ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΛΕΗΛΑΣΙΕΣ
Ημασταν όλοι Ιρακινοί
1. / 2.
Δεν πρέπει να μας
εκπλήσσουν οι λεηλασίες που ακολούθησαν τη συντριβή της ιρακινής άμυνας στη Βασόρα, τη Μοσούλη και τη Βαγδάτη. Αν μη τι άλλο, η χώρα μας είχε πλούσια εμπειρία σε ανάλογες καταστάσεις.
Πώς είναι δυνατόν, ένας λαός που επί βδομάδες αντιστέκεται στον ισχυρότερο στρατό της υφηλίου, να μετατρέπεται εν μία
νυκτί σε ανεύθυνο όχλο που πλιατσικολογεί τα πάντα;
Η απάντηση είναι μάλλον απλή. Ας την αναζητήσουμε στην ιστορία του δικού μας τόπου, όποτε οι πολεμικές εξελίξεις οδήγησαν σε κάποιο,
μικρό ή μεγάλο, κενό εξουσίας.
Υποχωρώ και λεηλατώ
Εν αρχή ήν το "Μαύρο '97". Τότε που οι υπερπατριώτες της Εθνικής Εταιρίας "έσπασαν" με άγριες διαθέσεις τα σύνορα, αλλά ο ελληνικός στρατός το έβαλε στα πόδια μόλις ακούστηκε πως "έρχονται οι Τούρκοι". Μέσα στον πανικό και την ακατάσχετη φυγή, διαδραματίστηκαν σκηνές απείρου κάλλους.
"Ενα χωριό είναι εκεί, στα δεξιά του δρόμου", σημειώνει στις αναμνήσεις του ένας φιλέλληνας γαριβαλδινός εθελοντής. "Μπαίνουμε μέσα. Εχει καταληφθεί από στρατιώτες του τακτικού στρατού, που έμειναν πίσω για να σιγουρέψουν όσα οι χωρικοί δεν μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους! Οταν έρθουν οι Τούρκοι, δεν θα βρουν και πολλά πράγματα να πάρουν!" (L. Fuster "Journal d' un volontaire", Μονπελιέ 1897, σ. 47).
Αλλά και στην πόλη της Λαμίας, παρόμοια είναι η εικόνα που κατέγραψε ένας ξένος ανταποκριτής: "Ενα συνεχές ρεύμα φαντάρων, χωρίς κανένα στρατιωτικό σχηματισμό, και στο μεγαλύτερο μέρος τους δίχως όπλα, περνούσε από τους δρόμους τους
πλημμυρισμένους από κόσμο. Οι κάτοικοι της πόλης πακετάριζαν τις κινητές τους περιουσίες. Πλιατσικολόγοι το έριξαν σε ανοιχτές λεηλασίες" (C.E. Callwell "A glimpse of the late war", Blackwood's Edinburgh Magazine, 8.1897, σ. 177).
Κακοήθειες ξένων; Κάθε άλλο. Τα ίδια γράφει στις "Αναμνήσεις" του και ο αξιωματικός Κων/νος Μαζαράκης: "Μετά την υποχώρησιν εκ Δομοκού μετέβημεν εις Φθιώτιδα, παρά την Υπάτην, την οποίαν μόλις εσώσαμεν από πυρπόλησιν των ευζώνων. Διατί; 'Παρά να την κάψουν οι Τούρκοι, να την κάψωμεν εμείς', ήτο η απάντησις" (Θεσ/νίκη 1984, σ. 174-5).
Ομορφη Θεσσαλονίκη
Αυτά συμβαίνουν σε στιγμές εθνικής κατάρρευσης. Συμβαίνουν, όμως, και στις στιγμές των μεγαλύτερων εθνικών θριάμβων. Υψιστο παράδειγμα, όσα ακολούθησαν την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, τον Οκτώβριο του 1912.
Σύμφωνα με τον τότε ανταποκριτή των λονδρέζικων Times, κάθε άλλο παρά εχθρικά διατεθειμένο απέναντι στην Ελλάδα, την κατάληψη της πόλης "επηκολούθησεν αρκετά δυσάρεστος αταξία, είνε δε αξιοθρήνητον ότι η διαγωγή τινών εκ των πλέον απείθαρχων Ελληνικών στοιχείων, ενισχυομένων υπό ιθαγενών Ελλήνων της κατωτέρας τάξεως, υπήρξε λίαν επίμεμπτος" (Κρώφορδ Πράις "Οι Βαλκανικοί Αγώνες", Εν Αθήναις 1915, σ. 113).
Πρώτος στόχος υπήρξαν, φυσικά, τα κτίρια που στέγαζαν τις οθωμανικές αρχές και συμβόλιζαν την παλιά τάξη πραγμάτων.
"Το διοικητήριο είναι ένα μεγαλόπρεπο κτίριο με πλούσια αλλά ακαλαίσθητη επίπλωση", διαπιστώνει στις 29 Οκτωβρίου ο Φίλιππος Δραγούμης. "Εχει γίνει εκεί μέσα, λένε, μεγάλη λεηλασία επίπλων και χαλιών από τους δικούς μας στρατιώτες και χωροφύλακες. Ακόμα και καλαμάρια άρπαξαν για ενθύμια!" ("Ημερολόγιο. Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913", Αθήνα 1988, σ. 144).
Ο συνταγματάρχης Λεωνίδας Παρασκευόπουλος ενημερώνει κι αυτός τη γυναίκα του ότι έχει στρατωνιστεί "εις τα γραφεία του μεγάρου του στρατώνος του πυροβολικού, γραφεία θαυμάσια αλλά λεηλατηθέντα" ("Βαλκανικοί πόλεμοι", Αθήνα 1998, σ. 55).
Στόχος έγιναν, ωστόσο, και πολλοί από τους "αλλογενείς" κατοίκους της πόλης -κυρίως η εβραϊκή κοινότητα, που αποτελούσε το 40% του συνολικού πληθυσμού της: "Ο ελληνικός πληθυσμός ασυγκράτητος, και σε πολλές περιπτώσεις βοηθούμενος από στρατιώτες, προέβη σε αγριότητες που θύμιζαν πογκρόμ. Αναφέρεται πως περισσότερες από 50 Εβραίες κατήγγειλαν ότι βιάσθηκαν, ενώ λεηλατήθηκαν 400 εβραϊκά μαγαζιά και περισσότερα από 300 σπίτια. Εβραίοι πολίτες υπέστησαν επιθέσεις στο κέντρο της πόλης, από ενόπλους που τους λήστεψαν μέρα μεσημέρι. Δυο απ' αυτούς, που αντιστάθηκαν, δολοφονήθηκαν ενώ άλλοι κακοποιήθηκαν. Ο όχλος παρασύρθηκε σε τέτοιο σημείο, που ακόμη και αξιωματικοί επιτέθηκαν εναντίον του προσωπικού μεγάλων ξένων επιχειρήσεων. Οι νέες αρχές της πόλης εμφανίστηκαν τόσο ανίσχυρες, ώστε οι πρόξενοι διαφόρων χωρών αναγκάστηκαν να προειδοποιήσουν την ελληνική κυβέρνηση ότι αν δεν κατόρθωνε να επιβάλει την τάξη μέσα σε 24 ώρες, θα αποβίβαζαν σώματα πεζικού και ναυτικού από τα πολεμικά τους πλοία και θα έπαιρναν την κατάσταση στα χέρια τους" (Ρένα Μόλχο "Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, 1856-1919", Αθήνα 2001, σ. 244-5).
"Εξήντα με ογδόντα χιλιάδες στρατιώτες τριγυρίζουν στους δρόμους, στις πλατείες", περιγράφει το κλίμα των ημερών ο σαλονικιός Ιωσήφ Νεχαμά. "Οι περαστικοί υφίστανται κλοπές, βάναυση μεταχείριση. Την νύχτα, σπίτια δέχονται επιθέσεις από κακοποιούς. Για μερικές μέρες, οι κάτοικοι ζουν μέσα στον τρόμο" (Π. Ριζάλ "Θεσσαλονίκη, η περιπόθητη πόλη", Θεσ/νίκη 1997, σ. 206-7].
Στις αναφορές του προς το Βενιζέλο, ο πρώτος έλληνας Γενικός Διοικητής δεν δίνει και πολύ διαφορετική εικόνα: "Η κατάστασις της πόλεως από την έποψιν της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας κατά την πρώτην ημέραν της αφίξεώς μου (30 Οκτωβρίου) ήτο αληθώς τα μέγιστα ανώμαλος, πυροβολισμοί συνεχείς εις τας οδούς, αδικοπραγίαι στρατιωτών (Ελλήνων και Βουλγάρων), το μεν πραγματικαί, το δε καταγγελλόμεναι αορίστως ή εξογκωμέναι" (Κ. Ρακτιβάν, "Εγγραφα και σημειώσεις εκ της πρώτης ελληνικής διοικήσεως της Μακεδονίας", Θεσ/νίκη 1951, σ. 22).
Από την Ελασσόνα στο Κιλκίς
Ανάλογες σκηνές σημάδεψαν τη νικηφόρα προέλαση του ελληνικού στρατού σε Θεσσαλία, Μακεδονία και Ηπειρο.
Στη μόλις απελευθερωμένη Ελασσόνα, λχ, ο στρατιώτης Απόστολος Πουλόπουλος διαπιστώνει (6.10.1912) ότι "τα τουρκικά καταστήματα είχον ανοιχθή υπό των στρατιωτών και εγίνετο αρκετό πλιάτσικο, όχι τόσον εκ μέρους του στρατού, όσον εκ μέρους των εντοπίων" (Λύντια Τρίχα [επιμ.] "Βαλκανικοί πόλεμοι. Ημερολόγια και γράμματα από το μέτωπο", Αθήνα 1993, σ. 42).
Στρατοπεδευμένος εκεί κοντά, ο Φίλιππος Δραγούμης πληροφορείται κι αυτός την ίδια μέρα πως "εγινότανε γερό πλιάτσικο από τους εντοπίους χριστιανούς στα τούρκικα τα σπίτια. Στο γενικό αυτό ρήμαγμα βοήθησαν και όσοι στρατιώτες είχαν καταφέρει να μπούνε μέσα. Οι περιπολίες και οι φρουρές δεν αρκούσαν να εμποδίσουν ή βοηθούσαν κι αυτές. Και αξιωματικοί ακόμα δεν έμειναν χωρίς μερτικό. Τέλος τα σπίτια μείναν αδειανά. Ο,τι δεν μπορούσαν να πάρουν το κατέστρεφαν" (όπ.π., σ. 49).
Ο ίδιος παρατηρεί ότι το πλιάτσικο χαρακτηρίζεται από πλήρη απουσία ορθολογικών κριτηρίων: "Ενας είχε αρπάξει ένα μαντολίνο, άλλος τόπι μεταξωτό ύφασμα, άλλος φόρεμα χανούμισσας, άλλος ένα τηγάνι κλπ. Αρπάζουν για ευχαρίστηση, όχι για πραχτικό σκοπό. Μερικοί όμως εφάνηκαν πιο πραχτικοί και είχανε κλέψει κότες ή πρόβατα" (σ. 51).
Η όλη σκηνή προκαλεί αποστροφή στο χειρούργο Μαθιό Μακκά, που υπηρετούσε ως εθελοντής: "Η Ελασσών είναι παληοχωριό", σημειώνει στο ημερολόγιό του στις 8.10.12. "Οι χριστιανοί κάτοικοι επλιατσικολόγησαν αγρίως. Το βράδι της καταλήψεως της πόλεως επήραν ό,τι ειμπορούσαν από τα τουρκικά σπίτια. Οι στρατιώται επήραν μόνο μικροπράγματα από τα ανοικτά σπίτια. Υστερα έβαλαν φρουρούς και έπαψε η κλεψιά" (Λ.Τρίχα, όπ.π., σ. 127).
Τέσσερις μέρες αργότερα ήρθε η σειρά των Σερβίων. Αυτόπτης μάρτυρας, ο Σπύρος Μελάς έχει αφήσει μια πολυσέλιδη περιγραφή των γεγονότων: "Παρατηρούσε κανείς στους δρόμους της τούρκικης συνοικίας διάφορα φανερώματα ενός ειδικού φρενιάσματος, που μπορώ να ονομάσω 'ίλιγγο της αρπαγής'. [...] Μετά τα σπίτια, ή και τον ίδιο καιρό, οι χωριάτες ρίχτηκαν στα μαγαζιά, στα εμπορικά, στα μπακάλικα, φορτώνοντας τα ζώα τους σακιά και σακιά, που στη βία τους να φύγουν, να εξαφανιστούν, τάσπερναν στους δρόμους, όσπρια, ρύζι, καφέδες, ζάχαρες, κρεμμύδια -γιατί τ' άρπαζαν κι αυτά- κάθε λογής φαγώσιμο". Οι έλληνες καταστηματάρχες γλίτωσαν τις περιουσίες τους επειδή "είχανε την πρόνοια να χαράξουν με κιμωλία στις πόρτες πελώριους σταυρούς και να τους συνοδέψουν με διάφορες επιγραφές κατάλληλες για την περίσταση: 'Ελλάς. Ζήτω ο Βασιλεύς Γεώργιος!'" (Σπ. Μελάς, "Οι πόλεμοι του 1912-1913", Αθήνα 1958, σ. 109-11).
Ενδιαφέρουσες οι επισημάνσεις του ίδιου παρατηρητή όσον αφορά την τύχη κάποιων άλλων αγαθών: "Για όλα τα πράγματα είχανε θέσεις τα γαϊδουράκια, τα μουλάρια κι οι αραμπάδες, όχι όμως, φυσικά, και για τα βιβλία. Οι πλιατσικολόγοι σύρανε το περιεχόμενο των ιδιωτικών βιβλιοθηκών στους δρόμους, όπου ολάκερες μέρες μούσκευαν στη λάσπη κώδικες, μυθιστορήματα, δικογραφίες, λεξικά, χωρίς να γυρίσει κανείς να τα κοιτάξει" (σ. 110).
Υπήρξαν φυσικά κι εκείνοι που φρόντισαν να τακτοποιηθούν μακροπρόθεσμα. Το διαπίστωσε ύστερα από μια βδομάδα ο Φίλιππος Δραγούμης, όταν σταμάτησε να τσιμπήσει κάτι στα Σέρβια: "Το μαγαζί ήτανε τούρκικο μα το είχαν καταλάβει δυο Ελλαδίτες από αυτούς που παρακολουθούν το στρατό για μικρεμπόριο και πλιάτσικο. Κάνουν χρυσές δουλειές. Αλλοι παρακολουθούν μόνο για πλιάτσικο κι άλλοι απλούστατα, από τυχοδιωκτικό πνεύμα" (σ. 103).
Ιδια γεύση και στα Γιαννιτσά: "Περιήλθον την πόλιν", διαβάζουμε στις αναμνήσεις ενός έφεδρου αξιωματικού. "Ουδαμού σκιά Τούρκου, αλλά πολλαί περιπολίαι του στρατού εφρούρουν αυστηρώς τας οικίας και τα εν αυτοίς σκεύη. Και όμως έβλεπα εντοπίους χριστιανούς φορτωμένους προσκέφαλα, χάλκινα σκεύη και διάφορα τζιβαϊρικά, άτινα μετέφερον εκ των Τουρκικών εις τας ιδίους οικίας" (Γ. Παρασκευόπουλος "Σελίδες από τον πρώτον πόλεμον", Εν Αθήναις 1914, σ. 41).
Η παράδοση τιμήθηκε με το παραπάνω και στο Β΄ Βαλκανικό πόλεμο. Μετά το κάψιμο του Κιλκίς από τον ελληνικό στρατό, δεν είναι μόνο οι "βουλγαροκτόνοι" φαντάροι που "εώρταζον τα επινίκια, ψήνοντες δαμαλάκια, αρνιά, γουρουνόπουλα, κόττες, λεία της αλαζονικής πόλεως η οποία εξηφανίζετο από του προσώπου της γης". Στο πλιάτσικο μετείχε επίσης, σύμφωνα με τον ιεροκήρυκα της 5ης μεραρχίας, "ολόκληρος στρατιά χωρικών που επέδραμαν από όλα τα σημεία του ορίζοντος δια να λαφυραγωγήσουν το καιόμενον Κιλκίς. Εκουβαλούσαν ό,τι έβρισκον. Πριν ακόμη πέση το Κιλκίς είχον μαντεύση το μοιραίον και έδραμον από αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων από τα πέριξ της Γευγελής, από την Χαλκιδικήν αυτήν, από την Μπάλτζαν, το Ασβεστοχώρι, από τα Γιαννιτσά έτρεξαν ως κόρακες όταν μυρίζωνται το πτώμα, συν γυναιξί και τέκνοις, φέροντες μαζί των κάρα, βωδάμαξας και όλον το βασίλειον των ζώων των" (Δ. Καλλίμαχος, "Από το στρατόπεδον", Κάιρον 1914, σ. 201-2).
Στο Μεγάλο Πόλεμο
Ακολούθησε η είσοδος της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο και η μετατροπή της σε θέατρο αναμέτρησης των αντιμαχόμενων ευρωπαϊκών στρατών. Κάποιες πρακτικές δεν άλλαξαν, ωστόσο, καθόλου. Κατά την εκκένωση της Καβάλας, λχ, "μέγιστος αναβρασμός και αναρχία εξεδηλώθη μεταξύ του πληθυσμού και των οπλιτών, εξ ών κακοποιά στοιχεία προέβαινον εις διαρπαγάς των διαρρηγνυομένων καταστημάτων και οικιών, εις λεηλασίας, εις ασκόπους πυροβολισμούς και εις την απελευθέρωσιν των εις τας φυλακάς κρατουμένων υποδικοκαταδίκων" (Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, "Ο ελληνικός στρατός κατά τον Πρώτον Παγκόσμιον πόλεμον", τ.Α΄, Αθήναι 1958, σ. 150).
Παρόμοιες σκηνές συνοδεύουν την ανακατάληψη της Φλώρινας από τις δυνάμεις της Αντάντ (5.9.1916): "Οταν με το σώμα μου κατήλθον εις Φλώριναν", διαβάζουμε στις αδημοσίευτες αναμνήσεις του οπλαρχηγού Στέφου Γρηγορίου, "σχεδόν η πόλις ελεηλατείτο και μετά την εκκένωσιν ελεηλατήθη τελείως". Κατηγορούμενος σαν "ο κύριος αυτουργός δια την λεηλασίαν", ο ίδιος θα εκφράσει με σαφήνεια τις απόψεις του επί του ζητήματος: "Εις τοιαύτας περιστάσεις φυσικά γίνονται και πολλά άτοπα αλλά δεν πρέπει να καθιστάνε υπεύθυνον τον Α. ή τον Β, πόσο μάλλον εμέ που ηγούμουν ατάκτου ανταρτικού σώματος. Οταν παρεκτρέπονται ευρωπαϊκοί στρατοί με πειθαρχίαν, τελείως οργανωμένοι και πολιτισμένοι όπως οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Αυστριακοί, από εμένα τι περίμενον; Ή μήπως μπορούσα να επιβληθώ και δεν το έκαμα; Μόνον εκείνοι που έχουν διοικήσει σώματα ξεύρουν να δώσουν απάντησιν".
Υστερόγραφα του Επους
Δυόμισι δεκαετίες αργότερα, η ακριτική Φλώρινα ξαναπερνά τα ίδια, με την κατάρρευση του μετώπου της Αλβανίας:
"Αρπακτικά στοιχεία, επωφελούμενα της καταστάσεως ήρχισαν να διαρπάζωσι τας εις τον Σιδηροδρομικόν Σταθμόν στοιβαγμένα κολοσσιαία εφόδια του στρατού μας, όπως δε δικαιολογήσωσι την λεηλασίαν διέδιδον ότι ο Ελληνικός Στρατός διέταξεν την αρπαγήν και τοιουτοτρόπως παρέσυραν, όχι μόνον τον άπορον πληθυσμόν της πόλεως, αλλά και ευπόρους σχετικώς πολίτας.
Τοιουτοτρόπως διεσαλεύθη η τάξις, η Πολιτοφυλακή εξηφανίσθη, ήρχισεν η διαρπαγή και των εντός της πόλεως στρατιωτικών αποθηκών και επί πολλάς ημέρας και νύκτας επεκράτει χαώδης κατάστασις, ήν επέτεινε και η συρροή αρπακτικών στοιχείων εκ της υπαίθρου. Πας τις πλέον ησθάνετο, ότι ουδεμία ασφάλεια υπήρχε ζωής, τιμής και περιουσίας, οι δε συνετώτεροι εκ των κατοίκων, περιδεείς ενεκλείσθησαν εις τας οικίας αυτών, φοβούμενοι χειροτέρας παρεκτροπάς" (Σ. Μ. Κωνσταντινίδου, "Η Φλώρινα εις τας φλόγας", Φλώρινα 1957, σ. 14-15).
Περιγραφή των ίδιων γεγονότων μας έχει αφήσει και ο Γεώργιος Μόδης: "Πολλές χιλιάδες χωριάτες και πολίτες, φτωχοί και πλούσιοι ρίχθηκαν αδελφωμένοι στις αποθήκες. Κι επειδή άδειασαν οι στρατιωτικές αποθήκες, όσο μεγάλες και αν ήταν, δεν εδίστασαν μερικοί να εφαρμόσουν τα ίδια και σε κλειστά εμπορικά μαγαζιά της πολιτείας. Κατάφεραν να συνεννοηθούν θαυμάσια και με Γερμανούς στρατιώτες που τους έβαλαν να σπάσουν κλειδιά και ρολά και να κάμουν την καλή αρχή... Εγραψαν, μπορεί να ειπή κανείς, τον πρόλογο της γενικής διαρπαγής και ρεμούλας, που σαν επιδημία και κατάρα παρακολούθησε τα εχθρικά στρατεύματα στην ορμητική προέλασή τους προς τα νοτιότερα άκρα της χώρας" ("Πόλεμος και Κατοχή", Αθήνα χχ, σ. 141).
Παρόμοιες λεηλασίες σημάδεψαν το τέλος του πολέμου στο μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας.
Στα Γιάννενα, ένας γραφέας της 8ης μεραρχίας θυμάται ότι "με την κατάληψη της πόλης από τους Γερμανούς και τη διάλυση του στρατού, άρχισαν να εκδηλώνονται τα συμπτώματα που συνοδεύουν τέτοιες καταστάσεις. Γίνονταν επιδρομές σ' αποθήκες τροφίμων, πολλές απ' αυτές ήταν γεμάτες με εφόδια που προορίζονταν για το μέτωπο. Λεηλασίες σημειώθηκαν και στα δημόσια κτίρια. Τ' απογύμνωσαν από τα έπιπλα, τις κουρτίνες, τις μηχανές, από καθετί που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, έβλεπες τους ανθρώπους να κουβαλούν στις πλάτες τους πράγματα που ούτε τα υποψιαζόσουν, τη χρησιμότητά τους δεν την ήξεραν και οι ίδιοι που τ' άρπαζαν. Οταν την άλλη μέρα πήγα στο γραφείο, το βρήκα λεηλατημένο, όλα είχαν εξαφανιστεί. Δεν επρόκειτο για επιλεκτική αρπαγή πραγμάτων, αλλά για καθολικής μορφής λεηλασία. Κάπου διαπίστωσα ίχνη ξεκαρφώματος στις σανίδες του πατώματος. Δεν τους φάνηκε εύκολη δουλειά και την άφησαν" (Ιωάννης Νικολαϊδης, "Μνήμες του '40", Ιωάννινα 1985, σ. 132-3).
Αλλά και στη Λάρισα, από τις λεηλασίες των Γερμανών "επωφελούνται και μερικοί Λαρισινοί που γύρισαν στο μεταξύ στην πόλη, και κάνουν και αυτοί το σχετικό τους πλιάτσικο" (Λάζαρος Αρσενίου, "Η Θεσσαλία στην Αντίσταση", Λάρισα 1977, τ.Α΄, σ. 18). Νοτιότερα, πάλι, "ορισμένοι ντόπιοι, πρόφτασαν και συγκρότησαν μικρές συμμορίες. Εστηναν στα περάσματα ενέδρες και λήστευαν τους περαστικούς" (Στέφανου Παπαγιάννη "Από εύελπις αντάρτης", Αθήνα 1991, σ. 45).
Στο Βόλο, τέλος, "αυτοί που δεν μπορούσαν να φύγουν, και που η φυγή των Αρχών επέτεινε ακόμη περισσότερο τον πανικό τους, άνοιξαν τις κρατικές, στρατιωτικές και άλλες αποθήκες, άρπαξαν το περιεχόμενό τους και εγέμισε ο καθένας τις αποθήκες του σπιτιού του, προτού κλειδωθεί κι ο ίδιος μέσα.
Να σημειωθεί πως δεν επρόκειτο για πεινασμένους ή για κοινούς λωποδύτες. Μπορεί να ήταν και μερικοί απ' αυτούς, μα η πλειονότητα ανήκε στην αστική και την εργατική τάξη. Είδαν γιατρούς και δικηγόρους να έχουν τσουβάλια στην πλάτη... Και μερικοί, δίνοντας ταυτόχρονα διέξοδο στα κοινωνικά τους απωθημένα, έγιναν εκδικητές σπάζοντας. Βρήκαν τον καιρό να καταστρέψουν πχ το εσωτερικό ένα σωρό επιβατικών οχημάτων του Θεσσαλικού Σιδηροδρόμου. Αλλοι κατέστρεψαν μηχανήματα υπό διαμετακόμιση στον Παλαιοφάρσαλο κ.ό.κ." (Γιάννης Μουράτογλου "Αντίκρυ στο χρέος", Αθήνα 1987, σ. 121-2).
Ακόμη και στην Αθήνα θα σημειωθούν "μερικές μικρές λεηλασίες εγκαταλειμμένων αγγλικών αποθηκών", λίγο πριν μπουν οι Γερμανοί (Γιώργος Θεοτοκάς, "Φύλλα ημερολογίου", σ. 259).
Η περίοδος της Κατοχής, που ακολουθεί, είναι φυσικά γεμάτη από παρόμοια επεισόδια -αξεδιάλυτα, συχνά, από τις εμφύλιες διαμάχες ανάμεσα στην Αντίσταση και τους συνεργάτες των κατακτητών.
Ο Νίκος Νόου μας έχει λχ αφήσει εκπληκτικές περιγραφές της διαρπαγής των βρετανικών αποθηκών στη Σάμο, λίγο πριν την απόβαση των Γερμανών το φθινόπωρο του 1943 ("Τα παιδιά της θύελλας", Αθήνα 1993, σ. 173-5).
Μοναδική θα μείνει, ωστόσο, η αναφορά του βρετανού ταγματάρχη Ουάλας (15.8.1944) για όσα ακολούθησαν την είσοδο του ΕΔΕΣ στα χωριά των Τσάμηδων, το Σεπτέμβριο του 1944. Αν μη τι άλλο, στο πλιάτσικο φέρεται να πρωταγωνιστεί, αν και με αμφιλεγόμενες επιδόσεις, ο ίδιος ο τοπικός εκπρόσωπος του Υψίστου:
"Οι αντάρτες επιδόθηκαν σ' ένα όργιο αντεκδικήσεων, λεηλασιών κι
εσκεμμένης καταστροφής των πάντων. Η όμορφη κωμόπολη Μαργαρίτι κάηκε ολοκληρωτικά. Ο μητροπολίτης Παραμυθιάς συμμετείχε στο ψάξιμο των σπιτιών για λάφυρα, βγαίνοντας από ένα σπίτι, ωστόσο, ανακάλυψε ότι το ήδη βαρυφορτωμένο μουλάρι του το είχαν ξαλαφρώσει κάτι αντάρτες"...
(Ελευθεροτυπία, 27/4/2003)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |