ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΑΛΥΤΡΩΤΙΣΜΟΙ


Οι Ακαδημίες πάνε στον πόλεμο

1.   2.   

Χρόνια τώρα, οι Ακαδημίες Επιστημών των βαλκανικών κρατών προετοίμαζαν το έδαφος για τους πολέμους και τις εθνοκαθάρσεις του σήμερα. Στο όνομα, πάντοτε, των «απαράγραπτων εθνικών δικαίων»...
 


Η σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις ασφαλείας της ΠΓΔ Μακεδονίας και τους αντάρτες του UCK βρισκόταν στο αποκορύφωμά της όταν, στις 30 Μαΐου, έσκασε η βόμβα: 


Με τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Εθελοντική ανταλλαγή εδαφών και πληθυσμού μεταξύ Μακεδονίας κι Αλβανίας!», η κρατικής ιδιοκτησίας εφημερίδα «Βέτσερ» ανακοίνωνε πως η Ακαδημία Επιστημών(ή, εν πάση περιπτώσει, ένα τμήμα της) έχει στα σκαριά σχέδιο για την «αναίμακτη» επίλυση της κρίσης: μια «εθελοντική και πολιτισμένη εθνοκάθαρση» των αμφισβητούμενων περιοχών, με την ανταλλαγή των εκατέρωθεν μειονοτικών ζωνών. 

* Σύμφωνα με το σχέδιο, τα αλβανικά προπύργια του Τέτοβο, του Γκόστιβαρ και του Ντέμπαρ παραχωρούνταν στην Αλβανία, με αντάλλαγμα τις περιοχές της (αλβανικής) Κάτω Πρέσπας και Πόγραδετς, όπου ζουν Σλαβομακεδόνες. 

* Για την «εκτόπιση των υπόλοιπων Αλβανών από τη Μακεδονία», προβλεπόταν προσφυγή στην «οικονομική βοήθεια της διεθνούς κοινότητας».

* Θεωρητική βάση της ανταλλαγής ήταν η εκτίμηση ότι «η συνύπαρξη Αλβανών και Μακεδόνων έχει καταστεί αδύνατη μετά το ξέσπασμα της στρατιωτικής κρίσης».

Ο αντίκτυπος της πρότασης των ακαδημαϊκών ήταν τεράστιος.

*Ο Κίρο Γκλιγκόροφ θεώρησε ότι «απειλεί την ακεραιότητα της χώρας και το δικαίωμα των κατοίκων της όσο και των γειτονικών χωρών να ζουν στον τόπο τους».

*Ο πρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών Μπράνκο Τσερβένκοφσκι έκανε λόγο για «πρόκληση σε εμφύλιο πόλεμο κι αυτοκτονία».

*Ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι τη χαρακτήρισαν «παιδαριώδη και παράλογη».

*Καταδικαστικές ανακοινώσεις εξέδωσαν επίσης τόσο τα μικρότερα κόμματα της αντιπολίτευσης, η Ενωση των Βετεράνων του Β' Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και οι πάσης φύσεως εκπροσωπήσεις των εθνικών μειονοτήτων (από την Ενωση Αλβανικής Διανόησης μέχρι το κόμμα των Σέρβων της ΠΓΔΜ).

*Εντονότερη από όλες υπήρξε, φυσικά, η αντίδραση των «ανταλλακτέων» Σλαβομακεδόνων του Τέτοβο, μέσω της διακομματικής επιτροπής «εθνικής ενότητας» που αυτοί έχουν συγκροτήσει μετά τα γεγονότα του περασμένου Μαρτίου.

Υπήρξαν, ωστόσο, και υποστηρικτές της προτεινόμενης «λύσης» -και μάλιστα στα ανώτερα κλιμάκια της πολιτικής ηγεσίας: Ο πρόεδρος της Βουλής Στογιάν Αντοφ βρήκε την πρόταση «τρομερά ενδιαφέρουσα», ενώ ο πρωθυπουργός Γκεοργκίεφσκι «προέβλεψε» από τηλεοράσεως (3.6.01) ότι «σε λιγότερο από ένα μήνα, το 90 % των Μακεδόνων θα σκέφτεται πως αυτή η ιδέα δεν είναι σε τελική ανάλυση και τόσο κακή».

Εγινε έτσι σαφές πως η πρόταση της Ακαδημίας δεν ήταν ένα απλό παιχνίδι επί χάρτου, αλλά έκφραση των ανομολόγητων σχεδιασμών ενός σκληροπυρηνικού κομματιού της σλαβομακεδονικής ηγεσίας. 

Το επιβεβαίωσε άλλωστε, με τον πιο πανηγυρικό τρόπο, το πρωτοσέλιδο της δεύτερης κρατικής εφημερίδας, της «Νόβα Μακεντόνια», στις 31 Μαΐου. Κάτω από τον τίτλο «Μαζί με το αλβανικό, θα λυθεί και το μακεδονικό ζήτημα», και επικαλούμενη μη κατονομαζόμενες «διπλωματικές πηγές», η εφημερίδα υποστήριξε πως η πρόταση της Ακαδημίας «είναι μονάχα ένα μέρος από το σενάριο για οριστική επίλυση του βαλκανικού προβλήματος και την απεμπλοκή της διεθνούς κοινότητας από την κινούμενη άμμο στην οποία έπεσε με την επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία».

Η «σφαιρική» αυτή λύση προβλέπει ανταλλαγές εδαφών όχι μόνο ανάμεσα στην Αλβανία και την ΠΓΔΜ, αλλά μεταξύ όλων σχεδόν των βαλκανικών χωρών, με στόχο τη δημιουργία «εθνικά καθαρών κρατών» στην περιοχή.

* Το πιο εντυπωσιακό μέρος του σεναρίου ήταν εκείνο που ενέπλεκε, Ελλάδα και Βουλγαρία:

«Η Μακεδονία μπορεί να απωλέσει τμήμα των εδαφών της στα δυτικά, αλλά θα κερδίσει ως αντιστάθμισμα τη Μακεδονία του Πιρίν καθώς και τμήματα της Αιγαιάτικης Μακεδονίας στα οποία ζει επίσης μακεδονικός πληθυσμός, τουτέστιν τις περιοχές γύρω από τη Φλώρινα, την Καστοριά, την Εδεσσα και την Αριδαία».

Η στόχευση όλης αυτής της τερατολογίας ήταν προφανής: να πεισθούν οι Σλαβομακεδόνες, που τους τελευταίους μήνες ζουν σε εθνικιστική υπερδιέγερση, ότι η προοπτική μιας εδαφικής διευθέτησης όχι μόνο δεν συνιστά εθνική προδοσία, αλλά, απεναντίας, θα οδηγήσει στο μεγάλωμα της χώρας! Οπως προφανής ήταν και η υπέρβαση κάθε μέτρου, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί η εφημερίδα να τα μαζέψει μέσα σε ένα 24ωρο: ο αρχισυντάκτης της Ναούμ Μπατζίεφ απολύθηκε με συνοπτικές διαδικασίες, το δε δημοσίευμα αποκηρύχθηκε ρητά σαν έμπνευση «τριτοκλασάτων διπλωματών» και ανεπίτρεπτη «επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις των γειτόνων μας». 

Η θύελλα των αντιδράσεων αποδείχθηκε, εξάλλου, μοιραία και για την ίδια την ηγεσία της Ακαδημίας. Ο πρόεδρός της Γκέοργκι Εφρέμοφ υποχρεώθηκε να υποβάλει την παραίτησή του στις 11 Ιουνίου.

Ο δε διάδοχός του, Ματέια Μάτεφσκι, έσπευσε να καταδικάσει απερίφραστα την «αντιιστορική και οπισθοδρομική ιδέα της ανταλλαγής πληθυσμών κι εδαφών, ως πιθανότητα εξόδου από την κρίση» (συνέντευξη στην εφημερίδα «Ούτρινσκι Βέσνικ», 7.7.01). 

Εκ των υστέρων, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει το όλο σχέδιο σαν μια δευτερεύουσα, σχεδόν αναμενόμενη, πτυχή της πολεμικής περιπέτειας στην οποία έχει βυθιστεί η γειτονική μας χώρα. Υπάρχει όμως μια πλευρά του ζητήματος που δεν είναι καθόλου τυχαία αλλά αποτελεί λίγο-πολύ δομικό στοιχείο, τόσο των πρόσφατων γιουγκοσλαβικών πολέμων όσο και των αναγεννημένων βαλκανικών εθνικισμών.

Το σερβικό μνημόνιο 

Ο λόγος για το ρόλο των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και της επίσημης πνευματικής ηγεσίας των βαλκανικών χωρών στη διατύπωση κάθε λογής μεγαλοϊδεάτικων προγραμμάτων, την καλλιέργεια του εθνικιστικού μίσους και την προετοιμασία των αλλεπάλληλων εθνοκαθάρσεων της τελευταίας δεκαετίας. Πολύ πριν τυπωθεί το επίμαχο φύλλο της «Βέτσερ», αυτό το έργο το είχαμε ξαναδεί.

**Η αρχή έγινε το 1985 στο Βελιγράδι, όταν η Σερβική Ακαδημία υιοθέτησε πρόταση του συγγραφέα (και μέλους της) Ντόμπρισα Τσόσιτς, για τη σύνταξη ενός «Μνημονίου πάνω στα τρέχοντα προβλήματα της κοινωνίας».

Το τελικό σχέδιο, δημοσιευμένο -κι αυτό- υπό μορφή «σκανδάλου» στην εφημερίδα «Βέτσερνιε Νόβοστι» τον επόμενο Σεπτέμβριο, δεν πρόλαβε να περάσει από την τυπική διαδικασία της συζήτησης κι επικύρωσής του από την ολομέλεια του σώματος, εκπλήρωσε όμως και με το παραπάνω τον προορισμό του. 

Ούτε λίγο ούτε πολύ, επρόκειτο για το πρώτο επίσημο ντοκουμέντο που αμφισβητούσε ευθέως την τιτοϊκή κληρονομιά και τις ισορροπίες πάνω στις οποίες είχε οικοδομηθεί η μεταπολεμική, πολυεθνική Γιουγκοσλαβία. Βασική ιδέα που το διαπερνούσε ήταν η ύπαρξη μιας διαρκούς συνωμοσίας ενάντια στα σερβικά δίκαια, στην οποία μετείχαν όλες οι άλλες γιουγκοσλαβικές εθνότητες σε συνεργασία με τους «μειωμένης εθνικής συνείδησης» σέρβους κομμουνιστές. Σαν αιχμή του δόρατος αυτής της συνωμοσίας θεωρούνταν η «σιωπηρή γενοκτονία» των Σέρβων στο Κόσοβο, δηλαδή η τάση τους για μετοικεσία σε άλλες, πλουσιότερες περιοχές της ομοσπονδίας. Αλλες πτυχές της συνωμοσίας αφορούσαν την «αφομοίωση» των σερβικών πληθυσμών της Κροατίας και της Βοϊβοδίνας διά της... καλοζωίας, που συρρίκνωνε ανεπίτρεπτα το εθνικό τους φρόνημα! 

Μολονότι οι αντιδράσεις σε όλη τη Γιουγκοσλαβία (και την ίδια τη Σερβία) υπήρξαν άμεσες, ήδη από τα μέσα του 1987 το περιεχόμενο του «μνημονίου» υιοθετήθηκε ως πολιτικό πρόγραμμα από τη νέα σερβική ηγεσία, προκειμένου να διοχετευθεί η διάχυτη κοινωνική δυσαρέσκεια σε «εποικοδομητική» κατεύθυνση.

Σύμβουλος πλέον του Μιλόσεβιτς, ο συντάκτης του Κόστα Μιχαήλοβιτς, θα καμαρώσει λίγο αργότερα ότι το έργο του «είχε καθοριστικές συνέπειες στην ανάπτυξη της κοινωνίας», καθώς «έγινε αντιληπτό ως ένα είδος εθνικού προγράμματος του σερβικού λαού προς το μέλλον» («Πολίτικα» 23/3/91). Ενα μέλλον του οποίου την κατάληξη γνωρίζουμε, τώρα πια, πολύ καλά...

Με τους Σέρβους να δείχνουν το δρόμο, δεν άργησαν να πολλαπλασιαστούν και στις υπόλοιπες Ακαδημίες της περιοχής οι δεδηλωμένοι θιασώτες της ανατροπής του μεταπολεμικού status quo στο όνομα των «εθνικών δικαίων».

Η αλβανική πλατφόρμα

Σχετικά νεοσύστατη (ιδρύθηκε μόλις το 1972), η Αλβανική Ακαδημία είχε ήδη δείξει κάποιες τάσεις προς αυτή την κατεύθυνση, όταν σε έκδοσή της με τον τίτλο «Οι Αλβανοί και οι περιοχές τους» (1982) είχε συμπεριλάβει κείμενα κοσοβάρων πανεπιστημιακών. Στη διάρκεια της δεκαετίας του '80, η ίδια Ακαδημία θα διασταυρώσει επανειλημμένα τα ξίφη της με την ομόλογή της του Βελιγραδίου, πάνω στο -πολιτικά φορτισμένο- ερώτημα, κατά πόσον οι σημερινοί Αλβανοί είναι απόγονοι των αρχαίων Ιλλυριών (και, άρα, αυτόχθονες πληθυσμοί του Κοσόβου πριν από την κάθοδο των σλαβικών φύλλων) ή των αρχαίων Θρακών (και, συνεπώς, εξίσου επήλυδες με τους Σέρβους στην περιοχή). 

*Η αποφασιστική όμως τομή θα έρθει το 1998, με τη δημοσίευση της «Πλατφόρμας για την επίλυση του Αλβανικού Ζητήματος».

Το ντοκουμέντο αυτό, αντίτυπα του οποίου θα πουληθούν σε μαζική κλίμακα τόσο στην ίδια την Αλβανία όσο και στο Κόσοβο ή τις αλβανικές επαρχίες της ΠΓΔΜ, χαρακτηρίζεται από έναν έξαλλο αλυτρωτισμό: όχι μόνο υποστηρίζεται ρητά η «ένωση όλων των Αλβανών σε ένα εθνικό κράτος», όχι μόνο γίνεται λόγος για «το σύνολο του Κοσόβου, με την πρωτεύουσά του τα Σκόπια», αλλά και τα όρια του «ιστορικά εθνικού αλβανικού χώρου» απλώνονται πολύ πέρα από τις κατοικούμενες από Αλβανούς περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας -για να περιλάβουν την «μείζονα Τσαμουριά» (μέχρι την Πρέβεζα), την Καστοριά και τη Φλώρινα! 

*Κεντρική φυσιογνωμία αυτού του εθνικιστικού παραληρήματος μπορεί να θεωρηθεί ο καθηγητής Ιλι Πόπα, πρόεδρος της Αλβανικής Ακαδημίας και ταυτόχρονα ηγετικό στέλεχος της «μη κυβερνητικής» Αλβανικής Επιτροπής Ελσίνκι.

Αναλαμβάνοντας την προεδρία του ιδρύματος το 1997, θα διαβεβαιώσει τον μέντορά του -και πρόεδρο της χώρας- Ρετζέπ Μεϊντάνι ότι «θα είναι ιδιαίτερα παρών στα ΜΜΕ, προκειμένου να υπηρετήσει τα εθνικά συμφέροντα» και πως «το εθνικό ζήτημα θα είναι στο εξής η προτεραιότητα της Ακαδημίας» (Αλβανικό Πρακτορείο Ειδήσεων 10/5/98). 

*Στην άλλη άκρη των Βαλκανίων, τα πράγματα είναι σαφώς πιο ήρεμα. Δεν λείπουν όμως κι εδώ οι οπαδοί της επίλυσης του κοινωνικού προβλήματος με την προσφυγή στο «προαιώνιο» όπλο του εθνικισμού. Το φθινόπωρο του 1997, η δημοσίευση από τη Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών (σε συνεργασία με κάποιο «ιδιωτικό» Ινστιτούτο) ενός πολυσέλιδου κειμένου με τον τίτλο «Βουλγαρικό Εθνικό Δόγμα. Η Βουλγαρία προς τον 21ο αιώνα», τάραξε κι εδώ τα νερά.

Μολονότι υιοθετεί μια πολύ πιο ήπια φρασεολογία από τα προηγούμενα και δεν αμφισβητεί ρητά τα μεταπολεμικά σύνορα της χώρας, βρισκόμαστε κι εδώ μπροστά σε μια πρόταση για αναθεώρηση επί το «δυναμικότερο» της μεταπολεμικής εξωτερικής πολιτικής της χώρας - με κεντρικό άξονα (τι άλλο;) το Μακεδονικό και πρωταρχικό στόχο την ΠΓΔ Μακεδονίας. 

Το βουλγαρικό εθνικό δόγμα

Ηδη επί Ζίβκοφ η Ακαδημία της Σόφιας είχε φροντίσει να «υπενθυμίσει» το «βουλγαρικό ιστορικό παρελθόν» των Σλαβομακεδόνων.

Το «Εθνικό Δόγμα» κάνει ένα βήμα παραπέρα. Η Βουλγαρία καλείται «να μετατραπεί σε ένα πνευματικό κέντρο, το οποίο μέσω της εκπαίδευσης και του πολιτισμού θα καταφέρει να ενώσει το βουλγαρικό έθνος, στο εσωτερικό των εδαφικών ορίων που νομίμως του ανήκουν» αλλά «εξαιτίας μιας σειράς ιστορικών παραγόντων, ανήκουν σήμερα σε άλλα κράτη».

Ο λόγος για την ΠΓΔΜ, αλλά όχι μόνο: στα «νομίμως βουλγαρικά εδάφη» περιλαμβάνονται επίσης οι περιοχές του Μοράβα και του Τιμόκ στη Σερβία, της Αδριανούπολης στην Τουρκία, της «Αιγαιάτικης Μακεδονίας» και της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα! 

Περισσότερο αποκαλυπτικές για τη φιλοσοφία του ντοκουμέντου μπορούν, τέλος, να θεωρηθούν οι (έντονα αναθεωρητικές) αναφορές του στο παρελθόν. Αν και στελέχη του «κομμουνιστικού» καθεστώτος πριν από το 1989, οι συντάκτες του δεν διστάζουν να υμνήσουν τη φιλο-αξονική πολιτική του βασιλιά Βόρι, που «επέτρεψε την υλοποίηση του εθνικού ιδεώδους της ενωμένης Βουλγαρίας» μεταξύ 1941 και 1944. Καθόλου συμπτωματικά, οι περισσότεροι άλλωστε είναι σήμερα μέλη ή συνεργάτες του φασιστικού κόμματος ΒΜΡΟ...

Και η Ελλάδα; Ευτυχώς, στον αγώνα δρόμου της διαβαλκανικής ακαδημαϊκής παράνοιας ερχόμαστε τελευταίοι. Εν έτει 1995, η Ακαδημία Αθηνών εξέδωσε μια μελέτη για τη Θράκη, προσανατολισμένη κυρίως στις αναπτυξιακές προοπτικές της περιοχής. Οσον αφορά τους μουσουλμάνους, το -αρκετά ισορροπημένο- κείμενο εστιάζει τις προτάσεις του στην προσπάθεια για «ένταξη της μειονότητας στις διαδικασίες της ανάπτυξης» και «υποβοήθηση της ανάπτυξης των πολιτιστικών και γλωσσικών ιδιαιτεροτήτων» στους κόλπους της τελευταίας (π.χ. με την «προώθηση προγραμμάτων για την ανάπτυξη της πομακικής διαλέκτου», ενδεχομένως και με χρηματοδότηση της Ε.Ε. «στο πλαίσιο του προγράμματος για τις λιγότερο ομιλούμενες γλώσσες της Ευρώπης»). 

Αυτή η εκσυγχρονιστική «παρέκκλιση» δεν θα πρέπει, όμως, να ερμηνευτεί σαν απουσία αντίστοιχων ζυμώσεων στη δική μας χώρα.

Οι ρίζες της διαφοροποίησης πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στον ούτως ή άλλως περιορισμένο ρόλο της Ακαδημίας Αθηνών στα κοινωνικά δρώμενα (αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στο βαλκανικό μας περίγυρο). Οπως δείχνουν άλλωστε τα ντοκουμέντα που δημοσιεύουμε σε διπλανή στήλη, δεν υπήρξε κανένα απολύτως πρόβλημα για την κάλυψη του «κενού» από άλλα, «ελάσσονα» πνευματικά ιδρύματα... 

(Ελευθεροτυπία, 15/7/2001)

 

www.iospress.gr                                   ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ