ΦΕΡΕΤΡΑΚΙΑ ΚΑΙ ΦΕΡΕΤΡΑΡΕΣ


Το παιχνίδι του θανάτου

1. / 2.   

Ο Αη Βασίλης ειδοποιήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση να αφήσει στη Λαπωνία ή την Καισάρεια τα φερετράκια του. Καλοδεχούμενα όμως είναι όλα τα παιχνίδια πολέμου, θανάτου και αίματος.  
 

Με ταχύτητα που θα τη ζήλευαν όλες οι εκσυγχρονισμένες δημόσιες υπηρεσίες, ο υφυπουργός Ανάπτυξης για ζητήματα εμπορίου Χρήστος Θεοδώρου διέταξε να κατασχεθούν τα μακάβρια κουκλάκια αμερικανικής προέλευσης, η σειρά «Living dead dolls» που μεταφράστηκε προχείρως «φερετράκια» από τα κανάλια, μόλις αυτά πληροφορήθηκαν από το ΙΝΚΑ την ύπαρξή τους και έσπευσαν να καταγγείλουν το «σκάνδαλο». 

Η υπουργική απόφαση προβλέπει την καταστροφή του εμπορεύματος και απειλεί με εξοντωτικά πρόστιμα όσους τολμήσουν να τα ξαναβγάλουν στην αγορά. Μπορούμε, λοιπόν, να κοιμόμαστε ήσυχοι: Τα ελληνόπουλα δεν κινδυνεύουν να διαστραφούν από τα ξενοκίνητα ζόμπι. Θα επιστρέψουν στα φιλήσυχα και ελληνοπρεπή Transformers, Monsters, Pokemon κ.λπ. Η χριστουγεννιάτικη αγορά άνοιξε...

Η πρωτοφανής απαγόρευση μεταδόθηκε, όπως ήταν φυσικό, από όλα τα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Το ABC μετέφερε την άποψη του υπουργού ότι τα παιχνίδια αυτά αποτελούσαν σοβαρή απειλή για την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού και την ψυχική του υγεία, ενώ το Reuters αναφέρθηκε στην αμερικάνικη εταιρεία που τα παράγει (Mezco Toys) και παρατήρησε ότι η ίδια εταιρεία διαθέτει παιχνίδια βασισμένα στους ράπερ RUN-DMC και τους χαρακτήρες της γνωστής ταινίας του Ταραντίνο «Reservoir dogs». Περιττό να προσθέσουμε ότι σε καμία άλλη χώρα δεν υπήρξαν παρόμοια απαγορευτικά μέτρα για τα προϊόντα αυτά. Αλλωστε η επιτυχία τους στις ΗΠΑ είναι δεδομένη, ιδιαίτερα σε περιόδους εορτασμού του Χάλοουιν. Υπάρχει βέβαια και επίσημο site, όχι μόνο της εταιρείας αλλά και των ίδιων των δημοφιλών ζόμπι, και πολυσύχναστα chat -με ανήλικη βέβαια πελατεία.

Εσταξε η ουρά...

Δεν θα συμμεριστούμε τη χαρά όσων πιστεύουν ότι σώθηκε η ψυχή των ελληνόπουλων με την υπουργική απαγόρευση. Αν δει κανείς αυτά τα μακάβρια κουκλάκια, θα διαπιστώσει ότι δεν είναι περισσότερο φρικιαστικά από τους χαρακτήρες της πετυχημένης τηλεοπτικής σειράς «Οικογένεια Ανταμς» και της εμπορικής μεταφοράς τους στη μεγάλη οθόνη.

Θα συμφωνήσουμε ότι δεν είναι τόσο πνευματώδη ή πρωτότυπα, αλλά η ουσία παραμένει. Δεν πρόκειται παρά για απλό «μαύρο» χιούμορ, έστω και πολύ κακόγουστο. Και είναι πραγματικά αστείο να φοβάται κανείς ότι τα μικροσκοπικά ζόμπι «απειλούν την ψυχική υγεία των παιδιών», που είναι όχι απλώς εκτεθειμένα αλλά μανιώδεις συλλέκτες κάθε λογής διεστραμμένων θανατηφόρων «ηρώων» και «όπλων». 

Τα σύγχρονα παιδιά στον «ανεπτυγμένο» κόσμο -συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της Ελλάδας- έχουν στη διάθεσή τους τα πιο φονικά παιχνίδια που έχουν ποτέ δημιουργηθεί. Σε όλες τις μορφές παιχνιδιών (ηλεκτρονικά όπλα, κούκλες-στρατιώτες, τέρατα κ.λπ.) που απευθύνονται σε αγόρια όλων των ηλικιών κυριαρχούν συντριπτικά αυτά τα «παιχνίδια πολέμου». Αρκεί μια απλή επίσκεψη σε ένα πολυκατάστημα παιχνιδιών για να πείσει ακόμα και τους πιο δύσπιστους ότι τα παιδιά προετοιμάζονται για κάποιον άγνωστο πόλεμο που θα πραγματοποιηθεί εδώ, στη Γη, αλλά και στ' αστέρια. 

Εχουν κατά καιρούς δημιουργηθεί κινήσεις για την εξάλειψη ή έστω τη μείωση αυτών των παιχνιδιών. Η Σουηδία και η Νορβηγία έχουν πετύχει τον εκούσιο περιορισμό της πώλησης πολεμικών παιχνιδιών. Η Μάλτα απαγορεύει την εισαγωγή τους. Η χώρα μας είναι η μόνη που εφάρμοσε (για όλα τα παιχνίδια) τη μερική απαγόρευση της τηλεοπτικής διαφήμισης. 

Η Αυστραλία έχει θέσει ορισμένους φραγμούς στη εισαγωγή τους. Σε πολλές χώρες έχουν διοργανωθεί τελετές απόσυρσης των παιδικών όπλων, πραγματικές «Βάρκιζες» για τα ανήλικα αγόρια. Ομως το οικιακό οπλοστάσιο πολύ γρήγορα αναγεννάται από την τέφρα του. Καθώς φαίνεται βρισκόμαστε μακριά από την περίοδο που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσιζε τη σταδιακή απαγόρευση της προώθησης και της διαφήμισης αυτών των παιχνιδιών (13/9/1982). 

Υπάρχουν σήμερα πολλές κοινοτικές οδηγίες για τους κανόνες ασφάλειας που πρέπει να τηρεί η βιομηχανία παιχνιδιών (επικίνδυνα συστατικά, αποσπώμενα τμήματα κ.λπ.), αλλά συνοδεύονται από σιγή για το περιεχόμενό τους. Θεωρείται ένα είδος απαράδεκτης «λογοκρισίας» η επέμβαση στη μορφή, τη σημασία, το συμβολισμό και τη χρήση του παιχνιδιού.

Εξίσου ανεφάρμοστη αποδείχτηκε η εξαιρετική οδηγία 963 του Συμβουλίου της Ευρώπης (1983) για τα πολιτισμικά και εκπαιδευτικά μέτρα με σκοπό τον περιορισμό της βίας. Ισως, μάλιστα, ο λόγος που αυτή η οδηγία θεωρείται ξεπερασμένη είναι ότι προτείνει μέτρα παρέμβασης στις κυβερνήσεις, θίγοντας την ιερή πολιτική της «αυτορρύθμισης» των ΜΜΕ και των εκπαιδευτικών θεσμών.

Τα παιχνίδια του Μεταξά

Το γεγονός είναι ότι ποτέ άλλοτε τα παιδικά παιχνίδια δεν ήταν τόσο πολύ προσανατολισμένα στο θάνατο και την καταστροφή. Σ' αυτό ίσως συντείνει και το γεγονός ότι τα παιδιά των σύγχρονων μεγαλουπόλεων στρέφονται αναγκαστικά στον εαυτό τους, δυσκολεύονται στα ομαδικά παιχνίδια που απαιτούν ελεύθερους εξωτερικούς χώρους και περιορίζονται στην οθόνη των γκέιμ-μπόι ή των υπολογιστών και των τηλεοράσεων. Τα κλασικά ομαδικά παιχνίδια, όσο κι αν καλλιεργούν τον ανταγωνισμό και ορισμένες φορές τη σωματική βία, δεν μπορεί να συγκριθούν μ' αυτή τη συμπιεσμένη και δολοφονική βία της μικρής ή πολύ μικρής οθόνης ή των σύγχρονων πλαστικών μικρών Ράμπο. 

Στην ελληνική παράδοση τα ομαδικά παιχνίδια δεν περιλαμβάνουν πολλές «πολεμικές» παραλλαγές. Υπάρχει βέβαια ο παραδοσιακός πετροπόλεμος, ο ανταγωνισμός των τοπικών «συμμοριών» και οι συμβολικές αναπαραστάσεις ένοπλων συγκρούσεων (κλέφτες κι αστυνόμοι) αλλά στις οργανωμένες μορφές του παιχνιδιού δεν διακρίνεται ιδιαίτερη βία.

Η διαπίστωση αυτή βγαίνει αβίαστα από δύο μελέτες που γράφτηκαν με διαφορά πολλών δεκαετιών και απαριθμούν δεκάδες παιχνίδια και εκατοντάδες παραλλαγές τους. Η πρώτη μελέτη, από τον κλασικό λαογράφο Δημήτρη Λουκόπουλο («Ποια παιγνίδια παίζουν τα ελληνόπουλα», εκδ. Α. Ι. Ράλλης, Αθήναι 1926), η δεύτερη από την Πέπη Δαράκη («Ομαδικά παιχνίδια των παιδιών μας», τέταρτη ανατύπωση, εκδ. «Gutenberg», Αθήνα 1994). Η μελέτη της Π. Δαράκη αναφέρεται στην παραδοσιακή αξία που αποδίδεται στην έκφραση της επιθετικότητας του παιδιού μέσω των παιχνιδιών: 

«Το ομαδικό παιχνίδι, μέσα στο πλαίσιο της αυτοπειθάρχησης, που είναι απαραίτητη για να μπορέσει να λειτουργήσει σωστά το παιχνίδι, μετουσιώνει την έμφυτη επιθετικότητα του παιδιού σε ευγενικό ανταγωνισμό και εποικοδομητική άμιλλα. Η τάση της επιθετικότητας -όπως αναφέρει ο δρ Μπένζαμιν Σποκ- συνεχίζεται και στη νεανική και εφηβική ηλικία. Πρόκειται για μια τάση που δημιουργεί στο νεαρό άτομο επιθυμίες να κυριαρχήσει πάνω στους άλλους. Η τάση αυτή χαλιναγωγείται με διάφορες, κοινωνικά παραδεκτές, δραστηριότητες, όπως τα ομαδικά παιχνίδια, που έχουν πολύ ευεργετικά αποτελέσματα στη διάπλαση του χαρακτήρα και της προσωπικότητας των παιδιών και των νέων και στο σωστό προσανατολισμό τους στη ζωή» (σελ. 15-16). 

Ανάμεσα στις δύο αυτές μελέτες για το ομαδικό παιχνίδι στην Ελλάδα υπάρχει και μια τρίτη, γραμμένη από διευθυντικό στέλεχος της ΕΟΝ, της φασιστικής οργάνωσης νεολαίας του καθεστώτος Μεταξά (Πέτρου Τόγκα, «Το βιβλίο των παιχνιδιών», Αθήναι 1939). Εδώ, ο σκοπός του παιχνιδιού είναι ανοιχτά η «στρατιωτική προπαίδευσις» των παιδιών, και τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους. 

Χαρακτηριστικά είναι τα ονόματα πολλών παιχνιδιών που περιγράφονται: κλέφτες και στρατιώτες, οι χειροβομβίδες, ο κινούμενος στόχος, η μάχη στα σύνορα, τα άρματα, ρωμαϊκή αρματοδρομία, φυλακισμένος, δραπέτευση, κατάληψη φρουρίου, εμφύλιος πόλεμος, σπάσιμο αλυσίδας, φυλαχτείτε από τη σφαίρα, ο πόλεμος, ο βομβαρδισμός, πιστοποίηση ταυτότητας, ο αιχμάλωτος δραπέτευσε, μυστική επισήμανση περιοχής, ο κατάσκοπος, το πεδίο της μάχης, οι τραυματιοφορείς, οι τραυματισμένοι ιππείς, παρακολούθηση συμμάχων, μάχη με τους κατασκόπους, η καταστροφή της τηλεγραφικής γραμμής, κυνηγοί και τραυματιοφορείς, έξω από τα σύνορα, απελευθέρωση αιχμαλώτων, η τοποθέτηση των βομβών, το σχέδιο της μάχης, επίθεση εναντίον εφοδιοπομπής κ.λπ.

Πίσω από τους βαρύγδουπους τίτλους κρύβονται καμιά φορά γνωστά παλιά παιχνίδια (τα μήλα ή το μπόουλινγκ), όμως η ονομασία έχει τη σημασία της. Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις και το περιεχόμενό τους είναι ανάλογο. Το παιχνίδι «οι δέσμιοι αιχμάλωτοι», για παράδειγμα, προβλέπει τα ακόλουθα: «Κομιτατζήδες ιππείς έπιασαν μερικούς χωρικούς, τους οποίους έδεσαν σε διάφορα σημεία ενός δάσους και έπειτα τους εγκατέλειψαν εκεί δεμένους. Οι χωρικοί αυτοί ζητούν βοήθεια από τους φαλαγγίτες για να τους ελευθερώσουν» κ.λπ. (σελ. 238). 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πλειονότητα των παιχνιδιών που απευθύνονται στα σημερινά παιδιά (κυρίως τα αγόρια) πλησιάζουν περισσότερο αυτό το μοντέλο της μεταξικής ΕΟΝ. 

Και από μια άποψη είναι χειρότερα, διότι σήμερα τα παιχνίδια είναι κατά κύριο λόγο ατομικά, ενώ εκείνα απαιτούσαν τη συμμετοχή πολλών παιδιών, με αποτέλεσμα πολύ συχνά να χάνουν το στενό στρατοκρατικό τους χαρακτήρα. Και το χειρότερο είναι ότι συνδυάζονται με τηλεοπτικά «παιδικά» θεάματα που αναπαράγουν τους ίδιους μύθους οριστικών εκκαθαρίσεων, ολοκαυτωμάτων και μαζικών εξοντώσεων. 

Ο συνδυασμός αυτός έχει ενοχοποιηθεί από ορισμένες επιστημονικές αναλύσεις για την εμφάνιση των ανήλικων σίριαλ-κίλερ, πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας. Αλλά ακόμα κι αν αυτή η βεβαιότητα δεν είναι τόσο πολύ τεκμηριωμένη, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι τα παιχνίδια αυτά εκπέμπουν ένα σαφές ιδεολογικό και πολιτικό μήνυμα. Μαθαίνουν στα παιδιά ότι:

*Ο πόλεμος είναι ένα παιχνίδι, μια ευχάριστη περιπέτεια.

*Το να σκοτώνεις είναι αποδεκτό και ευχάριστο.

*Η βία και η απειλή της βίας είναι ο μόνος τρόπος επίλυσης διαφορών.

*Ο κόσμος χωρίζεται σε «καλούς» και «κακούς» και οι «κακοί» είναι υπάνθρωποι που δεν αξίζει να ζουν. 

Την επομένη της 11ης Σεπτεμβρίου η αμερικανική αγορά γέμισε με κουκλάκια «Μπιν Λάντεν», για να εκτονώνονται και να κάνουν σκοποβολή ή βουντού τα παιδιά των ΗΠΑ. Δεκάδες βιντεοπαιχνίδια κυκλοφορούν στις γνωστές κονσόλες ή στο Ιντερνετ, με μοναδικό σενάριο την εκτέλεση (με κάθε μέσο) του Μπιν Λάντεν, αλλά και του «Αραβα» ή του μελαψού ξένου. 

Μένει τώρα να εξηγήσουμε για ποιο λόγο προκάλεσε τόσο πανικό η αποκάλυψη του ΙΝΚΑ για την κυκλοφορία αυτών των κακόγουστων «παιχνιδιών» με τα ζόμπι. Οσο κι αν φαίνεται παράξενο, ο τρόμος που προκάλεσαν δεν οφείλεται στο γεγονός ότι παρουσιάζουν κάτι «εξωπραγματικό» (δηλαδή ένα «νεκροζώντανο» πλάσμα, ένα ζόμπι), αλλά το ακριβώς αντίθετο: το ότι παρουσιάζουν μπροστά στα μάτια μας μια «πραγματικότητα», αυτό που δεν θέλουμε να δούμε, το θάνατο.

Το σύγχρονο ταμπού

Περιστοιχισμένη από θάνατο είναι η σύγχρονη δυτική κοινωνία, όμως αρνείται πεισματικά να τον δει, να τον αντιμετωπίσει. Και το παιδί στη σύγχρονη δυτική κοινωνία μπορεί να παίζει με όλα τα μέσα μαζικής εξόντωσης και να συνομιλεί με όλα τα φανταστικά τέρατα. Μόνο που δεν έχει δικαίωμα να μάθει για το αποτέλεσμα όλων αυτών των μαζικών σφαγών που προκαλούν οι αγαπημένοι του ήρωες: το θάνατο.

Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού της σύγχρονης εποχής. Ο θάνατος αντικατέστησε τον 20ό αιώνα το σεξ στην πρώτη θέση των «απαγορευμένων κοινωνικών θεμάτων». 

Πρώτη φορά το 1955 διατυπώθηκε η θέση αυτή από το βρετανό κοινωνιολόγο Τζόφρεϊ Γκόρερ, στο πρωτοποριακό άρθρο του «Η πορνογραφία του θανάτου». Τις θέσεις του Γκόρερ ανέπτυξαν οι σημαντικότεροι σύγχρονοι ιστορικοί και κοινωνιολόγοι. 

Ο γάλλος ιστορικός Φιλίπ Αριές αναφέρει: «Κάποτε λέγαμε στα παιδιά ότι γεννιούνται σ' ένα λάχανο, αλλά παρευβρίσκονταν στη μεγάλη σκηνή του αποχαιρετισμού στο προσκέφαλο του ετοιμοθάνατου. Σήμερα τα παιδιά μυούνται από την πιο νεαρή ηλικία στη φυσιολογία του έρωτα, αλλά, όταν παύουν να βλέπουν τον παππού τους και αναρωτιούνται τι συμβαίνει, τους λέμε ότι αναπαύεται σ' έναν ωραίο κήπο, μέσα στα λουλούδια. Οσο απελευθερωνόταν η κοινωνία από τους βικτοριανούς καταναγκασμούς γύρω από το σεξ, τόσο απέρριπτε την πραγματικότητα του θανάτου. Και, ταυτόχρονα με την απαγόρευση, κάνει την εμφάνισή της η παραβατικότητα: στην καταραμένη λογοτεχνία επανεμφανίζεται το κράμα ερωτισμού και θανάτου και στην καθημερινή ζωή εμφανίζεται ο βίαιος θάνατος» (σελ. 66).

Μέχρι την εποχή μας, η απαγόρευση του σεξ κυριάρχησε επί πολλούς αιώνες και ειδικά το 19ο αιώνα πήρε τεράστιες διαστάσεις στις δυτικές κοινωνίες. Αντίθετα, η απαγόρευση του θανάτου εμφανίζεται ξαφνικά και διαδέχεται πολλούς αιώνες κατά τους οποίους ο θάνατος ήταν δημόσιο θέαμα. Το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της αιφνίδιας μεταστροφής είναι η διαφοροποίηση όλων των ανθρώπινων συμπεριφορών που συνόδευαν επί αιώνες το θάνατο.

*Πρώτα πρώτα ο θάνατος δεν αναφέρεται καν με το όνομά του. Είναι κοινωνικά ανεπίτρεπτη οποιαδήποτε σχετική συζήτηση. Ο άνθρωπος που πεθαίνει «φεύγει» ή «χάνεται». 

*Το πένθος, δηλαδή η δημόσια εκδήλωση θλίψης, αρχίζει να περιορίζεται, διότι αντιστρατεύεται ανοιχτά την «απαγόρευση» του θανάτου. «Δεν κλαίμε», λέει ο Γκόρερ, «παρά μόνο ιδιωτικά, όπως ξεντυνόμαστε ή αναπαυόμαστε, σαν να ήταν κάτι ανάλογο με τον αυνανισμό». 

Υπ' αυτή την έννοια η παλιά κοινωνία ήταν πιο «σύγχρονη» και πάντως πιο ευαίσθητη στις παθολογικές συνέπειες που επιφέρει ο θάνατος στους επιζώντες οικείους του νεκρού. 

*Οι περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν στο νοσοκομείο και όχι στο σπίτι τους, διότι καμία αρρώστια δεν θεωρείται μη ιάσιμη και κανένα δυστύχημα ανεπίστρεπτο. Το ποσοστό των ανθρώπων που διατηρούνται με τεχνητά μέσα στην γκρίζα ζώνη μεταξύ ζωής και θανάτου αυξάνεται διαρκώς.

*Αποφεύγεται η ενημέρωση του ετοιμοθάνατου ότι επίκειται το τέλος του, κάτι που ήταν κάποτε αναφαίρετο δικαίωμα στη χριστιανική δύση (μεταξύ άλλων για να προλάβει την εξομολόγηση). 

*Οι συγγενείς δεν συγκεντρώνονται δίπλα στον άνθρωπό τους που πεθαίνει, αλλά τον επισκέπτονται στη μεταθανάτια τελετή.

*Ο ρόλος των ειδικών επαγγελματιών του θανάτου (οι οποίοι βέβαια ονομάζονται «εργολάβοι» και οι κηδείες «τελετές») είναι να δείξουν τον νεκρό «ωραίο», δηλαδή να εξαλείψουν τα σημάδια της αγωνίας ή της αρρώστιας. Να τον δείξουν δηλαδή «ζωντανό». 

Στις ΗΠΑ αυτή η βιομηχανία των τελετών έχει αγγίξει ακραία όρια. 

«Η σκέψη να μετατρέψεις τον νεκρό σε ζωντανό για να τον τιμήσεις μια τελευταία φορά μπορεί να μας φαίνεται παιδαριώδης και γελοία» γράφει ο Αριές. «Συγχέεται, όπως συμβαίνει συχνά στις ΗΠΑ, με κίνητρα εμπορικά και με ένα προπαγανδιστικό λεξιλόγιο. Μαρτυράει ωστόσο μια ταχεία προσαρμογή σε σύνθετες και αντιφατικές συνθήκες ευαισθησίας. Είναι η πρώτη φορά που μια κοινωνία τιμά γενικά τους νεκρούς της στερώντας τους την ιδιότητα του νεκρού» (σελ. 193). 

Ο Γκόρερ αποδίδει τη δημιουργία -ή τουλάχιστον τη γρήγορη εξάπλωση αυτού του σύγχρονου ταμπού- στο σοκ που προκάλεσε η εκατόμβη των δύο παγκόσμιων πολέμων. Οπωσδήποτε βοήθησε και η αυταπάτη της αιώνιας ζωής που προκάλεσε η ραγδαία αύξηση του προσδόκιμου ζωής του πληθυσμού των βιομηχανικών χωρών, μέσα σε δύο ή τρεις γενιές. 

Οσο πιο πολύ απωθείται η πραγματικότητα του θανάτου τόσο περισσότερο αναπτύσσεται η μακάβρια παραλογοτεχνία, η επινόηση διαστροφικών υποκατάστατων της εικόνας του θανάτου και το νοσηρό ενδιαφέρον για τα ζόμπι, τους βρικόλακες, τους σκελετούς κ.λπ. Από την άλλη μεριά, δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα κάθε θανατηφόρα αναφορά, αρκεί να μην έχει άμεση σχέση με πραγματικό νεκρό.

Ενα από τα δημοφιλή τηλεπαιχνίδια που απευθύνονται σε όλη την ελληνική οικογένεια ονομάζεται «Ρωσική ρουλέτα» και αποτελεί την εγχώρια παραλλαγή διεθνούς παραγωγής. 

Ολη η διαδικασία του παιχνιδιού, όπως και το σκηνικό, παραπέμπει σε εκτέλεση των παικτών που χάνουν. 

Ο παρουσιαστής «βάζει σφαίρες στη θαλάμη», οι παίκτες «πατούν τη σκανδάλη» και οι χαμένοι εξαφανίζονται στα τάρταρα του στούντιο. Ολα αυτά θεωρούνται -και ορθώς-απλώς χαριτωμένα, διότι εξορκίζουν το «μεγάλο κακό». Γιατί να αρνηθούμε στην underground παιχνιδοβιομηχανία να επιχειρήσει κάτι παρόμοιο; 

Εχουμε καταδικάσει τα παιδιά που μεγαλώνουν σήμερα σε κοινωνίες όπως η ελληνική να προσεγγίζουν το θάνατο μέσα από αυτές τις απωθημένες και παρεκκλίνουσες εκδηλώσεις του. Ας μην κατηγορούμε λοιπόν τα «φερετράκια». Ισως η ύπαρξή τους να επιτελεί και ένα πραγματικό κοινωνικό έργο...



(Ελευθεροτυπία, 1/12/2002)

 

www.iospress.gr                                  ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ