ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1963


Οταν η Λευκωσία έγινε Σεράγεβο 

1.   2.   3.


Το σωστό σύνθημα επιμένει: "Δεν ξεχνώ". Πόσοι ωστόσο θυμούνται ότι η "Πράσινη Γραμμή" της Λευκωσίας χαράχθηκε δέκα ολόκληρα χρόνια πριν από τον Αττίλα, αμέσως μετά τα ματωμένα Χριστούγεννα του 1963; Οσο για τους "εθνικούς σχεδιασμούς" που οδήγησαν στη σύρραξη μεταξύ των δυο κοινοτήτων, αυτοί φαίνεται πως ουδέποτε εγγράφηκαν στη συλλογική μνήμη. 


Ολα ξεκίνησαν μ' ένα περιστατικό αστυνομικής ρουτίνας, από αυτά που συνήθως κοσμούν τα "ψιλά" των εφημερίδων. Ηταν ξημερώματα της 21ης Δεκεμβρίου 1963, όταν μια περίπολος ελληνοκύπριων αστυνομικών επιχείρησε να ελέγξει τις ταυτότητες δυο μεθυσμένων Τουρκοκυπρίων που συνόδευαν (ή, κατ' άλλους, καταδίωκαν) μία -επίσης τουρκοκύπρια- πόρνη στην κακόφημη συνοικία της Λευκωσίας. Αυτοί αντιστάθηκαν και το επεισόδιο εξελίχθηκε σε ανταλλαγή πυροβολισμών, με αποτέλεσμα το θάνατο της κοπέλας κι ενός από τους συνοδούς της. Ακολούθησε η συγκέντρωση εκατοντάδων εξαγριωμένων περιοίκων, που γρήγορα εξελίχθηκε σε κανονική εξέγερση, όταν αστυνομικές δυνάμεις στάλθηκαν να απεγκλωβίσουν τους συναδέλφους τους και να καταστείλουν την "οχλοκρατική εκδήλωση". Πολύ σύντομα, ολόκληρο το κέντρο της πόλης είχε μετατραπεί σε πραγματικό πεδίο μάχης, με συμμετοχή εκατοντάδων ενόπλων από κάθε πλευρά. Η "τουρκοκυπριακή ανταρσία" ήταν γεγονός. Το ίδιο και ο θάνατος της ενιαίας Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τις συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου που επισφράγισαν το τέλος του αντιαποικιακού αγώνα. Μέχρι την τελική κάθαρση της τραγωδίας, το καλοκαίρι του 1974, η Κύπρος θα ζει σε ένα καθεστώς de facto διχοτόμησης, με τους Τουρκοκύπριους (18% του πληθυσμού) πολιορκημένους σε θύλακες που δεν ξεπερνάνε το 5% της έκτασης του νησιού, και περιοδικές εξάρσεις βίας.

Πώς φτάσαμε ώς εκεί; Μετά την τουρκική εισβολή, τα γεγονότα του 1963 φαίνεται πως έχουν σβηστεί από τη συλλογική μνήμη, στην Ελλάδα τουλάχιστον. Για το γενεσιουργό υπόστρωμα αυτής της επιλεκτικής λήθης, εύγλωττη είναι άλλωστε η δημοφιλής ρήση των ημερών, σύμφωνα με την οποία "σκοτώθηκε μια πουτάνα και διαλύθηκε ένα κράτος". Κι όμως, αντίθετα απ' ό,τι συμβαίνει με άλλες "λευκές σελίδες" της εθνικής μας ιστορίας, τα δημοσιευμένα σχετικά στοιχεία και ντοκουμέντα αφθονούν -και αποδεικνύουν ότι τα Δεκεμβριανά της Κύπρου υπήρξαν μια απολύτως προσχεδιασμένη επιλογή ορισμένων από τους δυναμικούς επιτελείς της "εθνικής πολιτικής" των ημερών, ο εθνικόφρων τυχοδιωκτισμός των οποίων ελάχιστα διέφερε στην πράξη από τη λογική των πραξικοπηματιών που, δέκα χρόνια αργότερα, επρόκειτο να ρίξουν την τελική αυλαία στο δράμα του νησιού. Ας δούμε, λοιπόν, πώς οι μαθητευόμενοι μάγοι του ελληνοκυπριακού και του ελλαδίτικου εθνικισμού έβαλαν μπροστά την αιματηρή διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, μετατρέποντας τη Λευκωσία σε Σεράγεβο.

Η Βοσνία της Μεσογείου

Μπορεί ένα προσφιλές λεκτικό σχήμα της εποχής να παρομοίαζε την ανεξάρτητη και "αδέσμευτη" Κύπρο της δεκαετίας του '60 με "Κούβα της Μεσογείου", στην πραγματικότητα όμως η νεοσύστατη Δημοκρατία θύμιζε περισσότερο τη σημερινή Βοσνία. Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η απουσία πολιτικής νομιμοποίησής της στα μάτια μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού, που είχε γαλουχηθεί με εντελώς διαφορετικά εθνικά ιδανικά και δύσκολα μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι θα έμενε εσαεί αποκομμένη από το εθνικό της κέντρο. Στους κόλπους της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας, κυρίαρχο παρέμενε το αίτημα της Ενωσης με την Ελλάδα, στο όνομα της οποίας είχε διεξαχθεί ο πρόσφατος αντιαποικιακός αγώνας του 1955-59. Ανάλογη απήχηση στις γραμμές των Τουρκοκυπρίων έβρισκε το σύνθημα της Διχοτόμησης, ιδιαίτερα μετά τις αιματηρές διακοινοτικές ταραχές του 1958. Παρά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον Αύγουστο του 1960, τοπικά ΜΜΕ και πολιτικά στελέχη των δυο κοινοτήτων δε θα πάψουν να υπενθυμίζουν, στο δικό του το καθένα κοινό, ότι η ανεξαρτησία του νησιού δεν υπήρξε παρά ένας αναγκαίος πλην προσωρινός συμβιβασμός στην πορεία προς την εθνική ολοκλήρωση.

Για τους Ελληνοκύπριους, αυτή η δυσφορία ενισχυόταν από το γεγονός ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, για την αναθεώρηση του οποίου απαιτούνταν η συναίνεση και των δυο κοινοτήτων, παρείχε μια σειρά προνόμια και ασφαλιστικές δικλείδες στη μειονότητα: τουρκοκύπριος αντιπρόεδρος δίπλα στον ελληνοκύπριο πρόεδρο, ποσοστώσεις σαφώς ψηλότερες από το αριθμητικό της μέγεθος (30% των βουλευτών, υπουργών και υπαλλήλων, 40% του στρατού), απαίτηση χωριστών πλειοψηφιών για την υπερψήφιση ζωτικών νομοσχεδίων, πρόβλεψη για χωριστούς δήμους στις 5 πόλεις του νησιού... Την προστασία της ιδιότυπης αυτής συνταγματικής δομής -και τον συνακόλουθο περιορισμό της κυριαρχίας του νέου κράτους- οι συμφωνίες του 1959 ανέθεταν τέλος στις 3 "εγγυήτριες δυνάμεις" (Ελλάδα, Τουρκία, Βρετανία), στις οποίες είχε παραχωρηθεί δικαίωμα επέμβασης -από κοινού ή και χωριστά- σε περίπτωση διασάλευσης αυτής της ισορροπίας. Και οι τρεις χώρες διέθεταν, επί τούτου, στρατιωτικές δυνάμεις στο νησί: οι Αγγλοι τις βάσεις τους, η Ελλάδα κι η Τουρκία την ΕΛΔΥΚ (950 οπλίτες) και την ΤΟΥΡΔΥΚ (650 οπλίτες) αντίστοιχα.

Τα ένοπλα καπετανάτα

Αυτά όσον αφορά την επίσημη διάταξη των δυνάμεων. Γιατί στο παρασκήνιο, καθοριστικότερο ρόλο ετοιμάζονταν να παίξουν οι "ανεπίσημες" πολιτικοστρατιωτικές δυνάμεις των δυο κοινοτήτων, καθοδηγούμενες από τους εκατέρωθεν ακραίους εθνικιστές. Στην τουρκοκυπριακή πλευρά, αιχμή του δόρατος της υπονόμευσης της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτέλεσε η "Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης" (ΤΜΤ) του Ραούφ Ντενκτάς. Εξοπλισμένη κι εκπαιδευμένη από αξιωματικούς της ΤΟΥΡΔΥΚ, παρέτασσε στις αρχές του 1963 κάπου 2.500 ενόπλους, σύμφωνα με βρετανικές πηγές. Κυριότερη ενασχόλησή της ώς τις παραμονές των συγκρούσεων υπήρξε, ωστόσο, η εξουδετέρωση του "εσωτερικού εχθρού" και η βίαιη στοίχιση της τουρκοκυπριακής κοινότητας πίσω από το εθνικό ιδεώδες της διχοτόμησης. Στελέχη της κοινότητας που υποστήριζαν μια πολιτική συμβίωσης και ανάπτυξης αγωνιστικών δεσμών με το ελληνικό στοιχείο (όπως οι συνδικαλιστές της Παγκύπριας Εργατικής Ομοσπονδίας, οι μη εθνικιστές δημοσιογράφοι και κάποια στελέχη της αντιπολίτευσης) εξοντώθηκαν ή αναγκάστηκαν να σιωπήσουν. 

Ανάλογες διεργασίες σημειώνονταν την ίδια περίοδο και στο εσωτερικό της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας, με τη συγκρότηση ποικίλων παραστρατιωτικών σχηματισμών που προετοιμάζονταν κι αυτοί για το τελικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τους "αλλόφυλους". Ο σημαντικότερος ανάμεσά τους αποκαλούνταν απλώς "Η Οργάνωση", ιδρύθηκε το Μάρτιο του 1962 και είχε επικεφαλής τον ίδιο τον Υπουργό Εσωτερικών του Μακαρίου, Πολύκαρπο Γεωρκάτζη. "Κατά τρόπον τινά επίσημος, ως υφισταμένη τη εγκρίσει του Μακαρίου", σύμφωνα με τον καλά πληροφορημένο Σπύρο Παπαγεωργίου, επανδρωνόταν ως επί το πλείστον από παλιούς μαχητές της ΕΟΚΑ και στελεχωνόταν από το μισό υπουργικό συμβούλιο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι προκηρύξεις κι εσωτερικές της εγκύκλιοι (για ορισμένα δείγματα, βλ. Παπαγεωργίου 1983, τ. Α΄, σ. 212-27) χαρακτηρίζονται από ακραία συνωμοτικότητα, μεσσιανισμό, λατρεία του αρχηγού (που υπογράφει με το ψευδώνυμο "Ακρίτας"), έξαλλο αντικομμουνισμό και μπόλικη αερολογία: "Τα ιδανικά μας δεν είναι ανάγκη να εκτεθούν εις διακηρύξεις και καταστατικά, ουδέ εις άρθρα, ουδέ εις προτάσεις. Μία μόνη λέξις δίδει εις αυτά την πλέον μεστήν επιγραμματικότητα. Ταύτα συνοψίζονται εις την μαγικήν λέξιν: ΕΛΛΑΣ" (ό.π., σ. 220). Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της ιδεολογίας της "Οργάνωσης" είναι, ωστόσο, η υπεροψία που τα κείμενά της προδίδουν για τους Τούρκους (τόσο τους σύνοικους Τουρκοκύπριους όσο κι εκείνους της "εγγυήτριας δύναμης"), για τους οποίους δηλώνεται ότι "εάν τολμήσουν, δεν θα έχουν καλλιτέραν τύχην των Βρετανών"...

Ως στρατιωτικός μηχανισμός, η "Οργάνωση" πήρε σάρκα και οστά χάρη στην τεχνική στήριξη της ΕΛΔΥΚ. "Είχαν αναλάβει να τη συγκροτήσουν στρατιωτικά και να την εκπαιδεύσουν, "κεκαλυμμένα", Ελληνες αξιωματικοί", διαβάζουμε στο (εν μέρει αυτοβιογραφικό) βιβλίο του αντιστράτηγου Μπήτου. "Ο γράφων συμμετείχε σ' αυτές τις ομάδες οργανώσεως και εκπαιδεύσεως το θέρος και το φθινόπωρο του 1963" (σ. 59). Σύμφωνα με τον Κληρίδη, "η εκπαίδευση της οργάνωσης γινόταν από αξιωματικούς του ελληνικού αποσπάσματος που στάθμευε στην Κύπρο και τα σχέδια δράσης της, αμυντικά κι επιθετικά, είχαν αναπτυχθεί σε στρατιωτικές ασκήσεις που λάβαιναν χώρα σε διάφορα σημεία. Η μεγαλύτερη άσκηση έγινε επί ένα τριήμερο στο όρος Τρόοδος και το στρατηγείο της οργάνωσης στη διάρκειά της ήταν εγκατεστημένο στην προεδρική κατοικία" (σ. 236). Ο ίδιος υπολογίζει τη δύναμή της σε 1.800 περίπου ενόπλους, στους οποίους θα πρέπει να προστεθούν τα μέλη δυό ακόμη παραστρατιωτικών οργανώσεων που συγκροτήθηκαν την ίδια περίοδο, με επικεφαλής τον εκτελεστή της ΕΟΚΑ (και "πρόεδρο" των πραξικοπηματιών, το 1974) Νίκο Σαμψών και το γιατρό του Μακαρίου, Βάσο Λυσσαρίδη. Δυτικές πηγές εκτιμούν σε 10.000 περίπου τους εξοπλισμένους Ελληνοκύπριους που ήταν ενταγμένοι στο ένα ή το άλλο "καπετανάτο". Τα όπλα τους προέρχονταν από τα στοκ της ΕΟΚΑ, από το ελεύθερο εμπόριο αλλά και από "συμπαθούντες" αξιωματικούς της ΕΛΔΥΚ (Κληρίδης, ό.π., και Μπήτος, σ. 58). 

Η ανατροπή των ισορροπιών 

Από τα μέσα του 1963, τουλάχιστον, αυτή η αμοιβαία προετοιμασία για την ένοπλη αναμέτρηση άρχισε να αποδίδει τους καρπούς της. Οσον αφορά τους Τουρκοκυπρίους, αποκαλυπτικό είναι ένα έγγραφο που βρέθηκε στο γραφείο του αντιπροέδρου Κιουτσούκ την επαύριο των γεγονότων, φέρει ημερομηνία 14.9.63 και συμπυκνώνει την πολιτική συμφωνία της μετριοπαθούς τουρκοκυπριακής ηγεσίας με τους εξτρεμιστές της ΤΜΤ για τα περαιτέρω. Ξεκινώντας με τη διαπίστωση πως, από την ανεξαρτησία και μετά, "οι Ελληνοκύπριοι κατέφευγαν σε κάθε είδους τεχνάσματα για να αποκλείσουν την αναγνώριση έστω και των πιο ασήμαντων δικαιωμάτων στους Τούρκους", εκτιμάται πως "το 1964 θα είναι μια αποφασιστική χρονιά" και αποφασίζεται ότι "σε περίπτωση που οι Ελληνες καταγγείλουν επισήμως το Σύνταγμα ή επιχειρήσουν να το αναθεωρήσουν, η τουρκική κοινότητα θα πάρει τη μοίρα της στα χέρια της και θα εγκαθιδρύσει μια Κυπριακή Δημοκρατία εκτός των συμφωνιών της Ζυρίχης" (Κληρίδης 1988, σ. 218-22). Εντυπωσιακή είναι τέλος τόσο η αρνητική στάση των Κιουτσούκ και Ντενκτάς απέναντι στο ενδεχόμενο τουρκικής στρατιωτικής επέμβασης για αποκατάσταση του προηγούμενου καθεστώτος, που κρίνεται ανεπαρκές, όσο και η βεβαιότητά τους για την αξιοποίηση των ελληνοκύπριων εθνικιστών: "Μέχρι τότε οι Ελληνες θα μας δώσουν πολλές ευκαιρίες (...) Είναι φανερό από τώρα ότι τις περισσότερες ευκαιρίες θα μας τις δώσουν με τη συμπεριφορά τους"... 

Γι' αυτές τις "ευκαιρίες", εξαιρετικά εύγλωττοι είναι οι σχεδόν ταυτόχρονοι σχεδιασμοί της ελληνοκυπριακής πλευράς. Ενάμιση μόλις χρόνο από την ίδρυση της Δημοκρατίας, ο Μακάριος έθεσε για πρώτη φορά δημόσια ζήτημα κατάργησης των "υπερβολικών" συνταγματικών προνομίων της μειονότητας (4.1.62). Η τελική του κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση έγινε, ως γνωστόν, στις 30 Νοεμβρίου 1963, όταν υπέβαλε ένα Μνημόνιο 13 σημείων για την αναθεώρηση του Συντάγματος, με το αιτιολογικό ότι αυτό "εμποδίζει την ανάπτυξη και την πρόοδο της χώρας" και "δημιουργεί αφορμές τριβής μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων". Εκ των υστέρων, στενοί συνεργάτες του Αρχιεπισκόπου θα αποφανθούν ότι αυτό που καθόρισε την επιλογή του δεν ήταν τόσο οι όποιες θεσμικές δυσλειτουργίες που προκλήθηκαν από τις διακοινοτικές τριβές των πρώτων μεταποικιακών χρόνων, όσο η εσωτερική αντιπολίτευση που αυτός δεχόταν από τους αδιάλλακτους ελληνοκύπριους κι ελλαδίτες εθνικιστές, οι οποίοι τον κατηγορούσαν πως "καταπάτησε τους όρκους του και πρόδωσε τον αγώνα του κυπριακού λαού" για Ενωση με την Ελλάδα (Κρανιδιώτης 1985, τ. Α΄, σ. 73 και Κληρίδης 1988, σ. 162). 

Κατηγορηματικότερος απ' όλους, ο παλαίμαχος διπλωμάτης Αγγελος Βλάχος δεν διστάζει μάλιστα να κατηγορήσει το Μακάριο ότι συνειδητά οδήγησε τα πράγματα σε κρίση: "Ανεφάρμοστα είναι και τα άριστα των Συνταγμάτων, αν οι καλούμενοι να εξασφαλίσουν την λειτουργία τους δεν θέλουν να τα εφαρμόσουν. Και ο Αρχιεπίσκοπος δεν ήθελε να θέσει σε εφαρμογή τις σχετικές συνταγματικές διατάξεις που προέβλεπαν εγκατάσταση χωριστών δήμων, ελληνικών και τουρκικών (...). Επηρεασμένος ίσως από το περιβάλλον του, αρνήθηκε να τις εφαρμόσει και οι Τούρκοι, στο άκρο δύσπιστοι και καχύποπτοι, για να τον εξαναγκάσουν να ενδώσει εφάρμοζαν αντίποινα κωλυσιεργώντας στην ψήφιση φορολογικών νόμων από την Βουλή. Φυσικό ήταν να δημιουργηθεί αδιέξοδο, αποτέλεσμα της υπαναχωρήσεως του Αρχιεπισκόπου" (Βλάχος 1980, σ. 277). 

Προετοιμασία για έγκλημα

Ετσι κι αλλιώς, πάντως, από τα μέσα του 1963 η ελληνοκυπριακή ηγεσία είχε επιλέξει κι αυτή το δρόμο της σύγκρουσης. Τα σχέδιά της, κωδικοποιημένα σε μίαν άκρως απόρρητη εγκύκλιο της "Οργάνωσης" (1963) που έμεινε στην Ιστορία με το όνομα "σχέδιο Ακρίτας" και σ' ένα έγγραφο του ελληνικού ΓΕΕΘΑ (6.12.63) με τον τίτλο "Σχέδιον Μακαρίου", πρόβλεπαν κλιμάκωση των ενεργειών της σε 4 στάδια: (α) "προσβολή των αρνητικών σημείων του Συντάγματος", (β) "Καταγγελία της συνθήκης εγγυήσεως", (γ) "Αυτοδιάθεσις", και (δ) "Υποβολή αιτήσεως προς την Ελλην. Κυβέρνησιν, εάν δέχεται την Κύπρον να ενωθή μετά του λοιπού Ελληνικού Κορμού" (Παπαγεωργίου 1983, τ. Α΄, σ. 270). Το πιο ενδιαφέρον είναι, ωστόσο, ότι αυτός ο σχεδιασμός προεξοφλούσε τη δυναμική αντίδραση των Τουρκοκυπρίων, προβλέποντας μάλιστα την αιματηρή καταστολή της: "Είναι αφελές να πιστεύωμεν ότι είναι δυνατόν να προβούμεν εις ουσιαστικές ενέργειες τροποποιήσεως του Συντάγματος, χωρίς οι Τούρκοι να επιχειρήσουν να δημιουργήσουν ή σκηνοθετήσουν δυναμικήν σύγκρουσιν. (...) Επιβάλλεται να καταστείλωμεν ταύτην δυναμικώς εις το συντομώτερον δυνατόν χρονικόν διάστημα (...) Δυναμική και αποτελεσματική αντιμετώπισις των Τούρκων θα διευκολύνη τα μέγιστα τας μεταγενεστέρας ενεργείας μας δια περαιτέρω τροποποιήσεις, διότι οι Τούρκοι θα γνωρίζουν ότι αντίδρασίς των είναι αδύνατος ή επιζημία σοβαρώς δια την κοινότητά τους" (ό.π., σ. 254- 5).

Ακόμη πιο εντυπωσιακός είναι ωστόσο ο αντίστοιχος σχεδιασμός της ελλαδικής στρατιωτικής ηγεσίας την ίδια περίοδο, που όχι μόνο συμφωνεί αλλά και επαυξάνει σε εθνοσωτήρια υπεραισιοδοξία. Διαπιστώνοντας κι αυτή πως "η κατάστασις εις την Κύπρον τυγχάνει εκρηκτική και ότι εις το εγγύς μέλλον δέον να αναμένωνται γεγονότα, τα οποία δυνατόν να δημιουργηθώσι και προκληθώσι, είτε βάσει προγραμματισμένου σχεδίου εκατέρας των κοινοτήτων, είτε κατόπιν τυχαίου συμβάντος ή σοβαρού επεισοδίου εις βάρος κοινότητος τινός", μια άκρως απόρρητη μελέτη (6.12.63) του αρχηγού ΓΕΕΘΑ Ι. Πιπιλή καταλήγει, ούτε λίγο ούτε πολύ, στο συμπέρασμα ότι ο συσχετισμός είναι τόσο ευνοϊκός για την Ελλάδα, ώστε "συμφέρει όπως εις την Κύπρον λάβουν χώραν γεγονότα". Οχι μόνο "το Ελληνοκυπριακόν στοιχείον δύναται να αντιμετωπίση το Τουρκοκυπριακόν τοιούτον", υποστηρίζει, αλλά και οι δυνατότητες της Τουρκίας προς επέμβαση είναι άκρως περιορισμένες, σύμπασα δε η διεθνής κοινότητα θα επέμβει ενεργά υπέρ των ελληνικών θέσεων! Η ανάλυση αυτή, που φέρεται να έχει υιοθετηθεί και από το Υπουργείο Αμύνης της πρώτης κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, κατέληγε στην προτροπή για "πολεμικήν ετοιμότητα της ελληνικής Δυνάμεως εν Κύπρω και ενίσχυσιν ταύτης δια την διευθέτησιν και προώθησιν της στρατιωτικής δραστηριότητος εν Κύπρω", με σκοπό την αντιμετώπιση των προβλεπόμενων "διακοινοτικών ταραχών" (ό.π., σ. 258-72). 

Αγνωστο παραμένει σε ποιο βαθμό όλες αυτές οι ανεδαφικές και τουρκοφαγικές εκτιμήσεις οφείλονταν στον (ταγματάρχη, τότε) Δημήτριο Ιωαννίδη, που ως υπεύθυνος του γραφείου πληροφοριών της ΕΛΔΥΚ υπήρξε ο επικεφαλής των αξιωματικών που κατέστρωσαν τα σχέδια για την επερχόμενη ένοπλη αναμέτρηση. Αγνωστος είναι επίσης ο βαθμός επιρροών από ξένα κέντρα πάνω στον αρχηγό της "Οργάνωσης" και υπουργό Εσωτερικών του Μακαρίου, Γεωρκάτζη, οι σχέσεις του οποίου με την Ιντέλιτζενς Σέρβις και τη CIA ήταν κοινό μυστικό (για λεπτομέρειες, βλ. Μ. Δρουσιώτης "ΕΟΚΑ. Η σκοτεινή όψη", Αθήνα 1998, σ. 89-147 & 366-71). Εχει πιστοποιηθεί, αντίθετα, ότι καθοριστική στη διατύπωση των "13 σημείων" υπήρξε η συμβολή του βρετανού Ύπατου Αρμοστή, Λρθουρ Κλαρκ - ο οποίος, εκτελώντας σχετικές οδηγίες του Φόρεϊν Οφις, όχι μόνο ενθάρρυνε σχετικά το Μακάριο, αλλά προέβη και σε ιδιόχειρες διορθώσεις στο επίμαχο κείμενο. Χαρακτηρισμένη ως "το αβύθιστο αεροπλανοφόρο της Ανατολικής Μεσογείου", η Κύπρος ήταν όντως ένα υπερβολικά στρατηγικό χαρτί για να αφεθεί ανενόχλητη από τους επιτελείς του Ψυχρού Πολέμου. Αυτό το γεγονός, ωστόσο, καθόλου δεν απαλλάσσει από τις ευθύνες τους όσους, συνεπαρμένοι από τις εθνοσωτήριες φαντασιώσεις τους, έπαιξαν με τη φωτιά... 

(Ελευθεροτυπία, 26/12/1999)

 

www.iospress.gr                                   ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ