50 ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Η τελευταία πληγή του εμφυλίου
1. 2. 3.
Οι νεότεροι δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή τους. Κάποιοι παλιότεροι τους έχουν ξεχάσει. Κάποιοι άλλοι που πολέμησαν μαζί τους δεν θέλουν να τους θυμούνται. Και οι αρχές, με κυνισμό, περιμένουν απλώς να πεθάνουν. Κι όμως, εκείνοι ζουν ακόμα με την ελπίδα ότι θα μπορέσουν να ξαναδούν τον τόπο που γεννήθηκαν. Είναι οι τελευταίοι πολιτικοί πρόσφυγες που τους αρνούνται ακόμα την ελληνική ιθαγένεια.
Το φετινό φθινόπωρο προγραμματίστηκαν τρία σημαντικά ιστορικά συνέδρια με αντικείμενο τον εμφύλιο πόλεμο. Οι γνωστότεροι έλληνες ιστορικοί έδωσαν τη συμβολή τους σε ένα θέμα που φαίνεται ότι έχει περάσει πλέον στη δικαιοδοσία της επιστήμης τους. Ολες οι σοβαρές εφημερίδες συνέταξαν ειδικά αφιερώματα στα 50 χρόνια από τη λήξη του εμφυλίου. Διασταυρώθηκαν απόψεις και διατυπώθηκαν διαφωνίες, όλοι όμως φαίνεται να συμφώνησαν σε ένα σημείο: ο ελληνικός εμφύλιος είναι μια ιστορία του παρελθόντος.
Και όμως. Ο μισός αυτός αιώνας δεν φαίνεται να είναι αρκετός για να κλείσει και η τελευταία πληγή που άφησε στους επιζήσαντες. Οσες πολιτικές πρωτοβουλίες κι αν έχουν παρθεί για «την άρση των συνεπειών του» (με τελευταία το ομώνυμο νομοθέτημα της συγκυβέρνησης Τζαννετάκη), ο εμφύλιος εξακολουθεί να στερεί από μια ομάδα πολιτών της Ελλάδας το αυτονόητο δικαίωμα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Τους απαγορεύει ακόμα και την απλή ολιγόωρη επίσκεψη στο χωριό που γεννήθηκαν, εκεί που είναι θαμμένοι οι γονείς τους, εκεί που ζουν ακόμα οι συγγενείς τους. Είναι οι τελευταίοι πολιτικοί πρόσφυγες, που ακόμα θεωρούνται «επικίνδυνοι», μόνο και μόνο επειδή πολιτογραφήθηκαν «Μακεδόνες» ή έτυχε να κατάγονται από τα σλαβόφωνα χωριά της ελληνικής Μακεδονίας και επειδή επιμένουν να αρνούνται οποιασδήποτε μορφής δήλωση νομιμοφροσύνης ή εθνικής μεταμέλειας τους ζητά το ελληνικό κράτος.
Αλέξανδρος, ο Μακεδόνας
Κεντρική μορφή μεταξύ των πολιτικών προσφύγων από τη Μακεδονία είναι ο Αλεξάνταρ Πόποφσκι. Τον επισκεφθήκαμε στο σπίτι του, στην πόλη Μοναστήρι (Μπίτολα) της ΠΓΔ Μακεδονίας. Η επίσκεψη στην πόλη αυτή με την πλούσια ιστορία είναι πλέον πολύ εύκολη, διότι οι αρχές της γειτονικής χώρας έχουν μονομερώς καταργήσει τη βίζα. Πολλοί κάτοικοι της περιοχής της Φλώρινας περνούν καθημερινά τα σύνορα για μια βόλτα στα αξιοθέατα της περιοχής και επιλέγουν τη νυχτερινή ζωή της ήσυχης και φτηνής -για τους Ελληνες- μακεδονικής μεγαλούπολης. Από την άλλη πλευρά, οι ελληνικές αρχές επιμένουν στη διατήρηση της βίζας, εμποδίζοντας έτσι την κάθοδο επισκεπτών από την περιοχή του Μοναστηρίου, γεγονός με δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομία της ελληνικής Δυτικής Μακεδονίας. Αλλά ο Αλεξάνταρ Πόποφσκι ούτε βίζα δεν μπορεί να βγάλει. Για τις ελληνικές αρχές αποτελεί κόκκινο πανί το γεγονός ότι ο κ. Πόποφσκι είναι πρόεδρος της Ενωσης των καταγομένων από τη Μακεδονία του Αιγαίου. Είναι κοινό μυστικό στις «υπηρεσίες» της περιοχής ότι η «κόκκινη κάρτα» για τον Πόποφσκι θα είναι η τελευταία που θα καταργηθεί, διότι θεωρείται «σκοπιανός εθνικιστής».
Εθνικιστής ο Πόποφσκι; Ο συνομιλητής μας ξεκαρδίζεται στα γέλια, μ' αυτό το ανοιχτό γέλιο των ανθρώπων που δεν έχουν την ανάγκη να κρύψουν τίποτα. Αλλωστε είναι κοινό μυστικό ότι η εθνικιστική πολιτική ηγεσία της χώρας θα έβλεπε με καλό μάτι την απομάκρυνσή του από τη θέση του προέδρου και την αντικατάστασή του από κάποιον «μετακομμουνιστή»: «Ενας κομμουνιστής είναι πρώτα διεθνιστής, αλλιώς δεν είναι κομμουνιστής», λέει ο ίδιος. «Εμείς όλοι είμαστε ανακατωμένοι και το ξέρουμε. Εγώ έχω πρώτη εξαδέλφη Ελληνίδα και η αδελφή μου έχει Βούλγαρο ξάδελφο. Η άλλη αδελφή μου έχει Σέρβο. Κι εγώ τι να κάνω; Αυτά που έλεγε ο Καψάλης του 'Στόχου'; Οτι πρέπει να είμαι εθνικιστής και να σφάξω δηλαδή τον Ελληνα, τον Βούλγαρο, τον Σέρβο;»
Ο Αλεξάνταρ Πόποφσκι γεννήθηκε στο χωριό Ντόλνο Κότορι, τη σημερινή Κάτω Υδρούσα, οκτώ χιλιόμετρα από τη Φλώρινα. Από έφηβος εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ και το Δημοκρατικό Στρατό. Με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού ακολούθησε τη μοίρα των άλλων μαχητών. Στη συνέχεια βρέθηκε με τον μεγάλο όγκο των προσφύγων στη Τασκένδη και τέλος κατέληξε στην τότε γιουγκοσλαβική Μακεδονία.
«Ο νόμος του '82 πρέπει να αλλάξει. Εμείς δεν φύγαμε με τη θέλησή μας τότε από την Ελλάδα. Και τώρα το μόνο που ζητώ είναι να γυρίσω εκεί που γεννήθηκα. Θέλω να πεθάνω στον τόπο μου.» Το παράπονο του κ. Πόποφσκι είναι ότι θυμάται ακόμα τη δράση του δίπλα στους ιστορικούς ηγέτες του ΚΚΕ. Θυμάται τον Ζαχαριάδη, τον Μπελογιάννη, τον ίδιο τον Φλωράκη. Κρατά με ευλάβεια το κομματικό βιβλιάριο που είχε ως μέλος του ΚΚΕ, με το όνομα Αλέξανδρος Παπαδημητρίου. Δεν μπορεί, όμως, να συγχωρήσει τους ιστορικούς ηγέτες του ΚΚΕ που κατέβηκαν στην Ελλάδα και εγκατέλειψαν τους Σλαβομακεδόνες μαχητές τους: «Για μένα, όλοι οι αρχηγοί και στρατηγοί είναι λιποτάκτες. Ολοι κατέβηκαν κάτω στην Ελλάδα, και ο Μπαρτζώτας και ο Ιωαννίδης και ο
Μάρκος".
Εδώ ίσως αδικεί το ΚΚΕ ο συνομιλητής μας. Ορισμένα στελέχη του κόμματος έχουν κατ' επανάληψη επιχειρήσει να θέσουν το ζήτημα, αλλά υποχωρούν με το φόβο ότι θα ξυπνήσουν τα αντικομμουνιστικά ανακλαστικά της κοινής γνώμης. Το είχε θέσει πρώτα πρώτα ο ίδιος ο Χαρίλαος Φλωράκης, παίρνοντας ίσως θάρρος από την ευφορία που επικρατούσε την περίοδο της Οικουμενικής. Αλλά και πιο πρόσφατα, η Αλέκα Παπαρήγα είχε υποσχεθεί ότι θα ξαναφέρει το θέμα στη βουλή.
Ο εμφύλιος που συνεχίζεται
Ο κ. Πόποφσκι πιστεύει ότι ο εμφύλιος πόλεμος δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί: «Οταν ήρθαν οι Αγγλοι στην Ελλάδα, τοποθέτησαν στην εξουσία εκείνους που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς. Στην Ελλάδα δρούσαν πάνω από 160 συμμορίες με 20.000 οπλισμένους που άρχισαν να κυνηγούν τους δημοκράτες. Κι αυτοί, για να σωθούν, έπρεπε να πάρουν τα όπλα. Οποιος θέλει να γράψει αλλιώς την ιστορία, ας μου πει εμένα τι έπρεπε να κάνω όταν έβλεπα να βιάζουν τη μάνα μου και την αδελφή μου κι όταν έβλεπα να της βγάζουν το μωρό από την κοιλιά με το μαχαίρι. Τι να κάναμε; Εδώ στη Μακεδονία από το '45 σκοτώθηκαν και χάθηκαν πάνω από 250.000 Μακεδόνες.» Η μεγαλύτερη μάχη του εμφύλιου που πήρε μέρος ήταν στον Κλέφτη, στο Γράμμο. «44 μέρες κρατήσαμε τις θέσεις μας. Ο Δημοκρατικός Στρατός πολέμησε ηρωικά. Ακόμα και σήμερα διδάσκουν στις Στρατιωτικές Ακαδημίες αυτές τις μάχες. Αλλά θλίβομαι που χάθηκαν πάνω από 50.000 μαχητές. Κι ήταν παιδιά που δεν είχαν βάλει ακόμα ξυράφι και δεν είχαν ακόμα μάθει την αγάπη.» Στο μυαλό του Πόποφσκι, ο πόλεμος ισοδυναμεί με καταστροφή. «Οποιος θέλει τον πόλεμο να τον έχει σπίτι του. Αλλά οι διακρίσεις πρέπει να πάψουν. Δεν πρέπει να συνεχίζουμε να βάζουμε μίσος στην καρδιά μας και να ποτίζουμε μίσος τα παιδιά μας.»
Το περασμένο καλοκαίρι ο Αλεξάνταρ Πόποφσκι, ως πρόεδρος της Ενωσης των καταγομένων από τη Μακεδονία του Αιγαίου, απευθύνθηκε στον ΟΗΕ και του έθεσε το ζήτημα του επαναπατρισμού των πολιτικών προσφύγων που θεωρούνται «μη Ελληνες το γένος». Στην αίτηση αυτή απάντησε ο εκπρόσωπος της Υπάτης Αρμοστείας για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (31/8/99), και του ανακοίνωσε ότι με το θέμα θα ασχοληθεί η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του οργανισμού. Ο κ. Πόποφσκι είχε την καλοσύνη να μας στείλει (όπως και σε πολλούς δημοσιογράφους σ' όλη την Ευρώπη) ένα αντίγραφο της αίτησής του προς τον ΟΗΕ. Ε, λοιπόν, η επιστολή του έφτασε στα γραφεία μας ανοιχτή, ο φάκελος ήταν μάλιστα επιδεικτικά σκισμένος, δείγμα ότι η υπόθεση παραμένει στα χέρια των «υπηρεσιών» που τόσα χρόνια τη χειρίζονταν, και βέβαια δεν έχουν άλλη στρατηγική, παρά το κλασικό φακέλωμα και τον εκφοβισμό όσων τολμούν να ασχοληθούν με το ύπατο αυτό «εθνικό ταμπού».
Το ταμπού πράγματι παραμένει. Ενα πρόσφατο δείγμα του είδαμε και στην ελληνική βουλή. Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Λιάνης θυμήθηκε, στις 30 Σεπτεμβρίου, ότι κάποτε ο νεοδημοκράτης συνάδελφός του Γιώργος Καρατζαφέρης τον είχε αποκαλέσει προδότη από το κανάλι του: «...Κι αυτό γιατί υπήρχε τότε το τρόμο-μακεδονικό. Είχα τολμήσει να χορέψω σ' ένα πανηγύρι έναν τοπικό χορό». Φυσικά δεν είναι ο χορός μόνος του. Ο κ. Λιάνης έχει δημόσια τοποθετηθεί υπέρ του επαναπατρισμού όλων των πολιτικών προσφύγων και είχε αποσπάσει την αρχική συγκατάθεση των εμπνευστών της ισχύουσας φωτογραφικής διάταξης που τους αποκλείει, δηλαδή του Γιώργου Γεννηματά και του Ανδρέα Παπανδρέου. Στην περιοχή της ελληνικής Δυτικής Μακεδονίας πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν την κατάργηση της απαράδεκτης διάκρισης. Είναι φυσικό, εφόσον οι κάτοικοι της περιοχής έχουν χιλιάδες συγγενείς που εμπίπτουν σ' αυτή την κατηγορία και γνωρίζουν από πρώτο χέρι την άδικη εκκρεμότητα.
Αδικία μισού αιώνα
Η σύντροφος του κ. Πόποφσκι, η Βασιλική, προσθέτει με πάθος τη δική της διήγηση: «Κατάγομαι από τα μέρη της Καστοριάς. Τώρα το χωριό μου λέγεται Φτελιά, στα μακεδόνικα το λέγαμε Γκράτσε. Ημουν παιδί όταν πλάκωσαν οι συμμορίες με τους Μάυδες. Ερχονταν νύχτα για να κλέψουν και να καταστρέψουν. Οποιος αντιστεκόταν τον σκότωναν. Αναγκαστήκαμε να οργανώσουμε την άμυνά μας στο χωριό, ώσπου μια μέρα μας περικύκλωσαν και μας μάζεψαν όλους στην εκκλησία. Μας πηγαίνανε για σκότωμα και κάποιος ειδοποίησε τον Δημοκρατικό Στρατό και ήρθαν και μας έσωσαν. Μετά μας ξαναμάζεψαν και μας χώρισαν. Τα αρσενικά παιδιά τα πήραν στο Νεστόριο κι εμάς μας πήγαν κοντά στα σύνορα. Εκεί μας μάζεψαν οι αντάρτες. Ενας αδελφός μου σκοτώθηκε.» Η κυρία Βασιλική δεν μπορεί, ακόμα και μετά μισό αιώνα, να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι της στερούν το δικαίωμα της επιστροφής. «Κάναμε τόσα χρόνια να βρούμε ο ένας τον άλλον, και τώρα έχω μεγάλο πόνο στην καρδιά που μου απαγορεύουν να γυρίσω. Οι Γερμανοί που έκαναν τόσο κακό στον κόσμο μπορούν ελεύθερα να μπαίνουν στην Ελλάδα. Ποιο είναι το δικό μας έγκλημα που πολεμήσαμε στο ίδιο χαράκωμα με τους Ελληνες και ανακατέψαμε το αίμα μας μαζί τους; Δεν ζητάμε τίποτα. Να δούμε μόνο τον τόπο μας.» Παρακολουθώντας την ανυπόκριτη νοσταλγία της, καταλαβαίνουμε το λόγο που στην περιοχή της Μακεδονίας
καταριόνται λέγοντας «τα ξένα αγαπητά να σου είναι» (Ντούσκο Νανέφσκι «Ερωτικά δημοτικά τραγούδια», Σκόπια 1971).
Δίπλα στη Βασιλική παρακολουθεί τη διήγησή της ένας απ' τους αδελφούς της. «Τυχερός» αυτός. Είναι Τσέχος υπήκοος, κι έτσι δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν οι ελληνικές αρχές την είσοδό του στο ελληνικό έδαφος. Μόνο την καθυστέρησαν λίγο: ακριβώς 51 χρόνια. Η πίκρα του εμφύλιου και του ξενιτεμού περισσεύει: «Με τον εμφύλιο έγινε μεγάλο κακό και στις δυο πλευρές. Το όφελος ήταν για όλους τιποτένιο. Λέμε τώρα να συμφιλιωθούμε, να δώσουμε ο ένας το χέρι στον άλλο. Να βρούμε έναν τρόπο να μπορέσουμε να ζήσουμε. Αλλά δυστυχώς, ακόμα και τώρα, κάποιος μας λέει όχι». Επί τριάντα χρόνια πήγαινε στην ελληνική πρεσβεία στην Τσεχία (Τσεχοσλοβακία παλιότερα) για να ζητήσει άδεια επαναπατρισμού και δεν του έδιναν καμιά απάντηση, ούτε αρνητική. «Περίμενα 51 χρόνια για να έρθω ένα μήνα στην Ελλάδα να δω το χωριό μου και τους φίλους μου, χωρίς την ταυτότητά μου, αλλά με τσέχικη ιθαγένεια». Ο συνομιλητής μας δυσκολεύεται να μιλήσει. Η συγκίνηση τον πνίγει. Εχει γράψει κι ένα ποίημα για να εκφράσει τη νοσταλγία του και την αίσθηση αδικίας που νιώθει:
Θέλουν να μου κόψουν τα φτερά
Να μην μπορέσω πίσω να γυρίσω
Στο πατρικό το σπίτι μου που τόσο αγαπώ
Εκ νέου να το ξαναζήσω.
Νέους εβρήκαν τώρα τρόπους οι αρχές
Στα τέλη του εικοστού αιώνα
Να υβρίζουν και να βλαστημούν
Να σβήνουν το όνομά μου απ' τα μητρώα.
Λές κι είμαι ο πιο αισχρός εχθρός
Του Εθνους-Κράτους, της Πατρίδος
Κι όμως εγώ ουδέποτε εκφώνησα κακολαλιά
Εναντι κράτους και πατρίδος.
Κι εδώ είναι μια ερώτηση απλή
Πώς είναι δυνατόν μια αμνηστία
Χιλιάδες να αμνηστεύει πρώην της εχθρούς
Και μένα να με τιμωρεί με προδοσία.
Μέσα στις λίγες μέρες που έμεινε στην Ελλάδα, επισκέφθηκε δυο φορές το χωριό του. Οι λιγοστοί γνωστοί του τον δέχθηκαν με επιφύλαξη. «Κάποιοι έκλεισαν και τις πόρτες. Δεν τις αμπάρωσαν, αλλά τις έκλεισαν. Υπάρχει ακόμα φόβος στα χωριά της Καστοριάς». Αλλά τι έχουν να φοβηθούν οι χωριανοί του; «Φοβούνται ακόμα και τη γλώσσα να μιλήσουν και κοιτάζουν γύρω τους μήπως και τους δει κανείς. Ο κόσμος φοβάται ότι θα ξανάρθει ο χωροφύλακας. Επισκέφθηκα και το Γράμμο και το Βίτσι. Σ' όλο το δρόμο είδα συνθήματα για το βασιλιά και το έθνος. Τα γράψανε τώρα, στις 29 Αυγούστου, και τρόμαξαν πάλι τον κόσμο».
Πράγματι. Στην κορυφή του Βίτσι, στο οροπέδιο που δόθηκαν οι τελευταίες μάχες του εμφυλίου πολέμου, ένα μνημείο έχει στηθεί από τους νικητές για να τιμήσει τον εθνικό στρατό. Από τότε που έπαψαν οι επίσημοι εορτασμοί της «ημέρας της νίκης» (29 Αυγούστου), την εργολαβία έχουν αναλάβει σωματεία αποστράτων και ακροδεξιές οργανώσεις, συνεπικουρούμενες από μερίδα πολιτικών στελεχών της επίσημης Νέας Δημοκρατίας. Εφτασαν και στα ψιλά των αθηναϊκών εφημερίδων τα επεισόδια που προκάλεσαν τον περασμένο Αύγουστο στην περιοχή οι ακροδεξιοί νοσταλγοί του αντικομμουνιστικού κράτους και της χούντας.
Επισκεφθήκαμε πριν λίγες μέρες το μνημείο αυτό. Υπήρχαν ακόμα τα στεφάνια από την πιο πρόσφατη επιδρομή των νοσταλγών του εμφύλιου μίσους. Τα λουλούδια είχαν αρχίσει να ξεραίνονται, αλλά οι κορδέλες άντεχαν ακόμα. Δίπλα στα ονόματα διάφορων εφεδροπολεμιστικών οργανώσεων, ξεχώριζαν οι τοπικές οργανώσεις της Νέας Δημοκρατίας, που έδιναν το κοινοβουλευτικό χρώμα στο όλο σκηνικό. Πιο ξεραμένο απ' όλα, το στεφάνι της ναζιστικής «Χρυσής Αυγής». Ισως αυτό να ήταν μπαγιάτικο απ' την αρχή.
(Ελευθεροτυπία, 21/11/1999)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |