ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ 'Η ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ;

 

Φανερά κονδύλια των γραφείων τύπου

1. / 2.   

Αυτές τις μέρες στη Βουλή συζητιέται για πολλοστή φορά την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία ένα θέμα φαινομενικά «περιφερειακό» αλλά με αξιοπρόσεκτες, κατά τη γνώμη μας, συνέπειες.

 

Πρόκειται για την πρόθεση της κυβέρνησης να αντικαταστήσει τους επαγγελματίες δημοσιογράφους που εργάζονται στα γραφεία τύπου των ελληνικών πρεσβειών, με μόνιμο (δημοσιοϋπαλληλικό) προσωπικό «συμβούλων και ακολούθων επικοινωνίας». 

*Οπως μας δήλωσε ο υφυπουργός Τύπου Τηλέμαχος Χυτήρης, «αυτή η εξέλιξη είναι πράγματι μια ένδειξη αλλαγής πολιτικής στις σχέσεις του κράτους με τους δημοσιογράφους». 

Βέβαια, αυτή η ρύθμιση δεν θα μπορούσε να βρει όλους τους δημοσιογράφους σύμφωνους -και δεν αναφερόμαστε μόνο στους ελάχιστους εκείνους που κατέχουν ή διεκδικούν τα συγκεκριμένα προνομιούχα πόστα. Το θέμα, όπως θα δούμε πιο κάτω, συνδέεται με γενικότερες αντιλήψεις που ταλαιπωρούν τον κλάδο και με ευρύτερα φαινόμενα που θέτουν υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία και ανεξαρτησία τόσο των ίδιων των δημοσιογράφων όσο και των μέσων όπου εργάζονται.

Ενα από τα σοβαρά προβλήματα της δημοσιογραφίας, που ασφαλώς εντάθηκε τα τελευταία χρόνια (με τη λεγόμενη "άνοιξη των ΜΜΕ"), είναι το ζήτημα των πολλαπλών και διαρκώς διευρυνόμενων σχέσεων της εξουσίας -κρατικής, κομματικής και οικονομικής- με τα μέσα και τους δημοσιογράφους. Μια εκδοχή αυτής της διαπλοκής αφορά το χώρο των πάσης φύσεως γραφείων τύπου του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα. Η σχετική αντιπαράθεση στους κόλπους των δημοσιογράφων είναι γνωστή και με διάφορες αφορμές έρχεται και επανέρχεται στο δημόσιο χώρο: 

Αντιπαράθεση αρχών

*Η μία πλευρά δεν βρίσκει τίποτα το μεμπτό στην έμμισθη σχέση των δημοσιογράφων με τα γραφεία τύπου και δημοσίων σχέσεων, όταν μάλιστα μ' αυτό τον τρόπο ενισχύεται -όπως λένε- το χαμηλό εισόδημα από την εργασία τους σε μια επιχείρηση ΜΜΕ. 

Η αλήθεια είναι ότι η «νομιμοποίηση» της παράλληλης δουλειάς σε γραφεία τύπου δεν είναι άσχετη με την παράδοση των χαμηλών αμοιβών και το εν γένει ανασφαλές εργασιακό τους καθεστώς στα καθαυτά Μέσα Ενημέρωσης της χώρας μας. Αλλωστε, στη δημοσιογραφική πιάτσα κυκλοφορούν παλιές ιστορίες παρώθησης των δημοσιογράφων από τα ίδια τους τα αφεντικά σε αναζήτηση συμπληρωματικού εισοδήματος. 

-Ορισμένες, ομολογουμένως ακραίες, μας θύμισε ο Βίκτωρ Νέτας, με την ευκαιρία της υπόθεσης των εκβιασμών και δωροδοκιών στο χώρο του τύπου: «Ενας εκδότης, μακαρίτης τώρα, έλεγε πολύ σοβαρά στους δημοσιογράφους του: "Σας έχω γραφεία στο κέντρο της Αθήνας με τηλέφωνα, σας έχω εφημερίδα, μη μου ζητάτε και μισθούς". Δύο άλλοι μεγάλοι εκδότες εφημερίδων, επίσης μακαρίτες, όταν υποψιάζονταν ότι κάποιο ρεπορτάζ ή κάποια είδηση είχε πληρωθεί, φώναζαν το δημοσιογράφο που το έγραψε και του ζητούσαν να μοιραστούν τα χρήματα» («Ε», 21/1/2003).

*Η άλλη πλευρά επικαλείται τη θέση αρχής του απόλυτου ασυμβίβαστου. 

«Ο δημοσιογράφος δεν πρέπει να είναι δίπλα, αλλά απέναντι στην εξουσία», έλεγαν οι παλιοί της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας. Δηλαδή, ο δημοσιογράφος δεν έχει καμιά θέση σε κανένα γραφείου τύπου οποιουδήποτε κρατικού ή ιδιωτικού οργανισμού.

-Ο συνεργάτης της «Ε» Γιώργος Γιαννουλόπουλος, που επί χρόνια ήταν διευθυντής της Ελληνικής Υπηρεσίας του BBC, μας διαβεβαιώνει ότι: 

«Στη Βρετανία θεωρείται εξωφρενικό ένας δημοσιογράφος που εργάζεται σε οποιοδήποτε Μέσο Ενημέρωσης να κατέχει οποιαδήποτε άλλη θέση εκτός του χώρου του, πολύ περισσότερο στον τομέα επικοινωνίας, κυβερνητικού, δημοσίου ή ιδιωτικού φορέα. Δεν υπάρχει ούτε καν ειδική αναφορά γι' αυτό το "ασυμβίβαστο" σα καταστατικά και τους κώδικες δεοντολογίας των δημοσιογραφικών Ενώσεων, διότι κανένας επαγγελματίας δημοσιογράφος δεν σκέφθηκε ποτέ να το κάνει. Εκεί όμως υπάρχει ο διακριτός και αναπτυγμένος επαγγελματικός κλάδος των ειδικών της Επικοινωνίας, καθώς και οι λεγόμενοι spin doctors οι οποίοι αναλαμβάνουν τις σχετικές διαμεσολαβήσεις των κέντρων της εξουσίας και των κάθε λογής λόμπι με τα ΜΜΕ». 

*Στην Ελλάδα, ωστόσο, μέχρι να φθάσουμε στην πλήρη απόσυρση των δημοσιογράφων από τις δημόσιες σχέσεις του κράτους και των επιχειρήσεων προτείνεται ήδη η εξής θέση: όταν κάποιος δημοσιογράφος επιλέξει να εργαστεί -πέρα από την κύρια εργασία του σε ένα Μέσο Ενημέρωσης και στις υπηρεσίες τύπου και δημοσίων σχέσεων του κρατικού ή του ιδιωτικού τομέα (για να ενισχύσει το εισόδημά του)- να το πράττει με διαφάνεια και βεβαίως διά ροπάλου να μην ασχολείται με παρεμφερή θέματα στο μέσο στο οποίο δουλεύει. Και σε κάθε περίπτωση να μην διαθέτει συνδικαλιστική προστασία για τη θέση του σε γραφείο τύπου και δημοσίων σχέσεων.

Πρωτοπόρος αυτών των απόψεων είναι αναμφίβολα ο Γιώργος Βότσης, ο οποίος έχει επισημάνει πολλά χρόνια τώρα τη σημασία αυτών των επικίνδυνων σχέσεων δημοσιογραφίας και γραφείων τύπου. 

*Ωστόσο, το αναχρονιστικό (1979) καταστατικό της Ενωσης των δημοσιογράφων (ΕΣΗΕΑ) αφήνει ουσιαστικά ορθάνοιχτη την πόρτα για παράλληλη απασχόληση σε γραφεία τύπου ή δημοσίων σχέσεων, αρκεί ο δημοσιογράφος να προσφέρει -όπως λέει- καθαρά δημοσιογραφική εργασία (άρθρο 9, παρ. στ'). Ελάχιστη τελικά σημασία έχει βέβαια το γεγονός ότι λίγες αράδες πιο πάνω, στην παρ. δ' του ίδιου άρθρου, προβλέπεται διαγραφή του μέλους της ΕΣΗΕΑ το οποίο έχει «αναλάβει τακτική έμμισθη υπηρεσία στο Δημόσιο ή Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοικήσεως ή σε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου ή σε Δημόσια Επιχείρηση». Τρέχα γύρευε, δηλαδή. Αντε ν' αποδείξεις πόσο «καθαρά δημοσιογραφική εργασία» προσφέρουν διάφοροι έμμισθοι παρατρεχάμενοι. 

*Επειδή λοιπόν το καταστατικό για πολλούς λόγους δεν λέει να αλλάξει, βρέθηκε μια ενδιάμεση λύση, έστω και με πολλή καθυστέρηση.

Μόλις το 1998, η ΕΣΗΕΑ, με πρόεδρο τον Αρ. Μανωλάκο, κατάφερε (με τη συντριπτική υποστήριξη των μελών της) να υιοθετήσει τις «Αρχές Δεοντολογίας του Δημοσιογραφικού Επαγγέλματος». Στη σχετική επιτροπή σύνταξης αυτού του Κώδικα φυσικά είχε πρωταγωνιστήσει ο Γιώργος Βότσης. 

Στο προοίμιο υπογραμμίζεται η υποχρέωση αντίστασης του δημοσιογράφου σε κάθε απόπειρα κρατικού επηρεασμού και η κατοχύρωση της αυτονομίας και της αξιοπρέπειάς του. 


Ειδικά στο άρθρο 5 περί της διαφάνειας στις οικονομικές σχέσεις του δημοσιογράφου ως θεμελιώδους στοιχείου της αξιοπιστίας του, στην παράγραφο (β) επισημαίνεται ότι «ο δημοσιογράφος οφείλει να μην επιδιώκει και να μη δέχεται αργομισθία ή επ' αμοιβή θέση συναφή με την ειδικότητά του σε Γραφεία Τύπου, δημόσιες υπηρεσίες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις, που θέτει εν αμφιβόλω την επαγγελματική αυτονομία και ανεξαρτησία του». 

Συνεπώς, υπάρχει και τυπικό ζήτημα με το «ασυμβίβαστο» της απασχόλησης σε γραφεία τύπου, όταν -όπως γράψαμε και πιο πάνω- ο δημοσιογράφος εργάζεται σε ομοειδές (με το περιεχόμενο του ρόλου του στο γρ. τύπου) ρεπορτάζ σε κάποιο ΜΜΕ.

Η ζοφερή πραγματικότητα

Στη γνωστή έρευνα της VPRC που πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2002 σε όλη τη χώρα και σε όλους τους δημοσιογράφους, όλων των ΜΜΕ, πέρα από τα τραγικά στοιχεία που αναφέρονται στην αυτοεκτίμηση των δημοσιογράφων και στον (αντι)κοινωνικό ρόλο των τηλεοπτικών ιδίως ΜΜΕ (δες «Ιός», «Ο "εσωτερικός εχθρός" των ΜΜΕ», 16/3/2002), μπορούμε να έχουμε μια κατά προσέγγιση εικόνα του αριθμού των απασχολουμένων στα γραφεία τύπου και στις δημόσιες σχέσεις. 

Εκτός από την κύρια εργασία τους, το 4% των δημοσιογράφων δήλωσε ότι εργάζεται σε όλων των ειδών τα γραφεία τύπου και δημοσίων σχέσεων (κρατικά και ιδιωτικά, αυτοδιοίκησης, τραπεζών, οργανισμών κ.λπ.). 

*Η κατανομή μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα είναι περίπου μισή μισή. «Κατά τους υπολογισμούς μας», μας λέει ο Χριστόφορος Βερναρδάκης της VPRC, «στην περιφέρεια Αττικής, ο αριθμός των δημοσιογράφων που έχουν παράλληλη απασχόληση σε γραφεία τύπου είναι γύρω στους 400 και σχεδόν στο σύνολό τους είναι και μέλη της ΕΣΗΕΑ». 

Με λίγα λόγια, οι διπλοθεσίτες (ή και πολυθεσίτες) δημοσιογράφοι με θέση σε γρ. τύπου, συμβούλων κ.λπ., αποτελούν αισίως το 11,5% των συνδικαλισμένων δημοσιογράφων, με ιδιαίτερη μάλιστα επιρροή στον κλάδο, λόγω του ειδικού βάρους που τους προσδίδει η συγκεκριμένη τους ιδιότητα. Ποσοστό διόλου ευκαταφρόνητο, όχι για τη μελέτη της διείσδυσης των λειτουργών του τύπου στον κόσμο της διαπλοκής (στην κρατική γραφειοκρατία και στο επιθετικό μάρκετινγκ του ιδιωτικού κεφαλαίου), αλλά βεβαίως για το αντίστροφο.

Είναι γνωστό ότι κατά καιρούς -και ανάλογα με την ευαισθησία της ηγεσίας της ΕΣΗΕΑ και των πολιτικών κομμάτων, αλλά και μεμονωμένων λειτουργών του τύπου- όταν έρχονται στη δημοσιότητα μικρά ή μεγάλα σκάνδαλα των ΜΜΕ, τίθεται το θέμα της διαφάνειας τουλάχιστον για τους υπηρετούντες στις υπηρεσίες του κράτους και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. 

Τότε καλείται η κυβέρνηση να δώσει στη δημοσιότητα όλες τις λίστες των απασχολούμενων δημοσιογράφων σε οποιοδήποτε πόστο του δημόσιου τομέα, ώστε να κρίνονται οι επιλογές των κυβερνητικών στελεχών (πόσους π.χ. έχει διορίσει, στις 17 ΔΕΚΟ αρμοδιότητας του ΥΠΕΧΩΔΕ, ο εκεί υπουργός και οι φίλοι του), αλλά κυρίως να αξιολογείται η αξιοπιστία των ίδιων των δημοσιογράφων. 

Στις 25 του περασμένου Φλεβάρη ο «Ριζοσπάστης» αποκάλυψε ότι πρώτη φορά στην ιστορία το υπουργείο Τύπου απέστειλε στην ΕΣΗΕΑ τέτοιες καταστάσεις, οι οποίες χάθηκαν στα συρτάρια του προεδρείου που είχε απομείνει μετά την παραίτηση του προέδρου Αρ. Μανωλάκου και τριών άλλων στελεχών από το δ.σ. της ΕΣΗΕΑ. 


Από τα πάμπολλα παραδείγματα τέτοιων δημόσιων παρεμβάσεων, ας δούμε λίγα των τελευταίων μηνών: 

*Η τότε αντιπρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Φανή Πετραλιά έγραφε στις 3.5.2002: 

«Κάθε τόσο ακούγονται φωνές που ζητούν να δοθούν στη δημοσιότητα οι λίστες με ονόματα δημοσιογράφων οικονομικά εξαρτημένων από κρατικά κέντρα εξουσίας (γιατί όχι και από ιδιωτικά;). Σωστό το αίτημα, αλλά μισό. Γιατί παράλληλα, θα πρέπει να δοθούν στη δημοσιότητα και οι λίστες εκείνων που τις δημιουργούν και εκτρέφουν αυτές τις εξαρτήσεις. Πώς να το κάνουμε, εκμαυλισμός χωρίς εκμαυλιστή δεν νοείται, ούτε διαφθορά χωρίς διαφθορέα».

*Ο Γιάννης Τριάντης στη στήλη του σημείωνε με πικρό χιούμορ: «...να φανταστείτε, κάποια κυρία της δημοσιογραφίας δεν την φωνάζουν με το όνομα ή το επώνυμό της, αλλά την αποκαλούν "η κυρία φως, νερό, τηλέφωνο"! Διότι, κάποια στιγμή, στην ενδιαφέρουσα σταδιοδρομία της, είχε τα γραφεία Τύπου της ΔΕΗ, της ΕΥΔΑΠ και του ΟΤΕ! Μαζί! Ικανοτήτων ένεκα, προφανώς» (27.11.2002).

*Ο Παντελής Μπουκάλας στην «Καθημερινή» ειρωνικά σχολίαζε: 

«Οχι, είναι αδύνατον να πιστέψει κανείς πως υπάρχουν δημοσιογράφοι που δουλεύουν στα Γραφεία Τύπου των ίδιων οργανισμών των οποίων καλύπτουν "αντικειμενικά" το ρεπορτάζ. Είναι αδύνατο να υπάρχουν δημοσιογράφοι που μοιράζονται μαύρα υπουργικά κονδύλια για να πράξουν το "εθνικό καθήκον" τους ή άλλοι που στρατεύονται θορυβωδώς υπέρ της Ολυμπιάδας (ή οποιουδήποτε άλλου "εθνικού οράματος") έναντι γερού αντιτίμου. Τέτοια απίστευτα πράγματα δεν γίνονται, γιατί δεν είναι δυνατόν να γίνουν. Αν γίνονταν, θα 'πρεπε να έχουμε δει από καιρό και δημοσιογράφους-βαποράκια κομμάτων, εξουσιαζόντων, της ΚΥΠ, της Ασφάλειας ή επιχειρηματιών (...) Και τέτοιον δεν έχουμε δεί κανένα. Εκτός αν μας γελούν τα μάτια μας» (16.1.03). 

*Ερωτήματα στο φόντο της συζήτησης για τη διαφθορά στα ΜΜΕ έθετε και ο Στάθης στη δική του στήλη: 

«Υπάρχουν δημοσιογράφοι σε τρία γραφεία Τύπου ο καθένας, χώρια οι δουλειές τους; Υπάρχουν δημοσιογράφοι στις λίστες πληρωμών Υπουργείων και Οργανισμών χωρίς να προσθέρουν εργασία; Δημοσιογράφοι με δυο-τρεις κραυγαλέες αργομισθίες ο καθένας; Υπάρχουν μυστικά κονδύλια για δημοσιογράφους σε κρίσιμα Υπουργεία; Υπάρχουν δημοσιογράφοι που πληρώνονται απ' το "2004" φερ' ειπείν, για να μη γράφουν; Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για τους εισαγγελείς. Οσο για την καθεύδουσα και τείνουσα προς την ανυποληψία ΕΣΗΕΑ, ιδού το έργον -οι λίστες, κύριοι! Βγάλτε τες στο φως» (16.1.03).

Ριζικές λύσεις

Το αν μπορεί η ΕΣΗΕΑ και ο κάθε ενδιαφερόμενος πολίτης να πάρει τις επίσημες λίστες, το απαντά στη διπλανή στήλη ο κ. Χυτήρης. 

Το γιατί η ΕΣΗΕΑ και τα πειθαρχικά της όργανα δεν παρεμβαίνουν αποτελεσματικά, θα μας το πεί ο επί πολλά χρόνια δημοσιογράφος και συγγραφέας Παναγιώτης Βενάρδος που από το 1991 εκλέγεται συνεχώς στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό της Ενωσης: 

«Αν υπήρχε η βούληση, η ηγεσία της ΕΣΗΕΑ έχει, με βάση έστω κι αυτό το πεπαλαιωμένο καταστατικό (άρθρο 7, παρ. 16), τη δυνατότητα και την υποχρέωση να τηρεί μέσω της Γραμματείας της και να ανανεώνει το μητρώο των μελών της, ώστε να ξέρουμε κάθε στιγμή πόσες και ποιες ακριβώς δουλειές κάνει ο καθένας μας. Και με αυτά τα δεδομένα να μπορούμε να κρίνουμε αν παραβιάζονται οι διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας π.χ. για το ασυμβίβαστο στο ομοειδές ρεπορτάζ, ή αν υπάρχει αθέμιτος ανταγωνισμός, "εσωτερική πληροφόρηση" κ.ο.κ. Τα πράγματα δυστυχώς έχουν αφεθεί στη μοίρα τους και κανένα από τα μέλη δεν νιώθει την υποχρέωση να δηλώνει τα επαγγελματικά του δεδομένα. Συνεπώς, δεν έχουμε ακριβή εικόνα και προσπαθούμε να επέμβουμε με βάση τις φήμες και όσες, συνήθως αόριστες, καταγγελίες μάς έρχονται».

Ο συνομιλητής μας στέκεται σε μια υπόθεση προνομιακών και αμειβόμενων σχέσεων δεκάδων αθλητικογράφων με τον ΟΠΑΠ που είχε καταγγείλει ο Φίλιππος Συρίγος και που κατέληξε έπειτα από πολλούς μήνες σε απαλλαγή των εγκαλουμένων με το σκεπτικό ότι δεν διαπιστώθηκε παραβίαση του ασυμβιβάστου, ότι δηλαδή δεν κάλυπταν συναφές ρεπορτάζ. 

*«Το πρόβλημα δεν λύνεται με κάποιες κυρώσεις άδικες ή υπερβολικές, που μπορεί να ικανοποιούν πρόσκαιρα το "δημόσιο αίσθημα"», έγραφε τότε (22.1.1999) ο κ. Βενάρδος σε μια δημόσια ανταλλαγή απόψεων με τον κ. Συρίγο. «Εγώ τουλάχιστον δεν είμαι κυνηγός κεφαλών. Και από αυτή την άποψη δεν ήταν καθόλου υποκριτική η πρότασή μου στο Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ να εισηγηθεί συγκεκριμένες λύσεις, στα πλαίσια της συζήτησης που έχει ανοίξει για το νέο Καταστατικό. Το θέμα είναι θεσμικά τι μπορούμε να κάνουμε, γιατί ο Κώδικας Δεοντολογίας δεν αρκεί από μόνος του να διαφυλάξει το λειτούργημα της αδέσμευτης δημοκρατικής ενημέρωσης». 

Ο κ. Βενάρδος, απαριθμώντας κι άλλα σοβαρά περιστατικά της δεκαετίας, τα οποία βραχυκυκλώθηκαν ή έκλεισαν με συμβιβασμούς, οδηγείται σε μελαγχολικά συμπεράσματα:

«Καθώς συντελούνται ραγδαίες αλλαγές στο μάρκετινγκ των ιδιωτικών επιχειρήσεων αλλά και του δημόσιου τομέα, το επάγγελμα δέχεται επιδρομές με δέλεαρ το εύκολο κέρδος και επομένως μεταλλάσσεται με τρόπο τέτοιο που πλέον να χάνεται όλο και περισσότερο η ανεξαρτησία και η αξιοπιστία της δημοσιογραφίας. Μια ριζική και συνδυασμένη συλλογική παρέμβαση είναι αναγκαία. Και πιστεύω ότι τελικά θα συσπειρώσει την πλειοψηφία των συναδέλφων, όσο κι αν δυσαρεστήσει ορισμένους που βολεύτηκαν ατομικά στο θολό καθεστώς και που είναι λογικό να ανεβάζουν τους τόνους της σχετικής αντιπαράθεσης».

Ολες αυτές οι εξαρτήσεις που δημιουργούνται μέσα σε ένα κλίμα ανοχής, συνενοχής, κυνισμού και αδράνειας, είναι φανερό ότι αφορούν την ουσία της ενημέρωσης, την ίδια την κοινωνία. Δεν είναι μια συντεχνιακή υπόθεση για να αφεθεί σε πελατειακούς χειρισμούς μεταξύ δημοσιογράφων και πολιτικής εξουσίας. 

Τα αποτελέσματα της πρόσφατης έκθεσης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, για λογαριασμό της ΕΣΗΕΑ, είναι διαφωτιστικά: 

Η έκθεση μιλά για «ενεργό συμπεριφορά των πηγών πληροφόρησης», δηλαδή για την αυξανόμενη χειραγώγηση της δημοσιογραφικής δουλειάς και της υποβάθμισης του προϊόντος «ενημέρωση» από ένα αλληλοτροφοδοτούμενο σύστημα συμφερόντων, από το οποίο φυσικά δεν λείπουν και οι δημοσιογράφοι. 

«Οι πηγές πληροφοριών που τροφοδοτούν τη δημοσιογραφική εργασία, είτε είναι ιδιωτικές, είτε είναι δημόσιες, είναι πλέον ενεργές και λειτουργούν με βάση επαγγελματικά χαρακτηριστικά, τα οποία αφορούν καταρχήν τον τρόπο παρουσίασης των πληροφοριών και των θεμάτων, αλλά επεκτείνονται και σε διάφορες μεθόδους επηρεασμού των δημοσιογράφων. Τα γραφεία Τύπου υλοποιούν δελεαστικές πρακτικές στα όρια της διαφθοράς. Σε έναν κόσμο όπου σημειώνονται σημαντικές και συνεχείς αλλαγές, όπου μεμονωμένα ζητήματα είναι πολλές φορές μέρος ευρύτερων μεταβολών, παρατηρείται ότι πολλές πηγές πληροφοριών αποκτούν με την ενεργό τους δράση τη δυνατότητα να επιβάλλουν τον "πρωταρχικό ορισμό" ενός προβλήματος, να καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται το ζήτημα αυτό για μεγάλο διάστημα. Ολες αυτές οι συμπεριφορές οδηγούν στο να μην υπάρχει πάντα ένα σαφές όριο ανάμεσα στη θέση της πηγής και τη θέση του συντάκτη».

Δεν είναι επομένως μικρή υπόθεση στην παρούσα φάση να υπάρξει διαφάνεια, ένα who is who των δημοσιογράφων, που τουλάχιστον για τις έμμισθες σχέσεις όσων απασχολούνται σε κρατικά πόστα έχουμε το δικαίωμα να το απαιτήσουμε επίσημα από την κυβέρνηση. Κι αυτό όχι για να εκθέσει ή να εκδικηθεί κανείς κανέναν, αλλά πάνω απ' όλα για να γνωρίζει ο πολίτης από ποιον ενημερώνεται, ποιος ακριβώς είναι αυτός ο δημοσιογράφος που σχολιάζει ή κρίνει την οικονομία, τον αθλητισμό, την κοινωνία, τα εξωτερικά θέματα και παράγει πολιτική, κουλτούρα, ιδέες κ.ο.κ.

Αρκεί βέβαια η δημοσιογραφική ύλη που παράγει (είτε είναι γραπτή, είτε προφορική, είτε τηλεοπτική) να φέρει ευκρινώς την υπογραφή του.


(Ελευθεροτυπία, 18/5/2003)

 

www.iospress.gr                                  ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ