ΗΠΑ-ΡΩΣΙΑ


Προς ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο;

 

1.   2.   3.



Τα καλά του Ψυχρού Πολέμου ανακαλύπτουν και πάλι οι πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες "Δύσης" και "Ανατολής". Ύστερα από τη μικρή ανάπαυλα και την αμηχανία των αρχών της περασμένης δεκαετίας, τα στρατιωτικά δόγματα επιστρέφουν στη δοκιμασμένη συνταγή: η δύναμή μου είναι ο εχθρός μου.



Ένας χρόνος έχει περάσει από την ημέρα εκείνη -9 Απριλίου 1999- που ο Μπαρίς Γέλτσιν ανακοίνωνε ότι έδωσε εντολή οι ρωσικές πυρηνικές κεφαλές να στοχεύσουν ξανά τα μητροπολιτικά κέντρα της Δύσης. Βρισκόμασταν στο αποκορύφωμα των νατοϊκών βομβαρδισμών κατά της Γιουγκοσλαβίας και η κίνηση αυτή του προέδρου της πάλαι ποτέ υπερδύναμης, απρόβλεπτη όπως και τόσες άλλες, ήταν σε μεγάλο βαθμό εναρμονισμένη με το λαϊκό αίσθημα που κυριαρχούσε εκείνες τις μέρες στη χώρα του. Ανεξάρτητα από το βαθμό υλοποίησης της συγκεκριμένης απειλής (που οι στενοί συνεργάτες του Γέλτσιν έσπευσαν τότε να διασκεδάσουν, κάνοντας λόγο για "πρόωρες ανησυχίες" της Δύσης), οι καταστροφικές επιπτώσεις του πρώτου "ανθρωπιστικού" πολέμου της Ιστορίας στις διεθνείς σχέσεις μπορούν πια να θεωρηθούν δεδομένες. Το μαρτυρούν, μεταξύ άλλων, τα καινούρια στρατηγικά δόγματα Ανατολής και Δύσης, η διακριτική αλλά σαφής επιστροφή του κυνηγιού των εξοπλισμών, ακόμη και η σταδιακή ιδεολογική προετοιμασία εκατέρωθεν των νέων διαχωριστικών γραμμών για την επερχόμενη αναμέτρηση. Και, φυσικά, οι ζώνες εκείνες όπου ο εκκολαπτόμενος Ψυχρός Πόλεμος έχει ήδη μετατραπεί (όπως συνέβη με την Ελλάδα του 1944-49) σε θερμό. 
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.

Εθνικοφροσύνη αλά αμερικανικά

Μοναδική υπερδύναμη ύστερα από την κατάρρευση του πάλαι ποτέ σοβιετικού μπλοκ και την αποσύνθεση της ίδιας της ΕΣΣΔ, οι ΗΠΑ ήταν αυτές που έδωσαν και το εναρκτήριο λάκτισμα για την επάνοδο στις μέρες μιας έρπουσας διεθνούς έντασης. Η θεαματικότερη κίνησή τους προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε φυσικά η επιλογή του πολέμου κατά της Γιουγκοσλαβίας και η συνακόλουθη υπονόμευση των όποιων προοπτικών υπήρχαν την άνοιξη του 1999 για μια πολιτική λύση στην κρίση του Κοσσυφοπεδίου. Δεν ήταν ωστόσο ούτε η πρώτη ούτε η μόνη. Πολύ πριν τα Στελθ αναλάβουν να αποκαταστήσουν την "ανθρωπιστική νομιμότητα" στα κεντρικά Βαλκάνια, μια σειρά άλλα βήματα της Ουάσιγκτον είχαν ήδη στείλει το μήνυμα ότι η Ύφεση των πρώτων μεταψυχροπολεμικών χρόνων ανήκε πια στο παρελθόν. 

Όπως γίνεται συνήθως σ' αυτές τις περιπτώσεις, εκείνο που προηγήθηκε ήταν η ιδεολογικοπολιτική ζύμωση. Κεντρικό μέλημα των πολιτικοστρατιωτικών επιτελείων των ΗΠΑ μετά το 1989 υπήρξε, ως γνωστόν, ο προσδιορισμός του "εχθρού" που θα αντικαθιστούσε τον άρτι θανόντα "σοβιετικό κίνδυνο", έτσι ώστε να δικαιολογηθεί η συντήρηση μιας υπέρογκης πολεμικής μηχανής και να διασφαλιστεί η συνέχεια των εισοδημάτων του κυρίαρχου στρατιωτικοβιομηχανικού πλέγματος. Το πρώτο σχετικό αμυντικό δόγμα, καταρτισμένο από ένα επιτελείο εμπειρογνωμόνων που συστάθηκε την επαύριο της πτώσης του Τείχους, πρότεινε ως αντιπάλους κάποιες απροσδιόριστες "περιφερειακές δυνάμεις" του Τρίτου Κόσμου, οι οποίες θα επιχειρούσαν να αξιοποιήσουν το τέλος της αμερικανοσοβιετικής αναμέτρησης για να αμφισβητήσουν τη "διεθνή νομιμότητα". Η εξαγγελία του έγινε ακριβώς την ημέρα της ιρακινής εισβολής στο Κουβέιτ (2/8/90) και ο Πόλεμος του Κόλπου, τους επόμενους μήνες, του προσέδωσε τη δέουσα σημασία στα μάτια της κοινής γνώμης. Στα χρόνια του Κλίντον, η ίδια θεωρία περί "κρατών-κακοποιών" θα παράσχει την (όποια) εσωτερική και εξωτερική νομιμοποίηση σε κάθε λογής εξορμήσεις της αμερικανικής πολεμικής μηχανής -από τις επανειλημμένες επιδρομές κατά του Ιράκ ως τη σταδιακή εμπλοκή στα Βαλκάνια. 

Σταδιακά, ωστόσο, αυτή η "μετριοπαθής" στρατηγική θα αρχίσει να αμφισβητείται από μια πλειάδα "εθνικώς ανησυχούντων" κύκλων, οι οποίοι με τη σειρά τους προκρίνουν μια πιο "επιθετική" πολιτική, με κύριο στόχο τη "διείσδυση" στις παραδοσιακές "σφαίρες επιρροής" των πάλαι ποτέ αντίπαλων υπερδυνάμεων (Ρωσίας και Κίνας) και -το κυριότερο- την ανάπτυξη νέων εξοπλιστικών προγραμμάτων. Το 1997 θα είναι έτσι η χρονιά της συντονισμένης κινδυνολογίας: εκτός από το γνωστό βιβλίο του τέως Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Μπρζεζίνσκι ("Η μεγάλη σκακιέρα") και το παρεμφερές "Η επερχόμενη σύρραξη με την Κίνα" των Ρος Μούνρο και Ρίτσαρντ Μπερνστάιν, τη χρονιά αυτή κυκλοφορεί επίσης η έκθεση του Ινστιτούτου Μελετών Εθνικής Ασφαλείας, στην οποία κρούεται ο κώδωνας του κινδύνου για τη μεσοπρόθεσμη ανάδυση "σημαντικών περιφερειακών ανταγωνιστών" της αμερικανικής ηγεμονίας, οι οποίοι δε θα είναι βέβαια σε θέση να απειλήσουν άμεσα τις ίδιες τις ΗΠΑ, αλλά "θα είναι αρκετά ισχυροί ώστε να επιχειρήσουν να εξισορροπήσουν την ισχύ των ΗΠΑ σε ένα θέατρο επιχειρήσεων κοντά στην επικράτειά τους". (Το γεγονός ότι αυτό το Ινστιτούτο συνδέεται στενά με την αμερικανική πολεμική αεροπορία, τον προνομιακό δηλαδή αποδέκτη των εξοπλιστικών προγραμμάτων υψηλής τεχνολογίας, μόνο συμπτωματικό δεν μπορεί να θεωρηθεί). Μια άλλη εκδοχή κινδυνολογίας, αφορά το ενδεχόμενο ενίσχυσης της ρωσικής επιρροής στην Κ.Ασία και απώλειας της ευκαιρίας για έλεγχο των στρατηγικών πετρελαϊκών αποθεμάτων της περιοχής από την Ουάσιγκτον. "Τη στιγμή ακριβώς που η Δύση γιορτάζει τη φαινομενική επέκταση του ΝΑΤΟ στην Κεντρική Ευρώπη, η Ρωσία ασχολείται με το να πετύχει τη στρατηγική της νίκη: τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών της Κασπίας. Αν η Μόσχα το καταφέρει, αυτή η νίκη της θα μπορούσε να σημάνει πολύ περισσότερα απ' ό,τι η δυτική επιτυχία αναφορικά με την επέκταση του ΝΑΤΟ", καταγγέλλει χαρακτηριστικά τον Μάιο του 1997 ο Κάσπαρ Γουαϊνμπέργκερ, Υπουργός Άμυνας των κυβερνήσεων Ρέιγκαν τη δεκαετία του '80 και άτυπος εκπρόσωπος του λόμπι των πολυεθνικών εταιρειών πετρελαίου στη συνέχεια. 

Λεκέδες, δόγμα και αμυντικά κονδύλια

Η αποφασιστική στροφή της κυβέρνησης Κλίντον προς μια πιο "δυναμική" πολιτική ήρθε το φθινόπωρο του 1998, ενώ τα φώτα της δημοσιότητας ήταν ήταν στραμμένα στους οργανικούς λεκέδες του σκανδάλου Λεβίνσκι. Με πρωτοβουλία του αμερικανικού ΓΕΕΘΑ, μια συνάντηση κεκλεισμένων των θυρών ανάμεσα στον πρόεδρο και τη στρατιωτική ηγεσία κατέληξε το Σεπτέμβριο στην υποβολή ενός εκτεταμένου εξοπλιστικού προγράμματος. Λίγες μέρες μετά, ο πλανητάρχης έσπευσε να καταθέσει στο Κογκρέσο πρόταση για "έκτακτη" αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 1,1 δις $ (τα οποία αυξήθηκαν στη συνέχεια σε 13 δις) και στις 2 Ιανουαρίου 1999 εξήγγειλε ένα μεγαλόπνοο εξοπλιστικό πρόγραμμα, ανεβάζοντας τον προϋπολογισμό του Πενταγώνου από 275 δις (το 1999) σε 331 (το 2005). Πρόκειται για τη μεγαλύτερη σχετική αύξηση από τις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν εγκαινίασε τη δεύτερη φάση του αμερικανοσοβιετικού Ψυχρού Πολέμου. 

Πολύ σημαντικότερο από την αριθμητική αύξηση των στρατιωτικών δαπανών υπήρξε ωστόσο το ποιοτικό άλμα του όλου σχεδιασμού. Πρόκειται για την εξαγγελία ενός "αντιβαλλιστικού" πυραυλικού προγράμματος, με στόχο την καταστροφή των πυρηνικών πυραύλων που θα μπορούσαν να πλήξουν τις ΗΠΑ και τη διασφάλιση, ως εκ τούτου, μιας πυρηνικής μονοκρατορίας πάνω σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ουσιαστικά πρόκειται για μια -κάπως πιο ρεαλιστική- επαναφορά στο προσκήνιο του περίφημου σχεδίου του Ρέιγκαν για τον "πόλεμο των άστρων" (1983), με διακηρυγμένο αυτή τη φορά στόχο την αποτροπή πυραύλων οι οποίοι θα προέρχονται από κάποιο "κράτος-κακοποιό". Το γεγονός ότι η ανάπτυξη τέτοιων συστημάτων (με την εξαίρεση ενός περιορισμένου αριθμού 100 τέτοιων όπλων, εγκαταστημένων σε καθορισμένη περιοχή) απαγορεύεται ρητά από τη σχετική αμερικανορωσική Συνθήκη (ΑΒΜ) του 1972, καθώς και το ότι η Μόσχα έχει επανειλημμένα διακηρύξει πως θεωρεί τη συνθήκη αυτή ακρογωνιαίο λίθο της Ύφεσης, ελάχιστα φαίνεται πως απασχόλησαν τους αρμόδιους. Μολονότι, άλλωστε, σαν επίσημος στόχος αυτής της αναθεώρησης δηλώνεται η Βόρεια Κορέα (η οποία, αν και βρίσκεται στα όρια της λιμοκτονίας, αναπτύσσει σύμφωνα με τα ίδια κινδυνολογικά σενάρια ένα πρόγραμμα διηπειρωτικών πυραύλων, ικανό να πλήξει τις ίδιες τις ΗΠΑ!), η μέχρι τώρα πρακτική αφήνει να διαφανούν πολύ ευρύτερες στοχεύσεις. Όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα, στην πόλη Βάρντο της βόρειας Νορβηγίας, σε απόσταση 60 χιλιομέτρων από τα ρωσικά σύνορα και απέναντι ακριβώς από το κοσμοδρόμιο του Πλεσέτσκ και τις βάσεις του στόλου της Αρκτικής, έχει ήδη εγκατασταθεί ένα υπερσύγχρονο αμερικανικό ραντάρ, το οποίο μέχρι τα τέλη του 1998 αποτελούσε τμήμα των αντιβαλλιστικών πειραματικών προγραμμάτων της Καλιφόρνια. Ένα δεύτερο, πανομοιότυπο μηχάνημα προβλέπεται να εγκατασταθεί στο άμεσο μέλλον στο νησί Σέμια των Αλεουτίων νήσων, στο βόρειο Ειρηνικό. 

Η επίσημη πολιτικοϊδεολογική επένδυση της νέας εξοπλιστικής πολιτικής δεν άργησε να φανεί -με την αξιοποίηση της έντασης που, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε η εσκεμμένη και περιφρονητική παραγνώριση της Ρωσίας και της Κίνας και η ουσιαστική αχρήστευση του ΟΗΕ από την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της. Αν το νέο στρατηγικό δόγμα του ΝΑΤΟ, διακηρυγμένο στη μέση του πολέμου κατά της Γιουγκοσλαβίας, περιορίζεται απλώς να διευρύνει όσο δεν παίρνει άλλο την έννοια της "συλλογικής ασφάλειας" και να θεσμοθετήσει το "ενδιαφέρον" της Συμμαχίας για περιοχές πολύ πέρα από την εδαφική επικράτειά της, το καινούριο δόγμα εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ πηγαίνει ακόμα παραπέρα. Στις "Γενικές Κατευθύνσεις" του, που δόθηκαν στη δημοσιότητα στις 15.9.99, κατονομάζονται για πρώτη φορά ρητά ως πιθανότερος αντίπαλος για τα επόμενα 25 χρόνια οι "αναδυόμενες δυνάμεις" (Ρωσία, Κίνα και -ενδεχομένως- Ινδία), που "είτε κατά μόνας είτε συνασπισμένες, θα περιστέλλουν όλο και περισσότερο τις επιλογές των ΗΠΑ σε περιφερειακό επίπεδο και θα περιορίσουν τη στρατηγική επιρροή τους". Ως δεύτερη απειλή, στενά συνδεδεμένη μ' αυτές τις "αναδυόμενες δυνάμεις", επισείεται κι εδώ "η εξάρτηση των ΗΠΑ από ξένες ενεργειακές πηγές [η οποία] θα αυξηθεί κατά τις επόμενες δυο δεκαετίες". Το πιο εντυπωσιακό σημείο του ντοκουμέντου είναι, ωστόσο, αυτό στο οποίο οι ΗΠΑ ορίζονται εγγυητές της παγκόσμιας τάξης, η οποία αναμένεται να διασαλευθεί αποφασιστικά λόγω των κοινωνικών αναδιαρθρώσεων που θα επιφέρει η παγκοσμιοποίηση: "Η συνολική οικονομική μεγέθυνση θα συνεχιστεί, αν και άνισα. Την ίδια στιγμή, η οικονομική ενοποίηση και ο κατακερματισμός θα συνυπάρξουν. (...) Παγκόσμιες δυνάμεις, ιδίως οικονομικές, θα συνεχίσουν να κατεδαφίζουν την έννοια της εθνικής κυριαρχίας. (...) Τα κράτη θα διαφέρουν όσον αφορά την ικανότητά τους να αδράξουν τις τεχνολογικές και οικονομικές ευκαιρίες, να εγκαθιδρύσουν την κοινωνική και πολιτική υποδομή που είναι αναγκαία για την οικονομική ανάπτυξη, να οικοδομήσουν πολιτικούς θεσμούς που να ανταποκρίνονται στις ελπίδες των πολιτών τους και να βρουν την αναγκαία ηγεσία για να τα οδηγήσει μέσα από μια εποχή αβεβαιότητας και κινδύνου. Κάποια σημαντικά κράτη μπορεί να μη σταθούν ικανά να διαχειριστούν αυτές τις προκλήσεις και μπορεί να κατακερματιστούν ή να αποτύχουν. Το αποτέλεσμα θα είναι μια αύξηση στην άνοδο καταπιεσμένων εθνικισμών, εθνοτικής ή θρησκευτικής βίας, ανθρωπιστικών καταστροφών, καταλυσμιαίων περιφερειακών κρίσεων και η διασπορά επικίνδυνων όπλων". Παρόλη τη γενικολογία του, το παραπάνω απόσπασμα "φωτογραφίζει" ακριβώς την παραπέρα αποσύνθεση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, εξέλιξη που αποτελεί όχι μόνο σπονδυλική στήλη καταστροφολογικών σεναρίων αλλά και το βασικό παράγοντα για την εκκόλαψη της ρωσικής αντεπίθεσης. 

Η αρκούδα που βρυχάται

Όπως στην περίπτωση των ΗΠΑ, έτσι κι εδώ η δρομολόγηση μιας πιο "δυναμικής" πολιτικής υπήρξε μια διαδικασία σταδιακή, άμεσα επηρεασμένη από εσωτερικούς παράγοντες κι από τις κινήσεις της απέναντι πλευράς. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η απονομιμοποίηση των δυτικών οικονομικών "συνταγών" ύστερα από το καταστροφικό κραχ του καλοκαιριού του 1998, ενώ καταλυτική απ' όλες τις απόψεις υπήρξε η στάση της Ουάσιγκτον απέναντι στον ΟΗΕ -με την ολοκληρωτική παράκαμψη του Συμβουλίου Ασφαλείας κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του Ιράκ (Δεκ. 1998) και της Σερβίας (άνοιξη 1999). Η προσπάθεια των ΗΠΑ να αναγορεύσουν τον εαυτό τους σε μοναδικό κριτή της διεθνούς νομιμότητας ενέτεινε στο έπακρο το μόνιμο ρωσικό σύνδρομο "περικύκλωσης", το οποίο ήδη είχε τροφοδοτηθεί από τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, την ανάπτυξη δεσμών στενής στρατιωτικής συνεργασίας ανάμεσα στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις και την πλειοψηφία των πάλαι ποτέ ομόσπονδων Δημοκρατιών της ΕΣΣΔ, καθώς και από τα διακηρυγμένα σχέδια των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για απομόνωση της Ρωσίας μέσα από την κατασκευή ενός δικτύου αγωγών και οδικών αρτηριών που θα συνδέουν τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας με την παγκόσμια αγορά.

Η αντίδραση της Μόσχας σ' αυτή την εξέλιξη έχει πάρει τους τελευταίους μήνες ποικίλες μορφές. Κατεξοχήν θεαματική κίνηση υπήρξε ο αγώνας δρόμου με τα νατοϊκά στρατεύματα για την (συμβολικά φορτισμένη) κατάληψη της Πρίστινα, την επαύριο της σερβικής συνθηκολόγησης. Η σημαντικότερη όμως αλλαγή σημειώθηκε -κι εδώ- στο επίπεδο της στρατηγικής, με την υιοθέτηση ενός νέου αμυντικού δόγματος που ανατρέπει εκ βάθρων τα δεδομένα της περασμένης δεκαετίας. Μολονότι η δημοσιοποίησή του συνέπεσε με την άνοδο του Βλαντιμίρ Πούτιν στο ύπατο αξίωμα της χώρας, η επεξεργασία του άρχισε λίγο μετά τη νατοϊκή επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας και το προσχέδιο είχε δοθεί στη δημοσιότητα ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο -και, επομένως, το περιεχόμενό του αντανακλά δομικούς μετασχηματισμούς της κυρίαρχης ιδεολογίας, πέρα από τις όποιες αλλαγές στην κορυφή της κρατικής ιεραρχίας.

Οι διαφορές ανάμεσα στο καινούριο δόγμα και το αμέσως προηγούμενο, που είχε υπογραφεί από τον πρόεδρο Γέλτσιν το Δεκέμβριο του 1997, είναι κάτι παραπάνω από οφθαλμοφανείς. Το κείμενο του 1997 τόνιζε την ανάγκη "συνεργασίας" με τη Δύση και κατέγραφε ως βασικό "εθνικό κίνδυνο" την καθυστέρηση προσαρμογής της ρωσικής οικονομίας και κοινωνίας της αγοράς. Το νέο δόγμα, απεναντίας, καταγράφει ως πρώτιστο πρόβλημα τις εξωγενείς απειλές, διαπιστώνοντας μάλιστα ότι "το επίπεδο και η εμβέλειά τους αυξάνονται". Συγκεκριμένα, καταγράφονται οι παρακάτω βασικοί παράγοντες ανησυχίας:

* "η επιθυμία ορισμένων χωρών και διεθνών ενώσεων να μειώσουν το ρόλο των υφιστάμενων μηχανισμών κατοχύρωσης της διεθνούς ασφάλειας, και πάνω απ' όλα του ΟΗΕ και του ΟΑΣΕ" 

* "ο κίνδυνος εξασθένησης της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής επιρροής της Ρωσίας στον κόσμο" 

* "η ενίσχυση των πολιτικοστρατιωτικών μπλοκ και συμμαχιών, και πάνω απ' όλα η επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς" 

* "η πιθανή εμφάνιση ξένων στρατιωτικών βάσεων και αξιόλογης στρατιωτικής παρουσίας σε άμεση εγγύτητα προς τα ρωσικά σύνορα"

* "η αποδυνάμωση της διαδικασίας ολοκλήρωσης στην Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών"

* "το ξέσπασμα και η κλιμάκωση συγκρούσεων κοντά στα εξωτερικά σύνορα της Ρωσικής Ομοσπονδίας ή των κρατών-μελών της ΚΑΚ"

* "οι εδαφικές διεκδικήσεις εις βάρος της Ρωσίας"

* "η αυξανόμενη δραστηριότητα ξένων μυστικών υπηρεσιών στην επικράτεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας"

* "η οικονομική, δημογραφική και πολιτισμική-θρησκευτική επέκταση γειτονικών κρατών στη ρωσική επικράτεια". 

Το σημαντικότερο ωστόσο στοιχείο του νέου ρωσικού αμυντικού δόγματος αφορά τη διεύρυνση των περιπτώσεων κατά τις οποίες προβλέπεται η δυνατότητα χρήσης πυρηνικών όπλων. Η δημόσια αυτοδέσμευση των ηγεσιών της ΕΣΣΔ, ότι δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσουν πρώτες πυρηνικά όπλα, ανήκει ήδη από το 1993 στο παρελθόν. Το δόγμα του 1997 προέβλεπε ότι "η Ρωσία διατηρεί το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει όλες τις δυνάμεις και τα μέσα που έχει στη διάθεσή της, των πυρηνικών όπλων συμπεριλαμβανόμενων, σε περίπτωση που μια ένοπλη επίθεση δημιουργεί κίνδυνο για την ίδια την επιβίωση της Ρωσικής Ομοσπονδίας ως ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους". Σύμφωνα με το φετινό ντοκουμέντο, για την εξαπόλυση πυρηνικού πλήγματος αρκεί πλέον η ένοπλη επίθεση "να πρέπει να αποκρουστεί" και "όλα τα άλλα μέσα για την επίλυση της κρίσης να έχουν εξαντληθεί ή αποδειχθεί αναποτελεσματικά", χωρίς να προκύπτει μείζων κίνδυνος για την ίδια τη χώρα...

Αν όλα αυτά ανήκουν στη σφαίρα της στρατηγικής φαντασίας, και ως εκ τούτου είναι (προς το παρόν, τουλάχιστον) σχετικά ανώδυνα, δεν συμβαίνει το ίδιο με την απόφαση της ρωσικής ηγεσίας να δώσει ένα υλικό δείγμα γραφής για την αλλαγή των προθέσεών της, κυριολεκτικά επί πτωμάτων. Μιλάμε φυσικά για την εξαπόλυση των πολεμικών επιχειρήσεων κατά της Τσετσενίας, οι οποίες ξεκίνησαν με πρόσχημα την αποτυχημένη απόπειρα ισλαμικής εξέγερσης στο γειτονικό Νταγκεστάν και κλιμακώθηκαν μετά τα (ενορχηστρωμένα, απ' ό,τι φαίνεται, από τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες) τυφλά βομβιστικά χτυπήματα του περασμένου Σεπτεμβρίου σε εργατικές συνοικίες της Μόσχας και άλλων πόλεων. Όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, η όλη εκστρατεία για την "αποκατάσταση της νομιμότητας" στην υπό απόσχιση Δημοκρατία είχε σχεδιαστεί ήδη από την περασμένη άνοιξη, προκειμένου να προληφθεί η -προβλεπόμενη για το 2001- ανεξαρτητοποίησή της και να δοθεί ένα αποφασιστικό μάθημα σε κάθε επίδοξο μιμητή του εγχειρήματος. Η χρονική σύμπτωση αυτής της απόφασης με τη νατοϊκή επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας δεν είναι το μόνο κοινό σημείο ανάμεσα στους δυο πολέμους: "Ακριβώς η ίδια πολεμική τακτική με τη δικιά μας", εξηγεί ο Βλαντιμίρ Πούτιν σε άρθρο του στους N.Y.Times (14/11), "χρησιμοποιήθηκε κατά την επιχείρηση Καταιγίδα της Ερήμου, στο βομβαρδισμό της πρώην Γιουγκοσλαβίας και στις διάφορες απόπειρες των ΗΠΑ να απαντήσουν στον πλέον καταζητούμενο τρομοκράτη του κόσμου, τον Οσάμα μπιν Λάντεν"...

(Ελευθεροτυπία, 16/4/2000)

 

www.iospress.gr                                   ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ