Η ΤΣΕΤΣΕΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΠΟΛΙΤΚΟΦΣΚΑΓΙΑ


Ο βρόμικος πόλεμος

1. / 2.   

Ολοι οι πόλεμοι είναι βρόμικοι, αλλά μερικοί είναι ακόμη πιο βρόμικοι. Γι' αυτόν της Τσετσενίας, αρμόδια να μιλήσει είναι η δημοσιογράφος που επιχείρησε να αποτρέψει το μακελειό της Μόσχας. Η μοίρα των αμάχων βρίσκεται στο επίκεντρο του βιβλίου της Αννας Πολιτκόφσκαγια.  
 

Τρεις εβδομάδες μετά την τραγωδία του «αντιτρομοκρατικού» μακελειού στο θέατρο της Μόσχας, η σχετική συζήτηση παρέμεινε εγκλωβισμένη στις «τεχνικές» λεπτομέρειες: τι είδους χημικά αέρια, δηλαδή, χρησιμοποίησαν οι κομάντος του Πούτιν για να εξοντώσουν σωρηδόν απαγωγείς και ομήρους, αν υπήρχε προσφορότερη μέθοδος για την επέμβαση κ.ο.κ. 

Εκείνο που πέρασε στο ντούκου ήταν όσα συμβαίνουν στην ίδια την Τσετσενία. Η πραγματικότητα, με άλλα λόγια, που, αν δεν γέννησε, τουλάχιστον νομιμοποίησε το μαζικό έγκλημα του περασμένου Οκτώβρη, στα μάτια των ανταρτών του Μοβσάρ Μπαράγιεφ. 

Κι όμως, το έναυσμα για μια τέτοια ενασχόληση, ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα τεκταινόμενα του θεάτρου Ντουμπόφκα και τα έργα των ρωσικών στρατευμάτων στην Τσετσενία, προσφέρθηκε από τα ίδια τα γεγονότα. Ως μεσολαβητή ανάμεσα στους ίδιους και τις μοσχοβίτικες αρχές, οι τσετσένοι τρομοκράτες υπέδειξαν έναν άνθρωπο: την Αννα Πολιτκόφσκαγια, δημοσιογράφο της εφημερίδας «Νόβαγια Γκαζιέτα». 

Η επιλογή αυτή δεν ήταν καθόλου τυχαία. Η Πολιτκόφσκαγια δεν είναι τηλεοπτικός αστέρας κεντρικού ειδησεογραφικού δελτίου ή κάποιας γκλαμουράτης εκπομπής, αλλά η δημοσιογράφος που έχει δείξει τη μεγαλύτερη συνέπεια στην αποκάλυψη της πραγματικής εικόνας του «βρόμικου πολέμου» της Τσετσενίας. 

Αυτός είναι, άλλωστε, και ο τίτλος του βιβλίου της που κυκλοφόρησε στα αγγλικά, με άρθρα που δημοσιεύτηκαν την πρώτη χρονιά της τωρινής εκστρατείας (1999-2000). Οταν, δηλαδή, η συντριπτική πλειοψηφία της ρωσικής κοινής γνώμης και -κυρίως- των ΜΜΕ έσπευδε να στρατευτεί στο πλευρό του «δυναμικού» Πούτιν, που διακήρυσσε ότι «θα στριμώξει τους συμμορίτες στη χέστρα και θα τους ξεπαστρέψει».

Η επιλογή αυτή της Πολιτκόφσκαγια δεν ήταν καθόλου ανώδυνη: Η ίδια συνελήφθη δύο φορές στην Τσετσενία, τον Φεβρουάριο του 2001 και τον Φεβρουάριο του 2002, από τις δυνάμεις ασφαλείας της ίδιας της της χώρας, που έκριναν την παρουσία της εκεί «επικίνδυνη». Στο μεσοδιάστημα, υποχρεώθηκε να εκπατριστεί για μερικούς μήνες, ύστερα από «συμβουλές» κύκλων του υπουργείου Αμυνας και πιέσεις του εκδότη της, που είχε πληροφορηθεί ότι ένας δυσαρεστημένος ρώσος στρατηγός σχεδίαζε να τη βγάλει από τη μέση.

Το εντυπωσιακό είναι πως η «εθνικά ύποπτη» αυτή δημοσιογράφος της «Νόβαγια Γκαζιέτα» ουδόλως αποκλίνει στα κείμενά της από τα κυρίαρχα εθνικά και πολιτικά στερεότυπα της σημερινής Ρωσίας: η απέχθειά της για τους «ισλαμιστές συμμορίτες» της Τσετσενίας είναι δεδομένη, ο πατριωτισμός της διάχυτος, η άρνησή της να αντιμετωπίσει την τωρινή σύρραξη σαν αποικιακό (και, ως εκ τούτου, εξ ορισμού άδικο) πόλεμο πασιφανής.

Χαρακτηριστική είναι, άλλωστε, η συμπόρευσή της με τις πολεμοχαρείς κραυγές και την πατριωτική πλειοδοσία του μεγαλύτερου μέρους της ρωσικής κοινωνίας τις πρώτες μέρες της σύρραξης, το καλοκαίρι του 1999.

Διαβάζοντας το βιβλίο της, συνειδητοποιεί κανείς πως η αντίθεση της Πολιτκόφσκαγια στον πόλεμο προέκυψε στην πορεία και από την επαφή της με τα ίδια τα πράγματα: το δράμα των προσφύγων και την αναλγησία των αρμοδίων, την τυφλή βία των «ομοσπονδιακών» στρατευμάτων και την απελπισία του άμαχου πληθυσμού, τη μετατροπή του πολέμου σε αχαλίνωτη κερδοσκοπία και την ταυτόχρονα απόλυτη εγκατάλειψη των εξαθλιωμένων κατοίκων του «απελευθερωμένου» Γκρόζνι.

Ισως γι' αυτό, ωστόσο, η μαρτυρία της έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία. 

Οι απελευθερωτές

Πρώτη εικόνα που διαψεύδει τις επίσημες διακηρύξεις είναι αυτή των ρωσικών στρατευμάτων στην «απελευθερωμένη» τσετσενική πρωτεύουσα: «Κάθε φυλάκιο στο Γκρόζνι ελέγχει μονάχα την άμεση περίμετρό του», διαπιστώνει η απεσταλμένη της «Νόβαγια Γκαζιέτα» τον Αύγουστο του 2000, έξι μήνες μετά την «ανακατάληψη» της πόλης από τις ρωσικές δυνάμεις.

«Κάθε φυλάκιο του στρατού και της αστυνομίας πρέπει να δρα ανεξάρτητα και να στηρίζεται μονάχα στον εαυτό του, σαν ένα μικροσκοπικό κρατίδιο περικυκλωμένο από εχθρούς. Μετά τις 7 ή 8 μ.μ., κάθε φυλάκιο στο Γκρόζνι κλειδαμπαρώνεται, λες κι είναι θησαυροφυλάκιο τραπέζης. Τότε η πόλη σταματά να υποκρίνεται. Ενοπλοι άντρες, άγνωστης ταυτότητας, βγαίνουν στους δρόμους. Υπάρχουν πάρα πολλοί απ' αυτούς και βρίσκονται παντού, ντυμένοι με αθλητικά ρούχα και παπούτσια, δίχως στρατιωτικές στολές αλλά με αυτόματα όπλα στα χέρια. Ποιοι είναι; Τίνος πόλη είναι αυτή; 

»Κάποιοι είναι μέλη της καινούριας "τσετσενικής αστυνομίας", ως επί το πλείστον αυτοδιορισμένοι. Υπάρχουν επίσης οι πλιατσικολόγοι, που τώρα κυριαρχούν στα καλοκαιρινά βράδια του Γκρόζνι».

Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, το ηθικό των περιχαρακωμένων στρατευμάτων δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό: «Εχω ένα και μοναδικό καθήκον εδωπέρα», δηλώνει χωρίς περιστροφές ο Γιούρι Σιντόροφ, επικεφαλής φυλακίου, αποσπασμένος από τα ΟΜΟΝ (ρωσικά ΜΑΤ) της Αγίας Πετρούπολης. «Να προστατέψω τις ζωές των παλικαριών μου». Καμιά άλλη αποστολή; «Τίποτα. Δεν έχω την παραμικρή διάθεση να πεθάνω».

Παρεπόμενο αυτής της ψυχικής διάθεσης, το διάχυτο εμπόριο πολεμικού υλικού ανάμεσα στους στρατιώτες και τους ντόπιους μεσάζοντες.

«Για δυο κιβώτια πυρομαχικών, παίρνεις είτε 10 μπουκάλες τοπικής βότκας, είτε μια κούπα χασίς. Οι στρατιωτικοί έχουν τόσο πολύ προσαρμοστεί στο εμπορικό πνεύμα, που πουλάνε τις ίδιες τις σφαίρες που, λίγο αργότερα, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα διασχίζουν τον αέρα με στόχο τους ίδιους».

Η κατάσταση στην ύπαιθρο είναι, φυσικά, κομμάτι αγριότερη. Η Πολιτκόφσκαγια καταγράφει αλλεπάλληλα κρούσματα ενός στρατού πλήρως αποκομμένου από τον ντόπιο πληθυσμό, κακοπληρωμένου και κακοταϊσμένου, παρόλα τα αστραφτερά -και αγγλόγλωσσα!- καινούρια «αντιτρομοκρατικά» διακριτικά των ειδικών του μονάδων. 

Αξιωματικοί και στρατιώτες που περιφέρονται στους δρόμους, μεθυσμένοι ή χασικλωμένοι από το πρωί, στρατηγοί που βάζουν στο σημάδι τις αγελάδες των κατοίκων, επειδή είναι εκνευρισμένοι από την καθυστέρηση καταβολής του μισθού τους, φρουρές που λεηλατούν συστηματικά άδειους προσφυγικούς καταυλισμούς οι οποίοι μόλις έχουν ανεγερθεί με χρήματα των δημοτικών αρχών της Μόσχας. 

Υπάρχουν, φυσικά, πολύ χειρότερα. Ενα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην ενυπόγραφη καταγγελία τεσσάρων φαντάρων του 72ου μηχανοκίνητου συντάγματος (που μόλις γύρισαν απ' τον πόλεμο) για κακοποιήσεις, βασανισμούς, ακόμη και φόνους στρατιωτών από τους ίδιους τους συμπολεμιστές τους των «ειδικών μονάδων». Ολα αυτά, με την κάλυψη των αξιωματικών τους, κατά τα σύντομα διαλείμματα ανάμεσα στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις.

Για την ανύψωση του ηθικού, διηγούνται στη δημοσιογράφο κάποιοι οπλίτες των ΟΜΟΝ, η FSB (διάδοχος της KGB) έχει διανείμει βιντεοκασέτες με την «τιμωρία» που επιφυλάχθηκε σε επώνυμους Τσετσένους μετά την ανακατάληψη της χώρας.

Το περιεχόμενό τους; «Πώς σκοτώνουν και βιάζουν. Ξέρεις πώς βίασαν τον αδερφό του Σαμίλ Μπασάγεφ, τον Σιρβάνι, στο Ναζράν; Μια ολόκληρη ομάδα απ' αυτούς. Οντως, το είδα. Και δεν ήταν καθόλου κακό».

Μια ειδική κατηγορία στρατιωτών, με προχωρημένες επιδόσεις στις αγριότητες κατά του άμαχου πληθυσμού, είναι οι «συμβασιούχοι» (kontratniki) -ουσιαστικά μισθοφόροι, στρατολογημένοι από τις τάξεις του υπόκοσμου για τη διεκπεραίωση των πιο «δύσκολων» αποστολών. 

Αλλη κατηγορία είναι οι ειδικές μονάδες του υπουργείου Δικαιοσύνης (στρατιωτικοποιημένα σώματα δεσμοφυλάκων, ειδικευμένα στην καταστολή των εξεγέρσεων στις φυλακές). 

«Ξεκαθαρίσαμε το Καϊμάχι κι άλλα χωριά του Νταγκεστάν», εξηγεί στην Πολιτκόφσκαγια ο επικεφαλής τους, Σεργκέι Τσερκάι. «Ξεκαθαρίζουμε επίσης τσετσενοχώρια, ιδίως στο Γκοραγκόρσκ και τη Ναούρσκαγια. Δύσκολα, πάντως, μπορεί κανείς να σας καταλάβει εσάς τους δημοσιογράφους. Γράφατε ότι στην Τσετσενία δεν πρέπει να χρησιμοποιηθούν ανειδίκευτοι φαντάροι. Τώρα που ήρθαν εδώ άνθρωποι με πείρα, πάλι γκρινιάζετε...».

Ακόμη σαφέστερος, ο επικεφαλής του Τμήματος Ασφαλείας των ρωσικών φυλακών, Μιχαήλ Ναζάρκιν, αναλύει με τη σειρά του το σκεπτικό που υπαγορεύει την «αντιτρομοκρατική» δραστηριότητα αυτών των ειδικών μονάδων: «Ενας Τσετσένος είναι ένας Τσετσένος. Δύο Τσετσένοι είναι δύο Τσετσένοι. Τρεις Τσετσένοι, όμως, είναι ήδη μια συμμορία».

Οι απελευθερωμένοι

Οσον αφορά τους ντόπιους, η εικόνα που προκύπτει είναι αυτή που θα περίμενε κανείς, ύστερα από τέτοιου είδους δηλώσεις. Στα «απελευθερωμένα από τους ισλαμιστές τρομοκράτες» χωριά, πρώτο μέλημα των ρωσικών υπηρεσιών είναι η απαγόρευση της κυκλοφορίας των κατοίκων.

Στο Αλχάν Γιουρτ, λ.χ., λίγα χιλιόμετρα έξω από το Γκρόζνι, οι κάτοικοι μπορούν να βγαίνουν έξω από τα σπίτια τους μονάχα ένα δίωρο, μεταξύ 11 π.μ. και 1 μ.μ. Καθολική όμως, απαγόρευση επιβλήθηκε και στην επικοινωνία των χωρικών με τον έξω κόσμο. «Μας κρατούν κυριολεκτικά ομήρους», εξηγεί ο Ισά Μαντάγεφ, κοινοτάρχης του Τσίρι Γιουρτ, ενός χωριού που δεν αντιστάθηκε στους Ρώσους. «Υστερα από τρεις βδομάδες, σκέφτηκα ν' ανεβώ στη Μόσχα να ζητήσω βοήθεια. Αλλιώς δεν πρόκειται να επιζήσουμε. Κάθε χωριό είναι σήμερα στρατόπεδο συγκέντρωσης».

Η περίπτωσή του είναι χαρακτηριστική των Τσετσένων εκείνων που αρνούνται να ταυτιστούν με τους αντάρτες και, δημόσια τουλάχιστον, δηλώνουν διατεθειμένοι να συνεργαστούν με το νέο καθεστώς για την εξομάλυνση της κατάστασης. 

Τυπικό δείγμα, ο Αμπντούλ Αμπζαΐλοφ, διευθυντής του συνεργείου που έχτισε ένα κέντρο υποδοχής προσφύγων στα προάστια του Αργκούν. Το έργο μόλις είχε ολοκληρωθεί, όταν τα πυρά μιας γειτονικής μονάδας το ρήμαξαν, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. «Τι θα πει να διαμαρτυρηθούμε;» απαντά στη συγγραφέα. «Μη με κάνετε να γελάσω! Αν πάει κανείς από μας στον εισαγγγελέα να διαμαρτυρηθεί, θα τον μαζέψουν αμέσως και θα τον στείλουν στο "στρατόπεδο διαλογής" του Τσεροκόζοβο...».

Εξίσου εύγλωττος και ο μεγάλος μουφτής του Γκρόζνι, Αχμάντ Χατζί Καντίροφ, που οι αρχές κατοχής διόρισαν τον Ιούνιο του 2000 επικεφαλής της τοπικής «Προσωρινής Διοίκησης»:

«Σκοπός μου», δηλώνει στην Πολιτκόφσκαγια, «είναι να σώσω το έθνος των Τσετσένων από το λανθασμένο δρόμο στον οποίο έχει οδηγηθεί τα τελευταία 300-400 χρόνια. Κάθε 50 ή 100 χρόνια, εμφανίζεται στη γη μας κι ένας ιμάμης και ξεσηκώνει τους Τσετσένους σε ιερό πόλεμο».

Η στοχοθεσία του μουφτή είναι, στην πραγματικότητα, αρκετά απλή: «Το έθνος μας δεν πρέπει να παρασυρθεί ξανά απ' αυτή την "ανεξαρτησία" κι "ελευθερία" που κανείς δεν μας παραχώρησε, ούτε πρόκειται να μας παραχωρήσει. Σε τελική ανάλυση, η ελευθερία είναι κάτι που ο μέσος άνθρωπος -και συμπεριλαμβάνω τον εαυτό μου σ' αυτούς, αφού κατάγομαι από μια πολύ απλή αγροτική οικογένεια- δεν το χρειάζεται. Αυτό που χρειάζεται είναι δουλειά, ένα μεροκάματο και ασφάλεια».

Προς το παρόν, ο Καντίροφ, ζει με ένα στρατιωτικό ελικόπτερο να τον μεταφέρει, κάθε απόγευμα, στην οχυρωμένη έπαυλή του στο Τσιντορόι.

Το πιο σοκαριστικό τμήμα του βιβλίου, αυτό στο οποίο η Πολιτκόφσκαγια δίνει όλο τον εαυτό της, είναι τα κεφάλαια που αναφέρονται στην τύχη των πιο αδύνατων κατηγοριών: πρόσφυγες, άστεγοι, ηλικιωμένοι. 

Οι περισσευούμενοι

Γεγονός σχετικά άγνωστο στο ευρύ κοινό, είναι ότι οι κατηγορίες αυτές αφορούν σε μεγάλο βαθμό όχι Τσετσένους αλλά πολίτες ρωσικής καταγωγής, που δεν προστατεύονται από το παραδοσιακό δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης των ντόπιων. Κάτι που παρατηρήθηκε και στον «πρώτο πόλεμο» του 1994-96, όταν η κτηνώδης ισοπέδωση ολόκληρων οικοδομικών τετραγώνων του Γκρόζνι είχε θύματα, κυρίως ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα του ρωσόφωνου πληθυσμού.

Τυπικό δείγμα, η Λιούμπα Ζουμπάρεβα. Εγκατέλειψε με τα τέσσερα παιδιά της το Γκρόζνι, όταν το σπίτι τους καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς της ρωσικής αεροπορίας. Πέρασε τα σύνορα και κατέφυγε στα προσφυγικά στρατόπεδα της Ινγκουσετίας. 

Τέλος καλό, όλα καλά; Οχι ακριβώς: 

«Ολα τα χαρτιά της, όπως κι αυτά των παιδιών της, κάηκαν μαζί με το σπίτι. Χωρίς χαρτιά, δεν μπορούν να γραφτούν στους καταλόγους των προσφύγων και χωρίς εγγραφή δεν υπάρχει ψωμί. Μονάχα το χρήμα μπορεί να σπάσει αυτόν το φαύλο κύκλο, όμως η Λιούμπα δεν έχει καθόλου». Κάποιοι φιλάνθρωποι πρόσφυγες παραχώρησαν στην πενταμελή οικογένεια μια θέση στο παγωμένο βαγόνι που χρησιμοποιούσαν σαν κατοικία. Στα τέλη Νοεμβρίου, το ένα της παιδί ήταν ήδη ετοιμοθάνατο.

Η πιο αποκαλυπτική περιγραφή αφορά, ωστόσο, την τύχη των εκατό περίπου τροφίμων του γηροκομείου του Γκρόζνι: «Ρώσοι και ρωσόφωνοι», γηγενείς στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ανεπιθύμητοι από τους συγγενείς τους που ζουν σε άλλα μέρη της χώρας, εγκλωβίστηκαν στην πολιορκημένη (και βομβαρδιζόμενη) τσετσενική πρωτεύουσα το φθινόπωρο του 1999. 

Οι προσπάθειες της Πολιτκόφσκαγια να οργανώσει την εκκένωση του γηροκομείου και τη μεταφορά των τροφίμων του σε κάποιο ίδρυμα των μετόπισθεν συνάντησε την ανοιχτή κωλυσιεργία των ρωσικών αρχών.

«Αφού έμειναν στο Γκρόζνι, παρά το τελεσίγραφό μας», της εξήγησαν κάποιοι στρατιωτικοί, «τότε δεν μπορεί παρά να θεωρηθούν συνεργοί των συμμοριτών». Κάποιοι άλλοι, λιγότερο παρανοϊκοί, περιορίστηκαν στη διατύπωση αμφιβολιών κατά πόσο θα ήταν «πολιτικά έξυπνη» μια τέτοια ενέργεια, εφόσον μεταξύ των υπό εκκένωση ηλικιωμένων συγκαταλέγονταν και μερικοί Τσετσένοι...

Τελικά, όσοι από τους ηλικιωμένους επέζησαν από τους βομβαρδισμούς και (κυρίως) την πείνα μεταφέρθηκαν, το Δεκέμβριο του 1999, στη γειτονική Ινγκουσετία. Εξι μήνες αργότερα, οι αρχές διέταξαν τον βίαιο «επαναπατρισμό» τους στην Τσετσενία. Ο λόγος ήταν απλός: εκτός από την προπαγανδιστική αξιοποίηση του μέτρου, «αποκατάστασης της τάξης» στο Γκρόζνι, κάτι τέτοιο σήμαινε και την ιδιοποίηση των σχετικών κονδυλίων από τις τοπικές στρατιωτικές και «πολιτικές» αρχές. 

Οταν η πρώτη ομάδα από 19 ηλικιωμένους επέστρεψε στο γηροκομείο, γράφει η Πολιτκόφσκαγια, «αποδείχθηκε ότι αυτό δεν είχε ούτε ηλεκτρικό, ούτε νερό, ούτε γκάζι, ούτε τρόφιμα. Δεν υπήρχε εκεί ούτε καν προσωπικό».

Η διαπίστωσή της αυτή θα μπορούσε να αφορά μια ολόκληρη χώρα.



(Ελευθεροτυπία, 17/11/2002)

 

www.iospress.gr                                  ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ