ΤΙ ΕΙΔΕ Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ



Βιετνάμ: η ρεβάνς του Νότου

 

1.   2.



Όσοι έχουν μείνει με την εντύπωση ότι ο πόλεμος του Βιετνάμ κερδήθηκε το 1975 από τους κομμουνιστές του Βορρά, μάλλον πέφτουν θύματα οφθαλμαπάτης. Στην πραγματικότητα, νικητές εδώ και κάμποσα χρόνια δικαιούνται να αισθάνονται εκείνοι που τότε υπεράσπισαν την υπόθεση του "Ελεύθερου Κόσμου".




Φορτωμένη με συμβολισμούς, η πρόσφατη επίσκεψη του αμερικανού προέδρου στο Βιετνάμ προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, ποικίλα σχόλια. «Ο Κλίντον πήγε στο Βιετνάμ και ούτε μια εκδήλωση διαμαρτυρίας εναντίον του δεν πραγματοποιήθηκε», πανηγύριζε λ.χ. από τις στήλες του «Βήματος» ο Ι.Κ.Πρετεντέρης (21/11/00), για να ειρωνευτεί στη συνέχεια όσους στα καθ’ ημάς εξακολουθούν να επιδεικνύουν τις όποιες αντιιμπεριαλιστικές ευαισθησίες: «Γιατί αυτή η ολιγωρία; Γιατί σιωπά το Βιετνάμ εκεί που μόνο ένας Καζάκος, μια Κανέλλη, ένας Παφίλης μπορούν να σηκώσουν το ανάστημά τους; Γιατί οι Παφίληδες της Άπω Ανατολής δεν δράττονται της ευκαιρίας να εκδηλώσουν το αδούλωτο φρόνημα του βιετναμέζικου λαού; Γιατί οι ηγέτες του Βιετνάμ δεν αρνούνται να σφίξουν το αιματοβαμμένο χέρι του Κλίντον, όπως έκανε ο Κωνσταντόπουλος; Δεν έχει Αλέκα το Βιετνάμ; Δεν τολμώ να φανταστώ ότι οι Βιετναμέζοι είναι τόσο κότες». Στην αντίπερα όχθη, ένας άλλος δημοσιογράφος θα αποτυπώσει κι αυτός με τον τρόπο του την αμηχανία πολλών ανθρώπων -ιδιαίτερα της Αριστεράς- για την αποθεωτική υποδοχή του απερχόμενου πλανητάρχη από τους κατοίκους μιας χώρας που έχει πολιτογραφηθεί ως το κατεξοχήν σύμβολο του αγώνα ενάντια στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα: «Το Βιετνάμ-σύμβολο το γνώρισε και το 'προσκύνησε' ηθικά ολόκληρη η ανθρωπότητα. Αντίθετα, για το σημερινό κράτος του Βιετνάμ ουδείς ενδιαφέρεται, κανένας δεν ξέρει τα προβλήματα ή τα ονόματα των ηγετών του, ελάχιστα διαφέρει από άλλες τριτοκοσμικές χώρες, κανένα δεν μπορεί να εμπνεύσει σε τίποτα. Αυτό το δεύτερο Βιετνάμ είναι που μπορεί να εξαγοράσει ή να εξανδραποδίσει οικονομικά ο Κλίντον και η Αμερική» (Γ.Δελαστίκ, 'Πριν' 19/11/00). 

Μπορεί να φαίνεται περίεργο, όμως κατά βάθος αυτές οι δύο διαμετρικά αντίθετες απόψεις κάπου συμπίπτουν. Απέναντι σε ένα Βιετνάμ που έχει αναγορευθεί σε παγκόσμιο σύμβολο, χάνοντας το μεγαλύτερο μέρος από την «υλική» υπόσταση του παρελθόντος του, οι πραγματικοί Βιετναμέζοι (άντρες και γυναίκες, αγρότες και αστοί, επιχειρηματίες και προλετάριοι) έχουν απωθηθεί στο περιθώριο της αφήγησης, μαζί με τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις μιας «πολιτικά ασήμαντης» ολόκληρης εικοσιπενταετίας. Γιατί όσα είδαμε πρόσφατα στις οθόνες μας δεν έρχονται από το πουθενά: έχει προηγηθεί μια ολόκληρη δεκαπενταετία μεταρρυθμίσεων και «ανανέωσης» που, ούτε λίγο ούτε πολύ, σηματοδοτούν την τελική νίκη του πάλαι ποτέ καπιταλιστικού Νότου πάνω στον (τυπικά νικητή) σοσιαλιστικό Βορρά, προσφέροντας έτσι μια ιδιόμορφη -αν και ανομολόγητη- «δικαίωση» σε όσους είχαν σπεύσει να προσφέρουν τότε τις υπηρεσίες τους στην υπόθεση του «Ελεύθερου Κόσμου» ενάντια στον «κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό». Ίσως η πιο αποκαλυπτική λεπτομέρεια αυτής της διαδικασίας είναι το γεγονός ότι, όπως αναλύουμε σε διπλανή στήλη, ο άνθρωπος που καθοδήγησε αυτή τη διαδικασία επιστροφής της χώρας στον καπιταλισμό δεν είναι άλλος από τον πρωθυπουργό του (τότε) Νοτίου Βιετνάμ που το 1965 είχε προσυπογράψει τη στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ και την έναρξη των βομβαρδισμών κατά του κομμουνιστικού Βορρά! 

Περεστρόικα αλά βιετναμικά

Αν κάτι εντυπωσιάζει στην περίπτωση της μεταπολεμικής εξέλιξης του Βιετνάμ, αυτό είναι η ταχύτατη ανατροπή των δεδομένων του 1975 και το εξαιρετικά μικρό χρονικό διάστημα που χωρίζει τη συντριβή της νοτιοβιετναμέζικης στρατιωτικής δικτατορίας από την επιστροφή των «τεχνοκρατών» της τελευταίας στους προθάλαμους της εξουσίας: μόλις έξι χρόνια μετά την ύψωση της σημαίας των Βιετκόγκ στο προεδρικό μέγαρο της Σαϊγκόν και πέντε από την επίσημη ενοποίηση της χώρας, η Επιτροπή Πόλης της βιετναμικής συμπρωτεύουσας (που έχει πλέον μετονομαστεί σε Πόλη του Χο Τσι Μινχ) έχει αποκαταστήσει ένα μεγάλο μέρος της ντόπιας αστικής τάξης, συγκροτημένης ως επί το πλείστον γύρω από την εκεί κινέζικη παροικία, αναθέτοντάς της τη δημιουργία αυτονομημένων φορέων εξαγωγικού εμπορίου με τον ευρύτερο περίγυρο της ΝΑ Ασίας. Στα επόμενα χρόνια, τα στελέχη του Νότου θα συγκροτήσουν τη σπονδυλική στήλη της «μεταρρυθμιστικής» πτέρυγας του ΚΚΒ, που διεκδικεί και στο τέλος επιβάλλει το σεβασμό των «αντικειμενικών οικονομικών νόμων» της αγοράς, ενάντια στην κολλεκτιβιστική παράδοση του Βορρά. Η επικράτησή τους θα έρθει το Δεκέμβριο του 1986, όταν το 6ο συνέδριο του κόμματος εκλέγει ως γενικό γραμματέα τον Νγκουγέν Βαν Λιν, επί δεκαετίες καθοδηγητή της Επιτροπής της Σαϊγκόν και διακηρυγμένο υποστηρικτή του «τερματισμού των διακρίσεων εις βάρος όσων διανοουμένων είχαν υπηρετήσει το καθεστώς του Ν. Βιετνάμ» (Library of Congress - Federal Research Division «Country Studies. Vietnam», 1988). Ενας στενός συνεργάτης (και προσωρινός αντικαταστάτης του στην Ε.Π. το 1976-81), ο Βο Βαν Κιετ, θα αναλάβει αντιπρόεδρος της κυβέρνησης για την οικονομία και πρόεδρος της Κρατικής Επιτροπής Σχεδιασμού, ενώ οι κυριότεροι εκπρόσωποι της γενιάς των ηγετών που διεξήγαγαν τους νικηφόρους επαναστατικούς αγώνες της προηγούμενης περιόδου (Τρουόνγκ Τσιν, Λε Ντουκ Το, Φαμ Βαν Ντονγκ) απομακρύνονται από το Π.Γ. του κόμματος «λόγω γήρατος και ασθενείας». Η νίκη των μεταρρυθμιστών θα αποτυπωθεί τέλος στα ντοκουμέντα του συνεδρίου, που επιβεβαιώνουν τις αποφάσεις μιας πρόσφατης Ολομέλειας (Ιούνιος 1985) για τερματισμό «της οικονομικής διαχείρισης με διοικητικές κυρίως μεθόδους» κι εξαγγέλλουν ότι στο εξής θα υπάρξει «διαχείριση της οικονομίας στη βάση της σωστής κατανόησης κι εφαρμογής των αντικειμενικών οικονομικών νόμων» -με περιορισμό των κρατικών επιδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις και θέσπιση της οικονομικής αυτοτέλειας των τελευταίων. Το όλο εγχείρημα θα ονομαστεί Doi Moi, «ανανέωση». 

Όπως ήταν φυσικό, οι ακριβείς διαστάσεις αυτής της «ανανέωσης» έμελλε να καθοριστούν στην πορεία των επόμενων χρόνων. Τον Αύγουστο του 1987 περιορίστηκαν οι κρατικές επιδοτήσεις προς τη βιομηχανία, με αποτέλεσμα μια σταδιακή «απελευθέρωση» των τιμών και την εκτίναξη του πληθωρισμού στο 700%, εξανεμίζοντας την αγοραστική δύναμη των μισθωτών και οδηγώντας χιλιάδες υπαλλήλους στη διαφθορά μόνο και μόνο για να επιβιώσουν. Ουσιαστικά επρόκειτο για την επιβολή ενός δρακόντειου προγράμματος λιτότητας κι αναδιάρθωσης, καταρτισμένου από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που ανέλαβε στο εξής την επίβλεψη και καθοδήγηση της βιετναμέζικης οικονομίας. Το Δεκέμβριο, μια νέα επενδυτική νομοθεσία θα χαρακτηριστεί από τους ειδικούς ως «η πλέον φιλελεύθερη σε όλη τη Ν.Α. Ασία» (‘Current History’ 4/1989). Τον Απρίλιο του 1988 η "απόφαση νο 10" του Π.Γ. τροποποίησε δραστικά τους όρους εκμετάλλευσης της γης, που τυπικά παρέμεινε κρατική ιδιοκτησία: «Βάσει του προηγούμενου συστήματος 'συμβολαίων', η γη των συνεταιρισμών παραχωρούνταν ανάλογα με τον αριθμό των εργαζομένων ανά οικογένεια, ενώ τώρα η χορήγησή της επρόκειτο να λάβει υπόψη τις σχετικές ικανότητες και την αποτελεσματικότητα κάθε νοικοκυριού», διαβάζουμε σε μια ευμενή ανάλυση των νέων μέτρων. «Όσοι κάλυπταν το πλάνο και τους φόρους τους, θα μπορούσαν στο εξής να πάρουν περισσότερη γη από εκείνους που απέτυχαν» (Porter 1990, σ.80). Οι καλλιεργητές αποκτούσαν το δικαίωμα «ενοικίασης» των χωραφιών για ένα διάστημα 25-70 χρόνων, με δικαίωμα μεταβίβασης της νομής στα παιδιά τους ή πώλησής του σε τρίτους΄ για λόγους ιδεολογικούς, ωστόσο, η τυπική αναγνώριση αυτού του καθεστώτος ατομικής ιδιοκτησίας της γης θα θεσπιστεί νομοθετικά μόλις στα τέλη του 1998. Ήδη από το Μάρτιο του 1989, όμως, η 6η Ολομέλεια του ΚΚΒ περιγράφει πλέον την επιδιωκόμενη πολιτική ως «καπιταλισμό υπό την εγγύηση του κράτους»: οι «ιδιωτικές καπιταλιστικές μορφές παραγωγής» και η «εμπορευματική οικονομία», διευκρινίζεται, «συνιστούν αναγκαίο στοιχείο της οικονομικής δομής στην πορεία προς το σοσιαλισμό», που αποτελεί τυπικά την προοπτική του απώτατου μέλλοντος... Το Γενάρη του 1994, αυτή η «σοσιαλιστική» στοχοθεσία θα επανεπιβεβαιωθεί πανηγυρικά, ταυτόχρονα με την έγκριση των συμβουλών του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας για «περιορισμό» του κρατικού τομέα στα απολύτως αναγκαία μίνιμουμ (μεταφορές, ενέργεια, κλπ) και «μετοχοποίηση» των υπόλοιπων κρατικών επιχειρήσεων. 

Εντυπωσιακότερη θα είναι η εκλαΐκευση αυτής της νέας γραμμής προς τις λαϊκές μάζες, που επί δεκαετίες είχαν διαπαιδαγωγηθεί με βάση λιγότερο ή περισσότερο εξισωτικά πρότυπα. Η στροφή του 1986 θα πάρει τη μορφή όχι μιας αναγκαίας προσαρμογής στη συγκυρία αλλά μιας «απελευθέρωσης» από δόγματα του παρελθόντος που όλοι θα όφειλαν στο εξής να αποκηρύξουν: «εξαλείψαμε πλήρως την αντιπάθεια, την προκατάληψη και τις απαγορεύσεις κατά του καπιταλιστικού τομέα», πανηγυρίζει χαρακτηριστικά ένας εκπρόσωπος του ΚΚΒ το Μάρτιο του 1994, ενώ ο Βο Βαν Κιέτ -ως πρωθυπουργός πλέον- θα είναι ακόμη πιο κατηγορηματικός στα τέλη του 1995: «Κάθε κόμπλεξ ή προκατάληψη εναντίον της ιδιωτικής οικονομίας πρέπει να ξεριζωθεί και οι επιχειρήσεις να ενθαρρυνθούν σε κάθε δραστηριότητά τους». Τολμηρότερος απ' όλους, ο διάδοχος του Νγκουγέν Βαν Λιν στη γραμματεία του κόμματος, Ντο Μουόι, θα διακηρύξει το καλοκαίρι του 1994 ότι «η εργατική τάξη πρέπει να υποστηρίξει και να ενθαρρύνει τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων να επεκτείνουν την παραγωγή και τις δραστηριότητές τους, έτσι ώστε να πλουτίσουν οι ίδιοι κι η πατρίδα τους»! Και καθώς δεν μπορούν όλοι να γίνουν πλούσιοι, αυτό που το κόμμα θα προτείνει στη συνδιάσκεψη του 1994 ως λύση για το πρόβλημα της φτώχειας, είναι η «κινητοποίηση των πλουσίων» με σκοπό να προβούν σε «ανθρωπιστικές και αγαθοεργές δραστηριότητες»! Είναι προφανές ότι, όπως επισημαίνει ένας από τους διεισδυτικότερους παρατηρητές της όλης διαδικασίας, «το γεγονός πως ένα μαρξιστικό -λενινιστικό κόμμα εκθειάζει τις αρετές του πλουτισμού, αγνοώντας τις ιστορικές απαρχές και τις συνέπειες του πλούτου, και ακόμη περισσότερο πιστεύει ότι η αγαθοεργία είναι η λύση για την ανιστότητα, υποτιμά ανεπιστρεπτί τη θεμελιακή του ιδεολογία», θέτοντας τη βάση για ανεξέλεγκτες κοινωνικές εκρήξεις (Kolko 1997, σ.71).

Πόλωση και αντιστάσεις

Παρά τις επίσημες θριαμβολογίες για την «επιτυχία» αυτής της «αναπτυξιακής» πολιτικής, και την αναπαραγωγή τους από τα δυτικά ΜΜΕ, οι επιπτώσεις της Doi Moi στη συνοχή και το βιοτικό επίπεδο της βιετναμικής κοινωνίας μόνο ρόδινες δεν μπορούν να θεωρηθούν. Η θέσπιση της αυτοχρηματοδότησης των κρατικών επιχειρήσεων μετά το Νοέμβριο του 1987 είχε ως αποτέλεσμα το κλείσιμο ή την ιδιωτικοποίηση 5.000 περίπου μονάδων σε σύνολο 12.300 μέσα σε μια δεκαετία΄ μια πτυχή αυτής της διαδικασίας 'εξυγίανσης' υπήρξε η απόλυση κάπου 800.000 εργαζομένων και η δραματική μείωση των πραγματικών μισθών της πλειοψηφίας όσων εξακολούθησαν να εργάζονται: βάσει των επίσημων στοιχείων, η αγοραστική αξία του μέσου μισθού στο δημόσιο τομέα έπεσε στο μισό μεταξύ 1985 και 1992, για να χάσει άλλο ένα 35% μέχρι τα τέλη του 1995... Από την άλλη, οι μεταρρυθμίσεις ουσιαστικά χάρισαν τις παραγωγικές μονάδες στους διευθυντές τους, καθώς οι τελευταίοι απέκτησαν το δικαίωμα να διαθέτουν όπως θέλουν (και κατ’ επέκτασιν να καρπώνονται) τα κέρδη που απέμεναν μετά την καταβολή των προβλεπόμενων εισφορών στις κεντρικές υπηρεσίες. Η ίδια η Παγκόσμια Τράπεζα, οργανισμός άμεσα αναμιγμένος σ’ αυτή την «εκσυγχρονιστική» διαδικασία, θα κάνει στις εκθέσεις της λόγο για «αυθόρμητες ιδιωτικοποιήσεις», επισημαίνοντας ότι «περιουσιακά στοιχεία και χρηματικές εισροές ξεγλιστρούν τακτικά από τα χέρια του κράτους περνώντας στον έλεγχο -αν όχι την πλήρη ιδιοκτησία- ιδιωτών, μέσα από μια ποικιλία μεθόδων που είναι συνήθως παράνομες και προκαλούν μια ευρύτατη αποδοκιμασία». Εξυπακούεται ότι αυτή η παροχή μιας ευρύτατης διοικητικής ευχέρειας στα ανώτερα στελέχη της κρατικής γραφειοκρατίας έχει εκτοξεύσει τη διαφθορά σε δυσθεώρητα επίπεδα. Μια άλλη πτυχή αυτής της πολιτικής «εξορθολογισμού» των δημόσιων δαπανών είναι η κατάργηση της δωρεάν υγειονομικής περίθαλψης κι εκπαίδευσης από το 1989 και μετά, με αποτέλεσμα όχι μόνο μια δραματική υποχώρηση της δημόσιας υγείας αλλά και τη μαζική εγκατάλειψη του σχολείου από τα παιδιά της φτωχής αγροτιάς, οι οικογένειες των οποίων δεν είναι πλέον σε θέση να καταβάλουν δίδακτρα ίσα με το εισόδημα 20 ημερών το μήνα.

Στην ύπαιθρο, άλλωστε, οι ανατροπές της «ανανέωσης» υπήρξαν κατεξοχήν δραματικές και οι αντιδράσεις πολύ πιο έντονες. Εξήντα εκατομμύρια στρέμματα ιδιωτικοποιήθηκαν de facto μέσα στην πενταετία 1988-93, κάτω από συνθήκες που συχνά άγγιξαν τα όρια της εμφύλιας σύγκρουσης. Αρμόδιοι για το διαχωρισμό των «παραγωγικών» προβάτων από τα «αντιπαραγωγικά» ερίφια, οι τοπικοί αξιωματούχοι θα επιδοθούν σε έναν αγώνα χωρίς προηγούμενο για τη διασφάλιση του καλύτερου δυνατού σημείου εκκίνησης στους εαυτούς και τον άμεσο περίγυρό τους, οικειοποιούμενοι την παραγωγικότερη φέτα από τις καλλιεργήσιμες γαίες. Ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης των συνεταιρισμών, αλλά και της δυνατότητας για υποθήκευση και πώληση της γης, μια έντονη ταξική διαφοροποίηση ήταν ήδη ορατή στην ύπαιθρο πριν από το 1993, όταν η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμούσε σε έκθεσή της πως «είναι πολύ πιθανή μια ακόμη μεγαλύτερη συγκεντροποίηση της γαιοκτησίας και του αριθμού των ακτημόνων»΄ ο ίδιος οργανισμός εκτιμούσε πως, από τη δρομολόγηση της φιλελεύθερης μεταρρύθμισης, μόνο ένα 22 % των αγροτών είχαν βελτιώσει τη θέση τους, ενώ το 60 % βρίσκονταν κάτω από το όριο της απόλυτης φτώχειας. Το 1998, το ποσοστό των ακτημόνων αγροτών φτάνει πλέον το 35 % σε ορισμένες περιοχές, από τους οποίους 10-13 εκατομμύρια στο εξαιρετικά γόνιμο Δέλτα του Μεκόνγκ. Η πιο χαρακτηριστική όμως πτυχή των επιπτώσεων του φιλελεύθερου «εκσυγχρονισμού» της βιετναμικής γεωργίας είναι αυτή που αποτυπώνεται στο μεγαλύτερο «επίτευγμα» της Doi Moi - τη μετατροπή της χώρας σε εξαγωγέα ρυζιού από το 1988 και μετά. Το 1997, το «σοσιαλιστικό» Βιετνάμ εξήγαγε έτσι 3,5 εκατομμύρια τόνους ρυζιού, τη στιγμή που ένα 42 % των παιδιών του υποσιτιζόταν σύμφωνα με τις (ενθουσιώδεις, κατά τα άλλα) επίσημες εκθέσεις των διεθνών οργανισμών... 

Όπως ήταν επόμενο, δραματική αυτή στροφή δεν έμεινε χωρίς αντιδράσεις από μέρους των θιγόμενων -ιδιαίτερα στο Βορρά, με τη μεγαλύτερη παράδοση συλλογικότητας και το αρτιότερο μέχρι πρότινος σύστημα κοινωνικής προστασίας. Ήδη το 1990-92, η επαρχία Ταν Χόα υπήρξε θέατρο μιας μαζικότατης αγροτικής εξέγερσης ενάντια στους τοπικούς αξιωματούχους, που τέθηκε υπό έλεγχο μονάχα με ένα μίγμα αμφίπλευρης καταστολής και έκτακτων επιδοτήσεων για την απορρόφηση του «απελευθερωμένου» εργατικού δυναμικού σε βιομηχανίες που οικοδομήθηκαν επί τούτου. Σοβαρότερα θα είναι τα πράγματα το 1997, με τον πολύμηνο ξεσηκωμό της επαρχίας Τάι Νίν, που καταλήγει -κι αυτός- σε εκτονωτικές εκκαθαρίσεις των ηγετικών κλιμακίων του τοπικού κόμματος. Ανάλογα φαινόμενα αυθόρμητων κινητοποιήσεων έχουμε και στις πόλεις, όπου ο επίσημος αριθμός απεργιακών κινητοποιήσεων το 1989-95 έφτασε τις 214, στις οποίες θα πρέπει να προστεθούν μερικές ακόμη εκατοντάδες ανεπίσημων «αδέσποτων απεργιών», με αυξητικές τάσεις από χρόνο σε χρόνο. Κι όλα αυτά, παρά τη θέσπιση μιας δρακόντειας εργατικής νομοθεσίας το 1994, η οποία προβλέπει άμεση απόλυση και ποινική δίωξη όσων ενέχονται σε «μη αναγνωρισμένους» διεκδικητικούς αγώνες!

Η όξυνση αυτή της ταξικής πάλης θα οδηγήσει, από τα τέλη του 1997, σε μια αισθητή σκλήρυνση του κρατικού μηχανισμού, με την ανάδειξη ως Γ.Γ. του ΚΚΒ ενός κατεξοχήν «προασπιστή της δημόσιας τάξης», του στρατηγού Λε Χα Φιέου -με παράλληλη διατήρηση των νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμιστών» από τα κρίσιμα κυβερνητικά πόστα. Έτσι ώστε το "κινέζικο" μοντέλο αδιατάρακτης επιστροφής στον καπιταλισμό χάρη στη σιδερένια γροθιά του "σοσιαλιστικού" μονοκομματικού κράτους...

(Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 3/12/2000)

www.iospress.gr                                                   ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ