατρέψουν τις απείθαρχες ζώνες σε σφαγείο. Η καταστολή των "αυτονομιστών" θα πάρει γρήγορα τη μορφή κανονικού πογκρόμ, με τη μαζική εξολόθρευση του ανδρικού πληθυσμού των επίμαχων περιοχών, τη δημιουργία ολόκληρων "χωριών από χήρες", χιλιάδες συλλήψεις κι "εξαφανίσεις" υπόπτων για συμπάθεια προς το αντάρτικο. Σε έκθεσή της τον Ιούλιο του 1993, η Διεθνής Αμνηστία δίνει ως επιβεβαιωμένο έναν αριθμό περίπου 2.000 εξωδικαστικών εκτελέσεων από τις δυνάμεις ασφαλείας, επισημαίνοντας παράλληλα πως "οι περιορισμοί στα ΜΜΕ και στην πρόσβαση των παρατηρητών στην περιοχή, καθώς κι ένας βαθιά ριζωμένος φόβος από πλευράς μαρτύρων και συγγενών, καθιστά δύσκολο να δοθεί ένας ακριβής αριθμός των θυμάτων". Ανεξάρτητοι παρατηρητές κάνουν λόγο για 10.000 νεκρούς, πηγές προσκείμενες στο GAM τους ανεβάζουν σε 20.000, ωστόσο θα χρειαστεί η ανατροπή της δικτατορίας του Σουχάρτο και η σχετική φιλελευθεροποίηση της τελευταίας χρονιάς για να ανοίξουν τα στόματα και να γίνει αντιληπτή η πραγματική έκταση του μακελειού: ερευνώντας χωριό-χωριό, τοπικοί μη κυβερνητικοί οργανισμοί και δημοσιογράφοι της Τζακάρτα θα καταλήξουν το φθινόπωρο του 1998 σε έναν αριθμό 30-39.000 "εξαφανισμένων", ενώ ακόμη και η τοπική Βουλή δέχεται ότι τα θύματα της περιόδου 1989-92 ξεπερνούν τις 5.000.

Από τη Μεταπολίτευση στον Τρίτο Γύρο

Η συντριβή του αντάρτικου το 1991-92 φάνηκε να επισφραγίζει οριστικά το εγχείρημα του GAM. Η κτηνώδης τρομοκρατία στο εσωτερικό του Ατσεχ, σε συνδυασμό με τη διεθνή υποστήριξη προς το καθεστώς της Τζακάρτα και την απουσία δυτικής συμπάθειας για τους "φονταμενταλιστές", επέβαλαν άκρα σιωπή για το ζήτημα. Οταν το 1994 οι ινδονησιακές αρχές απέρριψαν αίτημα του ειδικού ερευνητή του ΟΗΕ να επισκεφθεί την περιοχή, ουδείς διαμαρτυρήθηκε. Η κατάσταση αυτή έμελλε ωστόσο να ανατραπεί δραματικά με την -ημιτελή, έστω- μεταπολίτευση της Τζακάρτα, τον Μάιο του 1998.
Ενα μήνα μετά την ανατροπή του Σουχάρτο, δυο χήρες εισβάλλουν στο Κοινοβούλιο της Τζακάρτα, απαιτώντας την απόδοση δικαιοσύνης για τις πρόσφατες αγριότητες στην πατρίδα τους. Η σύσταση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής και η πραγματοποίηση ερευνητικής περιοδείας στο Ατσεχ θα προκαλέσουν, τους αμέσως επόμενους μήνες, κυριολεκτικό σοκ στην κοινή γνώμη της χώρας, υποχρεώνοντας τις ένοπλες δυνάμεις σε αναδίπλωση. Επισκεπτόμενος με τη σειρά του την περιοχή, ο υπουργός Αμυνας -και ισχυρός άνδρας της Ινδονησίας- στρατηγός Γουϊράντο εξαγγέλλει στις 7 Αυγούστου 1998 την κατάργηση του καθεστώτος "ζώνης επιχειρήσεων" και την αποχώρηση των ειδικών δυνάμεων (μια κίνηση, θα υποψιαστούν πολλοί, η οποία αποσκοπεί πρώτα απ' όλα στην απομάκρυνση επικίνδυνων -και αναγνωρίσιμων- μαρτύρων από τον τόπο του εγκλήματος). Η αποχώρηση των πρώτων μονάδων, στα τέλη του μήνα, θα δώσει στον πληθυσμό την ευκαιρία να διαδηλώσει, με τρόπο αρκετά βίαιο, τα αισθήματά του: επί ένα τριήμερο, χιλιάδες διαδηλωτές στη βιομηχανική ζώνη του Λοξεουμάγουε πετροβολούν τις δυνάμεις της τάξης, καταστρέφουν ινδονησιακές σημαίες και πυρπολούν δημόσια κτίρια, με αποτέλεσμα 2 νεκρούς κι εκατοντάδες τραυματίες. Ανάλογες εκρήξεις οργής θα επαναληφθούν τους επόμενους μήνες, συχνά πυροδοτημένες από προκλητικές κινήσεις των υπηρεσιών ασφαλείας, που -όπως και στο Τιμόρ- φαίνονται ιδιαίτερα απρόθυμες να εγκαταλείψουν την περιοχή στα χέρια του "εχθρού". 
Αν κάτι ωστόσο έχει καταστεί προφανές αυτούς τους τελευταίους μήνες, είναι ότι το αποσχιστικό κάλεσμα έχει διανύσει πια μεγάλη απόσταση από την εποχή των πρώτων ανταρτών του GAM. Η τραυματική εμπειρία από την κτηνώδη τρομοκρατία της περασμένης δεκαετίας φαίνεται πως έχει ριζοσπαστικοποιήσει τον πληθυσμό του Ατσεχ, καθιστώντας εξαιρετικά ελκυστική την προοπτική οριστικής απαλλαγής του από τη (στρατιωτική και όχι μόνο) επικυριαρχία της Τζακάρτα. Τον Ιανουάριο του 1999, ένα τοπικό παμφοιτητικό συνέδριο αποφασίζει εκστρατεία με αίτημα τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της περιοχής, ανάλογο με αυτό του Τιμόρ. Η πρωτοβουλία θα υιοθετηθεί μαζικά από κάθε λογής μαζικούς φορείς και -τελικά- από το ίδιο το GAΜ, που στο μεταξύ έχει αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη της επαρχίας, πραγματοποιώντας συγκεντρώσεις με χιλιάδες ανθρώπους και συγκροτώντας μορφές δυαδικής εξουσίας. "Οταν οι άνθρωποι θέλουν να παντρευτούν", εξηγεί μια γυναίκα του Λοξεουμάγουε στους απεσταλμένους της οργάνωσης Human Rights Watch, "δεν πάνε πια στο Γραφείο Θρησκευτικών Υποθέσεων, καλούν μάρτυρες του GAM. Ο τοπικός διοικητής του GAM είναι αυτός που ρυθμίζει τις διαφορές για τη γη και υπογράφει τα χαρτιά για την αγοραπωλησία των χωραφιών. Το δικαστήριο της περιοχής έπαψε να λειτουργεί, όλες οι υποθέσεις του πήραν αναβολή, και οι περισσότεροι δικαστές έφυγαν για νοτιότερες περιοχές της Σουμάτρας".
Η απάντηση της ινδονησιακής κυβέρνησης σ' αυτή την αποψίλωση της κρατικής εξουσίας δεν είναι άλλη από την προσπάθεια για δυναμική παλινόρθωση της παλιάς τάξης πραγμάτων. "Το Ανατολικό Τιμόρ", εξηγεί στον ανταποκριτή της Ουάσιγκτον Ποστ ο εκσυγχρονιστής πρόεδρος Χαμπίμπιε, "είναι σαν το Πουέρτο Ρίκο. Το Ατσεχ είναι για την Ινδονησία ό,τι είναι για τις ΗΠΑ η Τζόρτζια. Δε θα μπορούσατε να αφήσετε την Τζόρτζια να αποσχισθεί" (17/8/99). Μέρα με τη μέρα, ο στρατός ανοίγει όλο και ευκολότερα πυρ κατά των διαδηλωτών: 11 νεκροί στις 3/1/99, 7 στις 2/2, 45 στις 3/5, 57 στις 23/7... Οι αντάρτες αντεπιτίθενται, ανεβάζοντας το φόρο αίματος που στρατιωτικοί, συνεργάτες τους και έποικοι καλούνται να πληρώσουν στο βωμό της ανεξαρτησίας. Στα τέλη Ιουλίου οι νεκροί ξεπερνούν τους 360, ενώ 140.000 εσωτερικοί πρόσφυγες συνωστίζονται σε αυτοσχέδιους καταυλισμούς. Στις 2 Αυγούστου, ο στρατός εξαγγέλλει εκτεταμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις για τους επόμενους έξι μήνες. Η απάντηση θα έρθει με μια διήμερη γενική απεργία και μια εβδομαδιαία απαγόρευση μεταφορών, που παραλύουν ολοκληρωτικά κάθε κίνηση σε όλη την περιοχή. Ο στρατηγός Γουϊράντο επισκέπτεται ξανά το Ατσεχ (18/8/99), κραδαίνοντας κλάδο ελαίας: αναστολή των επιχειρήσεων και ταυτόχρονη προειδοποίηση ότι, σε περίπτωση επανάληψης των επιθέσεων του GAM, "θα ληφθούν επώδυνα μέτρα, συμπεριλαμβανόμενης της κήρυξης της περιοχής σε κατάσταση πολιορκίας".
Λίγες μέρες μετά, σε μια αρκετά εύγλωττη έμπρακτη προειδοποίηση, οι συνοικίες του μακρινού Ντίλι τυλίγονταν στις φλόγες...

(Ελευθεροτυπία, 26/9/1999)

 

www.iospress.gr                                  ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ