ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΑ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΑ
Οι άλλοι Τουρκοκύπριοι
1.
2.
Εικοσιέξι
χρόνια μετά τον Αττίλα, τι ξέρουμε για τους
Τουρκοκύπριους εκείνους που αγωνίζονται
ενάντια στο "εθνικά υπερήφανο"
καθεστώς του Ραούφ Ντενκτάς; Ο Ιός πέρασε
την Πράσινη Γραμμή, μίλησε με την ξεχασμένη
Αριστερά της αντίπερα όχθης και καταθέτει
τη μαρτυρία του.
Δεν ήταν μια άνετη δημοσιογραφική αποστολή. Η ασφυκτική συνοδεία των ανθρώπων του τουρκοκυπριακού Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών (το οποίο υπάγεται άμεσα στο εκεί Υπουργείο Εξωτερικών & Άμυνας), η παρουσία τους στη διάρκεια των συνεντεύξεων, η πασιφανής τέλος εμμονή τους να ελέγξουν τις επαφές μας, αποκλείοντας με διάφορα προσχήματα τις πιο "ενοχλητικές" φωνές, έθεσαν αναπόφευκτους περιορισμούς στην προσπάθειά μας να έρθουμε σε επαφή με το κομμάτι εκείνο της τουρκοκυπριακής κοινωνίας που αντιστέκεται στην εθνικιστική πολιτική του καθεστώτος Ντενκτάς ή, έστω, διαφοροποιείται απ' αυτήν. Το πρωί της δεύτερης μέρας, μάλιστα, η απόπειρά μας να παρακάμψουμε αυτά τα εμπόδια παραλίγο να οδηγήσει σε απέλασή μας από τα Κατεχόμενα -απόφαση που μας ανακοινώθηκε επίσημα αλλά λίγο αργότερα ανακλήθηκε, για λόγους τους οποίους μόνο να υποθέσουμε μπορούμε. Εντελώς διαφορετικής τάξης προβλήματα αντιμετωπίσαμε τέλος και από την ελληνοκυπριακή πλευρά, κατά την καθημερινή διάβαση της Πράσινης Γραμμής στο οδόφραγμα του Λήδρα Παλάς, καθώς κάποιοι αστυνομικοί προσπάθησαν να φέρουν διάφορα γραφειοκρατικά προσκόμματα στις μετακινήσεις μας.
Έστω κι έτσι, όμως, η επίσκεψή μας στην "Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου" στις αρχές Ιουλίου, αμέσως μετά την πρόκληση των κατοχικών στρατευμάτων στα Στροβίλια, υπήρξε έξοχα διδακτική. Πρώτον, γιατί είδαμε -για πολλοστή φορά- τι θα πει επικράτεια οργανωμένη με βάση τις επιταγές της εθνικής ασφάλειας και καθαρότητας: πανταχού παρούσες οι σημαίες της "ΤΒΔΚ" και της "μητέρας πατρίδας", τα αγάλματα του Κεμάλ και οι επιγραφές "τι ευτυχία να είσαι Τούρκος", αλλά και οφθαλμοφανής η απέχθεια των επίσημων συνοδών μας προς οτιδήποτε διασπά τη διατεταγμένη προσήλωση προς τα "εθνικά ιδεώδη". Δεύτερον, γιατί διαπιστώσαμε πόσο η τρέχουσα εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων προκαλεί μια απίστευτη ανασφάλεια στο σκληρό πυρήνα του τουρκικού μιλιταρισμού, προέκταση του οποίου αποτελεί το καθεστώς Ντενκτάς. Για τους Τουρκοκυπρίους εκείνους που επιθυμούν να ξεφύγουν από τα σημερινά αδιέξοδα, αντίθετα, οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών -είτε πρόκειται για τα ελληνοτουρκικά, είτε για τις ζυμώσεις που σχετίζονται με την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας- τροφοδοτούν ελπίδες για μια καλύτερη ζωή.
Η γνωριμία μας με
αυτό το κομμάτι της τουρκοκυπριακής
κοινωνίας υπήρξε η πιο ενδιαφέρουσα
αποκάλυψη της επίσκεψής μας στα Κατεχόμενα.
Αγνοημένοι εντελώς από την ελληνική κοινή
γνώμη, οι αριστεροί του "ψευδοκράτους"
δίνουν εδώ και χρόνια τη δική τους μάχη, όχι
μόνο για περισσότερο ψωμί και δημοκρατία,
αλλά και για την καταπολέμηση του
εθνικισμού, την ανάπτυξη καναλιών
επικοινωνίας με τους Ελληνοκύπριους
συμπατριώτες τους και την εξεύρεση μιας
αμοιβαία ικανοποιητικής λύσης στο πρόβλημα
του νησιού.
Ο άγνωστος
Τουρκοκυπριωτισμός
Πρώτη μας διαπίστωση είναι πως υπάρχει άμεση αντιστοιχία ανάμεσα στο πολιτικοϊδεολογικό στίγμα των τουρκοκυπριακών πολιτικών δυνάμεων και την τοποθέτησή τους στο "εθνικό" ζήτημα. Για την εθνικιστική δεξιά, πρόκειται για ψευδοπρόβλημα: "το μόνο κυπριακό πράγμα που υπάρχει", φέρεται να έχει πει ο Ντενκτάς, "είναι το γαϊδούρι. Οι κάτοικοι του νησιού είμαστε ή Τούρκοι ή Ελληνες". Για την Αριστερά, αντίθετα, η κυπριακή ταυτότητα αποτελεί βασικό στοιχείο του αυτοπροσδιορισμού και των πολιτικών προτεραιοτήτων της. Ήδη πριν από την εισβολή του 1974, η εμφάνιση των πρώτων αντιπολιτευτικών κινήσεων στο εσωτερικό της κοινότητας συνδέθηκε στενά όχι μόνο με ερεθίσματα των φοιτητών που σπούδαζαν στην Άγκυρα ή την Κωνσταντινούπολη, αλλά και με την ανάπτυξη μιας διάχυτης δυσαρέσκειας ενάντια στους τούρκους αξιωματικούς που είχαν έρθει να στελεχώσουν την αντίσταση των θυλάκων απέναντι στην κεντρική (ελληνο)κυπριακή κυβέρνηση. Τρεις δεκαετίες μετά, ο πολλαπλός και συχνά ασφυκτικός εναγκαλισμός του "εθνικού κέντρου" εξακολουθεί να τροφοδοτεί τις ίδιες αντιστάσεις.
Το επιβεβαιώσαμε
μιλώντας με κόμματα και συνδικάτα από όλο
σχεδόν το φάσμα της τουρκοκυπριακής
Αριστεράς. Σαφέστερος από όλους ήταν ο
Αλπάι Ντουρντουράν, ουσιαστικός νικητής
των εκλογών του 1981 (για την αποτροπή της
πρωθυπουργοποίησης του οποίου εκδηλώθηκε
τότε ανοιχτή παρέμβαση της Άγκυρας) και
σήμερα ένας από τους ηγέτες του
ριζοσπαστικού Κόμματος Πατριωτικής
Ενότητας (ΥΒΗ): "Πατρίδα μας", τονίζει,
"είναι η Κύπρος. Ετσι πιστεύουμε και γι'
αυτό ονομάσαμε το κόμμα μας 'πατριωτικό'.
Δεν είμαστε εθνικιστές. Αυτή την πατρίδα
θέλουμε να την επανενώσουμε, γιατί αλλιώς
δεν πρόκειται να λυθούν τα προβλήματα
καμιάς από τις δυο κοινότητες". Ίδιες
διατυπώσεις κι από τον -διωκόμενο σήμερα-
εκδότη και διευθυντή της εφημερίδας 'Αβρούπα',
Σενέρ Λεβέντ: "Το 1983 ανακηρύχθηκε η ΤΔΒΚ,
δεν τη θεωρώ όμως κυρίαρχο κράτος αλλά
επαρχία που κυβερνιέται απ' την Τουρκία.
Εμείς εδώ αρνούμαστε τη λογική των μητέρων
πατρίδων. Πατρίδα μας είναι τούτο το νησί, η
Κύπρος. Ως Τουρκοκύπριος, λέω πως είμαι
πρώτα Κύπριος κι ύστερα Τούρκος".
Λιγότερο διακηρυκτικοί, αλλά παρόλα αυτά εξίσου κατηγορηματικοί, οι επικεφαλής των κυριότερων αριστερών συνδικάτων θα εστιάσουν τα πυρά τους στην αντιμετώπιση της Βόρειας Κύπρου από το "εθνικό κέντρο". "Οι Τουρκοκύπριοι οδηγούνται συστηματικά έξω από την παραγωγή, ως αποτέλεσμα μιας λανθασμένης πολιτικής", μας τονίζει π.χ. ο Αλί Γκούλε, πρόεδρος της Επαναστατικής Ομοσπονδίας Εργατικών Συνδικάτων (Dev-Is), που πρόσκειται στο Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα (CTP). "Πολλές παραγωγικές μονάδες έχουν οδηγηθεί σε κλείσιμο, στη βάση της αντίληψης ότι η Τουρκία μπορεί να παρέχει τα αντίστοιχα αγαθά με πολύ μικρότερο κόστος. Αυτή η φιλοσοφία εξακολουθεί να επικρατεί και σήμερα, με καταστροφικά αποτελέσματα. Πολλοί Τουρκοκύπριοι εξαναγκάζονται έτσι να μεταναστεύσουν". "Εκτός από το ελληνικό κι ευρωπαϊκό εμπάργκο, υπάρχει επίσης το άτυπο τουρκικό εμπάργκο κατά των Τουρκοκυπρίων, που δεν επιτρέπει να αναπτυχθεί μια ντόπια παραγωγική βάση", συμπληρώνει ο Βαρόλ Ερτούγ, γενικός γραμματέας του συνδικάτου των δασκάλων (KTOS). "Εισάγουμε τα πάντα από την Τουρκία, όμως η Τουρκία δεν εισάγει σχεδόν τίποτα από εμάς. Υπάρχουν περίπου 70 εκατομμύρια Τούρκοι, ενώ οι κάτοικοι της Β.Κύπρου είμαστε μόλις 200.000. Από ένα πορτοκάλι ο καθένας αν αγόραζαν, δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα εξαγωγής των εσπεριδοειδών μας - αλλά δεν το κάνουν. Οι ηγέτες μας λένε πως η Τουρκία είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που μας αναγνωρίζει ως κράτος. Εμείς δεν το πιστεύουμε: αίσθησή μας είναι πως η Τουρκία δεν θέλει να παράγουμε, μας θέλουν μονάχα σαν γκαρσόνια τους".
Εκτός από το γεγονός
ότι τα μεροκάματα στη βόρεια Κύπρο
παραμένουν κατά πολύ ψηλότερα από ό,τι στην
ίδια την Τουρκία, πηγή προβλημάτων προς
αυτή την κατεύθυνση αποτελεί και η
νομισματική εξάρτηση από το εθνικό κέντρο,
με την τουρκική λίρα να χρησιμοποιείται ως
εθνικό νόμισμα της "ΤΔΒΚ". Ακόμη κι ο
εξαιρετικά μετριοπαθής πρόεδρος του CTP,
Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, δεν θα παραλείψει έτσι,
κάνοντας τον απολογισμό της εικοσάμηνης
παραμονής του κόμματός του στην κυβέρνηση
(1994-96), να συνδέσει την αδυναμία εκπλήρωσης
των προεκλογικών υποσχέσεών του με τις
επιλογές της Άγκυρας: "Το βασικό εμπόδιο
που συναντήσαμε στην υλοποίηση της
πολιτικής μας ήταν η τεράστια υποτίμηση της
τουρκικής λίρας, αμέσως μετά το σχηματισμό
της κυβέρνησής μας, που οδήγησε σε
πληθωρισμό 276% μέσα σε ένα χρόνο.
Επιχειρήσαμε να εισάγουμε δικό μας νόμισμα,
σταθερά προσδεδεμένο στο δολάριο, όμως η
Τουρκία δεν το επέτρεψε. Η τουρκική
κυβέρνηση της εποχής ακολουθούσε μια
πολιτική οικονομικού φιλελευθερισμού, με
την οποία επέμενε να εναρμονιστούμε. Ο τότε
πρωθυπουργός δήλωσε 'δεν δίνω λεφτά για τα Άδανα,
γιατί θα πρέπει να δώσω για την Κύπρο;' Αυτό
το έκαναν για γενικότερους λόγους, εμάς
όμως μας έβλαψε πολύ".
Η πλημμυρίδα των
αδελφών
Η αίσθηση αυτή του
παραγκωνισμού από το εθνικό κέντρο
γιγαντώνεται σε απελπισία όταν τίθεται επί
τάπητος το θέμα των εποίκων. Πρόκειται ίσως
για τον καθοριστικότερο παράγοντα που
επιδρά στο διακριτό αυτοπροσδιορισμό των
Τουρκοκυπρίων - τουλάχιστον όσων δεν είναι
πλήρως ενταγμένοι στο πλέγμα των
μηχανισμών της "εθνικής ασφάλειας",
που αποτελούν και το βασικό δίαυλο για
συμμετοχή στα ωφελήματα της μετά το 1974
εποχής. Ο αριθμός των ανθρώπων από την
Ανατολία που έχουν εγκατασταθεί στο νησί
θεωρείται εθνικό απόρρητο (και
υπολογίζεται από διάφορες πηγές μεταξύ 60 κι
100.000), όλοι όμως οι συνομιλητές μας θα
επισημάνουν ότι περιλαμβάνει δυο εντελώς
διαφορετικά πληθυσμιακά υποσύνολα. Το
μεγαλύτερο αφορά τους "πολίτες" -
εποίκους κατά κανόνα οργανωμένους στο
φασιστικό ΜΗΡ, που έχουν μεταφερθεί στο
νησί και πολιτογραφηθεί στη βάση ενός
εποικιστικού σχεδίου με διπλή στόχευση:
ανατροπή της γενικότερης δημογραφικής
ισορροπίας και παγίωση των "τετελεσμένων"
του '74 από τη μια, ενίσχυση της πολιτικής
βάσης του καθεστώτος με "εθνικώς υγιή"
στοιχεία, για το ενδεχόμενο αμφισβήτησής
του από τους γηγενείς αφετέρου. Η δεύτερη -και
μεταγενέστερη- κατηγορία επήλυδων έφτασε
στη Βόρεια Κύπρο κατά τη δεκαετία του '90,
αποκαλείται συμβατικά "οι παράνομοι"
και παρουσιάζει εξαιρετική ομοιότητα με τη
γενικότερη οικονομική μετανάστευση από τον
Τρίτο Κόσμο προς τις αναπτυγμένες χώρες.
Για τους τουρκοκύπριους συνομιλητές μας, ωστόσο, αυτή η διαφοροποίηση έχει μάλλον δευτερεύουσα σημασία μπροστά στο τελικό αποτέλεσμα. "Η μαζική είσοδος αυτής της φτηνής εργατικής δύναμης, έχει καταστρέψει την τουρκοκυπριακή εργατική τάξη", μας εξηγεί ο πρόεδρος της Dev-Is. "Αν δεν βρεθεί σύντομα μια λύση στο Κυπριακό, θα μετατραπούμε σε μειονότητα στην ίδια μας τη χώρα". Ακόμη πιο κατηγορηματικός είναι ο Αλπάι Ντουρντουράν: "Αν δεν μπορέσουμε να λύσουμε γρήγορα το Κυπριακό, δεν βλέπω σωτηρία για την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Θα διαλυθούμε μέσα στον τουρκικό Ωκεανό". Ηπιότερες, οι εκτιμήσεις άλλων στελεχών θα εστιαστούν στην ανθρώπινη πλευρά του προβλήματος. "Το ζήτημα των εποίκων συνδέεται στενά με την επίλυση του Κυπριακού, έχει όμως και μια ανθρωπιστική πτυχή", τονίζει λ.χ. ο ηγέτης του CTP. "Πιστεύουμε πως αυτοί οι άνθρωποι, που έχουν εγκατασταθεί εδωπέρα επί 20 χρόνια, που παντρεύτηκαν, γέννησαν και σπούδασαν εδώ τα παιδιά τους, δεν μπορεί να απελαθούν. Προχθές μιλούσα με μια φοιτήτρια. 'Οι γονείς μου είναι Τούρκοι', μου είπε, 'όμως εγώ είμαι Τουρκοκύπρια'... Πρόκειται, λοιπόν, για μια πραγματικότητα που δύσκολα μπορεί να αλλάξει. Ίσως μετά την επίλυση του Κυπριακού κάποιοι από αυτούς -και δε νομίζω ότι θα είναι πολλοί- να πειστούν να φύγουν με ανταλλάγματα. Όχι όμως με τη βία. Εννοώ φυσικά τους πολιτογραφημένους κι όχι τους παράνομους. Αυτοί ήρθαν για να βγάλουν κάποια λεφτά και μπορεί να γυρίσουν πίσω ανά πάσα στιγμή".
"Για λόγους αρχής, δεν μπορούμε να είμαστε εχθρικοί απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους", τονίζουν από την πλευρά τους οι συνδικαλιστές του KTOS - χωρίς, ωστόσο, να χάνουν από τα μάτια τους τις πρακτικές επιπτώσεις του φαινομένου. "Οι περισσότεροι από αυτούς είναι απλοί άνθρωποι, γεωργοί και κτηνοτρόφοι, ταυτόχρονα όμως και οπαδοί της ακροδεξιάς. Δεν είμαστε αντίθετοι στα βασικά τους δικαιώματα, αλλά αντίθετοι στις πολιτικές τους απόψεις και την πολιτική του εποικισμού. Έχουν περισσότερα δικαιώματα απ' ό,τι οι Τουρκοκύπριοι: προσλαμβάνονται λ.χ. ευκολότερα χάρη στην υποστήριξη της κυβέρνησης, ενώ οι Τουρκοκύπριοι -ιδίως όταν είναι νέοι και αριστεροί- δεν βρίσκουν εύκολα δουλειά κι ωθούνται στη μετανάστευση". Ένα άλλο πρόβλημα που επισημαίνει ο πρόεδρος των δασκάλων είναι η καταστροφή της τοπικής κουλτούρας από τη μαζική εισροή των χωρικών της Ανατολίας, διαποτισμένων με περισσότερο παραδοσιακές και συντηρητικές αντιλήψεις. "Οφείλω όμως να επισημάνω ότι ανάλογη καταστροφική επίδραση ασκούν και άλλοι παράγοντες: τα τουρκικά ΜΜΕ, ακόμα και το εκπαιδευτικό σύστημα που έχει μεταφυτευθεί εδώ από την Τουρκία".
Το ευρωπαϊκό
όνειρο
Δεν υπάρχει, λοιπόν,
καμιά προοπτική για το άμεσο μέλλον; Όλοι
ανεξαίρετα οι συνομιλητές μας από την
τουρκοκυπριακή Αριστερά πρόβαλαν ως πάγια
θέση τους για την επίλυση του Κυπριακού την
"δικοινοτική-διζωνική Ομοσπονδία" (όπως
συμφωνήθηκε στις συνομιλίες κορυφής του
1977-1979 ανάμεσα στους Μακάριο, Κυπριανού και
Ντενκτάς), απορρίπτοντας κατηγορηματικά
τις πρόσφατες θέσεις της τουρκοκυπριακής
ηγεσίας για μια χαλαρή συνομοσπονδία. Οι
μεταξύ τους διαφοροποιήσεις αφορούν κυρίως
τη βάση πάνω στην οποία εδράζεται αυτή η
θέση: αν λ.χ. για τον αρχηγό του CTP η
ομοσπονδία αποτελεί "τη μόνη εφικτή λύση,
αποδεκτή από τη διεθνή κοινότητα και τους
Ελληνοκυπρίους", οι ριζοσπάστες
αντεθνικιστές του KTOS προτιμούν να θυμίζουν
ότι αυτή η φόρμουλα είχε προταθεί από το
συνδικάτο τους ήδη το 1972-73, πολύ πριν από τον
Αττίλα, και ως εκ τούτου αποτελεί ζήτημα
αρχής και όχι προσαρμογή στη συγκυρία. Οι
ίδιοι, πάντως, δεν φαίνεται να τρέφουν
ιδιαίτερες αυταπάτες για την προοπτική
μιας ειρηνικής λύσης από τα πάνω. "Δεν
εμπιστευόμαστε τους ηγέτες μας,
Τουρκοκυπρίους κι Ελληνοκυπρίους",
ξεκαθαρίζει ευθύς εξαρχής ο Βαρόλ. "Θεωρούμε
πως όλοι τους είναι υπηρέτες του εθνικισμού
και του ιμπεριαλισμού στη χώρα μας. Δικό μας
αίτημα είναι να ανοίξουν οι πύλες για τον
απλό κυπριακό λαό, έτσι ώστε να μπορέσουμε
να γνωριστούμε μεταξύ μας και να βρούμε
μόνοι μας μια λύση. Οι απλοί άνθρωποι, αυτοί
μόνο μπορούν να επιβάλουν την πραγματική
ειρήνη στην Κύπρο, αν τους δοθεί η ευκαιρία
να αναπτύξουν μεταξύ τους μια καλή σχέση".
Καθόλου συμπτωματικά, το συνδικάτο των
δασκάλων πρωταγωνιστεί εδώ και χρόνια στις
κινήσεις επαναπροσέγγισης των δυο
κοινοτήτων.
Ουτοπία; Βαθιά
σημαδεμένος από την εμπειρία του 1981 και τις
ήττες που ακολούθησαν, ο Αλπάι Ντουρντουράν
θεωρεί το παιχνίδι χαμένο -τουλάχιστον στο
εσωτερικό της χώρας: "Δυστυχώς, η θέληση
των Τουρκοκυπρίων δεν αποτελεί πλέον
παράγοντα για τις εξελίξεις στην Κύπρο. Δεν
μπορούμε να αλλάξουμε την κυβέρνηση, κι ως
εκ τούτου δεν μπορούμε να αλλάξουμε ούτε
την τουρκική πολιτική στο Κυπριακό. Παρόλα
αυτά, πιστεύω ότι, επειδή το πρόβλημα δεν
είναι μονάχα δικό μας αλλά διεθνές, κάποια
στιγμή το νησί θα επανενωθεί. Ποιος ξέρει; Ίσως
το 2002 η Τουρκία να αποφασίσει να το επιλύσει,
οπότε θα αρχίσουν πραγματικές
διαπραγματεύσεις...
Χωρίς να συμμερίζονται -δημόσια τουλάχιστον- αυτή την ανάλυση, και οι υπόλοιποι συνομιλητές μας δεν κρύβουν την ελπίδα τους για μια επιτάχυνση των εξελίξεων χάρη στο διεθνή παράγοντα. Υποστηρίζουν την ένταξη ολόκληρης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί με την Τουρκία (κάτι που για τα κόμματα της δεξιάς ισοδυναμεί σχεδόν με εθνική προδοσία). Έχουν την αίσθηση ότι η ευρωπαϊκή προοπτική αποτελεί ίσως την τελευταία ευκαιρία για την αποτροπή της πλήρους ενσωμάτωσης στη "μητέρα πατρίδα". "Πιστεύουμε πως η ΕΕ είναι ένα δημιούργημα του ιμπεριαλισμού, προϊόν της ανάγκης του κεφαλαίου για υπερεθνικές ολοκληρώσεις", μας δηλώνει ο γραμματέας του KTOS. "Υπό τις παρούσες συνθήκες, ωστόσο, δεν είμαστε αντίθετοι στην ένταξή μας σ' αυτήν, αν και θεωρούμε πολύ σημαντικότερη τη δημιουργία στενών δεσμών αλληλεγγύης ανάμεσα στους εργαζόμενους και τις αριστερές δυνάμεις της Ευρώπης"...
(Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 23/7/2000)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |