Η ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑΣ

Δέκα Εντολές ή Σύνταγμα;

1.   2.   3.


Τρίτη Κυριακή των Νηστειών σήμερα, της «Σταυροπροσκυνήσεως» κατά το επίσημο εορτολόγιο της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτή την Κυριακή επέλεξαν οι προκάτοχοι του κ. Χριστόδουλου να ζητήσουν από τον δικτάτορα Μεταξά να διώξει αυστηρά τη βλασφημία. Άλλο που δεν ήθελε εκείνος. Και οι νόμοι του ισχύουν ακόμα και σήμερα. 


Ο καημένος ο κ. Ανδρουλάκης! Το βιβλίο του απαγορεύθηκε στους νομούς της κεντρικής Μακεδονίας και κινδυνεύει να απαγορευθεί και στην Αθήνα. Ολόκληρη Ιερά Σύνοδος του αφιέρωσε ειδικό ανακοινωθέν με την επισήμανση ότι «εις την ιστορίαν των είκοσι αιώνων ουδείς συγγραφεύς έθιξε τόσον βαναύσως την ηθικήν ακεραιότητα του Θεανδρικού προσώπου του Αναμάρτητου Ιησού Χριστού.»

Αυτά, όμως, τα φοβερά που έγραψε ο κ. Ανδρουλάκης δεν συγκρίνονται με κάποια άλλα που περιέχονται σ’ ένα βιβλίο που κυκλοφορεί απολύτως ελεύθερα και στην Κεντρική Μακεδονία και στην Αθήνα και σ’ όλο τον κόσμο σε χιλιάδες και εκατομμύρια αντίτυπα. Διαθέτουμε απτές αποδείξεις ότι το βιβλίο αυτό είναι σε γνώση όλων των μελών της Ιεράς Συνόδου και κατέχει περίοπτη θέση στις βιβλιοθήκες τους. Δεν αποκλείεται να το διαθέτει και ο κ. Ψωμιάδης, χωρίς να του περνά απ’ το μυαλό να το χρησιμοποιήσει για προσάναμμα. Γι’ αυτό το βιβλίο κανείς δεν θα αντιδράσει.

Και όμως, αυτό το βιβλίο αναφέρεται σε σεξουαλικές πράξεις του ίδιου του Θεού. Περιγράφει, μάλιστα, με ρεαλιστικές λεπτομέρειες τις ερωτικές σχέσεις του Κυρίου με δύο αδελφές, και μάλιστα πόρνες! Οποίος αμφιβάλλει, ας διαβάσει μια μικρή περικοπή:

Μιλά ο ίδιος ο Θεός. «Κάποτε, άνθρωπε, υπήρχαν δυο γυναίκες, κόρες της ίδιας μάνας, οι οποίες ήταν πόρνες στην Αίγυπτο από τα νιάτα τους. Εκεί τους χάιδεψαν για πρώτη φορά τα παρθενικά τους στήθη. Η μεγαλύτερη γυναίκα, που ονομαζόταν Οολά, ήταν η Σαμάρεια- και η αδερφή της, η Οολιβά, ήταν η Ιερουσαλήμ. Τις πήρα και τις δυο για γυναίκες μου και μου γέννησαν αγόρια και κορίτσια.

Αλλά η Οολά, μολονότι ήταν γυναίκα μου, έγινε πόρνη κι αγάπησε με πάθος τους εραστές της τους Ασσυρίους, που ήταν γείτονές της. Αυτοί ήταν κυβερνήτες και άρχοντες, ντυμένοι με πορφύρα, όλοι τους νέοι μεγαλόπρεποι, επιδέξιοι καβαλάρηδες. Πορνεύτηκε μ' αυτούς που ήταν οι πιο εκλεκτοί άντρες της Ασσυρίας τους αγάπησε όλους με πάθος και μολύνθηκε με τη λατρεία των ειδώλων τους. Δε σταμάτησε να πορνεύεται όπως και στην Αίγυπτο, όταν από τα νιάτα της πλάγιαζε με άντρες που της θώπευαν τα παρθενικά της στήθη και ασελγούσαν πάνω της. Γι' αυτό την παρέδωσα στην εξουσία των εραστών της, των Ασσυρίων, που με τόσο πάθος τους είχε αγαπήσει. Αυτοί άρπαξαν τ' αγόρια της και τα κορίτσια της, κι αυτήν την ίδια την ξεγύμνωσαν και τη θανάτωσαν με ξίφος. Της επέβαλαν έτσι ποινή παραδειγματική για όλες τις γυναίκες.

Η αδερφή της, η Οολιβά, αν και τα είδε όλα αυτά, έπεσε στη διαφθορά πιο πολύ από κείνην και επιδόθηκε με παράφορο πάθος στις πορνικές της πράξεις. Αγάπησε κι αυτή με πάθος τους Ασσύριους κυβερνήτες, αρχηγούς και πολεμιστές, που ήταν όλοι τους ντυμένοι με πορφύρα, ωραίοι νέοι κι επιδέξιοι καβαλάρηδες. Έτσι βυθίστηκε στην ανηθικότητα. Κι εγώ διαπίστωσα ότι ακολούθησαν κι οι δυο αδερφές τον ίδιο δρόμο. Ετούτη εδώ όμως, η Οολιβά, προχώρησε ακόμα περισσότερο στις πορνείες της: Μια μέρα είδε κάτι παραστάσεις Βαβυλωνίων αντρών ζωγραφισμένες στον τοίχο με κόκκινο χρώμα. Φορούσαν στη μέση τους ζώνες και στο κεφάλι τους κορδέλες, όπως ντύνονταν στην πατρίδα τους. Όλοι τους έμοιαζαν με άρχοντες. Αυτή όταν τους είδε, τους αγάπησε με πάθος κι έστειλε αγγελιοφόρους στη Βαβυλώνα για να τους βρουν. Ήρθαν, λοιπόν, σ' αυτήν οι Βαβυλώνιοι, στο ερωτικό της κρεβάτι, και τη μόλυναν με την ασέλγειά τους, μέχρις ότου και η ίδια τους σιχάθηκε. Όσο συνέχιζε τις πορνείες της, τόσο πιο πολύ φανερωνόταν η γύμνια της.

Έτσι σιχάθηκα την Οολιβά, όπως είχα σιχαθεί και την αδερφή της. Ετούτη όμως εκπορνεύτηκε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, και συμπεριφέρθηκε όπως στον καιρό της νιότης της, τότε που ήταν πόρνη στην Αίγυπτο. Τότε που είχε αγαπήσει με πάθος τους εραστές της, που το γεννητικό τους μόριο ήταν σαν των όνων και ο οργασμός τους σαν των αλόγων. Τώρα ξανάρχισε την ανηθικότητα της νιότης της, όπως τότε που οι Αιγύπτιοι έπαιζαν με τα νεανικά της στήθη». Το κείμενο συνεχίζεται με παρόμοιο περιεχόμενο.

Μια θεόπνευστη βλασφημία;

Προλαβαίνουμε τους ζηλωτές Χριστιανούς, τον κ. Ψωμιάδη και τον φιλότιμο Εισαγγελέα υπηρεσίας: το κείμενο αυτό όχι μόνο δεν είναι βλάσφημο, αλλά είναι ιερό. Πρόκειται για απόσπασμα από την προφητεία του Ιεζεκιήλ (κεφ. 24) και περιέχεται στην Παλαιά Διαθήκη. Η μετάφραση είναι η εγκεκριμένη από την ελληνική Ιερά Σύνοδο (έκδοση Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας). Πρόκειται δηλαδή για την εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Και όποιος τολμήσει να το αμφισβητήσει κινδυνεύει με καταγγελία και αφορισμό.

Θα αντιτάξει κανείς ότι ο λόγος του Θεού στο κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης είναι συμβολικός. Ασφαλώς. Αλλά και του κ. Ανδρουλάκη το βιβλίο αναφέρεται σε φαντασιώσεις και παραληρήματα των ηρώων του. Και όλα τα μυθιστορήματα ή τα ποιήματα ή οι κινηματογραφικές ταινίες που κατά καιρούς συγκεντρώνουν τα πυρά των πιστών ως βλάσφημα δεν είναι παρά δημιουργήματα φαντασίας. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων είναι ότι το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης είναι εξορισμού θεόπνευστο, ενώ όλα τα άλλα είναι δημιουργήματα κοινών θνητών. 

Το αμάρτημα του (οποιουδήποτε) κ. Ανδρουλάκη δεν εντοπίζεται σε κάποια διατύπωση, αλλά σε αυτό καθαυτό το γεγονός ότι εισχώρησε στα άδυτα των ιερών κειμένων, ασχολούμενος με την ιδιωτική ζωή των πρωταγωνιστών τους. Αυτός είναι ο ορισμός του αμαρτήματος της «βλασφημίας». Η βλασφημία δεν απαγορεύει απλώς την «εξύβριση» του Θεού, αλλά οποιαδήποτε αναφορά σ’ αυτόν που δεν ταυτίζεται με τις γραφές. Ως γνωστόν, η Τρίτη Εντολή του Θεού προς τον Μωυσή προστάζει: «Δεν θα προφέρεις για κανένα λόγο το όνομα Κυρίου, του Θεού σου. Πράγματι, εγώ ο Κύριος δεν θ’ αθωώσω κανέναν που προφέρει το όνομά μου για οποιονδήποτε λόγο.» (Έξοδος, 20,7). 

Τα του Θεού και τα του Καίσαρος

Λάθος στόχο είχαν, λοιπόν, όσοι διαμαρτυρήθηκαν για την ομόφωνη απόφαση της Ιεράς Συνόδου να ρίξει στην πυρά τον Μίμη Ανδρουλάκη και το βιβλίο του. Ο κ. Χριστόδουλος και οι λοιποί Επίσκοποι δεν μπορούσαν παρά να καταδικάσουν με τη δέουσα βδελυγμία το βέβηλο κείμενο. Πιστεύουμε, μάλιστα, ότι η υπόθεση πρέπει να ολοκληρωθεί με τον δημόσιο αφορισμό και το διάβασμα της σχετικής εγκυκλίου από άμβωνος σε όλη την Ελλάδα. Αυτή είναι η δουλειά των εντεταλμένων ηγετών της εκκλησίας, αυτό είναι το καθήκον τους. Το πρόβλημα ξεκινά από τη στιγμή που κινείται η εξωεκκλησιαστική κρατική διαδικασία δίωξης. Ο «Μεσαίωνας», λοιπόν, δεν βρίσκεται στη διοίκηση της Ιεραρχίας -η οποία για να τηρήσει τους «Ιερούς Νόμους» είναι υποχρεωμένη να τοποθετείται πολύ πριν τον Μεσαίωνα- αλλά στους σύγχρονους νόμους που εξακολουθούν να διώκουν ως αυτοτελές-ιδιώνυμο αδίκημα τη «βλασφημία» και στα δικαστήρια που επιβάλλουν την απαγόρευση βιβλίων, εφαρμόζοντας ανθρώπινους και όχι «θείους» νόμους. 

Για την ακρίβεια, ούτε εδώ μπορούμε να μιλάμε για «Μεσαίωνα». Μάλλον για αναβίωση των νόμων της μεταξικής δικτατορίας πρόκειται και μάλιστα εκείνων των διατάξεων που εμπνεύστηκε το λόμπι του «αντιβλασφημικού αγώνα» από την Ιταλία του μουσολινικού φασισμού.

Στη σύγχυση αυτή συνέβαλε, χωρίς βέβαια να το επιθυμεί, ο κ. Ανδρουλάκης, με τις συνεχείς εκκλήσεις του για «διάλογο» με τον Αρχιεπίσκοπο. Άφησε έτσι να εννοηθεί ότι μπορεί κάπου «να τα βρούνε», λες και είναι δυνατόν να γίνει οποιοσδήποτε διάλογος με ένα κλειστό δόγμα. Θα έπρεπε να αυτοαναιρεθεί ο κ. Χριστόδουλος, για να δεχθεί να «συνομιλήσει» με τον βλάσφημο. Και ποιος Ιεράρχης μπορεί να δεχθεί μια σύγκριση του οποιουδήποτε «Μν» με τα Ιερά κείμενα, ακόμα και με τις σκαμπρόζικες «τσόντες» της Παλαιάς Διαθήκης; 

Η Ιερά Σύνοδος δεν μπορούσε, λοιπόν, να κάνει τίποτα άλλο. Η έννοια της βλασφημίας, βλέπετε, είναι συστατικό στοιχείο της Ιουδαϊκής και της Χριστιανικής θρησκείας. Από την άλλη πλευρά -και κινούμενοι από τον ίδιο ιερό ζήλο- οι γνωστοί μεταμοντέρνοι αρχαιολάτρες καταγγέλλουν την Παλαιά Διαθήκη ως πορνογράφημα. Γιατί δεν είναι μόνο ο Ιεζεκιήλ που αναμειγνύει το Θεό στις ερωτικές του φαντασιώσεις. Εκατοντάδες αποσπάσματα της Παλαιάς Διαθήκης μοιάζουν γραμμένα από κάποιον Τριανταφυλλόπουλο της εποχής. Φυσικά, η εντύπωση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι πρόκειται για κείμενα που αναφέρονται σε έναν άλλο πολιτισμό, μια παρωχημένη ιστορική περίοδο, όπου οι σχέσεις των ανθρώπων δεν συμβάδιζαν με τα σημερινά πρότυπα. Αλλά όπως δεν είναι «πορνογράφημα» η Παλαιά Διαθήκη, απλώς και μόνο επειδή το περιεχόμενό της μας αιφνιδιάζει με τη σκληρότητα και την αθυροστομία του, κατά τον ίδιο τρόπο δεν είναι δυνατόν το Ιερό κείμενο μιας θρησκείας (χριστιανικής, μουσουλμανικής ή βουδιστικής) να αποτελεί το μέτρο της σημερινής ποινικής ηθικής.

Ο πιστός και ο βλάσφημος 

Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει πραγματική ανεξιθρησκία αν δεν εξαλειφθεί η ποινική δίωξη της βλασφημίας. Γιατί και μόνη η ύπαρξη άλλων θρησκειών για κάθε «επικρατούσα» θρησκεία αποτελεί βλασφημία. Πώς να δεχθεί ο Χριστιανός ότι ο Ιησούς είναι ένας απλός προφήτης (δεύτερης μάλιστα τάξης) του Αλλάχ; Και πώς να χωνέψει ο Ισραηλίτης ότι ο Χριστός είναι ο Μεσσίας των προφητών; Αλλά και ο Μουσουλμάνος τι να πει για τους «απίστους» που δεν δέχονται το Κοράνι; Αντίστοιχοι αλληλοαποκλεισμοί επιβάλλονται προς (και από) όλες τις λοιπές θρησκείες και τις χιλιάδες διασπάσεις-αιρέσεις-πνευματικά μικρομάγαζα που γεννιούνται καθημερινά σ’ όλο τον πλανήτη. 

Ο νομοθέτης για να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα διώκει μόνο την «κακόβουλη βλασφημία» (blasphemia diabolica), αν και αναγνωρίζει ότι οποιαδήποτε απόσταση από την απόλυτη πίστη συνιστά βλασφημία: «Η από πεποιθήσεως άρνησις του Θεού ή η υποστήριξις της τοιαύτης απόψεως επιστημονικώς, αλλά και μετ’ ευπρεπείας γινομένη δεν συνιστά την διάπραξιν του εγκλήματος. Και αυτή αύτη η περί απιστίας δήλωσις, ευπρεπώς πάντοτε γινομένη και ουχί μετά κακότητος και κολασίμου διαθέσεως προς καθύβρισιν του Θεού, αν και ουσιαστικώς εμπεριέχει βλασφημίαν (blasphemia haereticalis) δεν είναι αξιόποινος, ως ελλείποντος του απαραιτήτου προς τούτο στοιχείου της κακοβούλου προθέσεως.» (Παναγιώτου Παναγιωτάκου «Το Ποινικόν Δίκαιον της Εκκλησίας» Εν Αθήναις 1962, σελ. 371). Ποιος όμως είναι σε θέση να διακρίνει την κακόβουλη (και διωκόμενη) από την απλή (και επιτρεπόμενη) βλασφημία; Μόνο ο αρμόδιος «εμπειρογνώμων», δηλαδή η Εκκλησία! Με τον τρόπο αυτό οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας εισέρχονται από την πίσω πόρτα στην εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων της βλασφημίας. Είναι, λοιπόν, υποκριτική η εκ των υστέρων δήλωση των εκπροσώπων της Ιεραρχίας ότι αυτοί δεν ζήτησαν τη δίωξη του «Μν». Όλη η νομική δίωξη στηρίχθηκε ακριβώς στην αρχική εκτίμηση της Ιεραρχίας. Και η πρόσφατη νέα μήνυση που υποβλήθηκε από αθηναϊκό παραεκκλησιαστικό κύκλωμα στηρίζεται κι αυτή στις ίδιες αιτιάσεις της Ιεράς Συνόδου. 

Το πρόβλημα, δηλαδή, της βλασφημίας δεν μπορεί να λυθεί αν δεν διαχωριστεί πλήρως η κριτική που (έχει δικαίωμα ή καθήκον να) ασκεί η (κάθε) Εκκλησιαστική Ιεραρχία σε κείμενα και συγγραφείς, από τη δικαστική δίωξη και το κάψιμο των βιβλίων ή και των ίδιων των συγγραφέων. Ας μην σκανδαλιστούν οι πιστοί κι ας μην αναρωτηθούν πώς είναι δυνατόν να καταργηθεί η ποινική δίωξη ενός «αμαρτήματος» που περιγράφεται και στις δέκα εντολές. Είναι σχετικά πρόσφατο το παράδειγμα ενός άλλου αμαρτήματος (της μοιχείας) που έπαψε να διώκεται ποινικά, παρά το γεγονός ότι ανήκει κι αυτό στον ίδιο Δεκάλογο. Τρεις χιλιάδες χρόνια είναι αρκετά. 

Σε όλη την Ευρώπη έχει ξεκινήσει ένα κίνημα για την απάλειψη των νόμων που διώκουν τη βλασφημία και τα αποτελέσματα είναι αρκετά ενθαρρυντικά. Η γερμανική Ένωση κατά της βλασφημίας απέτρεψε το 1986 την καταδίκη ενός νέου, ο οποίος διανοήθηκε να αναφερθεί στη στενή σχέση της Καθολικής Εκκλησίας με το ναζιστικό καθεστώς και τη χαρακτήρισε «εγκληματική οργάνωση». Μετά μακρόχρονο δικαστικό αγώνα ο κατηγορούμενος δικαιώθηκε. Σημαντική δράση έχει στο Βέλγιο η LABEL (Ένωση για την Κατάργηση των Νόμων που Απαγορεύουν τη Βλασφημία) και στην Αγγλία η Επιτροπή για τους Νόμους της Βλασφημίας, η οποία συγκέντρωσε 200 υπογραφές σημαντικών προσωπικοτήτων τον Απρίλιο του 1989 κάτω από τη διακήρυξη Statement Against Blasphemy Law. Ο Τόνι Μπεν έφερε στη Βουλή μια σχετική πρόταση νόμου, αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε χωρίς να γίνει συζήτηση.

Υπάρχει, όμως, και μια αντίστροφη πορεία. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου, το οποίο το 1976 (με αφορμή μια αγγλική υπόθεση) είχε αποφανθεί ότι η ελευθερία της έκφρασης ισχύει ακόμα και για ιδέες που «πληγώνουν, σοκάρουν και ανησυχούν», είκοσι χρόνια αργότερα (το 1994, με αφορμή μια αυστριακή υπόθεση) έκρινε ότι είναι νόμιμο να παρεμποδίζονται οι προσβολές εναντίον κάποιων αντικειμένων λατρείας. Το δυστύχημα είναι ότι ο θεσμοθετημένος θρησκευτικός φανατισμός βρίσκει καταφύγιο στα ίδια άρθρα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που θεσπίζουν και την ελευθερία της έκφρασης. Στην παγίδα αυτή πέφτουν και ορισμένοι υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίοι, στην προσπάθειά τους να υποστηρίξουν ορισμένες μειοψηφικές ή και διωκόμενες λατρείες, είναι έτοιμοι να αποδεχθούν την ποινική δίωξη της βλασφημίας. Η υπόθεση Ρουσντί μας προσγείωσε, όμως, όλους απότομα: άλλο πράγμα η υπεράσπιση της θρησκευτικής ελευθερίας των ατόμων και των ομάδων και άλλο η περιστολή της ελευθερίας της έκφρασης, στο όνομα οποιουδήποτε δόγματος ή Ιερατείου. 

(Ελευθεροτυπία, 2/4/2000)

 

www.iospress.gr                                   ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ