ΤΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΤΕΩΣ


Βασιλικό παρακράτος προνοίας

1. / 2.   

Ως γνωστόν ο ευεργέτης επιστρέφει πάντα στον τόπο του ευεργετήματος. Ετσι και ο κ. Κώστας, τώρα που του πήραν το σπίτι του, αποφάσισε να ξαναφτιάξει το ίδρυμα της μαμάς του, για να συνεχίσει τις δικές της αγαθοεργίες προς τον ελληνικό λαό.  
 

Λίγα εικοσιτετράωρα μόνο κράτησε η ειρωνική διάθεση των ΜΜΕ για το δικαστικό φινάλε της υπόθεσης «βασιλική περιουσία». Ηταν αρκετή η εξαγγελία ότι θα συστήσει ένα δικό του «αγαθοεργό» ίδρυμα (με την επωνυμία «Αννα Μαρία»), για να αντιστραφεί αισθητά το κλίμα: όσοι μέχρι το απόγευμα της Πέμπτης λοιδορούσαν τον ξεπεσμένο και ανεπάγγελτο πρώην μονάρχη ξαφνικά άρχισαν να ανακαλύπτουν ότι διαθέτει «επικοινωνιακά χαρίσματα» και ότι «κέρδισε τις εντυπώσεις». 

Η στόχευση του Κωνσταντίνου και του περιβάλλοντός του είναι προφανής: δημιουργία ενός μηχανισμού που θα διασφαλίζει την επ' άπειρον αναπαραγωγή οπαδών της τέως βασιλικής οικογένειας μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων της ελληνικής επικράτειας, μέσα από την καλλιέργεια της προσδοκίας για κάθε λογής παροχές που θα «συμπληρώνουν» (ή θα «διορθώνουν») την κρατική μηχανή. 

Η επιδίωξη αυτή δεν έχει βέβαια, αυτή καθ' εαυτή, τίποτα το παράνομο. Σε μια εποχή που οι πολιτικές πρόνοιας ιδιωτικοποιούνται, άμεσα ή έμμεσα, και η «φιλανθρωπία» τείνει ν' αποτελέσει το απαραίτητο καρύκευμα της αδυσώπητης καπιταλιστικής αυθαιρεσίας και εκμετάλλευσης, λογικό είναι να θυμηθεί ο τέως τα έργα και τις ημέρες των γονέων του, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Δεν έκρυψε, άλλωστε, την πηγή της έμπνευσής του. 

Μια στοιχειώδης επισκόπηση αυτής της προϊστορίας, που άφησε τη σφραγίδα της στις δεκαετίες του '50 και του '60, καθίσταται ως εκ τούτου αναγκαία. Αν μη τι άλλο, τα βασιλικά ιδρύματα έπαιξαν τότε ένα διπλό -πλην καθοριστικό- ρόλο. Από τη μια, λειτούργησαν σαν μηχανισμός καταξίωσης της μοναρχίας σε μια μερίδα της κοινής γνώμης. Ταυτόχρονα, όμως, συνιστούσαν ένα απίστευτο πολιτικοοικονομικό σκάνδαλο: ένα ολόκληρο παρακράτος που, με χρήματα των φορολογουμένων, υποκαθιστούσε (κι ανταγωνιζόταν) το ίδιο το κράτος, έξω από κάθε θεσμικό έλεγχο, με μοναδικό σκοπό τη διαφήμιση των Γκλίξμπουργκ στις λαϊκές μάζες.

Η Πρόνοια και το Ιδρυμα

Παρά την πολυπλόκαμη εξωτερική δομή του όλου μηχανισμού, η βάση της λειτουργίας του υπήρξε πολύ απλή: δύο παράλληλα και αλληλοτροφοδοτούμενα δίκτυα, το ένα από τα οποία (Βασιλικό Εθνικό Ιδρυμα) τελούσε υπό την άμεση καθοδήγηση του βασιλιά και το άλλο (Βασιλική Πρόνοια) αποτελούσε ουσιαστικά ιδιοκτησία της βασίλισσας. 

Και τα δύο δημιουργήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα, λίγο μετά την ανάρρηση στο θρόνο του Παύλου και της Φρειδερίκης. Εκ των υστέρων, επίσημες εκδόσεις του Βασιλικού Ιδρύματος θα αποδώσουν την όλη ιδέα στον Παύλο, τοποθετώντας τη χρονικά στις μέρες της Κατοχής, «ότε ευρίσκετο εις Αίγυπτον». 

Οσο για τον εσωτερικό καταμερισμό εργασίας μεταξύ των δύο δικτύων, η Φρειδερίκη είναι απόλυτα σαφής στα απομνημονεύματά της: «Ο σύζυγός μου έριξε το βάρος του στο μορφωτικό και εκπαιδευτικό πρόγραμμα, ενώ έργο μου έγινε η προσπάθεια να διασώσω τα παιδιά της Ελλάδος» («Μέτρον Κατανοήσεως», σ. 175). Στην πράξη, βέβαια, οι δύο μηχανισμοί αλληλοκαλύπτονταν και -το κυριότερο- αλληλοτροφοδοτούνταν.

* Το Βασιλικό Εθνικό Ιδρυμα (ΒΕΙ) ιδρύθηκε στις 15 Μαϊου 1947, σε ειδική πανηγυρική συνεδρίαση στην Ακαδημία Αθηνών, και πήρε τη μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου. Πρόεδρός του ήταν ο βασιλιάς και αντιπρόεδρος ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ενώ τα μέλη του δ.σ. ακαδημαϊκοί και πανεπιστημιακοί, επιλεγμένοι από τον ίδιο τον Παύλο ένα χρόνο πριν. 

* Σκοπός του ΒΕΙ ορίστηκε, γενικά, «η εξύψωσις του ηθικού, του βιοτικού, του κοινωνικού και του μορφωτικού επιπέδου του Ελληνικού λαού». 

* Οι «λεπτομέρειες» έμελλε να καθοριστούν στην πορεία. Το ζητούμενο ήταν η ύπαρξη ενός οργάνου το οποίο να δρα παράλληλα προς το επίσημο κράτος, με την ολόπλευρη στήριξή του, αλλά έξω από τον έλεγχό του:

«Το Ιδρυμα», διαβάζουμε, «συνεργάζεται μετά των δημοσίων αρχών, όταν παρίσταται ανάγκη, αλλά διατηρεί ανεξαρτησίαν δράσεως ως ιδιωτικός οργανισμός, με ιδίαν πρωτοβουλίαν και κατευθύνσεις. Οσάκις το Ιδρυμα ήλθεν εις επαφήν με τας δημοσίας αρχάς, συνήντησε πάντοτε κατανόησιν, συμπάθειαν και έμπρακτον συνεργασίαν» («Εθνικόν Ιδρυμα», Αθήναι 1955, σ. 7). Αυτό έλειπε, να μη βρει, όταν επικεφαλής του ήταν ο ίδιος ο άναξ!

* Η Βασιλική Πρόνοια, πάλι, ιδρύθηκε στις 10 Ιουλίου 1947 με βασιλικό διάταγμα. Το τελευταίο «ενέκρινε» τη διενέργεια, «εις άπασαν την Επικράτειαν» και επί ένα εξάμηνο, ειδικού εράνου «προς βοήθειαν των πληθυσμών των πληγέντων εκ των διαδραματιζομένων εις την Βόρειον Ελλάδα ή και αλλαχού γεγονότων». 

* Ως νομιμοποιητική βάση του, το διάταγμα επικαλούνταν μια σχετική ραδιοφωνική έκκληση της Φρειδερίκης, πέντε μέρες νωρίτερα. Το όλο εγχείρημα ονομάστηκε «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών Ελλάδος» και τέθηκε «υπό την Υψηλήν προστασίαν της Α.Μ. της Βασιλίσσης». Καλού-κακού, απαγορεύθηκε η ανταγωνιστική διενέργεια «οιουδήποτε εράνου έχοντος περιεχόμενον όμοιον ή ανάλογον προς τον διά του παρόντος επιδιωκομένου» και ακυρώθηκαν όσες άδειες είχαν χορηγηθεί ώς τότε.

* Αυτή θα παραμείνει, μέχρι τέλους, η τυπική μορφή του θεσμού. «Η Βασιλική Πρόνοια ποτέ δεν απέκτησε μόνιμο χαρακτήρα» σημειώνει χαρακτηριστικά η Φρειδερίκη στ' απομνημονεύματά της. «Ο υπουργός των Οικονομικών και ο υπουργός της Κοινωνικής Προνοίας ανανέωναν την ισχύ της διά Βασιλικού Διατάγματος, για μια περιορισμένη χρονική περίοδο» (σ. 178). 

* Η νομική αυτή ασάφεια δεν εμπόδισε, ωστόσο, τη Βασιλική Πρόνοια να αποκτήσει κανονική γραφειοκρατική δομή. Οι κεντρικές υπηρεσίες της απασχολούσαν γύρω στα 100 άτομα σε επαγγελματική βάση, απορροφώντας ένα 4-5% των συνολικών εσόδων -κάπου 5.000.000 δρχ. το μήνα στις αρχές και πάνω από 17.000.000 δρχ. στα τέλη της δεκαετίας του '50. Πολύ περισσότεροι ήταν οι απασχολούμενοι στην επαρχία και τις επιμέρους υπηρεσίες, στους οποίους πρέπει να προστεθούν χιλιάδες άμισθοι εθελοντές. 

* Ηταν μια δομή σαφώς πιο «ευέλικτη» (και οπωσδήποτε πολύ πιο ανεξέλεγκτη) απ' ό,τι οι επίσημες κρατικές υπηρεσίες ή τα συνήθη νομικά πρόσωπα. Βάση της αυτονόμησής της υπήρξε η πεποίθηση της Φρειδερίκης ότι «η Δημοκρατία είναι μια μηχανή που κινείται με μεγάλη βραδύτητα» και, ως εκ τούτου, έπρεπε να παρακαμφθεί. Τυπικό δείγμα ο αναγκαστικός νόμος 1427 του 1950: «το πάσης φύσεως προσωπικόν (υπαλληλικόν, υπηρετικόν, τεχνικόν, εργατικόν, κλπ.) των Γραφείων, Παιδουπόλεων, Κέντρων κ.λπ. του Εράνου "Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος"», διαβάζουμε εκεί, «δεν υπάγεται εις τας διατάξεις περί προσλήψεως, μισθοδοσίας, όρων εργασίας, προβιβασμών, απολύσεως κ.λπ. του προσωπικού των ιδιωτικών εν γένει επιχειρήσεων». 

* Ειδική κατηγορία αποτελούσαν οι «κυρίες της βασιλίσσης», γυναίκες της «καλής» αθηναϊκής κοινωνίας της εποχής, με επικεφαλής την Αλεξάνδρα Μελά, που εκλήθησαν να στελεχώσουν την Πρόνοια (χωρίς μισθό αλλά με πλήρη καταβολή των οδοιπορικών κ.λπ. εξόδων κίνησης και παραστάσεώς τους). «Η εμπιστοσύνη μας προς αυτές ήταν τόσο μεγάλη», θυμάται η Φρειδερίκη, «ώστε μπορούσαν να χρησιμοποιούν το όνομα του Βασιλέως και της Βασιλίσσης, για να λάβουν οτιδήποτε τους χρειαζόταν για το έργο τους, αποφεύγοντας τις καθυστερήσεις της γραφειοκρατίας» (σ. 179).

Εργο όλου αυτού του μηχανισμού υπήρξε αρχικά η απομάκρυνση χιλιάδων παιδιών από τις εμπόλεμες περιοχές και ο εγκλεισμός τους σε φρουρούμενες «Παιδουπόλεις» - τυπικά για να προστατευθούν από τους αντάρτες του ΔΣΕ, στην πράξη όμως προκειμένου να εξασφαλιστεί (μέσω της ομηρείας τους) η νομιμοφροσύνη των οικογενειών τους. Με το πέρασμα του χρόνου, ωστόσο, οι δραστηριότητές του επεκτάθηκαν σε πλήθος άλλων τομέων. Εξελίχθηκε έτσι, σύμφωνα με τη Φρειδερίκη, «στην πιο αποτελεσματική οργάνωση κοινωνικής προνοίας που είδε ποτέ η Ελλάς» (σ. 183). 

Με λεφτά των φορολογουμένων

Κλειδί του συστήματος υπήρξε η αναγκαστική χρηματοδότησή του από τους φορολογούμενους, με δασμούς και υποχρεωτικές εισφορές που κανονικά θα αποτελούσαν τμήμα των εσόδων του κράτους. 

Η διαφημιστική αυτοπαρουσίαση του ΒΕΙ είναι βέβαια αρκετά λιγόλογη επ' αυτού: διευκρινίζει, απλώς, ότι «τα έσοδα του Ιδρύματος προέρχονται εκ πόρων ξένων προς τον κρατικόν προϋπολογισμόν» (σ. 7) και πως του «παρέχεται οικονομική ενίσχυσις» από το ταμείο της Βασιλικής Πρόνοιας (σ. 8). 

Γλαφυρότερη αποδεικνύεται -εκ των υστέρων- η ίδια η Φρειδερίκη και αποκαλυπτικότερες άλλες πηγές. 

Εχουμε και λέμε, λοιπόν:

**Με ειδικό νόμο (Α.Ν. 843/1948), το ένα πέμπτο των δασμών που καταβάλλονταν για την εισαγωγή στη χώρα μιας σειράς προϊόντων αποδιδόταν «εις τον Ερανον των Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος, μεταφερόμενον υπό της Τραπέζης της Ελλάδος εις τον οικείον λογαριασμόν του Εράνου». 

Λίγο αργότερα, νέο νόμος (Α.Ν. 1427/1950) πρόσθεσε σ' αυτά τα έσοδα και το 20% από το «φόρο υπέρ τρίτων» που είχε επιβληθεί το 1948 σε βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις. 

**Ειδική απόφαση του υπουργικού συμβουλίου (1109 της 21.12.48) επέβαλε αναγκαστική εισφορά δύο τσιγάρων σε κάθε πακέτο, «προς ενίσχυσιν των οικογενειών των μαχομένων και των συμμοριοπλήκτων». Μεταξύ 1.1.1949 και 30.4.1956 εισπράχθηκαν συνολικά 391.200.000 δρχ., από τα οποία 186 εκατομμύρια πήγαν στο ταμείο της Βασιλικής Πρόνοιας. Από την 1.6.1956, η τελευταία οικειοποιήθηκε μονομερώς το σύνολο των εσόδων. 

**Με άλλη απόφασή του (αρ. 1108), το υπ. συμβούλιο επέβαλε την ίδια μέρα φόρο 10% στα δημόσια θεάματα (θέατρο, κινηματογράφος κ.λπ.) υπέρ της Βασιλικής Πρόνοιας. Τα χρήματα, για τα οποία οι αιθουσάρχες έκοβαν «ειδικά δελτία», καταβάλλονταν «εις το τέλος εκάστης εβδομάδος και εντός των δύο πρώτων ημερών της επομένης». 

Το 1961, η επιβάρυνση αυτή ενσωματώθηκε στην τιμή των εισιτηρίων.

**Η εργατική τάξη της χώρας εκλήθη και αυτή να συνεισφέρει τον οβολό της. Με απόφαση της (διορισμένης) ΓΣΕΕ, κρατήθηκε ένα μεροκάματο από κάθε μισθωτό -συνολικά 80.000 λίρες- ως εισφορά στη Βασιλική Πρόνοια (Φρειδερίκη 1971, σ. 176-7). Ανάλογη εισφορά 1.000 δρχ. ανά εργαζόμενο επεβλήθη από τη ΓΣΕΕ και υπέρ του Βασιλικού Ιδρύματος, με τη μορφή μιας -τυπικά- «ευγενούς προαιρετικής εισφοράς» (ΒΕΙ 1955, σ. 39).

**Πρόσθετες δυνατότητες εσόδων για τα βασιλικά ιδρύματα παρείχαν αυτές καθ' εαυτές ορισμένες από τις δραστηριότητές τους. Το άνοιγμα δασικών δρόμων, λ.χ., γινόταν με αντάλλαγμα «το δικαίωμα απολήψεως ποσότητος των προς εμπορίαν προβλεπομένων δασικών προϊόντων» της «ευεργετούμενης» περιοχής (ΒΕΙ 1955, σ. 38).

**Σε όλα αυτά τα πρέπει να προστεθούν και χρήματα από τα καθ' αυτό «μυστικά κονδύλια» του υπ. Εξ. και άλλων υπηρεσιών, που διοχετεύονταν στο ΒΕΙ για τη χρηματοδότηση κάθε λογής «ειδικών προγραμμάτων». 

Τυπική περίπτωση το πρόγραμμα «Γνωρίσατε την Ελλάδα μας», με το οποίο έχουμε ασχοληθεί παλιότερα («Ιός» 28.5.2000) και το οποίο χρηματοδοτούνταν από τις ειδικές πιστώσεις του υπ. Βορείου Ελλάδος. 

Συνολικά, ο επίσημος τζίρος των βασιλικών ιδρυμάτων υπολογίζεται ότι ξεπερνούσε τα 300 εκατομμύρια δρχ. το χρόνο, η διαχείριση των οποίων ξέφευγε εντελώς από κάθε έλεγχο των αρμόδιων κρατικών οργάνων. Υπεύθυνη για την καθημερινή διαχείριση του «Εράνου Βορείων Επαρχιών» ήταν λ.χ. μια πενταμελής «Εκτελεστική Επιτροπή», διορισμένη απευθείας απ' τη βασίλισσα. Τυπικά, τελούσε υπό την εποπτεία μιας ευρύτερης επιτροπής στην οποία μετείχαν ο αρχιεπίσκοπος, ο πρωθυπουργός, υπουργοί, πρυτάνεις, διοικητές τραπεζών κι άλλοι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης. Ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που αυτοί οι τελευταίοι αποφάσιζαν να ανακαλέσουν κάποιαν από τις αποφάσεις της πενταμελούς Ε.Ε., ωστόσο, η απόφασή τους αυτή -σύμφωνα με το Β.Δ. της 10.7.47- δεν έθιγε καθόλου το κύρος των ήδη πεπραγμένων. «Οσοι εργάζονται εις το Εθνικό Ιδρυμα», διακηρύσσει πολύ φυσικά ένα έντυπό του, «ησθάνθησαν πάντα έν είδος βεβαιότητος και ασφαλείας». Αυτό έλειπε!

Μια μικρή «λεπτομέρεια», από το βιβλίο της δημοσιογράφου Σοφίας Μαλτέζου, αποκαλύπτει το εύρος του όλου οικονομικού διακυβεύματος. Πρόεδρος της Ε.Ε. του «Εράνου» ήταν ο τότε διοικητής της Κτηματικής Τράπεζας, Κάρολος Αρλιώτης. Αμισθος, φυσικά. Στην τράπεζά του όμως, στους κωδικούς 60 και 217, γινόντουσαν σχεδόν όλες οι καταθέσεις της Βασιλικής Πρόνοιας! 

Μια παρακρατική δομή

Ας επιστρέψουμε, ωστόσο, στις δραστηριότητες αυτού του δικτύου. 

* Σύμφωνα με την ίδια τη Φρειδερίκη, στο απόγειό της η Βασιλική Πρόνοια διαχειριζόταν 58 «Παιδουπόλεις» (με 25.000 παιδιά), 257 κέντρα νεότητος (γνωστά σαν «Σπίτια του παιδιού») σε ισάριθμα χωριά, 62 κέντρα οικοτεχνίας (για την παραγωγή χαλιών, υφαντών, κεντημάτων κ.λπ.) και 80 «Μονάδες Βοηθείας Υπαίθρου». 

Το ΒΕΙ, απ' την πλευρά του, δεν έμεινε καθόλου πίσω. Στις δραστηριότητές του περιλαμβάνονταν: 

**Η ίδρυση και λειτουργία 14 «πρακτικών γεωργικών σχολών», 5 «σχολών μηχανικής καλλιέργειας», 3 οικοκυρικών και 4 «πρακτικών τεχνικών σχολών». Από τις τελευταίες, η μια προοριζόταν για «παρασυρθέντες ανταρτόπαιδες» κι «ανταρτόπληκτους νέους» (Λέρος), ενώ μια άλλη για «ανήλικους εγκληματίες» (Κως).

**Η εθνικόφρων επιμόρφωση εκατοντάδων δασκάλων, χωροφυλάκων, κοινωνικών λειτουργών και κοινοτικών γραμματέων. Για το σκοπό αυτόν ιδρύθηκε το 1951 η Εθνική Εστία.

**Η εκπαίδευση των χωρικών στη μελισσοκομία, η αναδάσωση, το άνοιγμα δασικών δρόμων και η μεταφορά χιλιάδων προσκυνητών κάθε Δεκαπενταύγουστο στην Τήνο.

**Η οργάνωση «επιμορφωτικών σχολών», ραδιοφωνικών ομιλιών, διαλέξεων και κάθε λογής άλλων πολιτιστικών δραστηριοτήτων -ανάμεσά τους και «απαγγελία Ομηρικών Επών υπό ειδικού ραψωδού, ο οποίος περιοδεύει και εις τας επαρχίας».

**Η σύσταση και λειτουργία ενός σταθμού πρώτων βοηθειών στην Αθήνα.

**Η σύσταση ενός γραφείου μελετών. 

**Η σύσταση ενός γραφείου αποδήμου ελληνισμού, ενημερωτικού και προπαγανδιστικού χαρακτήρα.

* Η δανειοδότηση δήμων και κοινοτήτων για τοπικά «παραγωγικά έργα», με αποφασιστικό κριτήριο την «ετήσια παραγωγικότητά» τους. 

Ουσιαστικά, δηλαδή, η δραστηριότητα των βασιλικών ιδρυμάτων κάλυπτε σχεδόν κάθε τομέα αυτού που αποκαλούμε σήμερα «κοινωνικές υπηρεσίες». Σύμφωνα με την ανοικτή επιστολή που ο ανεξάρτητος βουλευτής Ηλίας Μπρεδήμας απηύθυνε στο βασιλιά Παύλο τον Οκτώβριο του 1959, επρόκειτο για ένα «κράτος εν κράτει», «μίαν άλλην εξουσίαν την οποίαν ασκούν τρεις διορισθέντες δι' ενός περιέργου διατάγματος αυλικοί, ενεργούντες κατά την απόλυτον και αυθαίρετον πρωτοβουλίαν των, άνευ ουδενός ελέγχου του επισήμου κράτους», με αποτέλεσμα «μίαν πλήρη διχοτόμησιν του κρατικού μας συστήματος». 

Οι διατυπώσεις αυτές θα μπορούσαν ίσως να αποδοθούν σε αντιπολιτευτικό ζήλο. Στο ίδιο όμως συμπέρασμα καταλήγει και το σοβαρότερο μέχρι σήμερα σύγγραμμα για τη μεταπολεμική ελληνική πολιτική ζωή: «Το Βασιλικό Ιδρυμα αποτελεί τη χαρακτηριστικότερη και σημαντικότερη περίπτωση σφετερισμού εις βάρος της λαϊκής κυριαρχίας. [...] Η διαχείριση του Ιδρύματος επιτρέπει στη Μοναρχία τη δυνατότητα να δημιουργήσει, με δαπάνη που καλύπτεται απ' τους Ελληνες φορολογούμενους, μια διπλή "πελατεία": εκείνη που αποτελούν τα πρόσωπα που μισθοδοτούνται στους διαφόρους τομείς δράσεως του ιδρύματος, κι εκείνη που δημιουργείται απ' όσους ωφέλησαν οι απλοχεριές του οργανισμού σε όλες τις περιφέρειες της χώρας. Με λίγα λόγια, το Ιδρυμα της Βασίλισσας είναι κατά κάποιο τρόπο η υπηρεσία "διαφημίσεως" ή "δημοσίων σχέσεων" του Στέμματος, η οποία φορτώνει το κόστος της επιχειρήσεως αυτής στους πολίτες» (Jean Meynaud, «Πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα», 1965, σ. 340-1).

Η ακρίβεια των παραπάνω διαπιστώσεων επιβεβαιώνεται από τα ίδια τα κείμενα του ΒΕΙ και τα απομνημονεύματα της Φρειδερίκης. Εκεί διαπιστώνει κανείς ότι η βασική διαφορά ανάμεσα στο επίσημο κράτος και το «προνοιακό» παρακράτος αφορούσε ακριβώς τον εξωραϊσμό της εικόνας του θρόνου, τα μέλη του οποίου εμφανίζονταν να φροντίζουν αυτοπροσώπως για τις ανάγκες των υπηκόων τους. Οτι αυτό γινόταν με λεφτά του Δημοσίου αποσιωπούνταν διακριτικά -εν ανάγκη, με τη βοήθεια της θεσμοποιημένης κρατικής τρομοκρατίας των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων.

Το βασιλικό χαμόγελο

«Δεν είναι δυνατόν να περιγραφή με λόγια η ατμόσφαιρα της τελετής αυτής» μας πληροφορεί λ.χ. το φυλλάδιο του ΒΕΙ για την απονομή -από τον ίδιο τον Παύλο- των διπλωμάτων στους απόφοιτους των πρακτικών γεωργικών σχολών. «Τα μάτια των παιδιών λάμπουν, όταν ακούη κάθε ένα το όνομά του και προχωρή ζωηρά, αυτό το άσημο και άγνωστο χωριατόπουλο, και στέκεται εις προσοχήν μπροστά εις τον ίδιον τον Βασιλέα του, και ο Βασιλεύς του δίδει το χέρι και το κυτά στα μάτια με ένα χαμόγελο γεμάτο αγάπη και στοργή και το ρωτά για το χωριό του. Και το ίδιο το Βασιλικό χέρι του εγχειρίζει το δίπλωμά του, το χαρτί αυτό που λέει ότι "εφοίτησεν ευδοκίμως εις το Πρακτικόν Σχολείον του ιδρύματος και θα τυχγχάνη της προστασίας του εφ' όσον θα εξακολουθήση να είναι καλός τεχνίτης και καλός πολίτης"» (ΒΕΙ 1955, σ. 12). Τι κι αν, επί της ουσίας, τα απονεμόμενα χαρτιά «δεν είναι διπλώματα, αλλ' απλώς πιστοποιητικά ευδοκίμου φοιτήσεως», χωρίς καμία τυπική αξία; Σημασία είχε, πάνω απ' όλα, η ψευδαίσθηση της βασιλικής στοργής και «προστασίας».

«Σκεπτόμουν καμιά φορά, πώς ήταν δυνατόν να πηγαίνωμε να επισκεφθούμε τους χωρικούς μας, αφού δεν είχαμε τίποτα να τους δώσουμε;» αναρωτιέται στα απομνημονεύματά της η Φρειδερίκη, για να δώσει η ίδια την απάντηση: «Και όμως, έμαθα πως υπήρχε κάτι που μπορούσαμε να κάνωμε. "Χθες ήλθε εδώ ο Βασιλεύς. Ακουσε τον πόνο μου. Και η βασίλισσα μου χαμογέλασε". Τέτοιες απλές σκέψεις είχαν τη δύναμη να σπάσουν, έστω και για ένα μικρό μέρος, τη μονοτονία της απελπισίας τους» (σ. 133-4).

Με το αζημίωτο, φυσικά. Υπήρχε ολόκληρο Ιδρυμα επ' αυτού...



(Ελευθεροτυπία, 15/12/2002)

 

www.iospress.gr                                  ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ