ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ
Ο Ιερός Εξεταστής του Έθνους
1. 2. 3.
Σήμερα λήγει η θητεία του μητροπολίτη που συνέδεσε το όνομά του με τη Φλώρινα, περισσότερο κι απ' τις περίφημες πιπεριές της. Τριάντα δύο χρόνια κατάφερε να διατηρήσει το θρόνο του, αν και αμφισβητήθηκε όσο κανείς άλλος ιεράρχης τις τελευταίες δεκαετίες. Με μια επίσκεψη στα μέρη του επιχειρούμε να εξιχνιάσουμε το μυστικό της επιτυχίας του.
Την προσεχή Τετάρτη η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος καλείται να εκλέξει τον διάδοχο του 92χρονου Αυγουστίνου Καντιώτη, ο οποίος παραιτήθηκε από τη θέση του, ανήμπορος πια να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του. Ο πόλεμος της διαδοχής μεταξύ των επιγόνων είναι ανάλογος με τη φήμη που είχε αποκτήσει ο Καντιώτης όλα αυτά τα χρόνια. Μυστήριο και υπονοούμενα για τη γνησιότητά τους συνοδεύει τις δυο επιστολές προς την Ιεραρχία που ανακοινώνουν την παραίτηση. Από την άλλη πλευρά, είναι ανεξήγητο το γεγονός ότι οι ίδιοι που αμφισβητούν το ένα σκέλος των επιστολών (δηλαδή την υπόδειξη του Καντιώτη να χριστεί διάδοχός του ο αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Αβαγιανός), αποδέχονται την παραίτηση που διατυπώνεται ακριβώς σ' αυτές τις επιστολές.
Καθώς φαίνεται, ακόμα και ανήμπορος ο Καντιώτης εξακολουθεί να προκαλεί το δέος. Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε το γεγονός ότι ομοφώνως το δημοτικό συμβούλιο της Φλώρινας (στο οποίο πλειοψηφεί το ΠΑΣΟΚ!) εξέφρασε την επιθυμία να ...συνεχιστεί το έργο του, και ζητεί φορτικά να εκλεγεί ένας από τους συνεργάτες-μαθητές του;
Οι προτιμήσεις των παραγόντων της περιοχής στρέφονται στο πρόσωπο του αρχιμανδρίτη Θεόκλητου Πασσαλή, ο οποίος υπηρέτησε ως πρωτοσύγκελος στη μητρόπολη από την πρώτη στιγμή (1967) και θεωρείται πιστός συνεχιστής του Αυγουστίνου. Κρατά ήπιους τόνους και δεν τονίζει το γεγονός ότι είναι κι αυτός «οργανωσιακός» όπως ο Αυγουστίνος. Στην ερώτησή μας απαντά διπλωματικά: «Τις οργανώσεις τις θέλουμε, όπως λέει και ο Αρχιεπίσκοπος, να βρίσκονται υπό την ευλογία του Επισκόπου.» Στην περίπτωση εκλογής του κ. Πασσαλή αναμένεται να αναλάβει ρόλο-κλειδί στο παρασκήνιο ο νεότερος αρχιμανδρίτης Ιουστίνος Μπαζάκας. Ο άλλος νέος αρχιμανδρίτης, ο κ. Ειρηναίος Χατζηευφραιμίδης, με θεολογική μόρφωση και διδακτορική διατριβή στο Ποιμαντικό Τμήμα του ΑΠΘ, έχει εκτεθεί πολύ με τις ανοιχτές ακροδεξιές τοποθετήσεις του και μάλλον έχει «καεί».
Υποψηφιότητα έχει θέσει και ο άλλος αγαπημένος συνεργάτης του Καντιώτη αρχιμανδρίτης Αθανάσιος Σιαμάκης, επί χρόνια γραμματέας του και πρώτος διευθυντής του ραδιοφωνικού σταθμού «Άγιος Χρυσόστομος». Με πλούσιο συγγραφικό έργο και αξιόλογες μελέτες για την αρχαιοελληνική μουσική, θεωρείται ο συντάκτης των περισσότερων από τα βιβλία του Καντιώτη. Απομακρύνθηκε από τη μητρόπολη πριν λίγα χρόνια, εξαιτίας του «οδηγού» του Καντιώτη, ο οποίος είχε αναλάβει τελευταία να καλύπτει όλες τις ανάγκες του αδύναμου μητροπολίτη. Αλλά ο οδηγός πέθανε τον περασμένο Οκτώβριο, και ο Αυγουστίνος ξανακάλεσε τον Σιαμάκη κοντά του.
Ο Χομεϊνί της Μακεδονίας
Πρωτοσυναντήσαμε τον Αυγουστίνο το φθινόπωρο του 1990, τότε που είχε ανοίξει ιερό πόλεμο, πραγματική ελληνορθόδοξη «τζιχάντ», εναντίον του «αντεθνικού και βλάσφημου» έργου του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το μετέωρο βήμα του πελαργού». Στην Αθήνα η υπόθεση είχε περιγραφεί περίπου ως γραφική και γελοία. Το γεγονός είναι, όμως, ότι ο μητροπολίτης είχε κατορθώσει να επιβάλει ένα κλίμα πραγματικής τρομοκρατίας στην περιοχή, με τις απειλές και τους αφορισμούς όσων συμμετείχαν στο γύρισμα και το συνεχές σαμποτάρισμα των σκηνών. Μπορεί, τελικά, η ταινία να γυρίστηκε, αλλά στην περιοχή, ακόμα και σήμερα, παραμένει απαγορευμένη. Ούτε στιγμή δεν διανοήθηκαν οι αρχές της πόλης να διατηρήσουν ένα μέρος των όμορφων σκηνικών που είχε κατασκευάσει ο Μικές Καραπιπέρης στον Σακουλέβα. Τον Νοέμβριο του 1992 επιχειρήθηκε η προβολή του «Πελαργού» στην
Πτολεμαϊδα. Με παρέμβαση του Καντιώτη, ο δήμαρχος αντέδρασε και η προβολή ματαιώθηκε.
Όσο για τον Φλωριναίο που είχε κρεμάσει στο σπίτι του τα υβριστικά πανό της μητρόπολης κατά Αγγελόπουλου (που έδειχναν τον σκηνοθέτη να «τα πιάνει» από την ΕΟΚ και να στεφανώνεται από τον διάβολο) κι αυτός αθωώθηκε από το Εφετείο.
Με την ίδια ζέση που πολέμησε τον Αγγελόπουλο, ο Καντιώτης ξεσηκωνόταν για την «Εθνική Παπάδων» και με τα ίδια κοσμητικά που επιφύλασσε για τον Κολλάτο είχε παλιότερα στολίσει τον «αντίχριστο» Καζαντζάκη. Γι' αυτόν το έργο «Ένας
Όμηρος» ήταν εξίσου βλάσφημο με την «Παπαδιστική Κομπανία». Αυτός ο ισοπεδωτικός φανατισμός μπορεί να προκαλεί το γέλιο, αλλά στην περιοχή είχε πολύ συγκεκριμένες επιπτώσεις.
Στην Αθήνα έφτανε μόνον ο απόηχος της γελοιότητας. Μαθαίναμε, για παράδειγμα, ότι κυνηγάει και αφορίζει όσους μετέχουν στο καρναβάλι του Αμυνταίου ή του Ξινού Νερού, αλλά δεν καταλαβαίναμε ότι είχε εντάξει αυτή την επιχείρηση «εξαγνισμού» του ποιμνίου του στην ευρύτερη προσπάθεια να «μαντρωθεί» ο λαός της περιοχής, σε ένα άτυπο στρατόπεδο εθνικής αναδιαπαιδαγώγησης, μια ιδιότυπη «Μακρόνησο», όπου καλούνταν να υποβάλουν δήλωση μετανοίας οι πάντες. Τα καρναβάλια, όπως και τα έθιμα της φωτιάς των Χριστουγέννων, αλλά και οι χοροί και τα τραγούδια έχουν σε μεγάλο βαθμό σχέση με την παράδοση των ντόπιων κατοίκων που ακόμα και σήμερα θεωρούνται «δυνάμει ανθέλληνες» από μερίδες της κρατικής μηχανής. Η επίθεση του Καντιώτη στον τοπικό πολιτισμό έγινε φυσικά με εκκλησιαστικό πρόσχημα. Διαβάζοντας τις πρώτες εκθέσεις των ιερέων που τοποθέτησε το 1967 στα χωριά ο Καντιώτης, διαπιστώνουμε ότι πρώτο τους μέλημα είναι να κλείσουν τους κινηματογράφους, να αδειάσουν τις ταβέρνες και να απαγορεύσουν την τοπική γλώσσα «για εθνικούς λόγους».
Όπως γράφει, για παράδειγμα, ο ιερομόναχος Αμφιλόχιος Χριστοδούλου που υπηρέτησε στην
Άνω Καλλινίκη: «Κατεπολεμήσαμεν συστηματικώς το ομιλούμενον ενταύθα σλαβικόν ιδίωμα, και συνεστήσαμεν την χρήσιν της ελληνικής γλώσσης, με ικανοποιητικά αποτελέσματα.»
Φυσικά δεν αρκέστηκε σ' αυτά. Σε λίγο ήρθε η σειρά των «ύποπτων εκκλησιών» να γκρεμιστούν. Και άρχισε να χτίζει τεράστιους Σταυρούς, σε διάφορα υψώματα, έτσι ώστε να είναι ορατοί πέραν των συνόρων, από τους «αθέους γείτονες».
Οι χαμένες μάχες
Δύο μόνο φορές τόλμησε η τοπική κοινωνία να αντιδράσει στον βάναυσο δεσποτισμό του Αυγουστίνου. Και στις δυο περιπτώσεις νικητής βγήκε εκείνος. Και στις δυο περιπτώσεις, το πολιτικό κλίμα της εποχής επέτρεπε τη διατύπωση κάποιων δημοκρατικών λαϊκών διεκδικήσεων. Το 1975, η δημοκρατική ευφορία της μεταπολίτευσης έθρεψε την ψευδαίσθηση ότι και ο Καντιώτης μπορεί να «αποχουντοποιηθεί». Τη σχετική εκστρατεία ανέλαβε ο πολιτευτής της περιοχής Παύλος Στεφανίδης (βουλευτής του ΠΑΣΟΚ από το 1981) και η τοπική εφημερίδα «Έθνος». Πολύ γρήγορα ο Καντιώτης «καθάρισε», αφού κινητοποίησε όλο το μηχανισμό των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων που διέθετε και τα σοβαρά ερείσματά του στον τοπικό κρατικό μηχανισμό.
Μια δεύτερη οργανωμένη προσπάθεια να αμφισβητηθεί ο Καντιώτης συναντάμε μετά την άνοδο στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ. Εννιά συνδικαλιστικά σωματεία της περιοχής με επικεφαλής την τοπική ΕΛΜΕ φαντάστηκαν ότι ο άνεμος της «Αλλαγής» θα φυσήξει και στη Φλώρινα. Με δημόσια διαμαρτυρία κατήγγειλαν στις 11 Φεβρουαρίου 1982 «τις τελευταίες κινητοποιήσεις των εκκλησιαστικών και παρεκκλησιαστικών κύκλων της Φλώρινας, που καθοδηγούμενες από το μητροπολίτη Καντιώτη εκτράπηκαν σε απαράδεκτες ενέργειες για το κύρος της Εκκλησίας, με συνθήματα φασιστικού περιεχομένου εναντίον της δημοκρατικής κυβέρνησης και με πρακτική που εντάσσεται καθαρά στο πλαίσιο της πολιτικής των κύκλων της ανωμαλίας.» Αμέσως αντέδρασε ο καντιωτικός μηχανισμός. Με επικεφαλής τον ημικρατικό «Αριστοτέλη» ξεσηκώθηκαν τα σωματεία της εθνικοφροσύνης και έπνιξαν τους «αιρετικούς» συμπολίτες τους: 39 σύλλογοι υποδηματοποιών, κρεοπωλών, λαχανοπωλών, κουρέων, καφεπωλών, ψησταριών, ζαχαροπλαστών, εστιατόρων, πολυτέκνων, κυνηγών, ταξιτζήδων, μαζί με τις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις της μητρόπολης, δήλωσαν πίστη στον Αυγουστίνο και στο τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Η ανταρσία καταπνίγηκε.
Ιερός Χωροφύλακας
Υπήρξε χουντικός ο Αυγουστίνος; Ο ίδιος, για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις που προκαλεί το γεγονός ότι ενθρονίστηκε αμέσως μετά την έλευση της χούντας, επικαλείται το γεγονός ότι ήρθε σε ρήξη με τον Ιερώνυμο και ισχυρούς παράγοντες της χούντας, για να αποδείξει τη διάστασή του με το δικτατορικό καθεστώς. Η αλήθεια είναι ότι ανταποκρινόταν στο «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» όσο κανένας άλλος. Είναι εύλογο το δημοσίευμα της «Βραδυνής» που ζητωκραυγάζει την επαύριο της εκλογής του (26/6/1967): «Ο Αυγουστίνος Καντιώτης Αρχιερεύς. Ποίος το εφαντάζετο; Και όμως, χάρις εις την ανωτερότητα του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου και χάρις εις την εθνεγερτήριον επανάστασιν της 21ης Απριλίου, διά πρώτην φοράν αποκαθίσταται η αξιοκρατία»... Και για να μη μείνει καμιά αμφιβολία για το λόγο της επιλογής του, ο μητροπολίτης Καστορίας Δωρόθεος κατά την ενθρόνιση τον προσφώνησε ως τον «αγωνιστή του Γράμμου και του Βίτσι.» (16/7/1967) Αλλά και όλοι οι ισχυροί της χούντας τον στήριξαν. Ο Παπαδόπουλος χρηματοδότησε με αγαλλίαση τις καταστροφές των παλιών ναών, και «τίμησε» με την παρουσία του το γκρέμισμα του Αγίου Παντελεήμονα. Ο Μακαρέζος τον ενισχύει, ο Παττακός τον επισκέπτεται, ο Γκαντώνας τον χρηματοδοτεί, ο Ασλανίδης διατηρεί στενές σχέσεις μαζί του.
Οι αντιθέσεις του Αυγουστίνου με τον Ιερώνυμο δεν αφορούν καθόλου το πολιτικό φρόνημα, αλλά καθαρά εσωεκκλησιαστικές διαφορές. Με το θράσος που τον διέκρινε, ο Αυγουστίνος παρέμεινε αντιδημοκράτης και ακροδεξιός στις πεποιθήσεις του μέχρι το τέλος. Ονομάζει τη μεταπολίτευση «πραγματική δικτατορία». Θεωρεί την Αναγέννηση «μία σωρό κόπρου, μία περίοδο αφαντάστου απιστίας και αισχρότητος.» Ζητεί με επανειλημμένα διαβήματα την αποφυλάκιση των χουντικών, ένα μόλις χρόνο μετά την καταδίκη τους. Τους αποκαλεί, βεβαίως, «εγκλείστους αξιωματικούς» και τους θεωρεί «πολιτικούς κρατούμενους». Καταγγέλλει το '90 τον Καραμανλή ως μασόνο και υποδέχεται τον Γκλίξμπουργκ το '93 με κωδωνοκρουσίες και τιμές. Ως πρότυπό του προβάλλει τον Ιωάννη Μεταξά (4/6/1992) και μιλά για τον «κόκκινο φασισμό» (5/5/1994).
Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στο νομό Γιώργος Λιάνης δίνει τη δική του εξήγηση για το πώς ρίζωσε στην περιοχή ο Αυγουστίνος: «Ο Αυγουστίνος ήταν ο σιδηρούς εκπρόσωπος της πιο σιδηράς δεξιάς. Δεν μπορούσαν να βρουν καταλληλότερο πρόσωπο για την περιοχή αυτή. Σ' αυτό το νομό έπρεπε να γίνει ένας πειθαναγκασμός των προσώπων και των καταστάσεων και έπρεπε να γίνει και από την εκκλησία. Σ' αυτό το ρόλο ο Αυγουστίνος πήρε άριστα. Στο να επιβάλει το μισαλλόδοξο μοντέλο.
Ένα μοντέλο ψυχροπολεμικό, αντικομμουνιστικό στο έπακρο.
Έκανε μεγάλη ζημιά και στον τοπικό πολιτισμό και στο φρόνημα των κατοίκων.
Έδινε στους κατοίκους την αίσθηση ότι τους προστατεύει απ' αυτό που είναι. Αυτό είναι αισχρό. Στην πορεία, όμως, εξαιτίας της πλήρως αντιεξουσιαστικής φύσης του έφτασε να μην ελέγχεται ούτε απ' αυτούς που τον έβαλαν. Ούτε από τις πολιτικές ούτε από τις εκκλησιαστικές ηγεσίες. Γιατί; Γιατί ήταν τόσο φιλόδοξος και τόσο ισχυρογνώμων που ήθελε αυτός να είναι ο απόλυτος άρχοντας της χώρας.» Τα λόγια αυτά έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, εφόσον προέρχονται από έναν άνθρωπο που διατηρούσε καλές προσωπικές σχέσεις με τον Αυγουστίνο και τον εκτιμούσε ως λόγιο και αγνό ιεράρχη. «Αντιλήφθηκα κάποια στιγμή ότι για να έχω μια καλή πορεία στα μεγάλα ζητήματα της Φλώρινας έπρεπε να έχω ανακωχή μαζί του.»
Δεν ήταν λοιπόν ο φόβος των ισχυρών μπροστά στο μεγάλο στόμα και τη «θεία τρέλα» του Αυγουστίνου που του επέτρεψαν να επιβιώσει όλων των καταστάσεων. Ο απολογισμός του έργου του στην περιοχή δείχνει ότι ο Καντιώτης έκανε όσα θα ήθελε και δεν τολμούσε να πραγματοποιήσει ο κρατικός μηχανισμός.
Έθεσε τον πληθυσμό της περιοχής σε μια διαρκή παρακολούθηση, που δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ούτε η πιο δραστήρια ΚΥΠ. Κατέστρεψε όσα μνημεία του «ύποπτου» παρελθόντος μπορούσε. Υπήρξε ο «ιερός χωροφύλακας» της Δυτικής Μακεδονίας. «Το ίδιο έργο έχουμε εμείς οι κληρικοί με σας τους αστυνομικούς», έλεγε ο Αυγουστίνος τον Μάιο του 1993. «Στις μέρες μας υπάρχουν δυστυχώς άνθρωποι που μισούν τα όργανα της τάξεως. Αλλά όχι! Τα όργανα της δικής μας Χωροφυλακής είναι σαν άγγελοι και αρχάγγελοι που αγρυπνούν για την τάξη και την ασφάλειά μας.»
(Ελευθεροτυπία, 16/1/2000)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |