ΕΝΑ ΜΠΕΣΤ ΣΕΛΕΡ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ

Το μαντολίνο της Γκεστάπο

 

1.  23.

 

Ο ψυχρός πόλεμος επιστρέφει. Αυτή τη φορά με τη μορφή της χολιγουντιανής υπερπαραγωγής που θα προβάλει τις ομορφιές ενός ελληνικού νησιού και θα πληροφορήσει όλο τον κόσμο ότι όσοι μετείχαν στην ελληνική αντίσταση ήταν δολοφόνοι, κλέφτες και βιαστές.

Μια «ιστορία αγάπης» ξυπνά αυτές τις μέρες τις χειρότερες ιστορίες μίσους της σύγχρονης Ελλάδας. Ο λόγος για τη χολιγουντιανή παραγωγή «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» που ξεκίνησε τα γυρίσματά της εδώ και λίγες μέρες στην Κεφαλονιά. Το σενάριο στηρίζεται στο ομώνυμο διεθνές μπεστ-σέλερ του Λουί ντε Μπερνιέρ. Η υπόθεση ξεκινά ως γνωστόν τις παραμονές του πολέμου του '40 και το μεγαλύτερο μέρος της διαδραματίζεται την περίοδο της ιταλικής και της γερμανικής κατοχής στο νησί. Στο φόντο του ειδυλλίου ανάμεσα στον Ιταλό λοχαγό Αντόνιο Κορέλι και την Κεφαλονίτισσα Πελαγία, ανακαλύπτουμε ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της πρόσφατης ιστορίας μας, την εθνική αντίσταση και την αρχή του εμφυλίου πολέμου. Μόνο που αυτή η ιστορική αναφορά ακολουθεί τα πιο χοντροκομμένα κλισέ της αντικομμουνιστικής εμφυλιοπολεμικής προπαγάνδας, αντιστρέφοντας μεθοδικά όλα τα ιστορικά δεδομένα.

Η υπόθεση ήρθε στο φως χάρη στην ευαισθησία και τη γνώση ενός Κεφαλονίτη συγγραφέα, του Βαγγέλη Σακκάτου, ο οποίος έχει μελετήσει την περίοδο στην οποία αναφέρεται η υπόθεση της ταινίας και έχει εκδώσει σχετική μελέτη με τη μορφή της μυθιστορηματικής αφήγησης το 1993. Από την πρώτη στιγμή που εκδόθηκε στην Ελλάδα η μετάφραση του βιβλίου του Λουί ντε Μπερνιέρ, ο Βαγγέλης Σακκάτος έχει διαμαρτυρηθεί σε όλους τους τόνους για την παραχάραξη της ιστορίας και έχει υποβάλει τη μυθοπλασία του Άγγλου συγγραφέα στον έλεγχο των πραγματικών ιστορικών δεδομένων. Το συμπέρασμά του καταλυτικό: «Δεν είναι απλώς η αγγλική άποψη για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, αυτή που παρουσίαζε στο Κάιρο τον Άρη σαν προπολεμικό εγκληματία του κοινού Ποινικού Δικαίου. Δεν είναι η άποψη της Ιντέλιτζενς Σέρβις για το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, είναι η άποψη της Γκεστάπο, αν και μεταξύ τους δε διαφέρουν και πολύ». Η φωνή, όμως, του κ. Σακκάτου, μαζί με ελάχιστες άλλες φωνές διαμαρτυρίας (του Λευτέρη Ελευθεράτου και του Λάκη Σάντα) χάθηκαν κάτω από τη συντριπτική ομοφωνία των θαυμαστών του μπεστ-σέλερ.

Φυσικά είναι δικαίωμα του κάθε συγγραφέα να δέχεται όποια ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων θέλει. Ακόμα και την ερμηνεία της Ιντέλιτζενς ή της ...Γκεστάπο. Μόνο που αυτή η ερμηνεία δεν μπορεί να καλυφτεί πίσω από την «ποιητική άδεια», όσο κι αν ο συγγραφέας επιδιώκει να εμφανιστεί ως ο Μάρκες της Κεφαλονιάς. Το συγγραφικό ταλέντο του ντε Μπερνιέρ και οι λογοτεχνικές αρετές του βιβλίου δεν μπορούν να κριθούν από τις δικές μας στήλες. Όμως δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός κριτικός για να αντιληφθεί ότι ο ντε Μπερνιέρ χρησιμοποιεί δύο διακριτές αφηγηματικές μεθόδους. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου είναι γραμμένο από την υποκειμενική σκοπιά των ηρώων του. Ακόμα και ο Μεταξάς και ο Μουσολίνι εμφανίζονται να εξιστορούν σε πρώτο πρόσωπο. Μοναδική εξαίρεση γίνεται για τους Έλληνες που βρίσκονται στα βουνά και μετέχουν στις αντιστασιακές οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Εδώ ο ντε Μπερνιέρ «ξεχνάει» την υποκειμενική αφηγηματική μορφή και παρουσιάζει την «αντικειμενική» ιστορία, όπως την καταλαβαίνει ο ίδιος. Και ως διά μαγείας ο Μάρκες μεταμορφώνεται σε Ζεράρ ντε Βιλιέ.

Για να μας πει τι; Με δυο λόγια, κατά τον κ. ντε Μπερνιέρ όλοι όσοι μετείχαν στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ήταν τυχοδιώκτες δολοφόνοι. Οι μόνοι που έκαναν αντίσταση κατά των Γερμανών ήταν τα μέλη του ΕΔΕΣ και κυρίως οι Άγγλοι. Ας παρακολουθήσουμε τα δικά του λόγια:

Στο κεφάλαιο με τον ειρωνικό τίτλο «Απελευθερώνοντας τις μάζες (1)» πρωτοεμφανίζεται ο ΕΛΑΣ. Αντίθετα από τους ηρωικούς Βρετανούς («οι οποίοι ήταν γεμάτοι ενθουσιασμό»), οι ΕΛΑΣίτες παρουσιάζονται ως ένα κοπάδι αφελών που τους έχουν στρατολογήσει με το ζόρι οι εγκληματίες κομμουνιστές μόνο και μόνο για να κλέβουν, να βασανίζουν, να βιάζουν και να σκοτώνουν: «Υπήρχε, ωστόσο, μια ομάδα, ονόματι ΕΛΑΣ, η στρατιωτική πτέρυγα της οργάνωσης του ΕΑΜ, που έπαιρνε διαταγές από μια επιτροπή στην Αθήνα, της οποίας τα μέλη ανήκαν στο ΚΚΕ. Οι έξυπνοι άνθρωποι καταλάβαιναν αμέσως πως μια ομάδα με τέτοια διαπιστευτήρια δεν μπορούσε παρά να είναι κομμουνιστική. Κι ότι ο σκοπός μιας τόσο μακριάς και βραδυκίνητης γραμμής ελέγχου ήταν ν' αποκρύψει από τους απλούς πολίτες την κομμουνιστική της ταυτότητα. (…) Οι Βρετανοί τους όπλισαν (…) γιατί κανείς δεν πίστεψε ότι μια χούφτα μαυριδεροί (sic) Έλληνες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στη Μεγάλη Βρετανία» (σελ. 267).

Η στρατολόγηση στον ΕΛΑΣ συνοδεύεται από μια απάνθρωπη τελετή μύησης. Ο αρχηγός των ανταρτών Έκτορας ζητά από τον νεοσύλλεκτο να χτυπήσει αλύπητα έναν «γέρο σκελετωμένο»: «Αν θέλεις να 'ρθεις μαζί μας, θα πρέπει να μάθεις ν' αποδίδεις δικαιοσύνη. Αυτός ο άνθρωπος κρίθηκε ένοχος. Τώρα χτύπα τον». Ο καινούργιος αντάρτης υπακούει και «στο τέλος έφτασε να το διασκεδάζει». Ακολουθεί η περιγραφή φριχτών βασανιστηρίων του γέρου, υπό την καθοδήγηση του Έκτορα: (Πρέπει) «να χτυπάς με τάξη και σειρά όλο το κορμί, ώσπου να το γδάρεις ολότελα. Αυτό εννοούσα όταν σου είπα 'χτύπα τον'» (σελ. 271). Στο τέλος εκτελούν τον μισοπεθαμένο γέρο, που το «έγκλημά» του ήταν ότι συνεργάστηκε με τον ΕΔΕΣ.

Στο κεφάλαιο «Απελευθερώνοντας τις μάζες (2)» οι αντάρτες αρπάζουν ένα πρόβατο από έναν χωριάτη που τους ζητάει ένα χρυσό φλουρί, όπως του δίνουν οι Εγγλέζοι και ο ΕΔΕΣ. Ο Έκτορας απαντάει: «Είμαστε με τον ΕΛΑΣ και δε θεωρούμε μεγάλη την απώλεια ενός αρνιού, αν βάλει κανείς κάτω και μετρήσει όλα όσα κάνουμε για χάρη σου. Θα σε πληρώσουμε αργότερα. Τώρα κάνε αυτό που σου είπα. Άντε χάσου» (σελ. 297).

Η εικόνα του αντάρτη συμπληρώνεται με τους απαραίτητους βιασμούς: «Δεν πείραζε λοιπόν (λέει ο Έκτορας) να ρίξουν κατάχαμα αυτές τις προδότριες γυναίκες και να τις βιάσουν αδιαφορώντας για τις φωνές και τα ουρλιαχτά τους» (σελ. 309). Ο βιασμός είναι κάτι στο οποίο εκπαιδεύονταν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ: «Ο βιασμός ήταν κάτι στο οποίο δεν μπορούσε να αντισταθεί. Λές κι ήταν μια ενστικτώδης αντίδραση (…) μετά από τρία χρόνια παντοδυναμίας κι ανεξέλεγκτης συμπεριφοράς. (…) Μερικές φορές έφτανε και να σκοτώσει ακόμα τελειώνοντας, για να κρατήσει ένα ισχνό απομεινάρι, ένα ίχνος της ευχαρίστησης που προηγήθηκε» (σελ. 520).

Περιττό να προσθέσουμε ότι όλες αυτές οι «αντικειμενικές» περιγραφές της Αντίστασης συμπληρώνονται από την απαραίτητη εξύμνηση της βρετανικής αποστολής. Ο επικεφαλής των Άγγλων Μάιερς «αρνείται να θυσιάσει τις ηθικές του αρχές» (σελ. 305). «Όλοι οι αρχηγοί του ΕΛΑΣ τον μισούσαν επειδή τους έκανε να νιώθουν σαν σκουλήκια». Οι Έλληνες -πλην των κομμουνιστών βεβαίως- αγαπούσαν κατά τον ντε Μπερνιέρ τόσο πολύ τους Άγγλους ώστε «οι Κρητικοί ζήτησαν από τους Εγγλέζους να αναλάβουν το νησί τους», αλλά εκείνοι «αρνήθηκαν λέγοντας ότι είχαν ήδη αρκετά προβλήματα προσπαθώντας να κυβερνήσουν την Κύπρο» (σελ. 416). Και μετά την απελευθέρωση οι ΕΛΑΣίτες που συλλαμβάνονταν από τους Εγγλέζους "ζητούσαν να μείνουν στη φυλακή και να μην επιστρέψουν στις γραμμές τους με τις ανταλλαγές αιχμαλώτων. Τόσο πολύ έτρεμαν τους αρχηγούς τους. Και ο απλός κοσμάκης εκλιπαρούσε τη βοήθεια των αξιωματικών του βρετανικού στρατού" (σελ. 513).

Στην ίδια λογική ο ντε Μπερνιέρ δικαιολογεί και τους ένοπλους συνεργάτες των Γερμανών: «Οι Γερμανοί είχαν δώσει ντουφέκια στους χωριάτες για να υπερασπίζονται τις κότες τους από τις ασταμάτητες επιδρομές των ανταρτών του ΕΛΑΣ» (σελ. 304). Φυσικά αντίσταση κάνει μόνο ο ΕΔΕΣ με τους Άγγλους (σελ. 310), ενώ οι ΕΛΑΣίτες έπαιρναν όπλα και λίρες από τους Άγγλους και «τα έκρυβαν γι' αργότερα, για την Επανάσταση» (σελ. 305). 

Το ιστορικό σχήμα που προβάλλει ο ντε Μπερνιέρ είναι η κλασική ταύτιση «μαύρου και κόκκινου φασισμού»: «Το πρόβλημα μ' αυτούς τους κόκκινους φασίστες (σ.σ. εννοεί τον ΕΛΑΣ) ήταν πως δεν ήξεραν τι θα πει φιλότιμο. Δεν ήξεραν τι θα πει τιμή» (σελ. 307). Αυτή είναι και η ερμηνεία του για τα μεταπολεμικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης: «Σιγά σιγά έγινε προφανές ότι ένα νέο είδος φασισμού είχε έρθει να αντικαταστήσει τον παλιό» (σελ. 415).

Το κεντρικό ιστορικό γεγονός που περιγράφεται στο βιβλίο είναι η σφαγή των Ιταλών στρατιωτών της μεραρχίας Ακουι που αρνήθηκαν να παραδοθούν στους Γερμανούς το Σεπτέμβριο του 1943. Αυτό που ο ντε Μπερνιέρ θεωρεί «σίγουρο» είναι η πλήρης αποχή του ΕΛΑΣ: «Οι κομμουνιστές αντάρτες του ΕΛΑΣ δεν πήραν μέρος στις συμπλοκές, επειδή δεν καταλάβαιναν για ποιο τάχα λόγο θα έπρεπε να πάρουν τα πόδια τους και να ξυπνήσουν από το μακάριο λήθαργο στον οποίο ήταν βυθισμένοι». (σελ. 438) Είναι βέβαια γεγονός ότι ο μόνιμος ΕΛΑΣ δεν είχε ακόμη τότε δυνάμεις στο νησί, αλλά υπήρχαν δυνάμεις του εφεδρικού ΕΛΑΣ, οι οποίες έδωσαν τουλάχιστον 9 νεκρούς στις μάχες. Ο Βαγγέλης Σακκάτος έχει συγκεντρώσει τα σχετικά στοιχεία και τα δημοσίευσε στο περιοδικό Εθνική Αντίσταση (Οκτώβρης-Δεκέμβρης 1995) και στον Ριζοσπάστη (6/1/1996). Στη μυθιστορηματική του αφήγηση «Μεραρχία Ακουι» ο Κεφαλονίτης συγγραφέας περιγράφει και τη συμμετοχή του ελληνικού πληθυσμού στη φυγάδευση χιλιάδων Ιταλών στρατιωτών, τους οποίους έκρυψε με τον κίνδυνο της ζωή του και τους βοήθησε (μέσω ΕΛΑΣ και ΕΛΑΝ) να περάσουν στη Ρούμελη και να σωθούν.

Όλα αυτά, όμως, είναι ψιλά γράμματα για τον ντε Μπερνιέρ. Ούτε το βιβλίο του Σακκάτου για τη μεραρχία Ακουι ούτε την ιστορική μελέτη του Christoph U. Schmick-Gustavus «Οι ηττημένοι της Κεφαλονιάς» καταδέχτηκε να συμβουλευτεί, παρά το γεγονός ότι κυκλοφόρησαν ένα χρόνο πριν από το «Μαντολίνο». Και πώς να το κάνει; Ο Γερμανός ιστορικός Schmick-Gustavus, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης έζησε δυο χρόνια στην Ελλάδα (και όχι δυο βδομάδες όπως ο Μπερνιέρ) πριν εκδώσει τη μελέτη του και φρόντισε να βρει στη Φλωρεντία τον επιζώντα Ιταλό λοχαγό Αμος Παμπαλόνι, τον αξιωματικό της μεραρχίας Ακουι που σώθηκε από τους αντάρτες και πολέμησε μαζί τους. Ο Παμπαλόνι δίνει την πραγματική εικόνα του ΕΛΑΣ: «Τι άντρες! Τι γυναίκες! Τι αντάρτες! Τι αντάρτισσες! Ακόμα και σήμερα, στα ογδόντα μου, όταν σκέφτομαι τη συντροφικότητα αυτού του κόσμου, συγκινούμαι. (…) Στο φαγητό οι μερίδες ήταν ίδιες από τον αρχηγό ως το τελευταίο παιδί! Ένα άλλο που μου έκανε εντύπωση είναι η αυστηρότητα της πειθαρχίας τους. Αν έβρισκαν κάποιον αντάρτη -κι ας είχε πολεμήσει προηγουμένως κι ας ήταν πολύ θαρραλέος και ικανότατος- να βιάζει κάποια γυναίκα τον σκότωναν» (σελ. 21). Όσο για τις «κλοπές» που επικαλείται ο Μπερνιέρ, ο Παμπαλόνι είναι εξίσου διαφωτιστικός: «Φαγητό μας έδιναν οι πολίτες. Κανένα αρνί, κανένα πρόβατο. Μας το χάριζαν. Το έδιναν ευχαρίστως, πολύ ευχαρίστως» (σελ. 22). Αλλά και για τις σχέσεις του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ με τους Άγγλους έχει απάντηση ο Ιταλός αντιστασιακός: «Ο ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα είχε μεγάλη βοήθεια από τους Εγγλέζους. Εμείς όχι» (σελ. 24).

Ο κ. ντε Μπερνιέρ έγραψε λοιπόν ένα προπαγανδιστικό βιβλίο. Οι διατυπώσεις του είναι τόσο ωμές, ώστε ακόμα και οι Νιου Γιορκ Τάιμς, στην ολοσέλιδη διθυραμβική τους παρουσίαση, αναγκάζονται να αναγνωρίσουν ότι "ο κ. ντε Μπερνιέρ δεν κατορθώνει να δημιουργήσει ενδιαφέροντες χαρακτήρες παλιανθρώπων. Ο αρχηγός των κομμουνιστών ανταρτών είναι μια καρικατούρα" (Νοέμβριος 1994). Η σοβαρότερη απόδειξη όμως των ισχυρισμών μας είναι το γεγονός ότι η ίδια η ελληνική έκδοση παραποιεί το πρωτότυπο, για να απαλείψει τους πιο ακραίους συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς του συγγραφέα για την ελληνική αντίσταση. Το σχετικό ντοκουμέντο δημοσιεύεται στην επόμενη σελίδα του "Ιού".

Όσοι θυμούνται το σάλο που είχε προκαλέσει τη δεκαετία του '80 η «Ελένη» του Νικ Γκέιτζ (Γκατζογιάννη) ασφαλώς θα χαμογελούν μελαγχολικά. Σε σύγκριση με τον ντε Μπερνιέρ ο Γκέιτζ ήταν απλώς ένας μετριοπαθής Αμερικανός και οι δικές του παραμορφωμένες εικόνες για τον εμφύλιο θα μπορούσαν σε έναν ορισμένο βαθμό να δικαιολογηθούν από την προσωπική του δραματική ιστορία. Ο ντε Μπερνιέρ, αντίθετα, δεν έχει κανένα ορατό προσωπικό κίνητρο και η ηλικία του είναι τέτοια που τον προφυλάσσει από κάθε άμεση σχέση με τα γεγονότα. Τώρα οι παράγοντες της Κεφαλονιάς επιχειρούν να καθησυχάσουν όσους κατοίκους θορυβήθηκαν από την επικείμενη χολιγουντιανή επικύρωση της «ιστορικής κατάθεσης» του Μπερνιέρ. Δήμαρχος και νομάρχης διαβεβαιώνουν ότι το σενάριο έχει «καθαρθεί» από όλες τις ιστορικές παραποιήσεις και έχει μείνει μόνο μια ιστορία αγάπης. Το πιστεύουμε κι εμείς, διότι αν η ταινία ακολουθούσε πιστά τη συλλογιστική του συγγραφέα, το αποτέλεσμα θα θύμιζε μάλλον Τζέιμς Πάρις. Αλλά δεν είναι δουλειά ούτε του νομάρχη ούτε καμιάς δημόσιας υπηρεσίας να ασκεί προληπτική λογοκρισία. Ας γυριστεί η ταινία όπως τη θέλουν, και ας ασκηθεί μετά η κριτική. Ελπίζουμε μόνο να μην παραμείνουν τόσο θαμπωμένοι και τυφλοί οι περισσότεροι κριτικοί, όπως συνέβη με το βιβλίο.

Κάποιοι τοπικοί παράγοντες μας κλείνουν ήδη το μάτι. Για ποιο λόγο να χάσει το νησί την ευκαιρία αυτή να προβληθούν οι ομορφιές του σε όλο τον κόσμο; Κυκλοφορούν κιόλας τα πρώτα τουριστικά λευκώματα με τίτλους όπως «Το νησί του λοχαγού Κορέλι, Κεφαλονιά». Καμιά αντίρρηση. Μόνο που μια από τις ομορφιές του τόπου αυτού υπήρξε και η Εθνική Αντίσταση.

(Ελευθεροτυπία, 4/6/2000)

 

www.iospress.gr                                                   ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ