ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΙΣ ΗΠΑ
Η
κατασκευή της λευκής φυλής
Η
μεγαλύτερη ανακάλυψη του αμερικανικού
έθνους που γιορτάζει μεθαύριο είναι η "λευκή
φυλή". Αυτό που μοιάζει σήμερα αυτονόητο,
δηλαδή η κατάταξη των ανθρώπων σε "λευκούς"
και "έγχρωμους" υπήρξε αποτέλεσμα μιας
μελετημένης κοινωνικής διεργασίας, με
πρώτο στόχο τους νεοφερμένους μετανάστες.
Όταν πριν από λίγα
χρόνια διατυπώθηκε η θεωρία της «Μαύρης
Αθηνάς», ότι δηλαδή ο αρχαίος ελληνικός
πολιτισμός είχε πηγή προέλευσης την Αφρική,
ξεσηκώθηκαν όλοι οι «εθνικά ευαίσθητοι»
αναλυτές για να καταδικάσουν μετά
βδελυγμίας τη βλασφημία: πώς είναι δυνατόν
να ήταν μαύρος ο Σωκράτης;
Ας ετοιμαστούν τώρα
οι ίδιοι άνθρωποι να ανατριχιάσουν με τη
νέα πρόκληση: τους λέμε με σιγουριά ότι οι Έλληνες
μετανάστες που ταξίδεψαν αναζητώντας μια
καλύτερη τύχη στις Ηνωμένες Πολιτείες από
τα τέλη του 19ου αιώνα έως τα μέσα του 20ού δεν
ήταν λευκοί, αλλά κάποια άλλη φυλή, κάτι
μεταξύ μιγάδων και μαύρων. Οι Έλληνες
ομογενείς που θα παρελάσουν μεθαύριο για να
τιμήσουν την εθνική γιορτή της νέας τους
πατρίδας ανήκουν στη λευκή φυλή. Όμως οι
πατεράδες κι οι παππούδες τους ήταν κάτι
μεταξύ Αφρικανού και Ιάπωνα.
Δεν πρόκειται για
παραδοξολογία. Όπως θα διαπιστώσετε στις
σελίδες που ακολουθούν, οι Έλληνες
μετανάστες θεωρούνταν επί δεκαετίες στην
Αμερική ότι δεν ανήκαν στη λευκή φυλή. Δεν
αναφερόμαστε σε διεστραμμένες
περιθωριακές απόψεις Αμερικανών ρατσιστών,
οπαδών της «Λευκής Εξουσίας». Το γεγονός
ότι οι Έλληνες (και πολλοί άλλοι Ευρωπαίοι
μετανάστες) δεν ανήκουν στη λευκή φυλή έχει
επικυρωθεί με τον πιο επίσημο τρόπο από
δικαστικές αποφάσεις και χρειάστηκε πολύς
χρόνος για να «λευκανθούν» οι συμπατριώτες
μας μετανάστες.
Η ίδια ακριβώς διαδικασία ακολουθήθηκε με όλους τους μετανάστες που αναλάμβαναν να φέρουν σε πέρας εργασίες που δεν άρμοζαν σε «λευκό». Ούτε οι Ιταλοί ήταν τότε λευκοί. Τους αποκαλούσαν καταφρονητικά dago. Το ίδιο συνέβαινε και με τους λιγότερο μελαχρινούς, τους Πολωνούς, τους Σέρβους και τους Σκανδιναβούς. Σε όλους τους τόπους δουλειάς στις αρχές του 20ού αιώνα οι απόγονοι των πρώτων εποίκων και οι βορειοευρωπαίοι μετανάστες ονομάζονταν «λευκοί» για να διαχωριστούν από τους νοτιοευρωπαίους που δούλευαν δίπλα τους -στις σκληρότερες κατά κανόνα εργασίες. Η διάκριση αυτή δεν οφείλεται στο πιο σκούρο δέρμα των νοτιοευρωπαίων, αλλά στο είδος της εργασίας που τους είχε ανατεθεί. Απόδειξη είναι ότι ακόμα και σήμερα, όπως αναφέρει ο ιστορικός Νόελ Ιγκνάσιεφ, οι Σουηδοί που εργάζονται στα δάση των βορειοδυτικών περιοχών δεν θεωρούνται «λευκοί».
Πώς
έγιναν λευκοί οι Ιρλανδοί
Η περίπτωση των
Ιρλανδών είναι επίσης χαρακτηριστική. Οι
καθολικοί Ιρλανδοί, όταν άρχισαν να
μεταναστεύουν στις ΗΠΑ κατά τις αρχές του 19ου
αιώνα, ήταν το πρώτο μεγάλο μεταναστευτικό
κύμα από την Ευρώπη, το οποίο δεν είχε
προέλευση την Αγγλία και δεν αποτελούνταν
από προτεστάντες. Μετά την εγκατάστασή τους,
οι Ιρλανδοί αποτέλεσαν τμήμα του «μη λευκού»
εργατικού δυναμικού. Πολύ γρήγορα πήραν το
προσωνύμιο «λευκοί νέγροι» και την ίδια
περίοδο οι μαύροι ονομάστηκαν χλευαστικά «καπνιστοί
Ιρλανδοί». Αυτά τα παρατσούκλια
αντικατοπτρίζουν την αποστροφή και την
αηδία που έτρεφαν για τους μαύρους και τους
Ιρλανδούς οι ανώτερες «λευκές» κοινωνικές
τάξεις. Εκείνη την εποχή υποστηριζόταν
σοβαρά ότι Ιρλανδοί και μαύροι θα
αποτελέσουν ένα φυλετικό αμάλγαμα, θα
συγχωνευτούν δηλαδή σε έναν νέο ενιαίο
φυλετικό τύπο.
Φυσικά αυτό δεν
συνέβη. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Οι
Ιρλανδοί μεταβλήθηκαν σε «λευκούς». Όπως
λέει ο ιστορικός Νόελ Ιγκνάσιεφ σε μια
συνέντευξή του, «αντί να συμμαχήσουν με
τους μαύρους -ελεύθερους και δούλους- και να
ανατρέψουν το σύστημα της δουλείας και της
φυλετικής καταπίεσης το οποίο είχε
εγκαθιδρυθεί στις ΗΠΑ, επέλεξαν να
αναζητήσουν έναν τρόπο για να βρεθούν οι
ίδιοι σε μια ευνοϊκή θέση μέσα στο σύστημα»
(περιοδικό «Ζ», 1997). Ο ίδιος συγγραφέας έχει
αναλυτικά περιγράψει την ιστορική
διαδικασία στο βιβλίο του «Πώς έγιναν
λευκοί οι Ιρλανδοί». Ο εθνικός ήρωας των
Ιρλανδών Ντάνιελ Ο’Κόνελ, κάτι σαν τον
Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ή τον Γκάντι της εποχής
του, απηύθυνε το 1841 μια έκκληση προς τους
συμπατριώτες του που βρίσκονταν μετανάστες
στις ΗΠΑ, ζητώντας τους να συμμαχήσουν με
όσους αγωνίζονταν για την κατάργηση της
δουλείας. «Να αντιμετωπίζεις τον Νέγρο
παντού ως ίσο και ως αδελφό σου», έλεγε
στους Ιρλανδούς ο Ο’Κόνελ, «και μ΄ αυτό τον
τρόπο θα τιμάς το όνομα της Ιρλανδίας». Ο Ο’Κόνελ
ήταν ηγέτης του κινήματος των Καθολικών
στην Ιρλανδία που είχε στόχο να καταργήσει
τις διακρίσεις εις βάρος των ομοδόξων του.
Διακρίσεις, τις οποίες πολλοί σύγχρονοι
μελετητές (Ιγκνάσιεφ, Αλεν, Ρέντιγκερ)
ταυτίζουν με τις φυλετικές διακρίσεις εις
βάρος των μαύρων στην Αμερική. Ο Ο’Κόνελ
έφτασε να πει ότι όσοι δεν ταυτίζονται με
τον αγώνα για την κατάργηση της δουλείας
δεν είναι Ιρλανδοί. Όμως οι Ιρλανδοί στην
Αμερική απέρριψαν την έκκλησή του.
Ήταν ο μόνος τρόπος
να γίνουν δεκτοί στη «λέσχη» της λευκής
φυλής. Για να το πετύχουν αυτό έπρεπε αφενός
να κρατήσουν αποστάσεις από τον μαύρο
πληθυσμό της χώρας και αφετέρου να
εξευμενίσουν το εχθρικό κατεστημένο των
λευκών προτεσταντών. Ο Αλεν και ο Ιγκνάσιεφ
περιγράφουν τον τρόπο που αξιοποίησαν οι
Ιρλανδοί διάφορους θεσμούς της αμερικανική
κοινωνίας για να πετύχουν τον τελικό σκοπό:
το Δημοκρατικό Κόμμα, τα εργατικά συνδικάτα,
την εκκλησία, ακόμα και ορισμένες μορφές
κοινωνικών αναταραχών. Χαρακτηριστική
είναι η περίπτωση των ταραχών στη Νέα Υόρκη
τον Ιούλιο του 1863. Πρόκειται για τις πιο
βίαιες ταραχές που συνέβησαν ποτέ σε πόλη
των ΗΠΑ. Οι ταραχές ξεκίνησαν από τους
Ιρλανδούς που διαμαρτύρονταν για το νόμο
περί επιστρατεύσεως. Ο νόμος αυτός επέτεινε
τις κοινωνικές διακρίσεις, διότι υποχρέωνε
τους φτωχούς να πολεμήσουν στον εμφύλιο
πόλεμο, ενώ οι πλούσιοι είχαν τη δυνατότητα
να εξαγοράσουν τη θητεία τους. Πολύ γρήγορα
η εξέγερση μετατράπηκε σε προσπάθεια των
Ιρλανδών να αποκλείσουν τους μαύρους
εργάτες από τις αποβάθρες και να
μονοπωλήσουν ορισμένες δουλειές. Η
κοινωνική διαμαρτυρία μετατράπηκε σε
φυλετική έκρηξη εις βάρος των μαύρων. Οι
Ιρλανδοί σήκωσαν τη σημαία της
Συνομοσπονδίας (των Νοτίων) και ο Λίνκολν
υποχρεώθηκε να αποσύρει στρατεύματα από το
Γκέτισμπεργκ για να τους καταστείλει.
Τουλάχιστον 1000 μαύροι υπήρξαν θύματα της
εξέγερσης. Οι περισσότεροι λιντσαρίστηκαν
στους δρόμους. Η εξέγερση αυτή σημάδεψε τη
μετάβαση των Ιρλανδών στη «λευκή φυλή».
Η ίδια διαδικασία σημειώθηκε με όλους τους άλλους Ευρωπαίους μετανάστες που ακολούθησαν. Στην αρχή όλοι οι νεοφερμένοι εξαιρούνταν από τη «λευκή φυλή». Για να περάσουν στην άλλη πλευρά -όσοι κατάφεραν να το κάνουν- υποχρεώθηκαν να υποστούν την ταπεινωτική διπλή πιστοποίηση της «λευκότητάς» τους: έπρεπε να αποδείξουν την εχθρότητά τους προς τον μαύρο πληθυσμό και ταυτόχρονα να επιδείξουν την καλή τους διάθεση προς το κατεστημένο των λευκών προτεσταντών.
Η κατασκευή του λευκού ανθρώπου
Η σύγχρονη
αμερικανική ιστορία αποδεικνύει λοιπόν ότι
η λεγόμενη «λευκή φυλή» δεν είναι μια
βιολογική κατηγορία, αλλά μια κοινωνική
κατασκευή. Είναι, δηλαδή, ένα αποτέλεσμα
μιας βίαιης επιβολής που δεν ταυτίζεται
ούτε με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ούτε με
τον τόπο προέλευσης του μετανάστη.
Η ιστορία της «φυλετικής
λευκότητας» στις ΗΠΑ ξεκινά με τον πρώτο
νόμο για την πολιτογράφηση ξένων που
ψηφίστηκε από το Κογκρέσο το 1790. Σύμφωνα μ’
αυτό το νόμο «αποδίδεται η ιδιότητα του
πολίτη σε όλα τα ελεύθερα λευκά άτομα που
έχουν μεταναστεύσει ή πρόκειται να
μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ, εφόσον δώσουν
ένορκη βεβαίωση ενώπιον δικαστή ότι
προτίθενται να παραμείνουν στη χώρα, με την
προϋπόθεση ότι έχουν ήδη συμπληρώσει
παραμονή ενός χρόνου στις ΗΠΑ».
Η αναφορά σε «λευκά άτομα» έδωσε τη δυνατότητα και τη δύναμη σε πολλούς Ευρωπαίους να αποφασίσουν το μεγάλο ταξίδι. Όμως πολύ γρήγορα αυτή η αναφορά «συμπληρώθηκε» με νεότερες διατάξεις, εφόσον η κατάταξη κάποιου στη «λευκή φυλή» δεν γινόταν αυτομάτως. Ανέλαβαν, λοιπόν, τα δικαστήρια να κρίνουν. Η υπόθεση κατέληξε σε τραγέλαφο, εφόσον μετανάστες από συγγενικές χώρες κατατάσσονταν σε διαφορετικές φυλές. «Το δικαστήριο ελπίζει ότι μια νομοθετική τροπολογία θα ξεκαθαρίσει την έννοια της λέξης λευκός», παραπονιέται ένας απελπισμένος δικαστής στην απόφασή του τον Ιανουάριο του 1910. Ενας άλλος δικαστής το 1924 επιχείρησε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, ερμηνεύοντας με πολιτικά κριτήρια τον φυλετικό νόμο του 1790: «Είναι προφανές ότι η άρνηση του Κογκρέσου (να πολιτογραφήσει μετανάστες από την Ασία) δεν οφείλεται στο χρώμα, ως χρώμα, αλλά μόνο στο χρώμα ως απόδειξη ενός είδους πολιτισμού, τον οποίο χαρακτηρίζει. Το κίτρινο ή το μαύρο φυλετικό χρώμα είναι η σφραγίδα του ανατολικού δεσποτισμού. Κρίθηκε ότι οι υπήκοοι αυτών των δεσποτειών, με εμμονή και βαθιά ριζωμένη παράδοση σ’ αυτόν τον πολιτισμό, δεν ήταν ικανοί και κατάλληλοι για τη δημοκρατική μορφή διακυβέρνησης».
Η
κατάργηση της λευκής φυλής
Στηριγμένοι στις
παραπάνω σκέψεις μια ομάδα αμερικανών
ερευνητών και ιστορικών έχει συσπειρωθεί
τα τελευταία χρόνια γύρω από το αίτημα να
καταργηθεί η λευκή φυλή. Εφόσον πρόκειται
για κοινωνική κατασκευή, υποστηρίζει η
ομάδα, είναι δυνατή και η κατάργησή της. Οι
υποστηρικτές της άποψης αυτής διαχωρίζουν
τη θέση τους από τον κλασικό «αντιρατσισμό»:
«Ο όρος ρατσισμός», γράφει ο Ιγκνάσιεφ στο
θεωρητικό περιοδικό της ομάδας με τον
χαρακτηριστικό τίτλο Race Traitor (Προδότης της
Φυλής), «εφαρμόζεται σε μια σειρά
διαφορετικές συμπεριφορές, ορισμένες από
τις οποίες είναι αμοιβαία ασύμβατες και
κατάντησε να σημαίνει περίπου μια τάση να
αντιπαθούμε κάποιον εξαιτίας του χρώματος
του δέρματός του. Παράλληλα, ο
αντιρατσισμός παραδέχεται τη φυσική ύπαρξη
των 'φυλών', όσο κι αν αντιτίθεται στις
κοινωνικές διακρίσεις μεταξύ τους. Οι
οπαδοί της κατάργησης των φυλών
υποστηρίζουν, αντιθέτως, ότι οι άνθρωποι
δεν ευνοούνται κοινωνικά επειδή είναι
λευκοί. Μάλλον ορίζονται ως λευκοί, επειδή
ακριβώς ευνοούνται κοινωνικά. Η ίδια η φυλή
είναι ένα αποτέλεσμα της κοινωνικής
διάκρισης. Όσο υπάρχει η λευκή φυλή, όλα τα
κινήματα κατά του ρατσισμού είναι
καταδικασμένα να αποτυγχάνουν».
Οι υποστηρικτές της κατάργησης επικαλούνται ένα πρόσφατο παράδειγμα για την επίδραση ακόμα και του όρου «λευκός». Τη δεκαετία του ’60 σχεδόν ομόφωνα έγινε αποδεκτός ο όρος «μαύρος» για να αντικαταστήσει τον όρο «νέγρος», με πρωτοβουλία όσων μετείχαν ενεργά στο αντιρατσιστικό κίνημα της εποχής και πρώτ' απ' όλα τους ίδιους τους μαύρους. Η αντικατάσταση αυτή καταργούσε βέβαια τον υποτιμητικό ή και υβριστικό όρο (νέγρος) αλλά δεν ανέτρεπε τη φυλετική διάκριση, εφόσον επικύρωνε με όρους απόλυτους (μαύρο-άσπρο) τον δυαδικό χωρισμό της κοινωνίας. Η μόνη εξήγηση της προτίμησης στον όρο "μαύρο" είναι ότι η αναφορά αυτή ενίσχυε την αντίθεση στη «λευκή» ιδιότητα των κυρίαρχων τάξεων. Απέναντι στην εδραιωμένη "Λευκή Εξουσία" αντιπαρατέθηκε το κίνημα της ανερχόμενης "Μαύρης Εξουσίας". Ίσως γι’ αυτό το λόγο το κίνημα της πολιτική ορθότητας δέχτηκε πολύ γρήγορα να αντικαταστήσει τους δυο όρους με δυο άλλους, εξίσου ανακριβείς, αλλά που αποκρύπτουν τη διαιωνιζόμενη αντίθεση: οι «λευκοί» μετατράπηκαν σε «Καυκάσιους» και οι «μαύροι» σε «Αφρικανούς-Αμερικάνους». Η ανυπόφορη αντίθεση καλύφτηκε πίσω από τις υποφερτές λέξεις.
(Ελευθεροτυπία, 2/7/2000)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |