ΚΡΥΦΗ ΚΑΜΕΡΑ
Μικροσκοπικός μεγάλος αδελφός
1.
2.
Μπορεί ο χαφιεδισμός να υπηρετεί την ηθική αποκατάσταση των πραγμάτων; Μπορεί το ψέμα και η εξαπάτηση να οδηγούν στην αλήθεια; Μπορεί η πλαστογραφία να επιβραβεύεται ως αποκάλυψη; Στην περίπτωση της «κρυφής κάμερας» τα διλήμματα αυτά δεν έχουν μονοσήμαντη απάντηση.
Πρόκειται για ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζεται εδώ και λίγες δεκαετίες από τις δημοσιογραφικές ενώσεις, τα δικαστήρια αλλά και τους απλούς πολίτες, σε όλες τις χώρες που συνεχώς βομβαρδίζονται από σκηνές τραβηγμένες εν αγνοία των πρωταγωνιστών τους.
Επανάσταση τηλε-κοριών
* Μπορούμε να πούμε ότι η πρώτη «κρυφή κάμερα» με την τρέχουσα σημασία του όρου χρησιμοποιήθηκε το 1920 από έναν ρεπόρτερ, ο οποίος μπήκε στις φυλακές του Σινγκ Σινγκ με μια μικρή κάμερα στο πόδι του, για να φωτογραφίσει μια εκτέλεση. Η συστηματική όμως χρήση αυτής της μεθόδου έχει παρελθόν δύο περίπου δεκαετιών, από τότε δηλαδή που η τεχνολογία επέτρεψε τη δημιουργία πραγματικών «κρυφών», δηλαδή μικροσκοπικών, σχεδόν αόρατων, συσκευών εγγραφής ήχου και εικόνας. Οι κοριοί ήχου είχαν προηγηθεί χρονικά.
* Μέχρι να φτάσουμε στη σημερινή εξάπλωση των μικρών αυτών συσκευών παρακολούθησης μεσολάβησε η Candid Camera, η οποία πρωτοεμφανίστηκε ως τηλεοπτική φάρσα στα αμερικανικά κανάλια το 1948 και εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα σ' ολόκληρο τον κόσμο.
* Για την ελληνική απόδοση της αθώας αυτής εκδοχής της κρυφής κάμερας φρόντισαν ο Νίκος Μαστοράκης και ο Φρέντυ Γερμανός τη δεκαετία του '70 και με την αναβίωσή της ασχολείται ακόμα και σήμερα επαξίως με τις φάρσες του ο Χρήστος Φερεντίνος. Η σημερινή κρυφή κάμερα είναι το υβρίδιο που προέκυψε από την εξέλιξη της Candid Camera, μπολιασμένη με τη νοοτροπία του παπαράτσι και τη σκηνοθεσία των τηλεοπτικών σόου.
Κατά καιρούς η κρυφή κάμερα έχει συμβάλει διεθνώς στην αποκάλυψη φυλετικών διακρίσεων, διαφθοράς κρατικών υπαλλήλων, απαράδεκτων συνθηκών σε νοσοκομεία. Ομως, στις περισσότερες περιπτώσεις, η κρυφή κάμερα περιορίζεται στο στιγματισμό μικροαπατεώνων ή απλώς υπόπτων και χρησιμοποιείται για να δώσει τηλεοπτικό ενδιαφέρον σε υποτυπώδεις δημοσιογραφικές έρευνες. Σε ελάχιστες περιπτώσεις η κρυφή κάμερα έχει στόχο τα ανώτερα στελέχη κάποιας ιεραρχίας. Συνήθως καταγράφει τους πιο αδύναμους κρίκους, τους φτωχοδιαβόλους του συστήματος.
* «Ο κόσμος μοιάζει με τη σκηνή ενός γιγάντιου ριάλιτι σόου» γράφει ο Εδουάρδο Γκαλεάνο.
«Οι φτωχοί, εκείνοι που κανείς δεν τους δίνει σημασία, εμφανίζονται στην τηλεόραση μόνο ως γελοία αντικείμενα κάποιας κρυφής κάμερας είτε ως δράστες της δικής τους βαρβαρότητας».
Η επιτυχία και το μυστικό της κρυφής δημοσιογραφικής κάμερας είναι ότι, ακόμα κι αν το υλικό δεν προσφέρει καμία είδηση ή πληροφορία, ο τηλεθεατής παρακολουθεί με ηδονοβλεπτική διάθεση οτιδήποτε έχει καταγραφεί χωρίς τη γνώση του εικονιζόμενου. Ακόμα και το χασμουρητό ενός υπαλλήλου ή το ξύσιμο ενός πολιτικού ανεβάζει τη θεαματικότητα μιας εκπομπής.
* «Δεν είναι μυστικό ότι το υλικό της κρυφής κάμερας προκαλεί το ενδιαφέρον όλων» παρατηρεί ο ερευνητής δημοσιογράφος του CBS Κέλι Ογκλ: «Ολοι θέλουν να βλέπουν άλλους να κάνουν πράγματα χωρίς να γνωρίζουν ότι τους παρακολουθούν».
* Θυμηθείτε την περίπτωση Χρυσανθακόπουλου: Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της «αποκάλυψης» ήταν η εικονογράφηση της προσωπικότητας του βουλευτή στο τετ-α-τετ της συναλλαγής με τον κ. Τριανταφυλλόπουλο. Η αντιδιαστολή της εικόνας αυτής με τη γνωστή δημόσια εικόνα του άτεγκτου υπερπατριώτη και τιμητή όλων των συμβιβασμένων ήταν το ριάλιτι σόου της χρονιάς. Να γιατί έσπευσαν και όλα τα κανάλια να μεταδώσουν ζωντανά την επιχείρηση αναστήλωσης που αποπειράθηκε ο βουλευτής με τη φιέστα των οπαδών του και την παραληρηματική ομιλία.
- Ποιος δεν θα 'χε το αρρωστημένο ενδιαφέρον να παρακολουθήσει όλους τους βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου σε προσωπικές στιγμές αδυναμίας τους -αλλά και όλους τους ηθοποιούς, τους ποδοσφαιριστές, τους δημοσιογράφους, όλα τα πρόσωπα της δημοσιότητας;
- Από την άλλη, από μόνη της η χρήση της κρυφής κάμερας εμφανίζει ως παράξενη ή και παράνομη οποιαδήποτε δραστηριότητα απεικονίζει. Το υποφωτισμένο πλάνο και η γωνία βιντεοσκόπησης «από κάτω» προδιαθέτει τους τηλεθεατές ότι παρακολουθούν «αποκάλυψη».
Παρόμοιο εφέ επιτυγχάνεται και με τα περίφημα σκοτεινά πρόσωπα ή τις ανώνυμες πλάτες που εμφανίζονται στα ριάλιτι σόου των ειδήσεων για να προβούν σε καταγγελίες.
* Ενας από τους γνωστότερους αμερικανούς ερευνητές ρεπόρτερ, ο Αλαν Μαρέινς του καναλιού NBC, περιγράφει την επικράτηση της κρυφής κάμερας: «Σήμερα δεν είμαι πεπεισμένος ότι πιστεύει κανείς οτιδήποτε, αν δεν το δει σε κρυφή κάμερα. Το κοινό γνωρίζει ότι διαθέτουμε αυτό το βέλος στη φαρέτρα μας, και έτσι οι θεατές φτάνουν να αναρωτιούνται, "γιατί δεν μας το δείχνουν σε κρυφή κάμερα", όταν παρακολουθούν ένα ρεπορτάζ που δεν περιλαμβάνει σκηνές κρυφής κάμερας».
Στην ελληνική έννομη τάξη ο ιδιωτικός βίος προστατεύεται αυστηρά από την κρατική αυθαιρεσία. Υστερα από χρόνια κρατικού αυταρχισμού ήταν επόμενο και στο θεσμικό επίπεδο να αποτυπωθεί με ευαισθησία η προστασία των βασικών ατομικών δικαιωμάτων.
Οσο κι αν ορισμένοι θα το ήθελαν, είναι γνωστό ότι δεν μπορεί να μπουκάρει στο σπίτι μας η αστυνομία όποτε της γουστάρει, δεν μπορεί να υποκλέψει η ΕΥΠ (ή άλλη υπηρεσία ασφαλείας) τα τηλεφωνήματα, τις επιστολές ή τα e-mail μας, δεν μπορεί να βιντεοσκοπεί τις σχέσεις μας κ.ο.κ.
Οι νόμοι για την απαγόρευση των παρακολουθήσεων του βίου μας είναι σαφείς και, στην περίπτωση που οι αρχές κρίνουν ότι υπάρχουν σοβαρότατοι λόγοι για να παραβιαστεί η ιδιωτική μας σφαίρα από τα εντεταλμένα όργανα, πρέπει να υπάρχει σειρά διαδικαστικών εγγυήσεων.
Δείτε τι προβλέπει λ.χ., ο 2225/94 για τις υποκλοπές. Δείτε το πλαίσιο δράσης της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων κ.λπ.
Η ελληνική ζούγκλα
Η προστασία αυτή δεν καλύπτει όμως τους ιδιωτικούς φορείς παρακολούθησης. Σήμερα ζούμε μια αντεστραμμένη πραγματικότητα, ένα νομικό παράδοξο, όπως μας το περιγράφει ο επίκουρος καθηγητής Νομικής Γιώργος Καμίνης:
* «Εχουμε φτάσει στο σημείο να δεχόμαστε την πρακτική του κάθε Τριανταφυλλόπουλου σε όποιο ΜΜΕ, ενώ ως συγκροτημένη πολιτεία δεν δεχόμαστε, ή δυσπιστούμε στο να υπάρχουν, έστω και υπό την εποπτεία δικαστών, έντονες μορφές διείσδυσης στον ιδιωτικό βίο, ακόμα και στις περιπτώσεις του οργανωμένου εγκλήματος».
* Το κακό ξεκινάει από τον ίδιο τον Ποινικό Κώδικα: Σύμφωνα με το άρθρο 370Α παρ. 4, η αθέμιτη παγίδευση της ιδιωτικής σφαίρας (μαγνητοφώνηση, βιντεοσκόπηση) μπορεί να μην είναι παράνομη «αν η χρήση έγινε ενώπιον δικαστηρίου για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος που δεν μπορούσε να διαφυλαχτεί διαφορετικά και ιδίως σε ποινικό δικαστήριο για την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και γενικά αν η χρήση έγινε για την εκπλήρωση καθήκοντος του κατηγορουμένου ή για τη διαφύλαξη έννομου ή άλλου δικαιολογημένου ουσιώδους δημόσιου συμφέροντος».
Αυτή η τελευταία φράση που μιλάει τόσο «γενικά», κρίνεται από πολλούς ειδικούς ως αντισυνταγματική. Ταυτόχρονα ανοίγει το δρόμο στα ΜΜΕ, και ιδίως στους δαιμόνιους κυνηγούς της τηλεθέασης, να κάνουν ό,τι τους κατέβει. Με την έννοια «δημόσιο συμφέρον» λογίζεται ουσιαστικά ό,τι σχετίζεται με την υψηλή θεαματικότητα των ίδιων των ΜΜΕ. Αλλά είναι φανερό ότι η περιέργεια (πολύ συχνά νοσηρή) του κοινού δεν μπορεί να καταργεί τα ατομικά δικαιώματα, ακόμα και των προσώπων που ασκούν δημόσιο λειτούργημα -και των οποίων ο βίος οφείλει να είναι όσο γίνεται πιο διαφανής.
* Ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος σημειώνει ήδη από το 1996:
«Φρονώ ότι αν η ελευθερία της έκφρασης και η αρχή της διαφάνειας απαγορεύουν κατ' αρχάς να τίθενται φραγμοί στη δημοσιογραφική έρευνα ακόμη και της ιδιωτικής ζωής των δημοσίων προσώπων, είναι εξίσου βέβαιο ότι, στην απόλυτη εκδοχή του, ο εν λόγω κανόνας μπορεί να οδηγήσει σε άτοπα». Ηταν λίγο μετά τη «δημοσιογραφική επιτυχία» της «Αυριανής» με τη γνωστή σειρά των φωτογραφιών της Δήμητρας Λιάνη.
* «Σήμερα τη θεαματικότητα την βαφτίζουμε δημόσιο συμφέρον του κοινού ως προς την ενημέρωση. Μοιάζει τελικά να αποφασίζει η πλειοψηφία των τηλεθεατών, ή οι οπαδοί ενός δημοσιογράφου, για το αν θα βιντεσκοπηθεί παράνομα ο ένας ή ο άλλος» τονίζει ο κ. Καμίνης. «Τα ΜΜΕ φαίνεται να έχουν γίνει, σε ορισμένα ζητήματα τουλάχιστον, κράτος εν κράτει, και φυσικά τόσο η πολιτική ηγεσία όσο και η Δικαιοσύνη φοβούνται να επέμβουν, ως θα όφειλαν». Ποιος να συγκρουστεί με την εξουσία των τηλε-εισαγγελέων;
* Πράγματι, η κρυφή κάμερα, η κάθε υποκλοπή, όταν εξασφαλίζει τη συναίνεση του φιλοθεάμονος κοινού, ανεξάρτητα από το πόσο βάναυσα παραβιάζει το νόμο, δεν τιμωρείται. Τα περισσότερα περιστατικά υποκλοπών που βλέπουμε στα ΜΜΕ δεν αποκαλύπτουν τίποτα σπουδαίο ή κάτι που αγνοούμε.
Το να μπαίνει π.χ. μια κρυφή κάμερα σε ένα πορνείο ή ένα στριπτιζάδικο δεν υπηρετεί κάποιο «δημόσιο συμφέρον», για μπανιστήρι πρόκειται και για διασυρμό των ανθρώπων που βιντεοσκοπούνται παρά τη θέλησή τους. Οι εισαγγελείς όμως δεν κινούνται. Και μόνον ο θιγόμενος, αν βρει το κουράγιο, το χρόνο και τα χρήματα, μπορεί να κινηθεί ψάχνοντας εκ των υστέρων, βέβαια, το δίκιο του.
Το ιδανικό, επομένως, θα ήταν να υπάρχει ένα σύστημα ενιαίων αρχών που να συνδέει αρμονικά τις σχετικές με την προστασία της προσωπικής ζωής διατάξεις του συντάγματος, τους ειδικούς νόμους, τους κανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας (που πρέπει να ισχύσουν άμεσα, με τον αυστηρό έλεγχο του Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου) και φυσικά των ίδιων των δημοσιογράφων. Φτάνει βέβαια οι κανόνες να εφαρμόζονται με ευλάβεια κι όχι όποτε βολεύει τον καθένα.
* «Το Δίκαιο δεν μπορεί ποτέ να δώσει μια σαφή απάντηση», μας εξηγεί ο κ. Καμίνης, «επειδή υπάρχουν απέραντες αποχρώσεις σ' αυτά τα ζητήματα. Γι' αυτό χρειάζονται οι διαδικαστικές εγγυήσεις. Τα ΜΜΕ πρέπει κι αυτά να "αυτορυθμιστούν". Οφείλουν να ακολουθούν μια τυποποιημένη και πάντοτε συλλογική εσωτερική διαδικασία, η οποία να ελέγχεται από δικά τους δεοντολογικά όργανα, ιδίως όποτε προκύπτει ένα αληθινά μείζον θέμα το οποίο μόνο με αθέμιτο τρόπο μπορεί να αποκαλυφθεί. Ο Κώδικας Δεοντολογίας του BBC προβλέπει πολύ αναλυτικά το κάθε βήμα για την επιλογή ή όχι αθέμιτων μεθόδων στη διεξαγωγή ενός ρεπορτάζ, κατ' αναλογία με ό,τι ισχύει σε κάθε νομική πραγματικότητα μιας ευνομούμενης κοινωνίας. Δεν κάνει ο καθένας ό,τι νομίζει». Και όταν ένα ΜΜΕ παραβιάσει κάποτε το νόμο για να αποσπάσει μια σπουδαία για το κοινωνικό σύνολο είδηση, αυτό μόνο η Δικαιοσύνη μπορεί να το σταθμίσει και να αθωώσει τους δημοσιογράφους.
* «Στον Ποινικό μας Κώδικα υπάρχουν άλλωστε οι διατάξεις περί άρσεως του ποινικού αδίκου. Στα άρθρα 20 με 25 του Π.Κ. προβλέπονται οι περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, οι οποίες φυσικά δεν αναφέρονται ειδικά στη δραστηριότητα των δημοσιογράφων» μας λέει ο Γιώργος Καμίνης.
Δημοσιογράφοι κι αστυνόμοι
Ενδεικτικό στοιχείο για την ασυλία που απολαμβάνουν στην Ελλάδα τα τηλεοπτικά δίκτυα ως προς τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην πολιτεία (που τους παραχώρησε ελαφρά τη καρδία τις δημόσιες συχνότητες) είναι και το εξής:
Ο νόμος 2863 του 2000 υποχρεώνει όλους τους κατόχους ραδιοτηλεοπτικών ΜΜΕ να συγκροτήσουν επιτροπές δεοντολογίας (άρθρο 8), καθώς και εσωτερικές επιτροπές που θα επανορθώνουν τα ψέματα και τις αδικίες σε βάρος των πολιτών (άρθρο 9 παρ. 6). Ψιλά γράμματα, θα πείτε. Ούτε άδειες δεν έχουν, η δεοντολογία τους έλειπε...
Πάντως, για να μην αποδίδουμε όλα τα στραβά στην ελληνική τηλεοπτική ζούγκλα, παρατηρούμε ότι ακόμα και σήμερα δεν υπάρχουν κανόνες δεοντολογίας στη συντριπτική πλειοψηφία των τηλεοπτικών δικτύων των ΗΠΑ.
Αλλά και στη Βρετανία, όπου έχουν θεσπιστεί σχετικοί κανόνες, τα κανάλια ξεπερνούν το «σκόπελο» της δεοντολογίας εφοδιάζοντας με κρυφές κάμερες τους υπαλλήλους των επιχειρήσεων ή των υπηρεσιών που θέλουν να παρακολουθήσουν. Μ' αυτό τον τρόπο, όμως, τους εκθέτουν ως εύκολη λεία στους εργοδότες τους, οι οποίοι μπορούν να στραφούν εναντίον τους με την αυταπόδεικτη κατηγορία της κατάχρησης εμπιστοσύνης και της παράβασης καθήκοντος.
Αλλά και εκεί όπου υπάρχουν οι κατάλληλοι αυστηροί κανόνες, σπάνια γίνονται σεβαστοί. Ενας από τους πρώτους κανόνες, για παράδειγμα, είναι η σοβαρή διαβούλευση της ομάδας των ερευνητών δημοσιογράφων με τα αρμόδια στελέχη του καναλιού, για να διαπιστωθεί αν η χρήση της κρυφής κάμερας δικαιολογείται από τη σοβαρότητα του θέματος και την εξάντληση άλλων τρόπων συλλογής πληροφοριών. Ποιος, όμως, είναι διατεθειμένος να ξοδέψει χρόνο και να κοινοποιήσει την «αποκλειστικότητά» του, στις συνθήκες του γνωστού ανθρωποφαγικού ανταγωνισμού των ΜΜΕ;
Η μόνιμη δικαιολογία όσων κάνουν κατάχρηση της κρυφής κάμερας είναι ότι, αν προκύψουν πολύ επιβαρυντικά στοιχεία, θα τα παραδώσουν στον εισαγγελέα. Αλλά και όσοι επικρίνουν την κρυφή κάμερα, υποστηρίζουν ότι όποιος δημοσιογράφος έχει τέτοια στοιχεία πρέπει να μην τα δημοσιοποιεί, αλλά να τα δίνει στις διωκτικές αρχές. Πρόκειται για μια επικίνδυνη αντίληψη που διαπλέκει την 4η εξουσία με τη δικαστική και την εκτελεστική, κάτω από το πρόσχημα του σεβασμού της νομιμότητας.
Ομως η μετατροπή των δημοσιογράφων σε πληροφοριοδότες της αστυνομίας ή της εισαγγελίας καταργεί την αυτονομία της ενημέρωσης και τη μετατρέπει σε διατεταγμένη υπηρεσία.
Πολλές φορές υπάρχει κανονική δοσοληψία: Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ καταδίκασε πριν από λίγα χρόνια το CNN, επειδή είχε φορέσει κρυφή κάμερα σε έναν αστυνομικό, ο οποίος μετείχε σε μια συνηθισμένη επιδρομή της υπηρεσίας του. Σύμφωνα με την απόφαση «μεταβλήθηκε η εφαρμογή ενός εντάλματος σύλληψης σε τηλεοπτική διασκέδαση».
Θυμόμαστε και τη δική μας «διασκέδαση» από τις συντονισμένες επιδρομές αστυνομίας-καναλιών σε «ύποπτα» σπίτια και σε καταυλισμούς Τσιγγάνων σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας.
Κάμερες παντού
Αλλά δεν αρκεί και ο ισχυρισμός ότι η χρήση της κρυφής κάμερας δικαιολογείται όταν πρόκειται να προληφθεί κάποιο αδίκημα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση δεκάδων καναλιών στις ΗΠΑ που οργάνωσαν ηλεκτρονική παρακολούθηση στις δημόσιες τουαλέτες, προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι έχουν πληροφορίες για δίκτυο ομοφυλοφίλων που παρασύρει νεαρά άτομα.
Οταν ξέσπασε το σκάνδαλο και αντέδρασαν οι οργανώσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων, τα κανάλια παρέδωσαν το μεγαλύτερο μέρος του υλικού στην αστυνομία. Ετσι βρέθηκαν οι διωκτικές αρχές με υλικό παρακολούθησης το οποίο δεν θα μπορούσαν να αποκτήσουν αν ακολουθούσαν νόμιμο δρόμο. Κανένας εισαγγελέας δεν θα έδινε άδεια στην αστυνομία για παρόμοια παγίδευση...
Το χειρότερο είναι ότι η δημοσιογραφική κρυφή κάμερα νομιμοποιεί τη γενικευμένη χρήση του μέσου αυτού από κάθε λογής ελεγκτικό μηχανισμό, δημόσιο και ιδιωτικό. Δεν μιλάμε για τα κλασικά μηχανήματα παγίδευσης (κοριοί, κάμερες, κ.λπ.) που χρησιμοποιούσαν από παλιά η αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες, μέσα στο πλαίσιο (υποτίθεται) εισαγγελικών εντολών.
Αναφερόμαστε στον πολλαπλασιασμό των σημείων παρακολούθησης της κοινωνικής και ιδιωτικής ζωής (τράπεζες, δρόμοι, πολυσύχναστα στέκια, πιθανοί στόχοι κ.λπ.). Υποτίθεται ότι όλες αυτές οι κάμερες λειτουργούν 24 ώρες για να βοηθήσουν την εξιχνίαση κάποιας εγκληματικής πράξης, όμως είναι πασίγνωστο ότι οι κάμερες της τροχαίας φωτογραφίζουν και τους διαδηλωτές, ενώ οι κάμερες στο εσωτερικό καταστημάτων παρακολουθούν (και) τους υπαλλήλους.
Η εξάπλωση αυτών των κλειστών κυκλωμάτων παρακολούθησης έφτασαν μέχρι τους χώρους των επαρχιακών ελληνικών σχολείων, όπως καταγγέλθηκε πριν από λίγες βδομάδες από πολίτες της Αίγινας.
Ας παρηγορηθούμε: στη Βρετανία, το Νοέμβριο του 1999 αποκαλύφθηκε ότι σε ένα σχολείο του Μπράιτον η διεύθυνση είχε τοποθετήσει κρυφές κάμερες στις τουαλέτες των μαθητών, για να περιφρουρεί την απαγόρευση καπνίσματος!
Για να δικαιολογηθεί... αυτή η γενίκευση των συσκευών παρακολούθησης, οι υποστηρικτές τους επικαλούνται κάποιες περιπτώσεις διαλεύκανσης εγκλημάτων με την αξιοποίηση των βιντεοσκοπημένων σκηνών.
Ομως η επιστημονική έρευνα που διεξήχθη το 1996 στη Γλασκόβη από το Εγκληματολογικό Κέντρο της Σκοτίας καταρρίπτει αυτό το επιχείρημα: Μετά από ένα χρόνο λειτουργίας δικτύου παρακολούθησης όλης της πόλης, αποδείχθηκε ότι η εγκληματικότητα αυξήθηκε κατά 9%!
Πάντως δεν υπάρχει καλύτερη μαρτυρία για τις αρνητικές παρενέργειες της κρυφής κάμερας από τη δήλωση του... Μάκη Τριανταφυλλόπουλου. Μεταξύ όσων καταλογίζει στον «νονό» των Γιαννιτσών είναι και η χρήση κρυφής κάμερας. Οπως δήλωσε στις ειδήσεις του Star (18/2/02), «ο κ. Τεκτερίδης είχε παγιδεύσει τα πάντα. Είχε κρυφές κάμερες στα γραφεία, στα καταστήματα, παντού».
«Αχ, τον άτιμο» προσθέτουμε εμείς.
(Ελευθεροτυπία, 24/2/2002)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |