ΕΘΝΙΚΕΣ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Τα Μυστικά του Βούρκου


1. / 2.   

Η καταγγελία της «πλαστογράφησης της ιστορίας της Μακεδονίας» από τους βόρειους γείτονές μας αποτέλεσε, ως γνωστόν, τη βασική ιαχή των εθνικιστικών συλλαλητηρίων της περασμένης δεκαετίας. 
 

Ελάχιστο ενδιαφέρον έχει, αντίθετα, επιδειχθεί μέχρι σήμερα για τον εντοπισμό και την καταγγελία των ανάλογων ατασθαλιών της «δικής μας» ιστοριογραφίας στο συγκεκριμένο ζήτημα. 

Κι όμως, αυτές οι ατασθαλίες μόνο αμελητέες δεν μπορούν να θεωρηθούν. Ούτε λίγο ούτε πολύ, μιλάμε για τη συστηματική παραχάραξη των πηγών της ιστορίας του Μακεδονικού Αγώνα που έχουν εκδοθεί από τα επίσημα καθ' ύλην αρμόδια ιδρύματα της χώρας, την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών (ΕΜΣ) και το Ιδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ)! 

Οπως αποκαλύπτουμε σήμερα, αυτή η αλλοίωση αφορά, πρώτα απ' όλα, εκείνα ακριβώς τα κείμενα που έχουν καταγραφεί ως η πεμπτουσία της ελληνομακεδονικής εθνικοφροσύνης: τα απομνημονεύματα Μακεδονομάχων που συγκέντρωσε η Πηνελόπη Δέλτα, ως πρώτη ύλη για τη συγγραφή των ιστορικών μυθιστορημάτων της.

Η παραχάραξη, βέβαια, δεν περιορίστηκε εκεί. Συλλογές διπλωματικών εγγράφων κι αναμνήσεις άλλων παραγόντων του Αγώνα δέχθηκαν επίσης τις λογοκριτικές παρεμβάσεις των δύο ιδρυμάτων. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.

*Μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ο Μακεδονικός Αγώνας ελάχιστα είχε απασχολήσει την ελληνική ιστοριογραφία. 

«Οι Βούλγαροι έχουν γράψει ολάκερες βιβλιοθήκες, εμείς σχεδόν τίποτα» θρηνεί χαρακτηριστικά το 1950 ο Γεώργιος Μόδης. 

Γενιές Ελλήνων έμαθαν για (κάποια από) τα γεγονότα μέσα από τη λογοτεχνική πένα της Πηνελόπης Δέλτα και το μυθιστόρημά της «Τα Μυστικά του Βάλτου», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1937.

*Η αποφασιστική τομή σημειώθηκε αμέσως μετά τον Εμφύλιο: Εκτιμώντας ότι το θέμα προσφερόταν για προπαγανδιστική αξιοποίηση, στρατιωτική και πολιτική εξουσία αποφάσισαν να εντάξουν την «αντιβουλγαρική» εξόρμηση του 1904-08 στην επίσημη εθνική Ιστορία. 

Η ΕΜΣ άρχισε να συγκεντρώνει υλικό το 1951 κι ακολούθησε το 1954 η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού. 

*Το καθοριστικό όμως βήμα σημειώθηκε το 1957-58, όταν πήρε τη σκυτάλη το ΙΜΧΑ. Σύμφωνα μ' έναν πρώιμο απολογισμό του εγχειρήματος από το νεαρό τότε Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, αυτό «περιλαμβάνει τη συλλογή όλου του δημοσιευμένου ή αδημοσίευτου υλικού και την επεξεργασία του από ειδικό προσωπικό. Η πρόθεση είναι να δημοσιευθεί οτιδήποτε έχει ενδιαφέρον, προς διευκόλυνση των επιστημόνων στη μελέτη αυτού του μέρους των υποθέσεων της ΝΑ Ευρώπης. Μέχρι τώρα, έχουν βγει από το τυπογραφείο 14 βιβλία» (Balkan Studies, 1960, σ. 129). 

Ο εκδοτικός αυτός οργασμός δεν ήταν μια αυθόρμητη διαδικασία, καθοδηγούμενη από επιστημονικό ενδιαφέρον και μόνο. 

Οπως διαπιστώνουμε από μια σειρά άκρως απόρρητα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή μας, στο συντονισμό του έργου του ΙΜΧΑ ήταν αναμειγμένες υπηρεσίες όπως το ΥΠΕΞ ή το ΓΕΕΘΑ, οι οποίες δεν διακρίνονται συνήθως για την προσήλωσή τους στην ιστοριογραφική δεοντολογία. 

Ευθύς εξαρχής, άλλωστε, οι ιθύνοντες δεν παρέλειψαν να εντάξουν το όλο πρόγραμμα στη γενικότερη αντισλαβική ψυχροπολεμική υστερία της εποχής. Χαρακτηριστικό δείγμα, η εναρκτήρια ομιλία του διευθυντή του ΙΜΧΑ: 

«Ο κίνδυνος των εκατομμυρίων Σλάβων που βρίσκονται πάνω από το κεφάλι μας έχει πολλές φορές αποκρουσθή ώς τώρα, με τελικό όμως αποτέλεσμα να μένουμε κρεμασμένοι από τα νύχια μας στην άκρη τούτη της χερσονήσου του Αίμου. Αν θα έλθη και άλλη φορά ο κίνδυνος και αν θα κρατηθούμε και πάλι, αυτό κανείς δεν το γνωρίζη. Ο καθένας μας όμως γνωρίζει από τα βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα πώς θα αντιμετωπισθή» (Βασ. Λαούρδας «Η Πηνελόπη Δέλτα και η Μακεδονία», ΙΜΧΑ 1958, σ. 30). 

«Προβλήματα αφηγήσεως»

Δεσπόζουσα θέση στην εκδοτική προσπάθεια της ΕΜΣ και του ΙΜΧΑ κατείχαν τα απομνημονεύματα Μακεδονομάχων που συγκέντρωσε στη διάρκεια της δεκαετίας του '30 η Πηνελόπη Δέλτα. 

Πρόκειται για έξι συνολικά αφηγήσεις που κατέγραψε η γραμματέας της, Αντιγόνη Μπέλλου, ενώ η συγγραφέας υπέβαλλε ερωτήσεις. Τρία από αυτά εκδόθηκαν μέσα στην τριετία 1958-60:

*Του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη το 1958, με πρόλογο του Λαούρδα και εισαγωγή του Κλεόβουλου Τσούρκα. 

Ο τελευταίος ήταν επικεφαλής του Γραφείου Πολιτικού Συμβούλου του ΥΒΕ, άτυπου αλλά «αποτελεσματικού παραρτήματος του Υπουργείου Εξωτερικών εν Βορείω Ελλάδι», ιδιότητα που αποσιωπάται πλήρως στην έκδοση.

*Του κρητικού οπλαρχηγού Γεωργίου Δικώνυμου-Μακρή το 1959, με πρόλογο του Στίλπωνος Κυριακίδη κι εισαγωγή του Λαούρδα, που είχε -όπως και στο προηγούμενο- την επιμέλεια. 

*Του μανιάτη οπλαρχηγού Παναγιώτη Παπατζανετέα το 1960, με πρόλογο της επιμελήτριας Λουίζας Συνδίκα-Λαούρδα και εισαγωγή του Αλέξανδρου Δ. Ζάννα. 

Οι ύμνοι για τη σημασία αυτών των ντοκουμέντων («το πρώτον αξιόλογον αρχείον του Μακεδονικού Αγώνος» κατά τον καθηγητή Κυριακίδη) δεν έλειψαν. Από μίαν άποψη, καθόλου άδικα. Παρά την επιμελημένη λογοκρισία τους, τα εν λόγω κείμενα παραμένουν εξαιρετικά εύγλωττα για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε το 1904-08 η ελληνική ένοπλη επέμβαση στη Μακεδονία: την ουσιαστική απομόνωση των Μακεδονομάχων από μεγάλο μέρος του ντόπιου πληθυσμού, τη συνεργασία τους με τον τουρκικό στρατό και τους οθωμανούς γαιοκτήμονες, τον τυφλό χαρακτήρα πολλών από τις βιαιοπραγίες που διέπραξαν, κ.λπ. 

Το σοκ που πρέπει να προκάλεσε η δημοσίευσή τους είναι άλλωστε ορατό στις εισαγωγές των δυο τελευταίων βιβλίων, οι οποίες προσπαθούν να δικαιολογήσουν τόσο τις περιγραφόμενες ωμότητες όσο και το χαρακτηρισμό ολόκληρων χωριών (τα οποία εξακολουθούν μέχρι τις μέρες μας να κατοικούνται από το γηγενή πληθυσμό τους) ως «βουλγαρικών». 

Αυτός είναι πιθανότατα και ο λόγος που, παρά τη ρητή εξαγγελία περί «βαθμιαίας εκτύπωσης» όλου του υλικού, τρία από τα έξι απομνημονεύματα της συλλογής (του Ιω. Δεμέστιχα, του Γ. Κακουλίδη και του Παπα-Δράκου) παραμένουν μέχρι σήμερα αδημοσίευτα.

Απαρατήρητες πέρασαν πάντως κάποιες νύξεις των επιμελητών, που κανονικά θα έπρεπε να μας προϊδεάζουν για το τι είχε συμβεί με τα πρωτότυπα κείμενα. «Μερικαί φράσεις αφηρέθησαν ως άσχετοι προς το θέμα των απομνημονευμάτων», διαβάζουμε λ.χ. στον πρόλογο των απομνημονευμάτων του Καραβαγγέλη, ενώ σε αυτόν του Δικώνυμου ο Β. Λαούρδας ευχαριστεί «τους κ. Κ. Βαβούσκο, Γ. Μόδη και Κ. Μπόνη με τους οποίους εξετάσαμε μαζί κάποια προβλήματα της αφηγήσεως». 

Αλλά και η Λουίζα Συνδίκα-Λαούρδα μας διαβεβαιώνει, κάπως περίεργα, ότι «εκτός από μερικές δευτερεύουσας σημασίας αλλαγές ή παραλείψεις, το κείμενο δημοσιεύεται αυτούσιο».

Θα χρειαστούν τα συλλαλητήρια του 1992-94, που ανανέωσαν το ενδιαφέρον των ερευνητών γι' αυτή τη μακρινή ιστορία, για να γίνει αντιληπτή η έκταση της παραχάραξης. Η πρώτη επισήμανση έγινε το 1998 από τον Αλ. Π. Ζάννα, στο περιοδικό «Αρχειακά Νέα». Ακολούθησε το 1999 ο Σπύρος Καράβας, αναλύοντας λεπτομερειακά τις λογοκριτικές επεμβάσεις του ΙΜΧΑ πάνω στ' απομνημονεύματα ενός άλλου Μακεδονομάχου, του Κων/νου Μαζαράκη (τα οποία είχαν πρωτοεκδοθεί από τον ίδιο το 1937 και ξανακυκλοφόρησαν «ανανεωμένα» το 1963).

Τι είδους πλαστογράφηση έγινε, όμως, στα απομνημονεύματα του Αρχείου Δέλτα; 

Καταφύγαμε στα πρωτότυπα που φυλάγονται στο Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη (Αρχείο Π. Σ. Δέλτα, φ. 561) κι εντοπίσαμε τουλάχιστον 25 περικοπές ή αλλοιώσεις στα απομνημονεύματα του Καραβαγγέλη, 20 στου Παπατζανετέα και 39 στου Δικώνυμου-Μακρή. Ο χώρος δεν επαρκεί, βέβαια, για μια πλήρη παράθεση. Περιοριζόμαστε, λοιπόν, σε μια γενική περιγραφή τους.

«Εθνολογικές» τακτοποιήσεις

*Η πιο απλή επέμβαση αφορά την απάλειψη κάποιων προβληματικών χαρακτηρισμών, στους οποίους προέβαιναν οι Μακεδονομάχοι κατά την αφήγηση των κατορθωμάτων τους. Ο Παπατζανετέας λ.χ. αναφέρει σαν «βουλγάρικα» τα χωριά της Ημαθίας Ζερβοχώρι, Λικοβίστα (σημ. Λυκογιάννη), Γιάντσιστα (Αγ. Γεώργιος) και Αγ. Μαρίνα, κάτι που το ΙΜΧΑ προτίμησε ν' αφαιρέσει. 

*Ανάλογες περικοπές υπέστησαν και τα απομνημονεύματα του Μακρή: Τα χωριά της Πρέσπας Οστιμα (Τρίγωνο) και Τίρνοβο (Πράσινο) έπαψαν να 'ναι «βουλγαρικά» και απλώς «είχαν πολλούς Βουλγάρους». Εξαφανίστηκαν επίσης οι χαρακτηρισμοί «σχισματικό» για τα χωριά Τίρσια (Τρίβουνο) και Βάμπελ (Μοσχοχώρι) και «φανατικά βουλγαροχώρια» για τη Στάτιστα (Μελάς), το Κονομπλάτι (Μακροχώρι), το Μπαπτσόρ (Ποιμενικό) και το Νέρετ (Πολυπόταμος). Το «βουλγαρικό χωριό» Λέσκοβετς (Λεπτοκαρυές) έγινε ένα ανώνυμο «χωριό με πολλούς σχισματικούς». Ανάλογο μετασχηματισμό υπέστησαν και οι «Ρουμάνοι» της περιοχής, που στο βιβλίο φέρονται απλώς «ρουμανίζοντες».

*Κάποιες σοβαρότερες «διορθώσεις», αλλάζουν εντελώς την εικόνα που οι Μακεδονομάχοι είχαν για το χώρο της δράσης τους. Ο Καραβαγγέλης εξηγεί ότι «η Καστοριά ήταν πόλις εντελώς ελληνική» και «μόνο στα περίχωρα ήταν οι Βούλγαροι», οι επιμελητές όμως έσπευσαν να αφαιρέσουν αυτή τη διευκρίνιση. Ανάλογα σφαγιάστηκε η περιγραφή του Βάλτου των Γιαννιτσών απ' τον Παπατζανετέα: 

«Από το Τσέκρι ώς το Ζερβοχώρι και πέρα ήταν όλο βουλγάρικα χωριά» γράφει, το ΙΜΧΑ όμως το έκανε «όλο Βούλγαροι» -ξενόφερτοι τρομοκράτες, προφανώς, κι όχι γηγενείς χωρικοί. 

*Την ίδια ακριβώς αλλοίωση υφίσταται και η διήγηση του Μακρή: «Απ' όπου περνούσαμε, οι χωριάτες μας προδίνανε» γράφει για την απεγνωσμένη διάβασή του απ' τα Κορέστια το 1908, στην έκδοση όμως οι καταδότες είναι «Βούλγαροι» (κι οπωσδήποτε όχι «χωριάτες»)...

*Αμεση συνέπεια των παραπάνω είναι η διαστροφή της στρατηγικής των Μακεδονομάχων. Το «Κέντρο» ζητάει λ.χ. από τον Παπατζανετέα «να σφάξουμε πάνω στο μεγάλο δρόμο μερικούς Βουλγάρους χωρικούς, για να φοβηθούν τα βουλγαρικά χωριά». Στο δημοσιευμένο κείμενο, στόχος είναι να φοβηθούν «οι Βούλγαροι», γενικώς. Και, φυσικά, δεν θα μπορούσε να τη γλιτώσει η θριαμβολογία του μανιάτη οπλαρχηγού, ότι κάποια επιτυχία του «εκλόνισε όλα τα βουλγαρικά χωριά εκείνης της περιφερείας, ακόμη και τα Γιαννιτσά, που ήταν σχεδόν κι αυτά βουλγαρικά». 

«Ακόμα είναι Βούλγαροι και ας τάχωμεν πάρει εμείς αυτά τα μέρη», λέει κάποια στιγμή ο Μακρής για τους χωρικούς της βορειοδυτικής Μακεδονίας. «Ξέρεις τι σκυλιά είναι;». Εννοείται πως το ξέσπασμα του καπετάνιου δεν υπάρχει στο δημοσιευμένο κείμενο. 

Οπως δεν υπάρχει και η παρεξηγήσιμη διευκρίνισή του ότι, από 13 χωρικούς που έσφαξε στο Λισολάι, «ο ένας παπάς και ο ένας δάσκαλος ήταν Σέρβοι...».

*Παρεμφερείς περιπλοκές συναντάμε στα σημεία που αφορούν γηγενείς φυσιογνωμίες του Αγώνα. 

Σύμφωνα με τον Καραβαγγέλη, ο γνωστός καπετάν Κώττας «ήταν Βούλγαρος οπλαρχηγός», το ΙΜΧΑ όμως τον προτιμά «οπλαρχηγό στους Βουλγάρους». 

*Πλήρως έχει λογοκριθεί ο επίλογος της στρατολόγησης απ' το μητροπολίτη ενός άλλου κομιτατζή, του Γκέλε: «Και τώρα, του είπα φεύγοντας, πρέπει να μου το αποδείξεις ότι είσαι Ελληνας. Σήμερα σε βάφτισα. Θα πας λοιπόν να σκοτώσεις τους δυο φονιάδες του Παπα-Ηλία από το Γκαμπρέσι». 

Εχθροί και φίλοι

*Συστηματικά συσκοτίζεται, επίσης, η στάση των αντιπάλων απέναντι στο οθωμανικό καθεστώς. 

Οι επιμελητές των απομνημονευμάτων του Καραβαγγέλη θεώρησαν λ.χ. σκόπιμο ν' αφαιρέσουν ακόμη και τη διευκρίνισή του πως «οι Βούλγαροι σκότωναν και Ελληνες και Τούρκους», ενώ λογοκρίθηκαν διατυπώσεις του Μακρή, όπως η παρακάτω: «Είναι αλήθεια πως οι Τούρκοι ποτέ δε μας κτυπούσαν με όρεξι. Γιατί ακόμα δεν είχαμε να μοιράσουμε τίποτα μαζί». 

*Την ίδια τύχη είχε η στιχομυθία του Καραβαγγέλη με τη Δέλτα, όσον αφορά την πηγή εξοπλισμού των πρώτων Μακεδονομάχων: 

«-Είπατε πως τους δώσατε όπλα και πολεμοφόδια. Πού τα βρήκατε εσείς; -Μου τα πουλούσαν οι ίδιοι οι Τούρκοι. Εστελνα κάποιον και τους ζητούσε όπλα. "Τι τα θέλετε;" ρωτούσαν. "Για τους Βουλγάρους", απαντούσε. Και του έδιναν». 

*Αγρίως σφαγιάστηκε και πλήθος ισχυρισμών, που έθιγαν παλιούς συμπολεμιστές ή αμφισβητούσαν δεδομένους μύθους για πρόσωπα και πράγματα. Μεταξύ άλλων, κόπηκε ολόκληρη η παρένθεση της Π. Σ. Δέλτα, η οποία αμφισβητούσε τον εθνικό χαρακτήρα της δολοφονίας του μητροπολίτη Κορυτσάς Φωτίου (1906), υποστηρίζοντας πως ο φόνος έγινε για «προσωπικούς λόγους, από μια οικογένεια στην οποία ο Μητροπολίτης αυτός είχε αρνηθεί επίμονα να δώσει άδεια για γάμο δυο εξαδέλφων». 

*Απαλείφθηκαν επίσης η παραδοχή της ανάμειξης του Καραβαγγέλη στην «εις θάνατον καταδίκην του ελεεινού Μακεδόνα αντάρτη Μαργαρίτη», η μαρτυρία του Μακρή για την υπονόμευση του Κώττα από το συναγωνιστή (και μετέπεια καταδότη του) Παύλο Κύρου, καθώς και τέσσερις αναφορές του Μακρή στις «βρωμοδουλειές» του καπετάν Δημητρακάκη, ο οποίος «επείραζε τις γυναίκες του χωριού, και μάλιστα στα σπίτια όπου έμενε».

Θα πρέπει να παραδεχτούμε, ωστόσο, ότι και η ίδια η Δέλτα είχε με τη σειρά της προβεί σε ανάλογες λογοκριτικές επεμβάσεις, ιδίως σε όσα ο αφελής Παπατζανετέας καταλόγιζε στους συναδέλφους του. 

Η τελική μορφή του δακτυλόγραφου μας πληροφορεί έτσι πως έχουν διαγραφεί μισή σελίδα για την επιλήψιμη διαγωγή του Μακεδονομάχου Γαρέφη (που αντί να στείλει στην Αθήνα ένα παιδί 10-12 χρόνων, «το κράτησε κοντά του» με απροσδιόριστες προθέσεις), καθώς και τρία μεγάλα αποσπάσματα για τον οπλαρχηγό Κλάπα. Από επιστολή του που έχει διασωθεί στο Αρχείο Δαγκλή γνωρίζουμε, πάντως, ότι ο Παπατζανετέας κατηγορούσε τον τελευταίο και τους άντρες του πως «διέπραξαν όργια, ήτοι χρήματα κατεχράσθησαν και παίδας ατίμασαν». 

Ο βασανιστής μητροπολίτης

Αγριότερα είναι τα πράγματα με επιμέρους λεπτομέρειες του έργου των Μακεδονομάχων: 

*Ψιλοπράγματα ίσως η παράλειψη της περιγραφής του «βούρδουλα» με τον οποίο ο Παπατζανετέας ανέκρινε τα θύματά του, η αντικατάσταση του «αποκεφαλισμού» των αιχμαλώτων του Μακρή από τη λιγότερο γραφική «εκτέλεσή» τους, ή η εξαφάνιση του χαρακτηρισμού «αλύπητα» από το χαστούκισμα ενός άλλου. 

*Διαφορετικής τάξης είναι η λογοκρισία του βασανισμού, από τον καπετάν Παναγιώτη, ενός ντόπιου που πήγε να τον καλοπιάσει κάνοντάς του δώρο ένα αρνί. 'Η των γέλιων που συνοδεύουν την αφήγηση του Μακρή, όταν περιγράφει την αηδία του συναγωνιστή του καπετάν Φιλώτα κατά τις σφαγές αιχμαλώτων («όπως θα γελούσε κανείς αν έβλεπε ένα μάγειρα να λυπάται να σφάξη μια όρνιθα», σημειώνει η Δέλτα). Και κάπως πιο εύλογη η εξαφάνιση της εισήγησης του ίδιου για «σφαγάς και εμπρησμούς χωρίων», ως το «μόνον ημών μέσον, όπερ θα επέφερεν το ποθούμενον αποτέλεσμα».

*Τι να πει όμως κανείς για την αποσιώπηση της σκηνής, όπου ο μητροπολίτης Καστοριάς βασανίζει αυτοπροσώπως τους (συλληφθέντες από μεικτό ελληνοτουρκικό απόσπασμα και δεμένους σ' ένα δέντρο) κομιτατζήδες; «Τους πλησίασα», αφηγείται ο Καραβαγγέλης, «και τους χτύπησα. Αυτοί κλαίγαν. "Αμάν Δεσπότη"!». Η ίδια η Δέλτα, πάντως, φρόντισε να σημειώσει: «Αυτό δεν είναι ωραίο να λέγεται, μα ο σεβασμιώτατος το διηγείται με μια ομηρική αφέλεια και ειλικρίνεια». 

*Αίτημα του ίδιου του Καραβαγγέλη ήταν, αντίθετα, ν' αποσιωπηθεί ένα άλλο σημείο της αφήγησής του: η τύχη του κεφαλιού του ντόπιου βοεβόδα Λάζο Ποπτράικοφ, τον οποίο -τραυματισμένο από τους Τούρκους κατά την επανάσταση του 1903- βρήκαν κι αποκεφάλισαν οι άνθρωποι του δεσπότη. «Ισως μια μέρα», αναλογίζεται, «σκάβοντας κανείς στον κήπο της Μητροπόλεως της Καστοριάς, βρει ένα κεφάλι, μα δεν ξέρει τίνος είναι». 

Η δημοσίευση αυτής της λεπτομέρειας τον ανησυχεί, «γιατί αν το μάθουν, οι Βούλγαροι θα χαλάσουν τον κόσμο να το βρουν και να το κηδεύσουν με μεγάλες τιμές». Προς το παρόν, υπάρχει η φωτογραφία του κομμένου κεφαλιού, που ο μητροπολίτης είχε αναρτήσει στο γραφείο του. 

Οι απαγορευμένες αμφιβολίες

*Τελευταία -και ίσως πιο αποκαλυπτική- κατηγορία περικοπών, είναι αυτές που αφορούν αποσπάσματα τα οποία μετριάζουν κάπως την «εθνικά ορθή» αγριότητα, αφήνοντας να διαφανούν αμφιβολίες, τύψεις ή ειρηνόφιλες σχετικοποιήσεις. 

«Δεν είτανε σκληρό αυτό;», αναρωτιέται κάποια στιγμή αυτοκριτικά η Δέλτα, όταν ο Δικώνυμος της περιγράφει πώς, μαζί με κάποιον «αρχικομιτατζή», έκαψε ζωντανή ολόκληρη την οικογένεια που τον φιλοξενούσε στο χωριό Σφέτα Πέτκα (Αγ. Παρασκευή Φλώρινας). «Ισως δεν θάπρεπε να παραπονιώμαστε τόσο πολύ εμείς οι Ελληνες για τις σκληρότητες των Βουλγάρων Κομιτατζήδων και να τις περιγράφωμεν με τόσο μελανά χρώματα». Το ΙΜΧΑ εξαφάνισε, τόσο το ερώτημα όσο και την απολογητική απάντηση του καπετάνιου. Την ίδια τύχη είχε και η αποκαλυπτική αμηχανία του τελευταίου, όταν αφηγείται πώς έσφαξε τέσσερις «οθωμανούς προδότες» παραβιάζοντας την μπέσα του.

Το χαρακτηριστικότερο κρούσμα αυτής της κατηγορίας είναι η διαγραφή μιας από τις τελευταίες παραγράφους των απομνημονευμάτων του Μακρή. Αφορά τη συνάντηση, αμέσως μετά το τέλος του ένοπλου αγώνα, Κομιτατζήδων και Μακεδονομάχων σε μια ταβέρνα των Βιτωλίων. Ο καπετάνιος φωνάζει τους μουσικούς και παραγγέλλει τον ελληνικό εθνικό ύμνο. Στο άκουσμά του, «οι Βούλγαροι πετάχθηκαν και στάθηκαν προσοχή, βγάζοντας τα καπέλα τους». 

Η σκηνή φαίνεται να επιβραβεύει, με καθαρά χολιγουντιανό τρόπο, τη μαγκιά των ημετέρων. Εντελώς διαφορετικά θα ήταν ωστόσο τα συναισθήματα του αναγνώστη, αν μπορούσε να διαβάσει και τη συνέχεια:

«Ο καπετάν Μακρής σταματάει μια στιγμή την διήγησή του με δυσκολόκρυφτη συγκίνηση και με κοιτάει στα μάτια.

- Τι νομίζεις ότι έπρεπε να κάνουμε εμείς τότε; με ρωτάει. Επρεπε να πούμε αμέσως στους μουσικούς να παίξουν το βουλγάρικο ύμνο και, αντίς γι' αυτό, κάμποσοι από τους δικούς μας σηκωθήκανε έτοιμοι να τους γιουχάρουνε τους Βουλγάρους. Είμαστε... Είμαστε απολίτιστοι άνθρωποι, βάρβαροι. Ευτυχώς πρόλαβα και τράβηξα το ντουφέκι κι είπα να μη μιλήσει κανείς. Κι έτσι οι άνθρωποι σηκωθήκανε και φύγανε ήσυχοι».

 

(Ελευθεροτυπία, 7/7/2002)

 

www.iospress.gr                                  ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ