ΦΟΥΣΚΕΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ
Αχ, αυτή η ανώριμη Wall Street
Η αναδυόμενη Σοφοκλέους αποδείχτηκε ελαφρώς δύσμορφη. Σφάλλουν, όμως, όσοι τρέφουν ζηλόφθονα αισθήματα προς τα αναπτυγμένα και ώριμα χρηματιστήρια της Εσπερίας. Η ωριμότητα δεν προφυλάσσει κανέναν από εφήμερες αλλά και δραματικές περιπέτειες.
Η Παρασκευή 14 Απριλίου, αυτή η μαύρη μέρα για τα χρηματιστήρια όλου του κόσμου είχε μια αναπάντεχη συνέπεια για τους επαγγελματίες και ερασιτέχνες αναλυτές της «δικής μας» φτωχικής Σοφοκλέους. Σ' αυτό που όλοι συμφωνούσαν μέχρι εκείνη τη μέρα ήταν ότι τα δεινά των «εγκλωβισμένων» του ελληνικού χρηματιστηρίου οφείλονται στην «ανωριμότητα», η οποία θα εξαφανιστεί μόλις η Σοφοκλέους περάσει από το (παιδικό) στάδιο της «αναδυόμενης» αγοράς και ενταχθεί πλήρως στο κλαμπ των αναπτυγμένων. Η επιχειρηματολογία περί ανωριμότητας τους τελευταίους μήνες ήταν τόσο ισχυρή, ώστε κάθε μεσημέρι, όταν το κλείσιμο του χρηματιστηρίου της Αθήνας αποδεικνυόταν αρνητικό, οι αναλυτές έσπευδαν να «μαλώσουν» τους ανώριμους επενδυτές που δεν κράτησαν την ψυχραιμία τους. Την επομένη, το σκηνικό πάλι το ίδιο. Οι αναλυτές δεν έκρυβαν τον εκνευρισμό, και την ειρωνική τους διάθεση απέναντι στους πανικόβλητους επενδυτές που δεν άντεχαν να περιμένουν άλλη μια μέρα, να «διορθωθούν τα πράγματα». Φυσικά την επομένη διαψεύδονταν. Ο δείκτης συνέχιζε την κατρακύλα.
Ήρθε, λοιπόν, αυτή η «μαύρη» Παρασκευή 14 Απριλίου και ξαναθυμηθήκαμε ότι ακόμα και ο δείκτης Dow Jones -που παρακολουθεί την «πιο ώριμη» οικονομία του κόσμου- μπορεί να πέφτει κατακόρυφα. Μέσα στη μέρα αυτή χάθηκαν περισσότερα από ένα τρις δολάρια στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Την ίδια βδομάδα η συνολική απώλεια πλησίασε τα 2,1 τρις δολάρια.
Ο πανικός της ωριμότητας
Φυσικά ούτε αυτή η πτώση είχε τίποτα το αναπάντεχο. Τον περασμένο Οκτώβριο, μέσα σε πέντε μέρες ο δείκτης Dow Jones είχε πέσει 630 μονάδες, κάτι που σε απόλυτα νούμερα αποτελεί τη χειρότερη βδομάδα από την ίδρυση της Wall Street. Σε ποσοστά, η πτώση ήταν 5,9%, δηλαδή η μεγαλύτερη μετά το 7,8 που σημειώθηκε τη δεύτερη βδομάδα του Οκτωβρίου του
1989.
Η «ωριμότητα» λοιπόν δεν σώζει ένα χρηματιστήριο από τις δραματικές πτώσεις, ακόμα και χωρίς κραχ. Και όμως, η συντριπτική πλειοψηφία των «ώριμων» Αμερικάνων επενδυτών απαντούσε σε μια δημοσκόπηση του οργανισμού Harris το καλοκαίρι του 1997 ότι δεν θα υπάρξει καμιά πτώση στις τιμές των μετοχών τους κατά τη δεκαετία 1997-2006. Μόνο το 14% διατηρούσε τις επιφυλάξεις του. Το υπόλοιπο 86% ήταν πεπεισμένο ότι η άνοδος του Dow Jones θα είναι συνεχής.
Όπως και οι δικοί μας «εγκλωβισμένοι», έτσι κι οι Αμερικάνοι επενδυτές είχαν θαμπωθεί από την εντυπωσιακή άνοδο της τελευταίας δεκαπενταετίας (1982-1997). Το κραχ του 1987 θεωρήθηκε μικρή παρένθεση, μια εξαίρεση στον κανόνα της συνεχούς ανόδου.
Είναι πολύ διδακτικός ο τρόπος που αντιμετώπισαν οι "ειδικοί αναλυτές" τη νομισματική και χρηματιστηριακή κατρακύλα των "τίγρεων" της Ασίας το φθινόπωρο του 1997. Η κρίση ξεκίνησε από το μπατ, το νόμισμα της Ταϊλάνδης. Μόλις άρχισαν οι σχετικοί ψίθυροι, οι υπεύθυνοι της Παγκόσμιας Τράπεζας έσπευσαν να καθησυχάσουν τον κόσμο: μη φοβάστε, έχετε μεγάλη ανάπτυξη, δυναμικό χρηματιστήριο, ισχυρές τράπεζες. Μόνο που οι κερδοσκόποι είχαν διαφορετική γνώμη. Οι πιέσεις που ασκήθηκαν στο μπατ ήταν τόσο ισχυρές ώστε η κεντρική τράπεζα της χώρας υποχρεώθηκε να δαπανήσει πολλά δις δολάρια για να συγκρατήσει το κραχ. Μάταια. Το μπατ υποτιμήθηκε 40% έναντι του δολαρίου, αλλά οι εξαγωγές της χώρας παρέμεναν ακριβές σε σχέση με προϊόντα από την Κίνα και την Ινδονησία.
Οι "ειδικοί" αποφάνθηκαν ότι το πρόβλημα θα περιοριστεί στην Ταϊλάνδη.
Όμως άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες για τη Μαλαισία. Οι "ειδικοί" τις διέψευσαν κατηγορηματικά, επισημαίνοντας ότι η μαλαισιανή οικονομία δεν είναι τόσο αδύνατη όσο η ταϊλανδική. Μάταια. Το μαλαισιανό ρίνγκιτ πήρε κι αυτό την κατρακύλα. Ο πρωθυπουργός της χώρας για να δικαιολογήσει την καταστροφή έριξε την ευθύνη στους ...Εβραίους, οι οποίοι ζήλευαν την επιτυχία των Μαλαίσιων Μουσουλμάνων.
Στη συνέχεια ήρθε η σειρά της Ινδονησίας. Και πάλι οι "ειδικοί" ήταν καθησυχαστικοί. "Δεν συγκρίνεται η Ινδονησία με τη Μαλαισία και την Ταϊλάνδη", μας έλεγαν. "Μπορεί το καθεστώς να είναι ελαφρώς διεφθαρμένο, αλλά η μακροοικονομική του πολιτική είναι ορθή. Η ινδονησιακή οικονομία είναι ώριμη." Και όμως, μέσα σε λίγους μήνες, η ινδονησιακή ρουπία υποτιμήθηκε κατά 85%. Αυτή τη φορά η ευθύνη δεν ρίχτηκε στους Εβραίους, αλλά στους Κινέζους. Μόνο τότε θυμήθηκαν οι ειδικοί της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Γραφείου ότι οι τίγρεις της Νοτιοανατολικής Ασίας ήταν "χάρτινοι". Οι ίδιοι ειδικοί που θαύμαζαν επί χρόνια την "ωριμότητα" των αγορών αυτών, διαπίστωναν ξαφνικά ότι οι κυβερνήσεις τους ήταν κακές, ότι η τεχνολογική βάση ήταν ανύπαρκτη και ότι η χρηματιστηριακή αγορά τους ήταν υποτυπώδης.
Και πάλι, όμως, διαβεβαίωναν ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος να "μεταδοθεί" η κρίση στις στέρεες, ώριμες αγορές, όπως για παράδειγμα η Νότια Κορέα. Πολύ γρήγορα διαψεύστηκαν. Το κορεάτικο γουόν κατέρρευσε μέσα στο 1997. Ακολούθησε το δολάριο της Σιγκαπούρης και το καύχημα του νεοφιλελευθερισμού, το χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ. Η κρίση ολοκληρώθηκε με την κατάρρευση του ιαπωνικού γεν.
Η γιορτή του κέρδους
Ενδιαφέρον έχει και η συγκριτική παρακολούθηση της χρηματιστηριακής έκρηξης. Αν διερευνήσουμε τους μακροπρόθεσμους λόγους που οδήγησαν το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης στην εντυπωσιακή άνοδο θα διαπιστώσουμε ότι έχουν πολλά κοινά με τις αιτίες της περυσινής άνθησης της Σοφοκλέους. Αναφερόμαστε κυρίως στο στοιχείο που δεν πολυσυζητείται, δηλαδή τη συμπίεση της αμοιβής της εργασίας. Συνήθως σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης οι εργαζόμενοι είναι σε θέση να διεκδικήσουν μια αντίστοιχη αύξηση στους μισθούς τους.
Όμως αυτό δεν συνέβη ούτε εδώ ούτε στις ΗΠΑ. Η ανάπτυξη κατακρατήθηκε από τις επιχειρήσεις ως υπερκέρδος και ένα μεγάλο μέρος της κατέληξε στο χρηματιστήριο. Ο αμερικάνος οικονομολόγος Γκάρι Γουίλσον συνοψίζει αυτά τα στοιχεία που δεν είναι και τόσο δημοφιλή για τις οικονομικές σελίδες των μεγάλων εφημερίδων:
- Οι πραγματικοί μισθοί απλώς ακολούθησαν τον πληθωρισμό την τελευταία δεκαετία και είναι χαμηλότεροι αν μετρηθούν σε σχέση με την άνοδο της παραγωγικότητας.
- Ο κατώτατος μισθός εξακολουθεί να υποχωρεί σε πραγματικές τιμές. Θα έπρεπε να είναι 8 δολάρια την ώρα αν ακολουθούσε τον πληθωρισμό και 11 αν ακολουθούσε την παραγωγικότητα.
- Οι αριθμοί της ανεργίας φαίνονται εσφαλμένα χαμηλοί, διότι παραλείπουν μεγάλα τμήματα πληθυσμού, όπως τα 1,8 εκατομμύρια των φυλακισμένων και τα πολλά εκατομμύρια των μεταναστών που δεν διαθέτουν νόμιμα έγγραφα.
- Οι μετανάστες αποτελούν το 10% του εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ. Οι μετανάστες πληρώνονται όλοι με λιγότερα. Σχεδόν τα τρία τέταρτα των μεταναστών δεν διαθέτουν επίσημα έγγραφα και υπόκεινται σε υπερεκμετάλλευση. Τα χρήματα που παίρνουν βρίσκονται κάτω από το νόμιμο κατώτατo μισθό και δεν εμφανίζονται στις επίσημες στατιστικές.
Όλα αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαν να περιγράφουν κάλλιστα και την ελληνική τελευταία δεκαετία. Η μόνη διαφορά είναι ότι στις ΗΠΑ έχουν προχωρήσει και στην εντατική εκμετάλλευση της εργασίας των φυλακισμένων. Από το 1980 μέχρι το 1994 η αξία των προϊόντων που παρήγαγαν οι κρατούμενοι στα εργοστάσια-φυλακές των ΗΠΑ ανέβηκε κατά 300%. Υπολογίζεται ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις επενδύουν στα εργοστάσια-φυλακές 35 δις δολάρια ετησίως. Ανάμεσά τους διακρίνουμε τους γίγαντες του χρηματιστηριακού κεφαλαίου, όπως η American Express και η Merrill
Lynch. Όσο για τις εταιρείες που παράγουν στις φυλακές μέρος των προϊόντων τους, είναι ακριβώς εκείνοι οι γίγαντες των νέων τεχνολογιών (όπως η Microsoft) στους οποίους οφειλόταν η ραγδαία άνοδος του δείκτη Nasdaq.#
Αυτά τα οικονομικά δεδομένα προκάλεσαν την έκρηξη της Wall Street. Τα κέρδη των επιχειρήσεων συνέτειναν φυσικά στην αύξηση της τιμής των μετοχών. Η αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των εύπορων κοινωνικών τάξεων δημιούργησε την "ποθούμενη" ρευστότητα και οδήγησε τους δείκτες στα ύψη. Η έκρηξη ολοκληρώθηκε με την ψυχική και πολιτισμική ανάταση που προκάλεσε σε όλες τις χρηματαγορές η παγκόσμια πολιτική επικράτηση του κεφαλαίου. Ο συνθλιπτικός πολιτικός συσχετισμός δύναμης εις βάρος των εργαζομένων θεωρήθηκε ως «ιδεολογική επικράτηση» του φιλελευθερισμού και συνοδεύτηκε από τη βεβαιότητα ότι μέσω του χρηματιστηρίου μπορούν όλοι να γίνουν πλούσιοι. Το αμερικάνικο όνειρο σε νέα μορφή. Μέσα σε λίγα χρόνια, ο αριθμός των Αμερικανών πολιτών που διαθέτουν μετοχές έφτασε το 50% του συνολικού πληθυσμού. Φυσικά κανείς δεν σκέφτεται ότι το 95% των μετοχών που βρίσκονται σε χέρια φυσικών προσώπων (ιδιωτών), ανήκει στο 5% του συνόλου.
Ο φετιχισμός της μετοχής
Οι παρατηρήσεις αυτές περί ωριμότητας χρηματιστηρίων και αγορών δεν πρέπει βέβαια να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι Σοφοκλέους και Wall Street είναι ένα και το αυτό ή ότι ο κ. Γκρίνσπαν και ο κ. Καραγκούνης επηρεάζουν εξίσου την παγκόσμια οικονομία.
Όμως η παράλληλη εξέταση των κρίσεων σε όλα τα χρηματιστήρια του κόσμου αποδεικνύει ότι η αναμονή της «ωρίμανσης» είναι μια φενάκη, που χρησιμοποιείται από τους αναλυτές μόνο και μόνο για να μεταθέτουν στις ατομικές συμπεριφορές των επενδυτών ή την κακή τους ψυχολογία την κατρακύλα των μετοχών και την απώλεια του κεφαλαίου τους.
Αντίθετα από τη σχετική φιλολογία, οι οικονομικές αναλύσεις περί χρηματιστηρίου δεν έχουν να κάνουν με απλούς «αριθμούς». Μπορεί να δημοσιεύονται καθημερινά εκατοντάδες λευκές ή σομόν σελίδες με πίνακες και λεπτομερή συγκριτικά στοιχεία, αλλά η σχετική συζήτηση έχει περισσότερο να κάνει με μαζική ψυχοθεραπεία, παρά με πληροφόρηση και με ειδήσεις.
Ίσως αυτός είναι ο λόγος που κυκλοφορούν και τόσα πολλά ειδικά οικονομικά φύλλα,
λες και κάθε ομάδα επενδυτών έχει ανάγκη να αναγνωρίζεται στο δικό της, όπως οι φίλαθλοι που διαβάζουν τις περιγραφές των ίδιων αγώνων σε διαφορετικές αθλητικές εφημερίδες, ο καθένας στην εφημερίδα της ομάδας του.
Αν η άνοδος του δείκτη έχει πολλές και εύλογες ορθολογικές ερμηνείες, η κατρακύλα του συνήθως αποδίδεται σε απλά "ψυχολογικά" αίτια. Οι ίδιοι "επενδυτές" που θεωρούνται ώριμοι όταν αγοράζουν με μανία, αντιμετωπίζονται περιφρονητικά ως ανώριμοι όταν πουλούν με την ίδια μανία, τα ίδια χαρτιά. Σε όλο το διάστημα της πτώσης του χρηματιστηρίου, οι κάθε λογής «ειδικοί» συμβούλευαν μονότονα: ψυχραιμία παιδιά, μην πανικοβάλλεστε, μην πουλάτε. Πράγματι, η πρώτη συμβουλή για όσους παίζουν στο χρηματιστήριο είναι αυτή. Μόνο που η αμέσως επόμενη συμβουλή είναι το ακριβώς αντίθετο: κερδίζει όποιος πανικοβάλλεται (και πουλάει) πρώτος!
Όσο πιο ώριμη είναι μια αγορά, τόσο πιο ευάλωτη είναι τελικά στις «ψυχολογικές» αντιδράσεις. Το αδιαφιλονίκητο αφεντικό της Wall Street, ο πολύς Αλαν Γκρίνσπαν δεν κουράζεται να το επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία: «Η προωθημένη μας οικονομία κατευθύνεται κατά κύριο λόγο από τον τρόπο που η ανθρώπινη ψυχολογία διαπλάθει το σύστημα αξιών, το οποίο ορίζει την ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς. Και αυτή η διαδικασία είναι αδιάσπαστα δεμένη με την ανθρώπινη φύση, η οποία παραμένει στη βάση της αμετάλλαχτη και γι’ αυτό το λόγο αγκυρώνει το μέλλον στο παρελθόν.»
Αυτή η επιμονή στην «ψυχολογική» ερμηνεία και η βεβαιότητα για την «αμετάλλαχτη ανθρώπινη φύση» σε ώριμες και ανώριμες αγορές έχει μια προφανή πολιτική χρησιμότητα. Αλλά ακόμα και οι επιφανέστεροι απολογητές της παγκοσμιοποιημένης αγοράς δεν μπορούν να μην αναζητήσουν τα αίτια των πτώσεων του δείκτη και των οικονομικών κρίσεων σε δεδομένα της «πραγματικής οικονομίας». Ο ίδιος ο Γκρίνσπαν υποχρεώθηκε μετά την κατάρρευση των τίγρεων της Ασίας να αναφερθεί σε πολύ «υλικά» αίτια: «Μια από τις σημαντικότερες αιτίες πρέπει να είναι η υπερβολική παραγωγή σε παγκόσμια κλίμακα των ημιαγωγών που είναι ένα από τα πολυτιμότερα προϊόντα εξαγωγής για τους τίγρεις.» Ο αρθρογράφος των New York Times Ουίλιαμ Γκρίντερ, για να ερμηνεύσει την ίδια κρίση, χρησιμοποιεί το νεολογισμό "overcapacity", δηλαδή την υπερβολική δυνατότητα ή απόδοση της παραγωγής.
Μπορεί να μην το λένε με το ίδιο όνομα, αλλά αυτό που υπονοούν οι φιλελεύθεροι αναλυτές είναι εκείνο που ονόμαζε «κρίσεις υπερπαραγωγής» ο καημένος ο Καρλ Μαρξ, που ούτε το όνομά του ούτε τις έννοιές του δεν αντέχουν να πιάσουν στο στόμα τους. Είναι ο ίδιος ο Μαρξ που πρώτος ανέλυσε το εμπόρευμα αλλά και τις μορφές του χρήματος και της μετοχής ως "φετίχ", στα μάτια του κάθε οικονομικού παράγοντα, ως μυστήριο δηλαδή μέσο που διαθέτει μαγικές ιδιότητες και "ανεβοκατεβαίνει" όπως θέλει το ίδιο, ανεξάρτητα από τις συνθήκες της παραγωγής.
(Ελευθεροτυπία, 14/5/2000)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |