ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΥΠΟΤΑΓΗ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Η μπούρκα της Ορθοδοξίας

1.   2.   


Προφανώς και έχουν δίκιο οι εγχώριοι επικριτές της ισλαμικής μπούρκας. Μόνο που για να γίνουν πειστικοί όφειλαν να ρίξουν πρώτα μια ματιά γύρω τους. Και μετά να ομολογήσουν ότι ο αντιφονταμενταλιστικός αγώνας είναι κάτι περισσότερο από ένα ανώδυνο και μόνο διεθνιστικό καθήκον.
 

Ελεος πια με τις ισλαμικές μπούρκες. Από τη στιγμή που οι εγχώριοι αναλυτές ανακάλυψαν κι αυτοί με τη σειρά τους την καταπίεση που υφίστανται οι Αφγανές από την ολόσωμη καλύπτρα τους, η μπούρκα μετατράπηκε και στα δικά τους μάτια σ' ένα πανίσχυρο σύμβολο, ικανό να συμπυκνώσει νοήματα που υπερβαίνουν κατά πολύ την οικτρή θέση των γυναικών στις φονταμενταλιστικές κοινωνίες.

Η στήλη έχει επανειλημμένα αναφερθεί στις πολιτικές χρήσεις της μπούρκας μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Και έχει υποστηρίξει πως η όψιμη δυτική ευαισθησία για τις γυναίκες του Αφγανιστάν υπήρξε σε πολλές περιπτώσεις προσχηματική, καθώς στη συστηματική καλλιέργεια της αποστροφής του «πολιτισμένου κόσμου» για την αφγανική μπούρκα βασίστηκε εν πολλοίς η ηθική νομιμοποίηση της αμερικανικής επίθεσης κατά της πολύπαθης χώρας.

Ετσι, η μπούρκα απέκτησε αίφνης σημασίες που δεν διέθετε λίγους μήνες πριν: έμβλημα της καταπίεσης κάποιων μακρινών γυναικών, αναμφίβολα, αλλά ταυτόχρονα απτή απόδειξη της πολιτισμικής κατωτερότητας του «βάρβαρου» αντιπάλου.

Χάρη στην μπούρκα, πάμπολλοι υπήρξαν οι δυτικοί πολιτικοί -και όχι μόνον- που μπόρεσαν να υιοθετήσουν ατιμωρητί όσα άγαρμπα περί «ανώτερων» και «υποδεέστερων» πολιτισμών είχε ξεστομίσει προ καιρού ο Μπερλουσκόνι προκαλώντας τότε τις οργισμένες αντιδράσεις των πολιτικά ορθών συναδέλφων του.

Αβατα, άβατα παντού

Στο σημείο αυτό μπορούμε να αναζητήσουμε μία ακόμη, την πιο αδιόρατη ίσως, χρήση των τραγικών γυναικών του Αφγανιστάν: η ζωή τους και οι τύχες τους συνιστούν την πιο τρανή μαρτυρία ότι οι βουλιμικές ομόφυλές τους στη Δύση παραλογίζονται όταν διεκδικούν και άλλα (πόσα πια ακόμη, οι αθεόφοβες;) ανθρώπινα δικαιώματα. 

Κι όμως. Εκδοχές θρησκευτικού φονταμενταλισμού βιώνουν καθημερινά κάμποσες από τις κοινωνίες που αρέσκονται να κατατάσσουν τον εαυτό τους στον «πολιτισμένο κόσμο».

Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά. Κάθε λίγο και λιγάκι, η έκρηξη της οργής κάποιου εγχώριου κληρικού εναντίον των γυναικών που εμφανίζονται στην εκκλησία «του» ντυμένες, υποτίθεται, «προκλητικά» γίνεται είδηση σε κανάλια και εφημερίδες, δίνοντας τροφή σε μια ιδιότυπη σκανδαλολογία που αποκαλύπτει πως οι εκκλησιαστικές αντιλήψεις για τη γυναικεία «ευπρέπεια» δεν είναι από εκείνες που πρόκειται να αλλάξουν εύκολα.

*Εχουμε και λέμε: παπάς στη Ρόδο αρνήθηκε να τελέσει βάφτιση επειδή η νονά φορούσε παντελόνι, κάτι που αντιβαίνει στους ιερούς κανόνες. Το επεισόδιο έληξε όταν η επίδοξη ανάδοχος δέχθηκε να «ευπρεπιστεί» (βλ. να μασκαρευτεί) φορώντας μια φούστα πάνω από το παντελόνι της (17/11/1998).

*Αργότερα, ο ιερέας μικρής κοινότητας της Κορινθίας αρνήθηκε τη Θεία Κοινωνία σε κοριτσάκι δώδεκα ετών επειδή κι αυτό διανοήθηκε να εμφανιστεί μπροστά του φορώντας παντελόνι (16/8/2000). 

Από την πλευρά τους, οι εκκλησιαστικοί παράγοντες ουδέποτε έκρυψαν την άποψή τους για τους πειρασμούς που ελλοχεύουν πίσω από την προκλητική γυναικεία εμφάνιση: στον «Δεκάλογο του καλού αναδόχου», που εγκρίθηκε σε πανελλήνιο συμπόσιο για τα στελέχη των μητροπόλεων (10/11/1999), τα σεμνά ρούχα της νονάς θεωρήθηκαν βασική προϋπόθεση μιας σωστής βάφτισης.

Κι όταν ακούστηκαν οι περίφημες κορόνες του κυρίου Χριστόδουλου για τα σκουλαρίκια και τα μίνι, η απάντηση στην αρχιεπισκοπική επίθεση φιλίας προς τους νέους δεν άργησε να έρθει από τον ίδιο τον πνευματικό πατέρα του προκαθημένου της εκκλησίας:

*«Δεν υιοθετεί η Εκκλησία ποτέ εσφαλμένες συνήθειες», ανέφερε σε σχετικό κείμενό του ο μητροπολίτης Καλλίνικος.

«Ούτε το σκουλαρίκι στους νέους, ούτε την προκλητική ενδυμασία και τα μίνι στις κοπέλες, ούτε γενικά την ξέφρενη εμφάνιση στους νέους, που δεν προδίδει εσωτερική αρμονία αλλά δείχνει ψυχική ακαταστασία και κενό στη ζωή» (βλ. «Ε» 9/1/2000). 

*Γνωστά όλα αυτά, μας παραπέμπουν απ' ευθείας στις «ειδικές» επιγραφές (και τις απαραίτητες βρόμικες και ελεεινές φούστες) που θα συναντήσουμε έξω και από το τελευταίο μοναστήρι της χώρας: η είσοδος των γυναικών στους «ιερούς τόπους» επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις, οι οποίες σχετίζονται αποκλειστικά με την εμφάνισή τους. 

Τα πράγματα γίνονται ωστόσο αρκετά πιο σοβαρά, όταν οι απαγορεύσεις αυτού του τύπου μεταφέρονται -πάντοτε με την πρωτοβουλία κάποιων αγίων πατέρων- σε δημόσιους χώρους που ανήκουν στην πολιτεία και δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την εκκλησία. 

*Κλασικό -όσο και εξωφρενικό- παράδειγμα όσα διαδραματίστηκαν προ καιρού γύρω από την έκθεση κειμηλίων του Αγίου Ορους στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, έκθεση που χαιρετίστηκε τότε ως το κορυφαίο γεγονός της διοργάνωσης «Θεσσαλονίκη - Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης».

*Προκειμένου να επιτρέψει τη μεταφορά και έκθεση των θησαυρών της, η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Ορους έθεσε δύο αυστηρούς όρους: να μην κληθεί ο ραβίνος της πόλης στα εγκαίνια και να μην επιτραπεί η είσοδος στο μουσείο σε γυναίκες με μη ευπρεπή ενδυμασία.

Οποιος έχει τα γένια...

Το πρόβλημα, δεν βρίσκεται στις επιθυμίες των Αγιορειτών, των οποίων δεν είναι άγνωστες οι απόψεις τόσο για τους αλλόθρησκους όσο -κυρίως- για τις γυναίκες. Το πραγματικό σκάνδαλο πρέπει να αναζητηθεί αποκλειστικά στην απόφαση του (και τότε) υπουργού Πολιτισμού, Ευάγγελου Βενιζέλου, να σκύψει το κεφάλι και στα δύο ανήκουστα αιτήματα των μοναχών.

Και ο μεν αποκλεισμός του ραβίνου (πρόβλημα που «λύθηκε» τελικά με το να μην κληθεί στα εγκαίνια κανένας επικεφαλής άλλης θρησκείας ή δόγματος) ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών. Η υποχρέωση όμως των γυναικών να καλυφθούν καλοκαιριάτικα με μακριές φούστες και μακριμάνικα μπλουζάκια προκειμένου να τους επιτραπεί η είσοδος σε ένα μουσείο της χώρας πέρασε δυστυχώς στα ψιλά.

Πού βασίζεται όμως η τόσο ανθεκτική στο χρόνο εκκλησιαστική εμμονή στην εμφάνιση των γυναικών και η διαρκής προσπάθεια ελέγχου της; Δεν θα αυθαιρετούσαμε αν συνδέαμε τη στάση αυτή με τη μισογυνική εκκλησιαστική παράδοση που αντιμετωπίζει ως μιαρό το γυναικείο σώμα και εξορκίζει τις φυσικές του λειτουργίες με σειρά αποκλεισμών και περιορισμών, που, όλως παραδόξως, γίνονται αποδεκτοί ακόμη και στις μέρες μας. Η πρόσληψη αυτή της θηλυκότητας ως πηγής μύριων κακών (για τους άντρες) συμπυκνώνεται στις απαγορεύσεις που σχετίζονται με τη γυναικεία εμφάνιση.

Ετσι, αν ανατρέξουμε στους σχετικούς ιερούς κανόνες, τους οποίους εξάλλου επικαλούνται οι κληρικοί όταν κατά καιρούς κατακεραυνώνουν τις «άσεμνες» γυναίκες του εκκλησιάσματός τους, θα βρεθούμε μπροστά σε ένα πυκνό πλέγμα εντολών που δεν έχουν να ζηλέψουν και πολλά από τις αντίστοιχες πρακτικές των Ταλιμπάν:

*Να μην κουρεύουν οι γυναίκες τα μαλλιά τους και στην αντίθετη περίπτωση να αναθεματίζονται προστάζει για παράδειγμα ο ΙΖ' Κανόνας της εν Γάγγρα Τοπικής Συνόδου. Οπως πληροφορούμαστε από την ερμηνεία του συγκεκριμένου κανόνα, ο Θεός έδωσε τα μαλλιά στη γυναίκα «εις ενθύμησιν πως είναι υποτεταγμένη εις τον άνδρα», γι' αυτό, αν τα κόψει, παραβαίνει τη θεϊκή εντολή.

Σύμφωνα μάλιστα με τον Παύλο, η γυναίκα οφείλει να έχει στο κεφάλι της το σημάδι της εξουσίας του άντρα και της υποταγής της σε αυτόν, κι αυτό είναι το φυσικό σκέπασμα, δηλαδή τα μαλλιά, και το εξωτερικό σκέπασμα, δηλαδή το μαντίλι (όχι η ισλαμική, αλλά η χριστιανική μαντίλα).

*Περιορισμοί υπάρχουν και για τους άντρες και, για να είμαστε δίκαιοι, ορισμένοι ιεροί κανόνες αναφέρονται -κατά την ερμηνεία τους- και στα δύο φύλα, όπως λόγου χάρη ο ΙΣΤ' Κανόνας της Εκτης Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος απαγορεύει κάθε «περιττό και περίεργο» στολισμό του σώματος και αφορίζει τους χριστιανούς «οπού πλέκουσι τας τρίχας της κεφαλής των, κτενίζοντες αυτάς και ισιάζοντας», προκειμένου να τις χρησιμοποιήσουν ως ερωτικό δόλωμα.

*Ο αφορισμός περιμένει (κατά τον Ζωναρά) και όσους δεν «βάνουσι ξουράφι εις την κεφαλήν των, ουδέ κόπτουσι τα μαλλία της κεφαλής», αλλά τα αφήνουν να μεγαλώνουν και να φτάνουν στο ζωνάρι τους «ωσάν των γυναικών», και εκείνους που τα βάφουν ξανθά ή χρυσά ή «τα δένουσι με καλάμια διά να γένουν σγουρά» ή φορούν περούκες και ξένα μαλλιά, καθώς και όσους «ξουραφίζουσι τα γένεια διά να γένουν ίσα και εύμορφα και όχι σγουρά ή διά να φαίνωνται πάντοτε ωσάν νέοι αγένειοι», όσους καίνε με πυρωμένο κεραμίδι τις τρίχες που είναι μεγαλύτερες ή πιο στραβές από τις άλλες είτε αφαιρούν με τσιμπιδάκι τις τρίχες του προσώπου για να φαίνονται πιο τρυφεροί και όμορφοι, αλλά και όσους βάφουν τα γένια τους για να μη φαίνονται γέροι.

*Εννοείται πως ο ίδιος αφορισμός ενεργοποιείται για τις γυναίκες που φτιασιδώνονται με «μιαρά καλλωπίσματα», με στόχο να τραβήξουν τους άντρες «εις τον σατανικόν αυτών έρωτα» και από «πλάσματα και εικόνες του Θεού» μετατρέπονται σε «εικόνα του σατανά». «Και δεν ηξεύρουν οι άθλιαις πως με αυτό οπού κάμνουν, παρομοιάζουν με την μάγισσαν εκείνην και πόρνην Ιεζάβελ, και γίνονται και αυταίς νέαις και δεύτεραις Ιεζάβελ, διατί και εκείνη τοιαύτα φτιασίδια εμεταχειρίζετο διά να αρέση εις τους άνδρας». 

*Καθώς πίσω από τις εντολές αυτές διακρίνεται καθαρά η ανάγκη ενός σαφούς διαχωρισμού των φύλων, τα αντρικά γένια προσλαμβάνουν μια τεράστια συμβολική σημασία, γίνονται αντιληπτά ως η κατεξοχήν διαφορά που ξεχωρίζει τον άντρα από τη γυναίκα: «Δι' ο και ένας φιλόσοφος ερωτηθείς διατί τρέφει γενειάδα, απεκρίθη ότι, όσαις φοραίς πιάνω την γενειάδα μου, αισθάνομαι ότι είμαι άνδρας και όχι γυναίκα. Οι τα γένεια ξυρώντες δεν είναι ανδροπρόσωποι, αλλά γυναικοπρόσωποι».

*Πέρα, ωστόσο, από την ταλιμπανίζουσα αυτή έμμονη ιδέα τους με τις αντρικές γενειάδες, οι ιεροί κανόνες και οι ερμηνευτές τους έχουν προβλέψει σειρά άλλων απαγορεύσεων που αφορούν αποκλειστικά τις γυναίκες και την «ειδική» θέση τους στο εκκλησιαστικό σύμπαν: οι γυναίκες αναθεματίζονται, για παράδειγμα, όταν ντυθούν αντρικά (ΙΓ' Κανόνας της εν Γάγγρα Τοπικής Συνόδου), τους απαγορεύεται επίσης η είσοδος στο Θυσιαστήριο (ΜΔ' Κανόνας της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου), αλλά και η είσοδος στο ναό όταν έχουν περίοδο (Β' Κανόνας του Αγίου Διονυσίου). 

Ντύστε τους σατανάδες!

*Εκτός αυτών, οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να μιλούν την ώρα της Θείας Λειτουργίας (Ο' Κανόνας της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου), αφού, σύμφωνα με την ερμηνεία του κανόνα, «δεν είναι συγκεχωρημένον εις αυτάς να λαλούν, αλλά να υποτάσσωνται και να ακούουν, καθώς λέγει και ο νόμος ο Μωσαϊκός περί της γυναικός».

Αν μάλιστα θέλουν να κατανοήσουν κάποιο νόημα, ας ρωτήσουν στο σπίτι τον άντρα τους.

*Ιδού και πώς ορίζεται η σχέση του ζεύγους κατά την ερμηνεία του ΜΗ' Κανόνα των Αγίων Αποστόλων: Επειδή δεν πρέπει να χωρίζουν τα ανδρόγυνα, η γυναίκα οφείλει να ανέχεται τον άντρα της ακόμη κι αν τη βρίζει, τη δέρνει, ξοδεύει την προίκα της και ό,τι άλλο της κάνει, ενώ ο άντρας (θαυμάστε ισορροπία!) οφείλει κι αυτός να την υποφέρει ακόμη κι αν αυτή «δαιμονίζεται» ή έχει άλλα ελαττώματα, πάθη και ασθένειες.

*Δεν χρειάζεται να συνεχίσουμε: αποκρυσταλλώματα άλλων εποχών, οι ιεροί κανόνες διατηρούν ακόμη την ισχύ τους όταν πρόκειται για τις γυναίκες, ενώ κάποιες αντίστοιχες εντολές για τους άντρες έχουν ατονήσει από καιρό.

Στο κλίμα αυτό, η εμφάνιση των γυναικών αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τους εγχώριους φονταμενταλιστές, οδηγώντας τους σε κηρύγματα που δεν απέχουν και πολύ από την επιχειρηματολογία των αλλόθρησκων και μακρινών υποστηρικτών της μπούρκας. Είναι αλήθεια ότι πέρασε μισός αιώνας από τότε που ο Αυγουστίνος Καντιώτης ξιφουλκούσε κατά των «ειδωλολατρικών κρατικών σχολείων» που «γδύνουν» τις μαθήτριες την ώρα της γυμναστικής, φορώντας τους σορτς και επιτρέποντάς τους να κυκλοφορούν με ακάλυπτα μπράτσα.

Αλλά και σε πλησιέστερά μας χρόνια, εκκλησιαστικοί και παραεκκλησιαστικοί παράγοντες, ιεροκήρυκες, κληρικοί και συγγραφείς διατυπώνουν ευθαρσώς την άποψή τους για τη «σατανική» δύναμη της μη «ευπρεπούς» γυναικείας παρουσίας. Μπορεί να μη ζητούν, όπως ο Καντιώτης, (ανδρικό) δημοψήφισμα για το τι πρέπει να φορούν οι γυναίκες και τι όχι, ωστόσο δεν έχουν κανένα πρόβλημα να επιδείξουν έναν εξίσου απροκάλυπτο μισογυνισμό.

Το Unisex στην πυρά

Να είναι ευπρεπείς συνιστά για παράδειγμα σε άντρες και γυναίκες ο ιερεύς Μιχαήλ στον «Πρακτικό Οδηγό Ορθοδοξίας και Ορθοπραξίας», αλλά, όπως υπογραμμίζει, οι γυναίκες οφείλουν να είναι πιο προσεκτικές από τους άντρες:

*Να μην εισέρχονται στην Εκκλησία με κοντά, στενά και προκλητικά φορέματα ή παντελόνια, παντελονόφουστες και τα παρόμοια. Οι μπλούζες και τα πουκάμισά τους να μην είναι επίσης προκλητικά και μισοανοιχτά τα κουμπιά. 

*«Νέαι. Ενδυθήτε, ποδεθήτε, ξεβαφήτε, μη κουρεύεσθε, μη χαρτοπαίζετε, διότι θα κολασθήτε» διαβάζουμε σε μπροσούρα του Δ. Παναγόπουλου. Και παρακάτω: «Προσέξατε την στάσιν σας, παντού. Μη καπνίζετε, διότι ο καπνός κατά τον Ελβετόν βοτανολόγον δόκτορα Ντροζ βλάπτει τα γεννητικά σας όργανα και η έμμηνος ροή σας έρχεται ακατάπαυστα, πότε με αιμορραγίες και πότε καθόλου. Μη ενδύεσθε ανδρικά, καθ' ότι η οργή του Θεού θα είναι επάνω σας». 

*«Με το unisex, την κατάργηση των δύο φύλων με τον ανδρογυνισμό και τη γυνανδρία, πασχίζουν να φέρουν τη γυναίκα πάνω από τον άνδρα, να κάνουν τον άνδρα να χάσει τις ιδιότητές του και να υποταχθεί στα γυναικεία χαρακτηριστικά» συμπληρώνει σε πρόσφατο πόνημά του ο Κ. Γ. Παπαδημητρακόπουλος.

*Σπεύδει μάλιστα να ερμηνεύσει τους ύπουλους λόγους της ενδυματολογικής αυτής υπονόμευσης: «Η κυριαρχία του θηλυκού είναι το μεγάλο μυστικό, η φιλοσοφία και η θεολογία της Νέας Εποχής, δηλαδή του Σατανισμού, γιατί καταργεί τον Θεό Πατέρα και οδηγεί στη λατρεία της Θεάς Μητέρας, δηλαδή της Γαίας και της ειδωλολατρίας, που στην ουσία δεν είναι άλλη από τον Σατανά».

Μήπως όμως απόψεις σαν κι αυτές εκφράζουν τους συγγραφείς τους και θα ήταν λάθος να χρεωθούν στην επίσημη Εκκλησία;

Τόσο η πλούσια σχετική αρθρογραφία του ίδιου του αρχιεπισκόπου (βλ. «Ιός» 25/5/1998) όσο και η πρακτική πολλών από τους υφισταμένους του δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας.

Ο εκκλησιαστικός μισογυνισμός παραμένει και στις ημέρες μας πανίσχυρος, υποβάλλοντας στις γυναίκες -όταν και όπου μπορεί- την ιδέα της μιαρότητας του σώματός τους και των λειτουργιών του και υποχρεώνοντάς τες να ντύνονται, να κινούνται και να συμπεριφέρονται με τρόπο που να αρμόζει στην κατώτερη όσο και επικίνδυνη φύση τους.

Μια ματιά στις γυναίκες των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων μπορεί να μας δώσει μια ιδέα για το προτεινόμενο γυναικείο πρότυπο:

«Τα φορέματά τους ήταν πάντοτε κλειστά ως το λαιμό, πάντοτε με μακριά μανίκια, και η φούστα έφτανε τουλάχιστον ως τη μέση της γάμπας» γράφει ο Χρήστος Γιανναράς για τις γυναίκες της «Ζωής». «Φορούσαν χειμώνα-καλοκαίρι κάλτσες με ραφή (για να τονίζεται πως δεν είναι γυμνό το πόδι). Και χτένιζαν τα μαλλιά τους με τον ίδιο τρόπο: τραβηγμένα προς τα πίσω και σφιχτά δεμένα σε κότσο» («Καταφύγιο ιδεών», Ικαρος 2000, σ. 82-83).

Τα σχόλια περιττεύουν. Την επόμενη απλώς φορά που οι εγχώριοι φονταμενταλιστές θα αισθανθούν την ανάγκη να διακηρύξουν την αποστροφή τους για τους ισλαμιστές ομοϊδεάτες τους, καλά θα κάνουν να ξεκινήσουν από τις μπούρκες της διπλανής τους πόρτας.

(Ελευθεροτυπία, 3/2/2002)

 

www.iospress.gr                                  ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ