ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ
Αρχεία στο γύψο
1. / 2.
Μεθόδους
επιλεκτικού αποκλεισμού των ερευνητών
εφαρμόζει ένα από τα μεγαλύτερα δημόσια
αρχεία. Και τώρα επεκτείνει αυτή τη
λογοκριτική "τεχνογνωσία" στις
αρχειακές συλλογές όλης της χώρας.
Η είδηση δημοσιεύτηκε στις 22 Μαΐου στις εσωτερικές σελίδες της «Καθημερινής» και, παρά το αδιαμφισβήτητο ενδιαφέρον της, πέρασε ολοκληρωτικά ασχολίαστη. Κάτω από τον περίεργο τίτλο «Βήμα προστασίας της ιστορικής αλήθειας», ο συντάκτης της εφημερίδας Κων/νος Ζούλας μάς πληροφορούσε για μια «σημαντική πρωτοβουλία» της διευθύντριας της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου (ΥΔΙΑ) του Υπουργείου Εξωτερικών, Φωτεινής Κωνσταντοπούλου-Τομαή, επ' ευκαιρία της πρόσφατης ελληνικής προεδρίας της Ε.Ε.:
«Την προστασία της ιστορικής αλήθειας από την άκαιρη, αλλά και ανεξέλεγκτη πολλές φορές δημοσιοποίηση στοιχείων προερχομένων κυρίως από ιδιωτικά αρχεία», διαβάζουμε, «έχει ως στόχο μια σημαντική απόφαση που ελήφθη με πρωτοβουλία της Αθήνας. Την έλαβε η Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του ΥΠΕΞ, έχοντας εντοπίσει το πρόβλημα της ανεξέλεγκτης χρήσης των ιστορικών πηγών, οι οποίες μάλιστα συχνά δημοσιεύονταν από τους κατόχους τους χωρίς τον απαιτούμενο σεβασμό του χρόνου που προβλέπεται διεθνώς.
Είναι εντυπωσιακό ότι στη σχετική συζήτηση που έγινε στη Συνάντηση των Διευθυντών των Αρχείων των ΥΠΕΞ της Ε.Ε. στη Σύρο, διαπιστώθηκε αίφνης ότι ανάλογο πρόβλημα εντοπίζεται και σε πολλές άλλες χώρες. Κάποιες αντιπροσωπείες μάλιστα υπογράμμισαν ότι ιστορικά στοιχεία που ιδιώτες φέρνουν στο φως της δημοσιότητας έρχονται συχνά σε πλήρη αντίφαση με τα αντίστοιχα των υπουργείων Εξωτερικών, προκαλώντας πλήρη σύγχυση.
Με τα δεδομένα αυτά οι "25" συμφώνησαν σε σειρά δεσμεύσεων οι οποίες μεταξύ άλλων προβλέπουν: Το σεβασμό των προϋποθέσεων που τίθενται από τα ΥΠΕΞ κάθε κράτους-μέλους για το χρόνο δημοσιοποίησης των ιστορικών αρχείων, την υποχρέωση των ιδιωτών να συνεργάζονται με τις κρατικές αρχές για τα ιστορικά αρχεία που διαθέτουν, όταν προτίθενται να τα δημοσιοποιήσουν, και τη δέσμευση των κατόχων ιστορικών ντοκουμέντων να παραδίδουν φωτοτυπίες τους στις αρμόδιες διπλωματικές αρχές.
Σημειώνεται, τέλος, ότι οι 25 τόνισαν πως η συγκεκριμένη απόφαση στοχεύει μόνο στην καλύτερη αξιοποίηση των πάσης φύσεως αρχειακών πηγών και επ' ουδενί πρέπει να εκληφθεί ως απόπειρα λογοκρισίας».
-Μένει κανείς κυριολεκτικά εμβρόντητος μπροστά στις παραπάνω διατυπώσεις. Αν μη τι άλλο, αντιλήψεις περί της ανάγκης «προστασίας» της κοινής γνώμης από τη «σύγχυση» που της προκαλεί η «άκαιρη» κι «ανεξέλεγκτη» επιστημονική έρευνα ή η αμφισβήτηση του επίσημου κρατικού λόγου από τους ερευνητές, μας πάνε κατευθείαν στις μέρες του παπαδοπούλειου «γύψου» που είχε αναλάβει να θεραπεύσει τον «ασθενή» ελληνικό λαό.
-Την ίδια ποιότητα σκέψης αποπνέει και η διακήρυξη περί «πραγματικής ιστορίας» (μιας και μοναδικής, προφανώς), θεματοφύλακας της οποίας αυτοανακηρύσσεται μια κρατική -και μάλιστα καθαρά διοικητική- υπηρεσία.
-Οσο για τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις (ότι ο εξαναγκασμός των ιδιωτών «να συνεργάζονται με τις κρατικές αρχές» για την αποφυγή τέτοιων «αντιφάσεων» καμιά απολύτως σχέση δεν έχει με «απόπειρα λογοκρισίας»), αυτές μόνο γέλια μπορούν να προκαλέσουν, από τη στιγμή που το όλο ζητούμενο είναι ακριβώς ο περιορισμός των «ανεξέλεγκτων» και «άκαιρων» ιστοριογραφικών αποκαλύψεων.
Επικοινωνήσαμε τηλεφωνικά με τον κ. Ζούλα και μας επιβεβαίωσε ότι πηγή του συγκεκριμένου δημοσιεύματος ήταν η ίδια η διευθύντρια των αρχείων του ΥΠΕΞ. Στο ερώτημα αν υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις, μας απάντησε ότι δέχθηκε μόνο ένα τηλεφώνημα, «από κάποιο ιδιωτικό αρχείο».
Ετσι κι αλλιώς, πάντως, η ουσία της είδησης παραμένει κάτι παραπάνω από σοβαρή: εν έτει 2003, μια κρατική υπηρεσία αποφασίζει να βάλει φραγμούς στην «ανεξέλεγκτη» ιστορική έρευνα, ονειρευόμενη τον έλεγχο της χρήσης όχι μονάχα των δικών της αρχείων αλλά και όσων ανήκουν σε ιδιωτικές συλλογές.
Ενα μισόκλειστο αρχείο
Τα παραπάνω θα μπορούσαν, ίσως, να θεωρηθούν σαν μια ανώδυνη φαντασίωση, αν δεν υπήρχε η ήδη ανησυχητική πολιτεία της εν λόγω υπηρεσίας, σχετικά με τις δυνατότητες πρόσβασης των ερευνητών στα δικά της αρχεία. Οι απαράδεκτοι φραγμοί, με άλλα λόγια, που η διεύθυνση του Ιστορικού Αρχείου του ΥΠΕΞ έχει αυθαίρετα επιβάλει στη χρήση ενός από τα σημαντικότερα (και καλύτερα οργανωμένα) δημόσια αρχεία της χώρας από τους πολίτες - παραβιάζοντας τόσο τις συνταγματικές διατάξεις περί ισότητας, όσο και την πρόσφατη νομοθεσία που κατοχυρώνει την ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών στα δημόσια έγγραφα που τους ενδιαφέρουν.
Υπενθυμίζουμε εδώ, για όσους δεν το γνωρίζουν, ότι το Ιστορικό Αρχείο του ΥΠΕΞ περιέχει τα παλιότερα εκείνα έγγραφα της διπλωματικής αλληλογραφίας που έχουν επίσημα αποχαρακτηριστεί, με σκοπό ακριβώς να διατεθούν στην ιστορική έρευνα. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για «τρέχοντα» έγγραφα τα οποία καλύπτονται από κάποιο απόρρητο. Η διαδικασία αυτού του αποχαρακτηρισμού προβλέπεται ρητά από τον ισχύοντα οργανισμό του υπουργείου (Ν. 2594 του 1998, ΦΕΚ 1998/Α/62) κι αποτελεί πάγια πρακτική όλων των ΥΠΕΞ.
Εξίσου πάγια πρακτική συνιστά, κατά κανόνα, η ελεύθερη πρόσβαση των ερευνητών στα αποχαρακτηρισμένα αυτά ξένα αρχεία. Οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος μπορεί, λ.χ., να πάει στο Public Records Office του Λονδίνου και να ζητήσει να δει οποιονδήποτε από τους φακέλους του βρετανικού Φόρεϊν Οφις που έχουν αποχαρακτηριστεί μέχρι εκείνη τη στιγμή -και, αν θέλει, να παραγγείλει και τις σχετικές φωτοτυπίες. Το ίδιο συμβαίνει και με τα αποχαρακτηρισμένα αρχεία του γαλλικού Κε ντ' Ορσέ, του αμερικάνικου Στέιτ Ντιπάρτμεντ κ.ο.κ.
Εντελώς διαφορετική είναι η κατάσταση που επικρατεί στα αρχεία του καθ' ημάς ΥΠΕΞ. Εδώ, ο ενδιαφερόμενος ερευνητής δεν μπορεί να ζητήσει ανά πάσαν ώρα και στιγμή να δει τους φακέλους που τον ενδιαφέρουν.
Αντίθετα, είναι υποχρεωμένος να υποβάλει σχετική αίτηση, αναφέροντας το θέμα της έρευνάς του, και να περιμένει την έγκρισή της από μια υπηρεσιακή επιτροπή της οποίας προΐσταται η κ. Φωτεινή Κωνσταντοπούλου-Τομαή.
Δεν πρόκειται για μια τυπική διαδικασία. Αντίθετα, ένα αξιοσημείωτο ποσοστό των σχετικών αιτήσεων απορρίπτεται σε τακτική βάση, για λόγους που συνήθως μόνο προσχηματικοί μπορούν να χαρακτηριστούν.
Οι πιο συνηθισμένες απ' αυτές τις δικαιολογίες είναι η «μηχανοργάνωση» του ζητούμενου αρχείου ή η «έλλειψη χώρου» στο αναγνωστήριο. Μόνο που, την ίδια ακριβώς στιγμή, οι «μηχανογραφούμενοι» φάκελοι μπορεί να αποτελούν αντικείμενο απερίσπαστης μελέτης άλλων ερευνητών, η δε «έλλειψη χώρου» να «τεκμηριώνει» την απόρριψη της αίτησης ενός σε σύνολο πενήντα!
Οι «κομμένοι» ερευνητές
Πολύ περίεργα είναι, τέλος, τα κριτήρια αποκλεισμού κάποιων ερευνητών από την αρμόδια επιτροπή. Το θέμα μάς είχε απασχολήσει και στο παρελθόν, με αφορμή μια σχετική δημόσια διαμαρτυρία του Γρηγόρη Φαράκου αλλά και την απόρριψη αίτησης της συντάκτριας του «Ιού», Αγγέλικας Ψαρρά, για έρευνα των πολυάριθμων φακέλων του Μεσοπολέμου, των σχετικών με το κομμουνιστικό κίνημα («Ε» 27.1.2001). Το δημοσίευμά μας εκείνο προκάλεσε την έγγραφη αντίδραση ΥΠΕΞ και ανταπάντηση από μέρους μας (12.2.01).
Σήμερα επανερχόμαστε, δίνοντας στη δημοσιότητα μια αντιπροσωπευτικότερη γκάμα τέτοιων αποκλεισμών. Ουσιαστικά, πρόκειται μονάχα για την κορυφή του παγόβουνου που έχει προκαλέσει τη γενικευμένη δυσαρέσκεια.
Η διασταύρωση των επιμέρους περιπτώσεων είναι, νομίζουμε, εξαιρετικά αποκαλυπτική για το βασίλειο της αυθαιρεσίας που περιγράψαμε. Ας προσθέσουμε, ωστόσο, ότι η κατάσταση έχει σαφώς επιδεινωθεί -με την απαίτηση, λ.χ., από τους ερευνητές να δίνουν προληπτικά «εξηγήσεις» για το αντικείμενο της μελέτης τους.
*Υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας, ο Ραϋμόνδος Αλβανός υπέβαλε, το 1999, αίτηση έρευνας με θέμα «Κοινωνικές και δημογραφικές μεταβολές στην περιοχή Καστοριάς (1920-1950)». Η αίτησή του απορρίφθηκε λόγω έλλειψης χώρου στο αναγνωστήριο (η μοναδική, απ' όσο γνωρίζουμε, σε σύνολο 50, μ' αυτό το σκεπτικό). Δύο χρόνια αργότερα, έκανε νέα αίτηση, που απορρίφθηκε ξανά.
*Στην απάντησή της, η κ. Κωνσταντοπούλου-Τομαή τον πληροφορεί ότι η πρόσβασή του στο αρχείο «προς το παρόν δεν είναι δυνατή, διότι το υλικό αυτής της περιόδου βρίσκεται στο στάδιο της μηχανοργάνωσης». Ταυτόχρονα, ωστόσο, φροντίζει να τον «καθησυχάσει»: «Εάν στη διάρκειά της εντοπισθεί το συγκεκριμένο έγγραφο, θα σας ειδοποιήσουμε αμέσως».
*Ο κ. Αλβανός έχει μείνει έκθαμβος με την απάντηση που πήρε. «Το θέμα του διδακτορικού μου», εξηγεί, «αφορά μια ολόκληρη τριακονταετία. Δεν ζήτησα κάποιο συγκεκριμένο έγγραφο, για να ειδοποιηθώ όταν αυτό "εντοπισθεί". Περιττό, βέβαια, να προσθέσω ότι μέχρι σήμερα δεν έχω πάρει την παραμικρή σχετική ειδοποίηση».
*Λόγω «μηχανοργάνωσης», εμποδίστηκε και ο Τάσος Χατζηαναστασίου να μελετήσει τα αρχεία για τη βουλγαρική κατοχή του 1941-44 στην Α. Μακεδονία και Θράκη. Πρόλαβε να δει μονάχα αυτά της πρώτης διετίας.
*«Ρωτούσα ποιο ήταν το χρονοδιάγραμμα της μηχανοργάνωσης και μου απαντούσαν ότι δεν γνώριζαν», θυμάται. «Το αποτέλεσμα ήταν ότι ευκολότερα είδα στη Σόφια το αρχείο της βουλγαρικής Αστυνομίας, και μάλιστα τους φακέλους τους σχετικούς με τη βουλγαρική κατοχή ελληνικών εδαφών, παρά το αρχείο του ελληνικού ΥΠΕΞ!».
*Χωρίς κανένα πρόβλημα εγκρίθηκε, αρχικά, η αίτηση της Γεωργίας Κρέτση, που ετοιμάζει διδακτορική διατριβή με θέμα την περιοχή της Κονίσπολης στη νότια Αλβανία.
*Τα προβλήματα άρχισαν αμέσως μετά: «Κατάφερα να μελετήσω κάποιους φακέλους μονάχα μια φορά. Ηδη, από τη δεύτερη φορά, αντιμετώπισα προσκόμματα από τη διεύθυνση. "Εμπιστευτικά", κάποιοι υπάλληλοι μου είπαν ότι οι δυσκολίες που συναντώ "άπτονται του ζητήματος των Τσάμηδων", αφού η έρευνά μου αφορά παραμεθόριες αλβανικές περιοχές». Φυσικά, οι δύο επόμενες αιτήσεις της για ανανέωση της (ετήσιας) άδειάς της απορρίφθηκαν. Η πρώτη (7.11.2000) «λόγω υπερκάλυψης θέσεων στο Αναγνωστήριο», η δεύτερη (28.5.2001) «διότι οι συγκεκριμένοι φάκελοι βρίσκονται σε μηχανοργάνωση». Και να σκεφτεί κανείς ότι οι «συγεκριμένοι φάκελοι» που θέλει να ερευνήσει η κ. Κρέτση καλύπτουν ολόκληρο τον εικοστό αιώνα!
*Η περίεργη αυτή «απόσυρση» δεν περιορίζεται στο υλικό το σχετικό με τη Μακεδονία ή την Αλβανία. Το διαπίστωσε ο λέκτορας του Πανεπιστημίου της Θράκης Κώστας Τσιτσελίκης, όταν ζήτησε άδεια έρευνας για τη συγγραφή βιβλίου με θέμα «Το νομικό καθεστώς προστασίας των μουσουλμάνων στην Ελλάδα (1881-1945)». Η επίσημη απάντηση (27.9.2002) τον πληροφόρησε ότι «δεν εγκρίθηκε η πρόσβασή του στο εν λόγω αρχείο, καθώς το υλικό βρίσκεται προς μελέτη στην αρμόδια διεύθυνση». Μιλάμε για τους φακέλους 75 ολόκληρων χρόνων!
*Σαφώς πιο τυχερή, η Μαρία Καβάλα είδε την αίτησή της, με θέμα «Η καθημερινή ζωή στη Θεσσαλονίκη την περίοδο της Κατοχής», να απορρίπτεται... ελλείψει υλικού. Η κ. Τομαή της σύστησε, μάλιστα, εγγράφως «ως καταλληλότερα τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, στα οποία θα πρέπει να απευθυνθείτε».
*Χρειάστηκαν έγγραφες εξηγήσεις ότι θέλει να συνεχίσει παλιότερη μελέτη των φακέλων των κατοχικών κυβερνήσεων. Μέχρι να διευθετηθεί η «παρεξήγηση», κύλησαν μήνες.
*«Η ιστορία της ελληνικής Χωροφυλακής, 1910-1950» ήταν το θέμα της έρευνας του Γιώργου Αντωνίου. «Πήρα την απάντηση ότι στο αρχείο δεν υπάρχει υλικό που να με αφορά», μας λέει. «Ξαναέκανα αίτηση, επισυνάπτοντας τα στοιχεία περίπου 15 φακέλων του άμεσου ενδιαφέροντός μου. Μου απάντησαν τηλεφωνικά ότι η αίτησή μου εγκρίθηκε και μπορούσα να επισκεφθώ το αρχείο». Το έκανε μια και μοναδική φορά, τον Μάιο του 1998.
*Οταν ξαναπήγε, τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, τον πέταξαν έξω με τον ισχυρισμό ότι η αίτησή του ουδέποτε είχε εγκριθεί. «Δεν είχα κανένα χαρτί που να αποδεικνύει το αντίθετο, εκτός από την υπογραφή μου στο βιβλίο ερευνητών. Αναγκάστηκα να ξανακάνω αίτηση, για τελείως διαφορετικό θέμα, η οποία έγινε δεκτή μια και μόνο φορά, ύστερα από πολύ καιρό».
*Για την επιδείνωση αυτής της πρακτικής, στο πέρασμα του χρόνου, αποκαλυπτική είναι η πρόσφατη περίπτωση του λέκτορα στο Πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης Ιάκωβου Μιχαηλίδη. Τον περασμένο Γενάρη έκανε αίτηση για έρευνα με θέμα «Ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις (1943-48). Πολιτική και διπλωματική ιστορία».
*«Λίγες μέρες αργότερα», αφηγείται, «κάποιος υπάλληλος του Αρχείου, ονόματι Μαρκέτος, μου τηλεφώνησε, ζητώντας μου να υποβάλω συμπληρωματικά περίληψη της υπό εκπόνηση εργασίας μου και δύο συστατικές επιστολές. Οταν εξέφρασα την απορία μου αν οι συστατικές επιστολές είναι απαραίτητες ακόμη και για πρωτοβάθμιους καθηγητές, ο κ. Μαρκέτος μου εξήγησε ότι αυτό προβλέπεται από το καθεστώς λειτουργίας των αρχείων».
Παρανομία και συγκάλυψη
Ο κ. Μιχαηλίδης συμμορφώθηκε προς τις υποδείξεις, στέλνοντας βεβαίωση του πανεπιστημίου στο οποίο εργάζεται και συστατική επιστολή από τον παλαίμαχο εμπειρογνώμονα του ΥΠΕΞ Ευάγγελο Κωφό. «Ομως, η περιπέτειά μου δεν σταμάτησε εκεί. Λίγες μέρες αργότερα, ο κ. Μαρκέτος επικοινώνησε πάλι μαζί μου, ζητώντας μου να κατέβω για μια προφορική συνέντευξη στην Αθήνα. Αρνήθηκα κόσμια αλλά κατηγορηματικά, εξηγώντας του ότι είχα σοβαρότερα πράγματα να κάνω από το να υποστώ "εξακρίβωση στοιχείων"». Στις 7.5.2003, η συνήθης επιστολή τον ενημέρωσε, κι αυτόν, ότι η αίτησή του απορρίφθηκε.
*Την ίδια τύχη είχαν, τέλος, οι αιτήσεις του συντάκτη του «Ιού» Τάσου Κωστόπουλου για συνέχιση της έρευνάς του σχετικά με το Μακεδονικό (1860-1949) και για δύο επιμέρους μελέτες με θέμα τις εκλογές του 1908 και 1912 για το οθωμανικό κοινοβούλιο και τις δραστηριότητες της ΕΜΕΟ στην επικράτεια του Ελληνικού Βασιλείου (1897-1912).
*Στις 7.1.2003, επιστολή της διεύθυνσης του ανακοίνωσε πως όλες οι αιτήσεις του απορρίφθηκαν -οι μεν δύο πρώτες λόγω «στενότητας χώρου», η δε τρίτη «για το λόγο ότι οι σχετικοί φάκελοι βρίσκονται σε στάδιο επαναταξινόμησης και έχει ανασταλεί η οποιαδήποτε διάθεσή τους στην έρευνα». Ο συντάκτης μας προειδοποιούνταν, μάλιστα, να μην επανέλθει: «Η έλλειψη θέσεων στον χώρο του Αναγνωστηρίου δεν επιτρέπει να δεχτούμε καμία νέα αίτησή σας για το προσεχές δίμηνο».
*Ο συντάκτης του «Ιού» αποφάσισε να αντιδράσει, ακολουθώντας τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος: Κατ' αρχάς, ζήτησε από την υπηρεσία αντίγραφο των πρακτικών της σχετικής σύσκεψης, ώστε να διαπιστώσει πόσοι άλλοι ερευνητές αποκλείστηκαν για τους ίδιους ή άλλους λόγους.
*Υποχρεωμένη από το νόμο (άρθρα 5 και 16 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας [Ν. 2690/1999], άρθρο 10§3 του αναθεωρημένου Συντάγματος του 2001), η υπηρεσία απάντησε μεν, αλλά ....λογοκριμένα: επικαλούμενη την προστασία των «προσωπικών δεδομένων» και της «πνευματικής ιδιοκτησίας» των άλλων ερευνητών, περιορίστηκε να δώσει μονάχα κάποια στατιστικά στοιχεία.
*Ακόμη κι έτσι, όμως, τα δεδομένα ήταν κάτι παραπάνω από εύγλωττα: Σε σύνολο 54 αιτήσεων που εξετάστηκαν στις 14.11.02, απορρίφθηκαν οι 24 (ποσοστό 42%). Απ' αυτές, μόλις πέντε (ποσοστό 8,8%) κόπηκαν -άγνωστο με ποια ακριβώς κριτήρια- λόγω «έλλειψης κενών θέσεων στο Αναγνωστήριο».
*Μία από τις αιτήσεις του συντάκτη μας, τέλος, απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι «ο ερευνητής έχει παραμείνει ήδη στο Αναγνωστήριο για χρονικό διάστημα πλέον των δύο ετών, εξαντλώντας το χρονικό διάστημα παραμονής στο Αναγνωστήριο για έρευνα με το ίδιο θέμα».
Πρόκειται για μια δικαιολογία το λιγότερο γελοία (μια διοικητική υπηρεσία καθορίζει πόσον καιρό δικαιούται να ψάξει το αντικείμενό του ένας ερευνητής!) κι επιπλέον ολοκληρωτικά αστήρικτη: στον «Κανονισμό» που
διανέμεται στους ερευνητές, τέτοιου είδους «χρονικό όριο» δεν αναφέρεται πουθενά!
*Ο συντάκτης μας συνέχισε σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία: προσέφυγε ιεραρχικά στον άμεσο προϊστάμενο της ΥΔΙΑ, που σύμφωνα με τον Οργανισμό του ΥΠΕΞ (αρθρ.19§1) δεν είναι άλλος από τον υπουργό Γιώργο Παπανδρέου, ζητώντας την ακύρωση της συγκεκριμένης απόφασης για λόγους νομιμότητας. Στο κείμενο της προσφυγής, επισήμανε ότι ο συγκεκριμένος (όπως άλλωστε και κάθε παρεμφερής) αποκλεισμός είναι καταφανώς παράνομος, καθώς μεταξύ άλλων:
*Αντίκειται στο άρθρο 5 του ισχύοντος Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, βάσει του οποίου «κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων» που τον ενδιαφέρουν, όσων δηλαδή φυλάσσονται από δημόσιες υπηρεσίες.
*Παραβιάζει το άρθρο 10§1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που εγγυάται την «ελευθερία λήψεως πληροφοριών» από τους πολίτες και την ισότιμη μεταχείριση των τελευταίων, όσον αφορά την πρόσβασή τους σε (μη απόρρητα) έγγραφα.
*Οι επιμέρους αιτιολογίες που προβλήθηκαν δεν στηρίζονται ούτε σε κάποια συγκεκριμένη διάταξη, ούτε σε πραγματικά περιστατικά, αφού (όπως μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί) τα επίμαχα αρχεία, στην πραγματικότητα, κάθε άλλο παρά έχουν αποσυρθεί, ενώ ο όποιος συνωστισμός δεν μπορεί να «θεραπεύεται» με την επιλεκτική έξωση ερευνητών.
*Η απάντηση ήρθε, ύστερα από δύο μήνες, με μια λακωνική επιστολή από το διπλωματικό γραφείο του κ. Παπανδρέου. «Με εντολή υπουργού», ο διευθύνων σύμβουλος Χαράλαμπος Δαφαράνος μας ενημέρωσε ότι «διενεργήθηκε επανέλεγχος» και «διαπιστώθηκε το σύννομο των εισηγήσεων στις οποίες είχε καταλήξει η επί του θέματος Επιτροπή». Οποιαδήποτε λεπτομερέστερη αιτιολόγηση θεωρήθηκε, προφανώς, περιττή.
*Απομένει το ερώτημα αν θα έχει την ίδια γνώμη το Συμβούλιο της Επικρατείας, στην υποθετική περίπτωση που κάποιος αγανακτισμένος ερευνητής αψηφήσει το πολυδάπανο και χρονοβόρο της όλης διαδικασίας κι αποφασίσει να ασκήσει την προβλεπόμενη αίτηση ακυρώσεως. Προσβάλλοντας, παρεμπιπτόντως, μαζί με την απόρριψη της αίτησής του και όλο το κανονιστικό οικοδόμημα των παραπάνω αυθαίρετων αποκλεισμών. Προτού αυτοί επεκταθούν, για την «προστασία της πραγματικής ιστορίας», και στα υπόλοιπα αρχεία που είναι ακόμη προσιτά στους πολίτες....
(Ελευθεροτυπία, 6/7/2003)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |