ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΟΥΛΙΟΠΟΥΛΟΣ 1900-1943

Ο αόρατος γραμματέας του ΚΚΕ 

1.   2.   3.

Συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννηση του ηρωικού πρώτου γραμματέα του ΚΚΕ, του Παντελή Πουλιόπουλου. Όμως ελάχιστοι είναι εκείνοι που τον θυμήθηκαν. Και υπάρχει λόγος.



Εξαιρετική αλλά και τραγική μορφή ο Παντελής Πουλιόπουλος. Υπήρξε ο μοναδικός γενικός γραμματέας του ΚΚΕ που πέθανε με τόσο ένδοξο τρόπο, αλλά οι διάδοχοί του αποφεύγουν να τιμήσουν τη μνήμη του. Υπήρξε ο σημαντικότερος ίσως θεωρητικός μαρξιστής της χώρας μας, αλλά εκείνοι που επικαλούνται ακόμα και σήμερα τον μαρξισμό, τον αγνοούν επιδεικτικά. Υπήρξε ένας από τους πρώτους Έλληνες κομμουνιστές ηγέτες που αναζήτησε στον Τρότσκι τη διέξοδο από τη σταλινική παραμόρφωση του σοβιετικού μοντέλου, και δυστύχησε να δει τον Τρότσκι να δίνει το χρίσμα της Διεθνούς Αντιπολίτευσης σε μια άλλη ελληνική οργάνωση και όχι τη δική του.

Ο Παντελής Πουλιόπουλος στα 43 χρόνια της ζωής του πρόλαβε να αφήσει την πολιτική και τη θεωρητική του σφραγίδα στο ελληνικό εργατικό κίνημα, αλλά, αν δεν υπήρχε ο πιστός του συνεργάτης Χρήστος Αναστασιάδης που τα περιέσωσε με προσωπικό κόστος και θυσίες, τα κείμενά του θα είχαν στο μεγαλύτερο μέρος τους εξαφανιστεί και το έργο του θα καλυπτόταν από τη λάσπη, τη συκοφαντία και την αμφιβολία. Το έργο του Αναστασιάδη συμπλήρωσαν ορισμένοι σύγχρονοι μαρξιστές που υπήρξαν συνεργάτες ή μαθητές του Πουλιόπουλου (ιδίως ο Μιχάλης Ράπτης και ο Δημήτρης Λιβιεράτος). Αυτές τις μέρες τον τιμά μονάχα ο μικρός «Μαρξιστικός Όμιλος Οικονομικών και Κοινωνικών Μελετών» με εβδομαδιαία σεμινάρια για τη ζωή και το έργο του. 

Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός

Η σημαντικότερη θεωρητική και πολιτική συνεισφορά του Πουλιόπουλου αφορά την ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας του Μεσοπολέμου και την εκτίμηση για το χαρακτήρα της δικτατορίας του Μεταξά. Ακόμα και σήμερα, η μελέτη του με τίτλο «Δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα;» που δημοσιεύτηκε το 1934, έχει μια αναπάντεχη επικαιρότητα. Στο βιβλίο αυτό ο Πουλιόπουλος απορρίπτει την επίσημη άποψη που εκφράστηκε στις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας του ΚΚΕ, σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα ήταν μια υπανάπτυκτη χώρα, καθυστερημένη, εξαρτημένη και μισοαποικιακή, με κυρίαρχες τις φεουδαρχικές μορφές οικονομίας. Παραθέτοντας στοιχεία οικονομικά, αλλά και ιστορικά, ο Πουλιόπουλος αποδεικνύει ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι ενσωματωμένος στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα και ότι το ελληνικό κεφάλαιο δεν «αντιμάχεται», αλλά συνεργάζεται στενά («είναι συνυφασμένο») με το ξένο. Συγκρίνοντας τα οικονομικά δεδομένα, ο Πουλιόπουλος εξηγεί ότι η ελληνική οικονομία είναι πιο αναπτυγμένη από όλες τις άλλες χώρες της περιοχής και ότι η αγροτική μεταρρύθμιση είναι ήδη συντελεσμένη.

Η ανάλυση του Πουλιόπουλου, σε συνδυασμό με τις ανάλογες προσεγγίσεις του Σεραφείμ Μάξιμου, με τον οποίο συνεργάζονταν στενά εκείνη την εποχή, υπήρξαν οι διαυγέστερες αναλύσεις της ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού του Μεσοπολέμου. Δυο χρόνια μετά την έκδοση της μελέτης, τον Μάιο του 1936, ξεσπούσε η εργατική εξέγερση στη Θεσσαλονίκη. Παγιδευμένη στη θεωρία της «ανωριμότητας των συνθηκών» και στη γραμμή της «αστικοδημοκρατικής επανάστασης», η επίσημη ηγεσία της αριστεράς παρακολούθησε αμήχανη την αυθόρμητη έκρηξη των εργαζομένων, χωρίς να μπορεί να δώσει διέξοδο και προοπτική στον αγώνα τους. Από την άλλη πλευρά, ο Πουλιόπουλος και οι σύντροφοί του είχαν ήδη απομονωθεί σε μικρούς πολιτικούς σχηματισμούς με μηδαμινή απήχηση.

Ακολούθησε η δικτατορία του Μεταξά. Και πάλι η ανάλυση του Πουλιόπουλου (αλλά και του Μάξιμου) επισημαίνει τη διαφορά από το φασιστικό μοντέλο και αντικρούει την επίσημη άποψη της κομματικής ηγεσίας που ταυτίζει τον Μεταξά με τον Μουσολίνι. Θα περάσουν πολλά χρόνια, μέχρις ότου οι νεότεροι μαρξιστές (Πουλαντζάς, Ελεφάντης) επιβεβαιώσουν την άποψη αυτή, όσο κι αν δεν συμμερίζονται τα τελικά συμπεράσματα του Πουλιόπουλου. Η θεωρητική αυτή διαμάχη θα αποκτήσει νέα επικαιρότητα την περίοδο της 21ης Απριλίου, όταν η συντριπτική πλειοψηφία των οργανώσεων της Αντίστασης θα στηριχθεί στην πλανημένη εκτίμηση ότι η δικτατορία είχε «φασιστικό χαρακτήρα».

Οι δίκες για το Μακεδονικό

Ίσως η πιο χαρακτηριστική στιγμή για τον πολιτικό χαρακτήρα και την προσωπική στάση του Πουλιόπουλου είναι οι δίκες της περιόδου 1925-1926 για το «Μακεδονικό». Το ζήτημα αυτό, το οποίο ακόμα βαραίνει την πολιτική της ελληνικής αριστεράς, πήρε δραματική μορφή μετά το Εκτακτο Συνέδριο του ΚΚΕ τον Δεκέμβρη του 1924. Τότε υιοθετήθηκαν οι αποφάσεις της Βαλκανικής Ομοσπονδίας και της Κομμουνιστικής Διεθνούς, δηλαδή η περίφημη γραμμή της «Ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης». Ο Πουλιόπουλος, στις δίκες των ηγετών του ΚΚΕ που οργανώθηκαν τότε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, καταφέρνει να υπερασπίσει τις διεθνιστικές αρχές του και δεν ενδίδει στις πιέσεις να τις αναθεωρήσει. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος θεωρούσε τις αποφάσεις αυτές απόρροια του βουλγαρικού εθνικισμού, δεν υποχωρεί μπροστά στους διώκτες του, κάτι που συνέβη με ορισμένα άλλα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ (Σαργολόγος, Σταυρίδης). 

Όταν αρχίζουν οι δίκες για το «Μακεδονικό», η Κομμουνιστική Διεθνής έχει ήδη αναγνωρίσει το αρχικό της λάθος και έχει αναθεωρήσει τις ανεδαφικές αποφάσεις περί «Ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης». Όμως ο Πουλιόπουλος δεν επικαλείται αυτή την αναθεώρηση, για να μην φανεί ότι το κόμμα υποκύπτει στην παγκαλική δικτατορία που είχε μόλις κηρυχτεί (25 Ιουνίου 1925). Στην πεντάωρη απολογία του εξηγεί τις αρχές του κομμουνιστικού κινήματος: «Το ΚΚΕ είναι υπέρ της αυτοδιαθέσεως των λαών. Η αρχή αυτή είναι η μόνη που ενέπνευσε το ΚΚΕ εις τας διαφόρους ενεργείας του. Είναι εντελώς αδύνατον και ασυμβίβαστον προς την λογικήν να δεχθεί τις ότι είναι δυνατόν να σενεργασθούμε ημείς με το αιμοβόρο θηρίο, τον Τσαγκόφ, ο οποίος τουφέκισε κι απηγχόνισε χιλιάδες κομμουνιστές στην Βουλγαρία».

Ο Πουλιόπουλος αποκαλύπτει τους πραγματικούς λόγους της δίωξης: «Εμείς εκηρύχθημεν κατά του πολέμου και δι’ αυτό διωκόμεθα επί εσχάτη προδοσία. (…) Καταδιωκόμεθα μόνο και μόνο διά να καταδιωχθεί το ΚΚΕ. Διαμαρτύρομαι διότι μας απεδόθη η μομφή περί προπαγάνδας υπέρ της αποσπάσεως της Μακεδονίας και Θράκης. Εμείς διεκηρύξαμεν το δικαίωμα της ελεύθερης αυτοδιαθέσεως της Μακεδονίας-Θράκης. Και κακώς μας αποκαλούν αυτονομιστές. Είμαστε καθαρά κομμουνιστές».

Για το ίδιο θέμα ο Πουλιόπουλος κάνει μια σοβαρή αυτοκριτική από τις στήλες του Ριζοσπάστη (5 Φεβρουαρίου 1927), ενόψει του επικείμενου κομματικού Συνεδρίου: «Η πολιτική μας εκείνη (και εννοώ εδώ όχι την ορθή πολιτική της υπεράσπισης του δικαιώματος για πλήρη αυτοδιάθεση των καταπιεζομένων εθνοτήτων, μέχρι και τον αποχωρισμό τους, εάν και όπου οι ίδιες εκφράσουν μια τέτοια θέληση, αλλά τα συνθήματα 'Ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία', 'Ενιαία και ανεξάρτητη Θράκη', ριχνόμενα από το ΚΚΕ και διερμηνεύοντα μια κάποια πολιτική μας για το εθνικό) εχρεοκόπησε και δεν μπορούσε παρά να χρεοκοπήσει γιατί ήταν απαύγασμα όχι απλώς εσφαλμένης εκτίμησης του πραγματικού συσχετισμού δυνάμεων μέσα στη χώρα μας, αλλά ενός επαναστατικού ρομαντισμού». Κάνοντας τον «θλιβερό απολογισμό» της δράσης του ΚΚΕ στο εθνικό ζήτημα, ο Πουλιόπουλος συμπεραίνει: «Η πρώτη φορά που δινόταν στο ΚΚ η ευκαιρία να αναπτύξει το διεθνιστικό πνεύμα μέσα στην Ελλάδα, τα συνθήματά μας στάθηκαν τόσο άτυχα ώστε άφηναν να δημιουργείται η τρομερή παρεξήγηση ότι επαναστατικός διεθνισμός δεν είναι τίποτ' άλλο παρά συμμαχία με τους Βουλγάρους κομιτατζήδες. Του κάκου προσπαθήσαμε στις δίκες να διαλύσουμε τη σύγχυση».

Στο ίδιο κείμενο ο Πουλιόπουλος συνοψίζει την ορθή κατά τη γνώμη του πολιτική γραμμή: «Εναντίον του απειλουμένου πολέμου για το ξαναμοίρασμα της Μακεδονίας. Εναντίον κάθε εξανδραποδιστικής συνθήκης ανταλλαγής ή 'εκούσιας' μετανάστευσης. Υπεράσπιση κάθε ελευθερίας εθνικής για τις μειονότητες και της πλέριας αυτοδιάθεσής τους. Υπέρ της Βαλκανικής Ομοσπονδίας των Λαών, μέσα στην οποία θα καθορίσει ελεύθερα ο μακεδονικός λαός την τύχη του".

Η φιλοσοφική διαμάχη

Κεντρικό μέλημα και μόνιμη έγνοια του Πουλιόπουλου υπήρξε η δημιουργία ενός καταρτισμένου δυναμικού στελεχών της αριστεράς. Σύμφωνα με την άποψη που διατύπωσε ο Πουλιόπουλος την επομένη της απομάκρυνσής του από την ηγεσία, «το ΚΚΕ από την πρώτη του γένεση περνά μια διαρκή εσωτερική κρίση», της οποίας βασικό σύμπτωμα είναι «η έλλειψη ενός ηγετικού πυρήνα από συντρόφους που να έχουν μια μαρξιστική κατάρτιση και πολιτική ικανότητα να προσαρμόσουν τις κομμουνιστικές αρχές στις συγκεκριμένες συνθήκες της χώρας». («Νέο Ξεκίνημα», Γράμμα στα μέλη του ΚΚΕ, μαζί με τον Γιατσόπουλο, 6.6.1927). Συνεπής στην άποψή του, φρόντισε κι ο ίδιος, όσο μπορούσε, να μεταφράσει τα κλασικά κείμενα της μαρξικής βιβλιογραφίας. Πρώτα πρώτα το «Κεφάλαιο» και την «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» (με τον Γ. Δούμα), αλλά και του Κάουτσκι τις «Οικονομικές θεωρίες του Καρλ Μαρξ» και τον «Καντ». Με το ψευδώνυμο Φίλιππος Ορφανός μετέφρασε τη δίτομη «Θεωρία του Ιστορικού Υλισμού» του Μπουχάριν. Το ενδιαφέρον σ’ αυτή την έκδοση που κυκλοφόρησε το 1927 είναι ότι συνοδεύεται από μια εισαγωγή, στην οποία ο Πουλιόπουλος δίνει με δυο λόγια το ιδιαίτερο φιλοσοφικό του στίγμα και εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν να προτάξει αυτή τη μετάφραση.

Το 1925 εκδόθηκε η «Κοινωνική σημασία της επαναστάσεως του 21» του Γιάνη Κορδάτου. Επρόκειτο για την πρώτη απόπειρα εφαρμογής της θεωρίας του ιστορικού υλισμού στα καθ' ημάς. Το βιβλίο ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών. Η Ιερά Σύνοδος διέταξε τη συγγραφή ολόκληρου βιβλίου για την ανασκευή της θεωρίας («Ο Ιστορικός Υλισμός εξ επόψεως φιλοσοφικής» του Π.Ν. Τρεμπέλα). Ο Πουλιόπουλος δεν ασχολείται, βέβαια, μ' αυτά: «Όλες οι δημοσιογραφικές και παπαδίστικες αυτές πολεμικές είναι καθαρά προχειρολογήματα, απευθύνονται μόνο σε απλοϊκούς και στην καλύτερη περίπτωση δείχνουν αμάθεια και ανοησία. Σοβαρή εξέταση δεν αξίζουν καμία». (σελ. 6). Όμως ο Πουλιόπουλος ασχολείται με τις σοβαρές κριτικές και εξηγεί ότι η μαρξιστική κοινωνιολογία δεν ταυτίζεται καθόλου με τον χυδαίο υλισμό ή με την απόδοση όλων των ιστορικών γεγονότων σε οικονομικά και μόνο αίτια. Επικαλείται κείμενα του Ένγκελς, τα οποία «διέλυσαν όλες τις μηχανικά οικονομιστικές εκείνες παρερμηνείες του μαρξιστικού οικονομικού ντετερμινισμού που είχαν γίνει ακόμη και μέσα από το στρατόπεδο των μαρξιστών» (σελ. 7), και αποκαθιστά το πνεύμα της μαρξιστικής θεωρίας επισημαίνοντας ότι μόνο «σε τελευταία ανάλυση» η παραγωγή και η αναπαραγωγή της υλικής ζωής είναι ο παράγοντας που καθορίζει την ιστορική εξέλιξη (σελ. 8). 

Σε ένα περιβάλλον που κυοφορούσε την παγκόσμια επικράτηση της σταλινικής παραχάραξης της μαρξικής θεωρίας, οι απόψεις του Πουλιόπουλου μοιάζουν ξεχωριστές και θυμίζουν την αντιδογματική ανανέωση του μαρξισμού που επιχειρήθηκε τη δεκαετία του ’60 στη Γαλλία και την Ιταλία.#

Στην ίδια εισαγωγή, ο Πουλιόπουλος δίνει και ένα μικρό δείγμα της γλωσσικής ορθοφροσύνης του: «Η μετάφραση του έργου του Μπουχάριν βγαίνει προτού ακόμη να έχει καλλιεργηθεί και επιβληθεί από δημοτικιστές επιστήμονες η γλώσσα του λαού στην επιστήμη. Στο πεδίο αυτό οι θέσεις της καθαρεύουσας είναι πολύ ισχυρές, η αντίστασή της μεγάλη και άρα της δημοτικής ο δρόμος αργοβάδιστος και γεμάτος εμπόδια και πολλά παραστρατίσματα. Για τη νίκη της δημοτικής την τελική, κι εδώ καμιά δεν μπορεί να χωρέσει αμφιβολία.» Μακριά από τους συνήθεις επαναστατικούς εφησυχασμούς, ο Πουλιόπουλος παραδέχεται ότι η προσπάθειά του είναι ατελέστατη και δεν διστάζει να παραδεχτεί ότι μεταχειρίστηκε συνειδητά κάποια καθαρευουσιάνικα γλωσσικά σχήματα: «Δεν είναι συνέπεια καμιάς τάσεως προς 'γλωσσικόν ευγενισμό' οι παραχωρήσεις που γίνονται στην καθαρεύουσα παράδοση, παρά μάλλον είναι αποτέλεσμα και της προσπάθειας του μεταφραστή να μην προσθέσει στις δυσκολίες που συναντά ο αναγνώστης από την πρωτοτυπία των εκθετομένων ιδεών και το ξάφνιασμα που συνήθως φέρει στους πολλούς η προσκόλληση στην αυστηρή ορθότητα της δημοτικής πάνω σε αφηρημένα θέματα της επιστημονικής θεωρίας». Αυτά έγραφε ο Παντελής Πουλιόπουλος τον Δεκέμβρη του 1926, σε ηλικία 26 χρόνων.

(Ελευθεροτυπία, 21/5/2000)

 

www.iospress.gr                                    ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ