ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΗΤΤΑ
Το νέο κουρδικό ζήτημα
1. 2.
Ο συγκλονιστικός αγώνας των Τούρκων φυλακισμένων δεν είναι ο μοναδικός τομέας στον οποίο διακυβεύεται το πρόσωπο της αυριανής Τουρκίας. Ακόμα πιο καθοριστική θα αποδειχθεί η εξέλιξη της συζήτησης, που ήδη έχει αρχίσει, για την αντιμετώπιση του κουρδικού ζητήματος τα χρόνια που έρχονται.
Με τις ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στο στρατό και τους αντάρτες του ΡΚΚ να έχουν περιοριστεί αισθητά (αν και όχι εντελώς: στις 30 Αυγούστου ανακοινώθηκε ο θάνατος 12 "τρομοκρατών" στο Τούντζελι και το Χάκαρι, κι ακολούθησε στις 11 Οκτωβρίου η είδηση για το σκοτωμό άλλων 7 σε διάφορα σημεία του Κουρδιστάν), και με την ένταξη στην Ε.Ε. να αποτελεί το μείζονα "εθνικό στόχο" της χώρας, ο διάλογος για τη μελλοντική κρατική πολιτική στα "Νοτιοανατολικά" (όπως αποκαλούνται ευφημιστικά οι κουρδικές επαρχίες) διεξάγεται πια όχι μόνο στους διαδρόμους των "συνήθως αρμόδιων" υπηρεσιών αλλά και δημόσια.
Ενα μεγάλο μέρος αυτής της συζήτησης αφορά τη ρύθμιση προβλημάτων που κληροδότησαν στην περιοχή οι πολεμικές επιχειρήσεις και η "αντιτρομοκρατική" πολιτική της τελευταίας δεκαπενταετίας: Αρση ή όχι του στρατιωτικού νόμου, που εξακολουθεί να ισχύει σε 4 επαρχίες; Επιστροφή των εσωτερικών προσφύγων στα (ισοπεδωμένα) χωριά τους ή εγκατάστασή τους σε "κεντρικούς" -και ευκολότερα ελεγχόμενους- οικισμούς, που κατασκευάζουν επιτούτου οι ένοπλες δυνάμεις; Ποιος θα "αναπτύξει" την περιοχή, με τι κονδύλια και προς ποια κατεύθυνση; Τι θα γίνει με την απαγόρευση που έχει επιβληθεί για "λόγους ασφαλείας" στη βοσκή των αιγοπροβάτων; Πώς, πότε και σε ποια έκταση θα αφοπλιστούν οι 95.000 περίπου "φρουροί του χωριού", τα τουρκικά δηλαδή ισοδύναμα των "δικών μας" εμφυλιοπολεμικών ΜΑΥ και ΤΕΑ; Πού θα τακτοποιηθούν επαγγελματικά οι απολυόμενοι από τις τάξεις τους; Μολονότι φαινομενικά "τεχνικά", τα προβλήματα αυτά είναι σε μεγάλο βαθμό πολιτικά -και εξίσου πολιτικά φορτισμένες είναι οι προτεινόμενες λύσεις.
Το βασικότερο όμως ερώτημα αφορά την κρατική πολιτική απέναντι στο "σκληρό πυρήνα" του όλου ζητήματος: την αντιμετώπιση της εθνοπολιτισμικής διαφορετικότητας του κουρδικού πληθυσμού. Η βίαιη καταστολή αυτής της διαφορετικότητας υπήρξε ο βασικός τροφοδότης του αποσχιστικού αντάρτικου επί μιάμιση δεκαετία. Μετά τη σύλληψη του Οτζαλάν και την εγκατάλειψη του ένοπλου αγώνα, η αναγνώριση και ο έμπρακτος σεβασμός της κουρδικής ταυτότητας και γλώσσας αποτελούν πλέον τη βασική διεκδίκηση όχι μόνο του νόμιμου (ακόμα) HADEP αλλά και του ίδιου του ΡΚΚ. Οπως περιγράφουμε αναλυτικά σε διπλανή στήλη, η κουρδική γλώσσα -απαγορευμένη απόλυτα
ως το 1991- εξακολουθεί μέχρι σήμερα να τελεί υπό το καθεστώς μιας ιδιότυπης καταστολής. Στην ίδια την Κωνσταντινούπολη οι απόπειρες λειτουργίας κουρδικών φροντιστηρίων από το Πολιτιστικό Κέντρο
Άνω Μεσοποταμίας το 1992 και από από το Ίδρυμα
Κουρδικού Πολιτισμού κι Ερευνών το 1998 αντιμετωπίστηκαν από τις αρχές με κλείσιμο και δίωξη των υπευθύνων για "πρόκληση σε διχόνοια μεταξύ των πολιτών".
Πολύ πιο εύγλωττες είναι, φυσικά, κάποιες λιγότερο φανταχτερές περιπτώσεις: στις 4 Οκτωβρίου 2000, λχ, η αστυνομία του Ντιαρμπακίρ ανακοίνωσε τη σύλληψη έξι συνδικαλιστών δασκάλων που είχαν την απρονοησία να στείλουν δίγλωσσες προσκλήσεις (στα τουρκικά και τα κουρδικά) για κάποια εκδήλωση -ενέργεια που εξακολουθεί να αποτελεί ποινικό αδίκημα με βάση την ισχύουσα νομοθεσία περί πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων. Στο ίδιο μήκος κύματος, η Turkish Daily News της 22 Αυγούστου μας ενημερώνει για την απαγόρευση 242 κασετών με κουρδική ως επί το πλείστον μουσική και τραγούδια. Οσο για τις κουρδικές εφημερίδες, αυτές σπάνια καταφέρνουν να κλείσουν μερικές εβδομάδες ζωής πριν η κυκλοφορία τους απαγορευθεί, τουλάχιστον στα "Νοτιοανατολικά". Εξίσου αποκαλυπτική είναι τέλος μια λεπτομέρεια απ' το πρόσφατο συνέδριο του HADEP (26/11/00): όταν ο προσκεκλημένος γερμανός ευρωβουλευτής Φελεκάζ Ουτζά θέλησε να απευθυνθεί στους συνέδρους στα κουρδικά, διακόπηκε από το ίδιο το προεδρείο του σώματος ' η παρέμβαση όμως αυτή δεν εμπόδισε τελικά τη δίωξη του τελευταίου, με τις συνήθεις κατηγορίες για "υπονόμευση της κρατικής ασφάλειας"!
"Ειδικά" προγράμματα
Ενας πρώτος γύρος ζυμώσεων -με παρεμβάσεις, εκθέσεις και προτάσεις των πολιτικών κομμάτων και τοπικών παραγόντων- έκλεισε τον περασμένο Ιούνιο, με την επίσκεψη του Ετζεβίτ στο Ντιαρμπακίρ και την ομιλία του στο περιφερειακό συνέδριο του κόμματός του. Με βασικό στόχο την καταπολέμηση της "υπανάπτυξης" της περιοχής, οι πρωθυπουργικές εξαγγελίες εστιάστηκαν κυρίως σε υποσχέσεις για ανοικοδόμηση των οικισμών, παροχή θέσεων εργασίας και προώθηση του διασυνοριακού εμπορίου, ενώ δεν έλειψαν οι "προειδοποιήσεις" για την ανάγκη καταπολέμησης της νέας στρατηγικής του ΡΚΚ.
Οπως αποκαλύφθηκε από διαρροές στα τουρκικά ΜΜΕ τρεις μήνες αργότερα, η ομιλία του Ετζεβίτ δεν ήταν παρά η άτυπη παρουσίαση ενός "μυστικού Ειδικού Προγράμματος", το οποίο είχε καταστρωθεί το Δεκέμβριο του 1999 με βάση τις υποδείξεις του (ελεγχόμενου απ' τους στρατιωτικούς) Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, και εφαρμοζόταν ήδη από τις αρχές
Μαΐου.
Σπονδυλική στήλη του Προγράμματος αυτού είναι η διαπίστωση ότι "η νίκη πάνω στο ΡΚΚ δεν θα ολοκληρωθεί αν πρώτα δεν εξασφαλιστεί η κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη των Νοτιοανατολικών επαρχιών". Βασικός στόχος που τίθεται, μαζί με την καταπολέμηση της "οικονομικής και κοινωνικής καθυστέρησης" της περιοχής και την υποχρεωτική θητεία των στελεχών του δημοσίου εκεί, είναι η οργάνωση μιας αφανούς "διακομματικής συνεργασίας" για το χειρισμό των "εθνικά ευαίσθητων" ζητημάτων που συνδέονται με την κουρδική μειονότητα. Πρόκειται με άλλα λόγια για ένα τυπικό αφομοιωτικό πρόγραμμα, από αυτά που συναντά κανείς σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου.
Εξαιρετικά "διακριτικοί" αποδεικνύονται αντίθετα οι συντάκτες του απέναντι στη γλωσσοπολιτισμική διαφορετικότητα των Κούρδων. "Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες", εξηγεί η Sabah (17/9/00), "ορισμένα επίμαχα πολιτιστικά ζητήματα όπως η εκπαίδευση και οι τηλεοπτικές εκπομπές στα κουρδικά δεν περιλαμβάνονται στο σχέδιο. Πληροφορούμαστε ότι αυτά τα θέματα αποκλείστηκαν από το σχέδιο γιατί θεωρήθηκαν 'υπερβολικά πολιτικοποιημένα'. Από την άλλη πλευρά, όμως, η ενίσχυση των τεχνικών δυνατοτήτων της TRT [της κρατικής ραδιοτηλεόρασης], προκειμένου τα προγράμματά της να φτάνουν σε κάθε σημείο της περιοχής, επισημαίνονται ως ένας από τους βασικούς στόχους". Ο ίδιος ο Ετζεβίτ έχει φροντίσει άλλωστε να δηλώσει εκ των προτέρων ότι "τα κουρδικά δεν είναι γλώσσα αλλά διάλεκτος" -και συνεπώς η διδασκαλία της δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης (Radikal 28/3/00).
Στο ίδιο μήκος κύματος θα κινηθεί και η έκθεση του τοπικού βουλευτή της αντιπολίτευσης, Χουσεϊν Τζελίκ, "περί της εκπαιδεύσεως στη Ν.Α. Ανατολία" (Ιούνιος 2000). Η έκθεση καταγράφει με συγκεκριμένους αριθμούς το χάσμα που χωρίζει τις κουρδόφωνες επαρχίες από τις τουρκόφωνες: το ποσοστό των κατοίκων με τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι μόνο 3,88%, έναντι 11% στην ανατολική Τουρκία και 22,9% στο σύνολο της χώρας ' 30% των κατοίκων του νομού του Ντιαρμπακίρ δεν έχει τελειώσει το δημοτικό -ποσοστό που στις γυναίκες φτάνει το 61,4%- ενώ ο εθνικός μέσος όρος είναι μόλις 11%. Στο διαταύτα, ωστόσο, το στέλεχος του Κόμματος Ορθού Δρόμου θα περιοριστεί σε "τεχνικές" προτάσεις για τη διόρθωση της κατάστασης (οικονομικά κίνητρα στους δασκάλους, περισσότερα κτίρια κι εκπαιδευτικοί, μελέτη του ενδεχόμενου επιβολής ποσοστώσεων για την εισαγωγή στα τριτοβάθμια ιδρύματα), χωρίς να θίξει το θέμα ταμπού της μητρικής γλώσσας του πληθυσμού.
ΜΙΤ, η εκσυγχρονίστρια
Το κενό θα σπεύσει να καλύψει η ηγεσία των ίδιων των μυστικών υπηρεσιών της χώρας. Στις 28 Νοεμβρίου, οι Σενκάλ Ατασαγκούν και Μικντάτ Αλπάι, διοικητής και υποδιοικητής της ΜΙΤ αντίστοιχα, δίνουν συνέντευξη τύπου ανακοινώνοντας τις θέσεις της υπηρεσίας για το ζήτημα. "Οι ένοπλες δυνάμεις", δηλώνουν, "καταβάλουν συντονισμένη προσπάθεια για να επωφεληθούν από την παράλυση του ΡΚΚ μετά τη σύλληψη Οτζαλάν. Ο χρόνος όμως κυλάει, και τα περισσότερα από αυτά που έπρεπε να έχουν γίνει δεν έγιναν ακόμη". Μια βδομάδα μετά τη σύλληψη του κούρδου ηγέτη, διευκρινίζουν, η ΜΙΤ είχε υποβάλει στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας ειδική έκθεση για τα μέτρα που θεωρούσε απαραίτητα. Το περιεχόμενό της όχι μόνο δεν υιοθετήθηκε, αλλά προκάλεσε έντονες αντιδράσεις: "Πώς τολμάτε να τα λέτε αυτά!"
Βασικό μέλημα των εκσυγχρονιστικών προτάσεων της ΜΙΤ εξακολουθεί να είναι, φυσικά, η καταπολέμηση του "εσωτερικού εχθρού": "Μην υποτιμάτε το ΡΚΚ. Αν ισχυριζόμασταν ότι ο Οτζαλάν δεν άσκησε κάποια επίδραση στην περιοχή τα τελευταία 20 χρόνια, θα λέγαμε ψέματα". Μετά τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα, ο κίνδυνος τώρα προέρχεται "από την πρόθεση του ΡΚΚ να εφαρμόσει το παλαιστινιακό μοντέλο, να μιμηθεί την Ιντιφάντα". Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, η ηγεσία της μυστικής υπηρεσίας εισηγείται ανοικτά πλέον μια πολιτική αξιοποίησης της κουρδικής γλώσσας "προς όφελος των εθνικών συμφερόντων, όπως ακριβώς χρησιμοποιούμε και τον Οτζαλάν".
Ορισμένες λεπτομέρειες της συνέντευξης, όπως δημοσιεύθηκαν την επομένη από την Turkish Daily News, είναι εξαιρετικά διαφωτιστικές για τη λογική και τούς στόχους της εισήγησης. "Θέλετε να κερδίσουμε με το μέρος μας τον πληθυσμό ή όχι;", αναρωτήθηκε λχ ρητορικά ο
Αλπάι, υπενθυμίζοντας ότι κατά τη θητεία του ως δικαστή στην Ούρφα το 1965 ήταν υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί διερμηνείς της κουρδικής και της αραβικής γλώσσας για να επικοινωνεί με τους διαδίκους. "Αν θέλετε να τους κερδίσουμε, τότε πρέπει να τους μιλήσουμε. Αλλά πώς; Με τη γλώσσα των νοημάτων; Μητρική τους γλώσσα είναι τα κουρδικά. Η Τουρκική Δημοκρατία έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα ανίκανη να κερδίσει τις μητέρες τους. Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, 60% των μανάδων της περιοχής δεν γνωρίζουν τουρκικά. Είναι λοιπόν άλλο πράγμα ένας θεατρικός θίασος που δίνει παράσταση στα κουρδικά για να εξάψει τον κουρδικό εθνικισμό, και τελείως διαφορετικό η χρήση της κουρδικής από το κράτος για να φτάσει το μήνυμά του ώς τους πολίτες του". Απ' την πλευρά του, ο Ατασαγκούν θα θυμίσει στους δημοσιογράφους την αναποτελεσματικότητα μιας παρωχημένης κατασταλτικής πολιτικής: "το δορυφορικό κανάλι Medya TV, που ακολουθεί τη γραμμή του ΡΚΚ, παρακολουθείται ανενόχλητα στα Νοτιοανατολικά. Οποιος θέλει, παίρνει μια δορυφορική κεραία και το βλέπει..."
Μεταξύ στρατού και Ευρώπης
Η υποδοχή αυτής της αναπάντεχης παρέμβασης υπήρξε το λιγότερο θορυβώδης. Ο γνωστός ευρωπαϊστής δημοσιογράφος Μεχμέτ Αλί Μπιράντ πανηγυρίζει δημόσια για την τομή: "Ενώ η χώρα κολυμπούσε σε μια θάλασσα απελπισίας, ο διοικητής της ΜΙΤ ήρθε αίφνης να αφουγκραστεί τις προσδοκίες του κοινού. Και είπε την αλήθεια" (TDN 29/11). Το συγκυβερνών φασιστικό ΜΗΡ, που θεωρείται σε γενικές γραμμές εκφραστής των απόψεων της στρατιωτικής ιεραρχίας, δεν κρύβει τη δυσφορία του, θα περιορίσει όμως την κριτική του στο αν η ηγεσία της ΜΙΤ είχε ή όχι την εξουσιοδότηση να τοποθετηθεί δημόσια. Το θέμα θα κλείσει με τη δήλωση του Ετζεβίτ, μόνου αρμόδιου να χορηγήσει τη σχετική άδεια, ότι η όλη κίνηση είχε εκ των προτέρων την έγκρισή του.
Είναι προφανές ότι στο εσωτερικό της πολιτικής ελίτ και των μηχανισμών ασφαλείας της Τουρκίας διεξάγεται μια έντονη αντιπαράθεση, με διακύβευμα τους συσχετισμούς ισχύος στο μεσοπρόθεσμο "ευρωπαϊκό" μέλλον -και πως, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το Κυπριακό, η συζήτηση για το Κουρδικό δεν είναι καθόλου άσχετη με αυτή τη διαδικασία.
Όσο για την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτή λειτουργεί μεν αποσταθεροποιητικά για τις "εθνικά υπερήφανες" θέσεις του παρελθόντος, δεν παύει όμως να διαπερνάται από σοβαρές αντιφάσεις.
Το μνημόνιο της Κομισιόν για την εταιρική σχέση της Τουρκίας που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 8/11/2000 είναι από αυτή την άποψη αποκαλυπτικό. Από τη μια, αποφεύγει επιδεικτικά οποιαδήποτε αναφορά σε "Κούρδους" και "μειονότητες", προκαλώντας τις διαμαρτυρίες των κουρδικών οργανώσεων και αποσπώντας τα εύσημα της τουρκικής κυβέρνησης (και τα συγχαρητήρια των τουρκικών ΜΜΕ προς τη Γαλλία, ο πρεσβευτής της οποίας διεκδίκησε δημόσια την τιμή γι' αυτή την "αποδυνάμωση"). Από την άλλη, ωστόσο, το ίδιο ντοκουμέντο θέτει ρητά ως βραχυπρόθεσμο κριτήριο "την κατάργηση όλων των διατάξεων που απαγορεύουν σε τούρκους πολίτες τη χρήση της μητρικής τους γλώσσας σε ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές", ενώ μεσοπρόθεσμα απαιτεί "τη διασφάλιση της πολιτισμικής πολυμορφίας και των πολιτιστικών δικαιωμάτων όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως καταγωγής".
Άμεσο αποτέλεσμα αυτών των διατυπώσεων ήταν η αναθέρμανση του σχετικού διαλόγου, σε τολμηρότερη μάλιστα βάση. Ο υπουργός για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, Μεσούτ Γιλμάζ, λχ, θα προτείνει την καθιέρωση εκπομπών της κρατικής TRT στα κουρδικά -διευκρινίζοντας ταυτόχρονα ότι "δεν τίθεται θέμα [καθαρά] κουρδικής τηλεόρασης, αφού τέτοια ειδικά κανάλια δεν υπάρχουν ούτε σε κάποιες χώρες μέλη της ΕΕ" (TDN 15/11). Παρά τις οργισμένες αντιδράσεις των υπουργών του ΜΗΡ, που χαρακτηρίζουν το όλο αίτημα "αντεθνικό" και "προσβλητικό για την εθνική αξιοπρέπεια", η πρόταση θα αποσπάσει τις επευφημίες όχι μόνο των εκπροσώπων των νόμιμων φορέων της επίμαχης περιοχής (με πρώτους τους προέδρους του δικηγορικού συλλόγου, του εμπορικού επιμελητηρίου και των γιατρών του Ντιαρμπακίρ) αλλά και του αρμόδιου υπουργού Εσωτερικών, Καζίμ Γιουξελέν, που τίθεται υπέρ της αναθεώρησης της σχετικής νομοθεσίας. Οι ίδιοι λόγοι φαίνεται πως επέβαλαν και στον -εθνικιστή- Ετζεβίτ να δώσει το πράσινο φως στη ΜΙΤ για τις "εκσυγχρονιστικές" διακηρύξεις της.
Ολα βαίνουν καλά, λοιπόν; Οχι απαραίτητα. Στις 7 Δεκεμβρίου, μια ανακοίνωση του Γενικού Επιτελείου ήρθε να αντιστρέψει σε μεγάλο βαθμό το κλίμα -και να δικαιώσει όσους υποστήριζαν πως "ο στρατός θεωρεί ότι η ΜΙΤ υπερέβη τα όρια" και πως "εκθέσεις του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας θεωρούν εθνικά επικίνδυνες τις εκπομπές στα κουρδικά, καθώς αυτές θα ενοποιήσουν γλωσσικά περιοχές στις οποίες μιλιούνται πολύ διαφορετικές διάλεκτοι" (Ozgur Politika 13/11). Χωρίς περιστροφές, η στρατιωτική ηγεσία θα ισχυριστεί ότι "το αίτημα για εκπαίδευση κι εκπομπές στα κουρδικά σχετίζεται άμεσα με την προσπάθεια του ΡΚΚ να παρέμβει στην πολιτική ζωή της χώρας" -και ο νοών νοείτω. Ολως παραδόξως, ωστόσο, οι ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας είναι οι πρώτες που έχουν παραβιάσει αυτή την αρχή: ο μοναδικός ραδιοσταθμός που αυτή τη στιγμή εκπέμπει στις δυο βασικές κουρδικές διαλέκτους, σε μια έμπρακτη αναγνώριση της τοπικής πραγματικότητας, είναι το Dicle Sesi ("η φωνή της τίγρης") των Ειδικών Δυνάμεων...
(Ελευθεροτυπία, 17/12/2000)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |