ΝΙΚΟΣ ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΣ
Ο γνωστός-άγνωστος μαρξιστής
1. 2. 3.
Είκοσι χρόνια από το θάνατο του Νίκου Πουλαντζά και όλοι συναγωνίζονται ποιος θα πρωτοτιμήσει τη μνήμη του. Κομμουνιστές και αντικομμουνιστές, μαρξιστές και νεοφιλελεύθεροι μιλούν για την επικαιρότητα της σκέψης του, εννοώντας ο καθένας κάτι διαφορετικό. Ο μαρξιστής Πουλαντζάς εξακολουθεί και μετά θάνατον να χωρίζει και να ενοχλεί.
Τα λόγια του δασκάλου και φίλου του Λουί Αλτουσέρ μόλις μαθεύτηκε η είδηση του θανάτου του Νίκου Πουλαντζά έκαναν μια καίρια επισήμανση: «Παράλληλα με τη θεωρητική προσφορά του Πουλαντζά που είχε επίκεντρο το κράτος, το ρόλο και τις μορφές του, τον Νίκο Πουλαντζά διέκρινε σταθερά μια οξυμένη αίσθηση της πολιτικής πραγματικότητας. Κι αυτό είναι που έχει ίσως τη μεγαλύτερη σημασία». («Η Αυγή», 7/10/79).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Νίκος Πουλαντζάς υπήρξε ένας «θεωρητικός», όμως ήταν ένας φιλόσοφος κατά τον ορισμό που έδινε ο Αλτουσέρ στη φιλοσοφία («Φιλοσοφία είναι η πάλη των τάξεων μέσα στη θεωρία»). Δεν υπάρχει ούτε ένα θεωρητικό κείμενο του Νίκου Πουλαντζά που να μην αναφέρεται ουσιαστικά σε μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία και να μην παίρνει θέση σε μια πολύ σαφή ιδεολογική διαμάχη. Το επισημαίνει και ο ίδιος, γράφοντας τον σύντομο πρόλογο στην ελληνική έκδοση του βιβλίου «Φασισμός και Δικτατορία» (Ολκός, Φλεβάρης 1975): «Η αξία των θεωρητικοπολιτικών κειμένων συνίσταται και στο γεγονός ότι φέρουν τη σφραγίδα της συγκυρίας μέσα στην οποία έχουν γραφεί.»
Από την άλλη μεριά, και η αντιμετώπιση, η υποδοχή, του Νίκου Πουλαντζά από την ελληνική διανόηση, τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης και τα ελληνικά κόμματα είναι κι αυτή βαθιά πολιτική. Αν δεν λάβει κανείς υπόψη του αυτό το δεδομένο, δεν μπορεί και να κατανοήσει τόσο τη σκέψη του Πουλαντζά, όσο και τις τριβές ή διαμάχες που εξακολουθεί να προκαλεί ακόμη και σήμερα, 20 χρόνια μετά το θάνατό του, η αναφορά στον άνθρωπο και το έργο του. Αρκούμαστε εδώ σε δύο τελευταία παραδείγματα:
Πρώτο παράδειγμα: Το πρόσφατο συνέδριο που οργανώθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών προκάλεσε την ενυπόγραφη αντίδραση μιας ομάδας αριστερών πολιτών, οι οποίοι θεώρησαν ότι καπελώνεται η μνήμη του μαρξιστή θεωρητικού από ένα Συνέδριο του οποίου την έναρξη κηρύσσει ο πρωθυπουργός. Επικρίθηκε και το γεγονός ότι το συνέδριο χρηματοδοτήθηκε από κρατικά ιδρύματα και τράπεζες. Κατανοητή η αντίδραση, όσο κι αν δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι βρίσκεται πιο κοντά στον «γνήσιο» Πουλαντζά ο κ. Τάκης Παππάς, για παράδειγμα (που συνυπογράφει την καταγγελία του συνεδρίου), από τον Αγγελο Ελεφάντη, ο οποίος συμμετείχε ως ομιλητής. Το βέβαιο είναι ότι δεν ευθύνεται ο πρωθυπουργός ή οι τράπεζες ( που δουλειά τους είναι να καπελώνουν) για το γεγονός ότι ο προβληματισμός γύρω απ' τη σκέψη του Νίκου Πουλαντζά ελάχιστα επηρέασε τη χώρα μας, και ότι το έργο του έχει προ καιρού ριχτεί στα αζήτητα.
Το δεύτερο παράδειγμα είναι το γεγονός ότι η μοναδική βιογραφία του Πουλαντζά που κυκλοφορεί στα ελληνικά είναι γραμμένη από έναν δηλωμένο πολέμιο του μαρξισμού, ο οποίος επιχειρεί μια συρραφή των απόψεων Πουλαντζά -όπως τις κατανοεί ο ίδιος- και μας τον παρουσιάζει ως θεούσο (επειδή βάφτισε την κόρη του), ως υποστηρικτή της συνωμοτικής θεωρίας (επειδή αναφέρεται στην Τριμερή Επιτροπή) ως φανατικό ελληνολάτρη (επειδή ερχόταν για διακοπές) και δειλό (επειδή δεν αποκήρυξε τον Μαρξ, όπως θα ήθελε ο κ. βιογράφος).
Αυτή η «κακομεταχείριση» του Νίκου Πουλαντζά έχει σαφώς πολιτικό χαρακτήρα. Την ερμηνεία της μπορεί να την αναζητήσει ο αναγνώστης στα βιβλία του, όσα κυκλοφορούν ακόμη. Εμείς θα παραθέσουμε στοιχεία της πολιτικής του διαδρομής από τις πιο άμεσες παρεμβάσεις του σε εφημερίδες και περιοδικά. Κάποια από τα κείμενα αυτά έχουν εντελώς αποσιωπηθεί. Δεν βρίσκονται ούτε καν στις βιβλιογραφικές αναφορές στο έργο του.
Η δικτατορία
Ενα μόλις μήνα από την κήρυξη του στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Ελλάδα, το Μάιο του 1967, ο Πουλαντζάς θα επιχειρήσει την πρώτη ανάλυση της φύσης της δικτατορίας. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Συλλόγου Φοιτητών Παρισιού «Πορεία» (τ. 2) και αναδημοσιεύτηκε από τον «Πολίτη» (τ. 29, Οκτώβριος 1979). Σ' αυτό το κείμενο ο Πουλαντζάς αρνείται την ανάλυση που είχε κυριαρχήσει στους χώρους της Αριστεράς, ότι δηλαδή επρόκειτο περί «νεοφασισμού». Από την ανάλυσή του αυτή έβγαζε και ένα σαφές πολιτικό συμπέρασμα: «Αν -όπως νομίζω- δεν πρόκειται για φασιστικό πραξικόπημα, και μάλιστα σταθεροποιημένο, η γραμμή πρέπει να είναι το απόλυτο μποϊκοτάρισμα των οργανώσεων που θα δημιουργήσει ίσως για να τραβήξει τις μάζες, ώστε η απομόνωσή του να διατηρηθεί.» Στο ίδιο άρθρο ο Πουλαντζάς διατύπωνε και την αντίρρησή του στην κυρίαρχη μέχρι τότε αντίληψη ότι η Ελλάδα ανήκει στην περιφέρεια του καπιταλισμού: «Η Ελλάδα δεν είναι μ' αυτή την έννοια υπανάπτυκτη χώρα».
Ενα από τα σημαντικότερα κείμενα της αντιδικτατορικής περιόδου είναι το άρθρο του Πουλαντζά «Γύρω από το θέμα των συμμαχιών», που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 1970 (περιοδικό «Αγώνας», Παρίσι, τ. 1) με το ψευδώνυμο Ν. Σκυριανός. Στο άρθρο αυτό ο Πουλαντζάς επικρίνει την πολιτική του κόμματός του (ΚΚΕ Εσωτερικού) και όλης της παραδοσιακής αριστεράς, η οποία έτεινε να πιστέψει ότι κάθε κοινωνική τάξη εκφράζεται από ένα πολιτικό κόμμα και ότι συνεπώς η συμμαχία της εργατικής τάξης με άλλα καταπιεζόμενα στρώματα μπορεί να επιτευχθεί μέσω συμμαχιών κορυφής των πολιτικών τους εκπροσώπων. Γελοιοποιεί όλη την παράδοση της Αριστεράς που έστηνε (και εξακολουθεί να στήνει) διάφορα μετωπικά σχήματα, έτσι ώστε στη συνέχεια να συμμαχήσει μαζί τους. Ο Πουλαντζάς προχωράει πιο πέρα. Αναφέρεται στη λαϊκομετωπική γραμμή που είχε επιβάλει ο Δημητρόφ και το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς για να αντιμετωπιστεί ο ανερχόμενος φασισμός του μεσοπολέμου και τολμάει να πει ότι επρόκειτο για χρεοκοπημένη σύλληψη. «Το 7ο Συνέδριο δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της εγκατάλειψης της μαζικής γραμμής από τη Διεθνή, μαζική γραμμή που είναι ο χρυσούς κανόνας της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας περί πράξης και που η εγκατάλειψή της είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα μέσα στη Σοβιετική Ενωση.»
Η μεταπολίτευση
Η μεταπολίτευση θα απασχολήσει ιδιαίτερα τον Πουλαντζά, εφόσον το ενδιαφέρον του είχε στραφεί στη μελέτη των διαδικασιών μετάβασης από δικτατορικά καθεστώτα στη δημοκρατία μέσα από τη σύγκριση των περιπτώσεων της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Από την πρώτη στιγμή διαφοροποιήθηκε τόσο ως προς τη μηχανιστική αντίληψη περί «αλλαγής φρουράς του καθεστώτος» (που υποστήριξαν το ΚΚΕ και ο Ανδρέας Παπανδρέου), όσο και προς τη γραμμή «Καραμανλής ή τανκς» που κυριαρχούσε στο ΚΚΕ Εσωτερικού. Επιμένει σταθερά στην ανάγκη εκδημοκρατισμού και όχι απλής αποχουντοποίησης του κρατικού μηχανισμού και δίνει ιδιαίτερη σημασία στην παρέμβαση των λαϊκών αγώνων.
Μια από τις πρώτες παρεμβάσεις του στη μεταπολιτευτική συγκυρία αναφέρεται στα Πανεπιστήμια. Δεν περιορίζεται στην ανάγκη αποχουντοποίησης και εκδημοκρατισμού, αλλά προτείνει και συγκεκριμένα μέτρα για το εσωτερικό των ΑΕΙ: «Κατάργηση της μόνιμης εσωπανεπιστημιακής αστυνόμευσης, δηλαδή κατάργηση του μονίμου Πειθαρχικού Συμβουλίου για τους φοιτητές, που βασίζεται στην κυριολεκτικά ρατσιστική αντινεανική αντίληψη, ότι οι φοιτητές είναι, αν όχι κατ' επάγγελμα, τουλάχιστον δυνάμει, καθ' έξιν εγκληματίες.» ( «Καθημερινή», 8-9/10/74).
Σε ομιλία του στο Πολυτεχνείο (13/5/75) ο Πουλαντζάς θα διαφοροποιηθεί και πάλι από την κυρίαρχη πολιτική της Αριστεράς μάσα στα πανεπιστήμια. Σε μια περίοδο που όλοι μιλούσαν περί ανάγκης «εκσυγχρονισμού» της ελληνικής παιδείας και προσαρμογής του πανεπιστημίου στις «ανάγκες» της οικονομίας, ο Πουλαντζάς θυμίζει ότι αυτή η προσαρμογή είναι ταξικά προσδιορισμένη: «Αρα τι σημαίνει προσαρμογή της Ανώτατης Παιδείας στη σημερινή οικονομία; Είναι απλούστατο, και το βλέπουμε στις προσπάθειες των κυβερνήσεων των καπιταλιστικών χωρών (Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Σουηδία, κλπ.). Τι σημαίνει απ' αυτή την άποψη εκσυγχρονισμός της παιδείας; Σημαίνει αναμφισβήτητα δρακόντειο περιορισμό του αριθμού των φοιτητών, αύξηση σημαντική των εμποδίων για την εισαγωγή στην Ανώτατη Παιδεία.» Στην ίδια ομιλία, ο Νίκος Πουλαντζάς αμφισβήτησε με προφητικό τρόπο και την πανάκεια του «εκδημοκρατισμού» στην παιδεία: «Ενας εκδημοκρατισμός (της παιδείας) θα οδηγήσει την αστική τάξη να δημιουργήσει, παράλληλα με την ύπαρξη των ΑΕΙ, ιδιωτικές σχολές ελεγχόμενες, άμεσα ή έμμεσα, από τα μονοπωλιακά συμφέροντα. Αυτών των σχολών οι πτυχιούχοι θα προορίζονται για τις ανώτερες στελεχικές θέσεις.» (περιοδικό «Θούριος», 26/6/75).
Οι θέσεις του Πουλαντζά για τη διαδικασία αποχουντοποίησης εκφράζονται στο άρθρο «Σκέψεις γύρω από τη δίκη των Απριλιανών» («Η Αυγή», 10/8/75). Ο Πουλαντζάς επικρίνει τη διαδεδομένη άποψη ότι τάχα για το πραξικόπημα ευθύνονται μόνο λίγοι «επίορκοι» αξιωματικοί και κάποια σκοτεινή συνωμοσία ή ο ξένος δάκτυλος: «Και όμως όχι. Οι ρίζες της 21ης Απριλίου και αυτό που όπλισε τα τανκς των συνταγματαρχών είναι η ίδια η αντικειμενική δομή του ελληνικού στρατεύματος που καταλήγει αναγκαστικά σε μια αδυσώπητη μηχανή παραγωγής ορισμένων επιδόξων και μαθητευόμενων Βοναπάρτηδων. (...) Είναι αυτή η ίδια η δομή που επιτρέπει την αποτελεσματικότητα της επέμβασης του ξένου δάκτυλου -που υπάρχει πάντα- και όχι ο ξένος δάκτυλος που γεννάει τους Βοναπάρτηδες.» Στο ίδιο άρθρο επικρίνει τη στάση του πολιτικού προσωπικού της δεξιάς, σε σαφή διάσταση προς το κόμμα του: «Ποιος δεν διείδε μέσα από τις καταθέσεις ενός Παπαληγούρα και ενός Ράλλη τη νοσταλγία του 'ισχυρού ανδρός', πολιτικού αντίστοιχου του 'λοχία' που θα έβαζε τάξη στον τόπο;»
Παρόμοιες θέσεις θα αναπτύξει λίγες μέρες αργότερα σε συνέντευξη που έδωσε στον Γιώργο Πηλιχό για «Τα Νέα» («Η γεφυροποίηση της δεξιάς με τους χουντικούς», 8/9/75): «Αν δεν καταλάβουμε ότι η Δεξιά σήμερα, ο Καραμανλής, παίζει αυτό το -δεν διστάζω να το πω- διπλό πολιτικό παιχνίδι, όχι βέβαια με τη μακιαβελική έννοια, αλλά με την έννοια της διπλής πτυχής, δηλαδή του δοσίματος από τη μια μεριά δειγμάτων εκδημοκρατισμού κι απ' την άλλη του μη ξεπεράσματος ορισμένων ορίων, δεν μπορούμε να συλλάβουμε τελείως την κατάσταση τη σημερινή.»
Την ίδια περίοδο συμμετέχει στο δημόσιο διάλογο των μελών του ΚΚΕ Εσωτερικού ενόψει του πρώτου Συνεδρίου του κόμματος. Σε εκτενή κριτική προς το Σχέδιο Προγράμματος διαφοροποιείται από την κεντρική γραμμή της καθοδήγησης, η οποία έδινε στρατηγικές διαστάσεις στην Εθνική Αντιδικτατορική Δημοκρατική Ενότητα (ΕΑΔΕ), δηλαδή στη συμμαχία των λαϊκών τάξεων ακόμα και με μερίδες του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Ο Πουλαντζάς ερμηνεύει τη γραμμή αυτή ως αστήρικτο φόβο της ηγεσίας να επαναληφθεί το 1967: «Υπάρχει σ' αυτή την αντίληψη η τάση να υπερβάλλει τους ελλοχεύοντες κινδύνους ή και να εφεύρει φανταστικούς, ενδεχόμενα, κινδύνους, φρενάροντας έτσι, άκαιρα, το λαϊκό κίνημα.»
Η φύση της ΕΣΣΔ
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η παρέμβαση του Πουλαντζά σε σχέση με τη Σοβιετική Ενωση, όπου απορρίπτεται όχι μόνο η γνωστή άποψη του φιλοσοβιετικού ΚΚΕ αλλά και οι ψευδαισθήσεις των συντρόφων του της ανανεωτικής αριστεράς. Είναι ενδεικτικό ότι οι απόψεις του φιλοξενούνται στην «Αυγή» κάτω από τον ουδέτερο υπέρτιτλο «απόψεις και γνώμες» για να μη τις χρεωθεί το ΚΚΕ Εσωτερικού (19/9/76). Ο Πουλαντζάς χαρακτηρίζει «κολοσσιαία αυταπάτη» την ελπίδα ότι η Σοβιετική Ενωση θα στήριζε τα ελληνικά εθνικά δίκαια, αναγνωρίζοντας τον αντιϊμπεριαλιστικό αγώνα του ελληνικού λαού. «Η πολιτική της ΕΣΣΔ συνίσταται στην παγίωση του διαμοιρασμού των ζωνών επιρροής ανάμεσα σ' αυτήν και στις ΗΠΑ. Είναι η πολιτική που διευκολύνει ουσιαστικά την εμπέδωση του status quo στο εσωτερικό καθεστώς των ευρωπαϊκών χωρών και που έχει, έτσι, αρνητικές επιπτώσεις στον αντιϊμπεριαλιστικό και σοσιαλιστικό αγώνα των κομμουνιστικών και των ευρύτερων λαϊκών μαζών της Δυτικής Ευρώπης.» Στη συνέχεια, ο Πουλαντζάς εξηγεί ότι αυτές οι θέσεις της ΕΣΣΔ είναι συνυφασμένες με τον σταλινικό χαρακτήρα του καθεστώτος. «Ο σταλινισμός, του οποίου ο δογματισμός δεν είναι παρά μία πτυχή, επιζεί ακόμη και σήμερα, πολύ μετά τον Στάλιν, όχι σαν απλό φαινόμενο, αλλά σαν ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικό-πολιτικών και ιδεολογικό-θεωρητικών σχέσεων στην ΕΣΣΔ.»
Η επαγγελία της αδύνατης συμμαχίας
Από τις αρχές του 1976 ο Πουλαντζάς προβληματίζεται για το χαρακτήρα των δημοκρατικών αλλαγών στην ελληνική κοινωνία. Με άρθρο που έστειλε από το Παρίσι στο «Βήμα» πηγαίνει και πάλι κόντρα στο ρεύμα της εποχής που απέδιδε τον αυταρχικό χαρακτήρα του Συντάγματος Καραμανλή στην οπισθοδρομικότητα της ελληνικής Δεξιάς: «Το θεσμικό καραμανλικό πλαίσιο (και όχι μόνο το Σύνταγμα) δεν είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο αυταρχικό από τα αντίστοιχα άλλων καπιταλιστικών χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Αυτό, πέρα από τις ιδιομορφίες της ελληνικής δεξιάς συνδέεται λειτουργικά με τη σημερινή φάση του καπιταλισμού. Γι' αυτό το λόγο αυτό το πλαίσιο δεν μπορεί να εκδημοκρατιστεί ουσιαστικά, παρά μόνο μέσα από βαθιές τομές.» (1/2/76). Από τότε ο Πουλαντζάς διερευνά τις δυνατότητες και τους όρους για μια ευρεία δημοκρατική συμμαχία που θα ανατρέψει τους δεδομένους συσχετισμούς.
Με την εμπειρία του γαλλικού «Κοινού Προγράμματος» (σοσιαλιστών και κομμουνιστών) και κάτω από το βάρος του εκλογικού αποτελέσματος του Νοεμβρίου 1977 στην Ελλάδα (με την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ στη θέση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την πολιτική συρρίκνωση του ΚΚΕ Εσωτερικού στο πλαίσιο της «Συμμαχίας»), ο Πουλαντζάς αποπειράται μια πρόταση διεξόδου. Εχει ήδη κυκλοφορήσει το τελευταίο βιβλίο του στη Γαλλία («Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός»), όπου αναθεωρεί ορισμένες παλιότερες απόψεις του για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό και προσχωρεί σε κάποιες αναλύσεις των ευρωκομμουνιστών για το κράτος και την οικονομία. Στο κείμενο «Μπορεί να γίνει η ενότητα των δυνάμεων της αλλαγής;» («Τα Νέα», 12/4/78), ο Πουλαντζάς εισηγείται τη στρατηγική ενότητα του ΠΑΣΟΚ με το χώρο της ανανεωτικής αριστεράς. Υποστηρίζει ότι το ΠΑΣΟΚ κακώς αντιμετωπίζεται ως ένα ποπουλιστικό κόμμα. Ο ίδιος διακρίνει αντίθετα ότι το ΠΑΣΟΚ διαθέτει ένα «αυθεντικό αριστερό στρατηγικό πρόγραμμα αντιμονοπωλιακών και αντιϊμπεριαλιστικών αλλαγών», καθώς και μια «βαθιά διάρθρωση μέσα στους οικονομικό-κοινωνικούς μαζικούς χώρους.» Παραδέχεται, βέβαια, ότι το ΠΑΣΟΚ «παρουσιάζει έλλειψη δημοκρατικής κομματικής δομής, πράγμα που του προσδίδει ένα αναμφισβήτητα προσωποπαγή χαρακτήρα.» Δυνατότητες συμμαχίας με το ΚΚΕ ο Πουλαντζάς δεν διακρίνει, διότι «το ΚΚΕ παραμένει σήμερα το μόνο σχεδόν ΚΚ της Δυτικής Ευρώπης που αρνιέται συστηματικά να ασκήσει την ελάχιστη καν κριτική στη Σοβιετική Ενωση», ενώ στους κοινωνικούς χώρους «τείνει δυστυχώς να αποδειχθεί βασικός παράγοντας συντηρητισμού.» Αλλά και με τους παλιούς του συντρόφους είναι σκληρός ο Πουλαντζάς: «Το τεράστιο πολιτικό σφάλμα της άρχουσας μερίδας της ηγεσίας του ΚΚΕ Εσωτερικού, που έχει ρίζες πολύ παλιότερες από τις πρόσφατες εκλογές, είναι ότι έτεινε να ταυτίσει στην Ελλάδα τον Ευρωκομμουνισμό με μια στρατηγική ουραγού της αστικής τάξης.» Και δεν ξεχνάει να αναφερθεί στη διάσπαση της νεολαίας του κόμματος: «Αναφέρομαι ειδικά στον αντιδημοκρατικό και αντικαταστατικό τρόπο με τον οποίο η ηγεσία του ΚΚΕ Εσωτερικού αντιμετώπισε την πρόσφατη βαθύτατη κρίση στη νεολαία του Ρήγα Φεραίου.»
Η πρόταση του Πουλαντζά δεν έγινε ως γνωστόν δεκτή ούτε από το ΠΑΣΟΚ (για ποιο λόγο να αποπειραθεί συμμαχία με την ισχνή ανανεωτική αριστερά, τη στιγμή της ραγδαίας του ανόδου;), ούτε και από τους συντρόφους του στο ΚΚΕ Εσωτερικού (που δεν ήταν και τόσο πρόθυμοι να δεχτούν τη ριζική κριτική του). Ακόμα και η εφημερίδα που τον φιλοξένησε σπεύδει να διευκρινίσει σε πλαίσιο το αυτονόητο: «Οι απόψεις του συγγραφέα δεν εκφράζουν κατ' ανάγκη και τις απόψεις των 'Νέων'».
Ισως οι σκόρπιες αυτές αναφορές αυτές φωτίζουν τους λόγους που ο Νίκος Πουλαντζάς ήταν τόσο ανεπιθύμητος «εν ζωή», και για ποιο λόγο έπρεπε να περάσουν 20 χρόνια απ' το θάνατό του για τον επαναφέρει στη μνήμη μας το υπουργείο Αμυνας, οι τράπεζες και ο πρωθυπουργός.
Ευχαριστούμε τον Βασίλη Πουλαντζά για την ευγενική παραχώρηση των φωτογραφιών. Τα άρθρα στα οποία παραπέμπουμε και τα χειρόγραφα προέρχονται από το αρχείο του «Ιού».
(Ελευθεροτυπία, 17/10/1999)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |